Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2015

Η Μάρθα και ο Παρνασσός


Συντάκτης: Γιώργος Σταματόπουλος
Στο πάνω μέρος του χωριού (Βελίτσα, νυν Άνω Τιθορέα) υπάρχει ένας αστείος καταρράκτης. 
Αριστερά μαγεύει ένα φαράγγι γεμάτο με σπηλιές στους βράχους του. ....
Χωρούσαν σε μερικές απ’ αυτές εκατό, εκατόν πενήντα άνθρωποι· στην Κατοχή κατέφταναν εδώ για ασφάλεια κάτοικοι ως κι από την Κοζάνη (και από πολλά άλλα μακρινά σημεία της χώρας). Φτάσαμε εκεί περπατώντας από την πλατεία του χωριού, μια θαυμάσια πλατεία μ’ έναν υπέροχο πλάτανο, χωμάτινη, χωρίς πλαστικές καρέκλες. Η ομήγυρις προτίμησε καφέ και παγωτό αλλά η προσωπική μου επιθυμία ήταν ένα γλυκό του κουταλιού (κεράσι, κρουστό και μυρωδάτο· αριστούργημα). (Γ)καρδαμωμένος από το κερασάκι αποφάσισα να κατευθυνθώ εκεί που έδειχνε μια μικρή πινακίδα:
 στη σπηλιά του Οδυσσέα Αντρούτσου.
Αρχισα να ανηφορίζω αλλά όλοι μού έβαλαν τις φωνές: «Είσαι τρελός; Είναι πέντε ώρες δρόμος, δύσβατος, επικίνδυνος, κυκλοφορούν λύκοι...» κ.λπ. Απτόητος συνέχισα το ανηφόρισμα. Σε λίγο άκουσα τις καμπάνες να χτυπάνε δαιμονισμένα. Είχα μάθει ότι το έκαναν αυτό σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Τρομοκρατήθηκα. Γύρισα πίσω αλαφιασμένος και είδα την ομήγυρι να κρατάνε την κοιλιά τους από τα γέλια. Δεν θα τους συγχωρήσω. Τους ξεμπροστιάζω τώρα με τα ονόματά τους. Ήσαν εκεί η Ελένη και η Ευρυδίκη, ο Νάκος και η Αναστασία, ο Μήτσος και η Γουέντυ... για την ιστορία.
Ψηλά δέσποζε ο Παρνασσός, κορυφοχιονισμένος, αγέρωχος, επιβλητικός. Ήμασταν στις ανατολικές παρυφές του. Τα γέλια και η διάθεση μας οδήγησαν στο Δαδί (Αμφίκλεια). Ωραία χωριά, Παρνασσικά, μεταξύ βουνών και πεδιάδας. Πεύκα και αροκάριες και πλατάνια, ροδιές και κουτσουπιές· ήπιος τόπος. Βιαζόμουν, όμως, να επιστρέψω στο χτήμα που μας φιλοξενούσε η ογδοντάχρονη Μάρθα, που πολύ συμπάθησα (και αγάπησα). Ζει μόνη της σ’ ένα πανέμορφο σπίτι μέσα σε μια έκταση τριακοσίων(!) στρεμμάτων με μόνη συντροφιά τα τριάντα τόσα προβατάκια της, τους σκύλους της, τις γάτες της, τις κληματαριές της που ήδη είχαν αρχίσει να φουντώνουν.
Συζητούμε για τη ζωή της, μια ζωή γεμάτη με κόπους και δυσκολίες αλλά και χαρούμενες στιγμές. Οι ρυτίδες «φωνάζουν» τον «ορεινό» αγώνα της, αλλά η χαρά της ψυχής της τα επισκιάζει όλα (κυρίως τον θάνατο του συζύγου αλλά και του συζύγου της κόρης της). Συνομιλεί με τα φυτά της και τα ζώα της, συνοδεύει τα τελευταία στη βοσκή τους. Έτοιμη ανά πάσα στιγμή να σύρει τον χορό, εύθυμη, φιλόξενη· αρχαία Ελληνίδα μάνα των ορέων και της ομορφιάς, πανέμορφη η ίδια. Διαχέεται τούτη η ομορφιά στις ψυχές(;) όλων μας, ταρασσόμεθα από την ειλικρίνεια και ανιδιοτέλειά της. Μας δεσμεύει να την επισκεφτούμε ξανά (και σύντομα). Η μορφή της μας καθηλώνει· μπαίνει μέσα μας. Θα μας συντροφεύει από τούδε και στο εξής. Χωράει όλη μέσα μας όπως και ο όγκος του Παρνασσού, το σπίτι της και το μαντρί της. Τρώμε αυγά από τις κοτούλες της και τυρί φέτα ανάμικτα. Η καλύτερη ομελέτα που έχω φάει στη ζωή μου, αναφωνεί ο Νάκος. Έτσι γεννιούνται οι μεγάλες φιλίες: όταν λάμπουν τα πρόσωπα και οι κοινότητες. 
Σ’ ευχαριστούμε, Μάρθα.
efsyn.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου