Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Αλίευσε και παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ

Μια σελίδα που θα μας ταξιδέψει σε περασμένες δεκαετίες, σε θολές αλλά όχι ξεχασμένες αναμνήσεις και σε μαγικά παιδικά όνειρα, γιατί "δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή που 'ναι μικρή!"....

Όταν η Αθήνα ξεροτηγανίζεται όλοι σπεύδουν … εις Γλυφάς
  – Ιψήθηκα! φωνάζει η κώνα-Βικτώρια. Καλέ, εμείς τσι Σμύρνη δεν είχαμε νοιώσει τέτοιες κάψες... 
– Αμάν! ωρύεται ο κυρ-Αγαθοκλής, τι είναι αυτό, βρε αδερφέ; Καήκαμε! Ωχ, αποδώ, βαχ αποκεί...
Και με το δίκιο τους. Δεν είναι ζέστη αυτή, είναι φούρνος, κόλασης, καμίνι...  
Τ’ ακρογιάλια του Σαρωνικού είναι στις δόξες τους. Όλος ο κόσμος εκεί μαζεύεται... Όχι βέβαια τόσο για δροσιά. Ναι, μη σας φαίνεται παράξενο. 
 Αν ο κ. Αναξίμανδρος πάει για να δροσισθεί, η δις Λιλή πάει για να δείξει το μαγιό της (τελευταίο μοντέλο, βλέπεις!). 
 Η δις Σουζού πάει για να δείξει αυτά που ακριβώς προσπαθεί –πλην όμως ματαίως!- να κρύψει το φουκαριάρικο το μαγιό
 Η Λουλού πάει για γαμπρό, ο γαμπρός για προίκα και ούτω κάθ’ εξής
  Η εκκίνησης, το Σαββατόβραδο, γίνεται πανηγυρικώς. Κάθε μέσον συγκοινωνίας επιστρατεύεται. Η κυρά Βικτώρια, τη βοήθεία της θυγατρός της, Μαρίτσας, φορτώνει το κάρο που θα τους φέρει εκ Ποδονυφτίου εις Γλυφάς!
 – Καλέ Μαρίτσααα! 
– Κεσκ βουβουλέ, μαμά;
 – Καλέ, επήρες το καρπούζι; 
– Βουίς
 – Βουή στ’ αυτιά σου, μωρή σακαφιόρα,  δεν το είδγες που είναι στη μεγάλη την κόφα;  
 Στη Γλυφάδα όμως τα πράγματα αλλάζουν.  Το κάρο αράζει σε μια απόκρυφη γωνιά, ώστε να μην είναι ορατόν διά γυμνού οφθαλμού. Η Μαρίτσα γίνεται Μαρί. Μαγιό “ντερνιέρ κρι”, όπως λέει. 
Εκτός αυτού, διά συχνών ηλιοθεραπειών στην ταράτσα του σπιτιού της, έχει αποκτήσει το πολυπόθητον Ζοζεφίνειον χρώμα. Άρα έχει όλα τα προσόντα που πρέπει να έχει μια “καθώς πρέπει” δεσποινίς στην Πλαζ. 
Απομακρύνεται λίαν διακριτικώς από την βαρελοειδή μαμά της – που εκείνη την ώρα φτιάχνει τον κότσο της κι’ ετοιμάζεται να βουτήξει στη θάλασσα με το κόκκινο κομπιναιζόν της... γραμμή για τα μπαιν-μιξτ. 
 Στην πλαζ, η Μαρί αποκτά θαυμαστάς. Ακούει μάλιστα και τέσσερες εν όλω ντεκλαρασιόν, εκ των οποίων αι δύο εις την γαλλικήνπαρακαλώ!
 Η Μαρίτσα δίνει την καρδιά της και εις τους δύο που μεταχειρίσθηκαν την γαλλικήν. Αυτοί, πάλι, την μοιράζονται όπως θα μοιράζονταν και ένα αραποσίταρο. 
Ο ένας ευγενέστατα ερωτά τη Μαρί:  – Μαμζέλ, βουλεβού ντε Μπακλαβού; Τούθοπερ εις την γαλλικήν σημαίνει: – Γουστάρετε μπακλαβαδάκι;  Η Μαρί το γουστάρει. Διό και παραγγέλλεται. 
  Και κει, στο Ζαχαροπλαστείο, αρχίζει εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτησις.
 – Κάθεστε “ισί” κοντά, μαμζέλ; 
-Ουί, έχω μια βίλλα εδώ παραπάνω. 
 – Α, τρε μπιεν... 
 – Εσύ, “σερί”, πού κάθεσαι; 
– Τέρμα Πατησίων, αλλά έχω βλέπετε την κούρσα μου, η οποία με φέρνει στην πλαζ σε πέντε “μινουίτ”
– Είσθε τρε σαρμάν, αφού έχετε και κούρσα... 
  Ξαφνικά όμως, η κυρά-Βικτώρια, που είχε κυριολεκτικώς χάσει τα νερά της, βγαίνει απ’ τη θάλασσα –πέντε αναδυόμενες Αφροδίτες μαζί– με το κόκκινο κομπιναιζόν της κολλημένο εις τας επικινδύνους ανωφέρειας και κατωφέρειας του σώματός της. 
  Βλέπει το θυγάτριόν της εν μέσω των δύο νεαρών και μπήζει τις φωνές. 
  – Ιβί λωλάδες, ιβί! Καλέ συ, Μαρίτσα, λωλάθηκες; Καλέ, τι ξετσιπωσιές είν’ αυτές... Πού νομίζεις, μωρή, πως βρίσκεσαι; Στο φαρδύ του Αγίου Δημητρίου και σουλατσέρνεις; Πήγαινε, μωρή, στο κάρο να προσέχεις τα πράγματα... 
 Οι δυο “τρε σικ” νεαροί, που δεν ήσαν παρά ο Μητσάρας ο μανάβης κι ο Τζιτζιφρίδας ο επιπλοποιός, ανταλλάσσουν βλέμματα γεμάτα απορίαν. 
 – Ρε συ, την τσούλα! Και μεις την νομίζαμε... – Τουλάχιστον για βαρονέσα... – Τι τα θες, ρε Τζιτζιφρίδα, το μαγιό κρύβει πολλά... πράγματα.  Κι’ ο Τζιτζιφρίδας συμφωνεί... 
 Αλλά δεν είναι μόνον αυτή η πλαζ που έχει κοσμικήν κίνησην. Όλα τ’ ακρογιάλια απ’ την Καστέλα μέχρι το Σούνιον είναι γεμάτα κόσμο. 
Ο καθ’ ένας ξεροψηνόμενος, ώσπερ κοκορέτσιον, Αθηναίος, αφήνει τα ρούχα του όπου τύχει και βουτάει στη θάλασσα.  
 Ιδού στάδιον δόξης λαμπρόν” για τους πορτοφολάδες, ρολόγια, δαχτυλίδια, πορτοφόλια, μα και κουστούμια ολόκληρα εξαφανίζονται.  
  – Ρε συ, πού πας το σακάκι; 
– Περίπατο... Μα γιατί ρωτάς, κύριος;
 – Είναι δικό μου!...  
– Σάμπως τόξερα; Βάζε άλλη φορά την κάρτα σου!
(Περιοδικό Πάνθεον, Αύγουστος 1935, Αλέκος Σακελλάριος) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου