Γκλίτσα
ή αγκλίτσα ή αγκούτσα για τη Σουβάλα, ενώ υπάρχουν πολλές άλλες παραλλαγές του
ονόματος, σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας......
Η
ετυμολογία της λέξης, είναι από το αρχαιοελληνικό αγκύλη [μικρή αγκύλη,
αγκυλίτσα], λόγω του σχήματος της χειρολαβής στο πάνω μέρος της ράβδου.
Η γκλίτσα ξεκίνησε στη χρήση της ως ποιμενική ράβδος αλλά στο πέρασμα του
χρόνου χρησιμοποιήθηκε και ως ράβδος περιπάτου…[Το ραβδί, είναι άλλο πράγμα και
θα μιλήσουμε γι’ αυτό άλλη φορά].
Μια
γκλίτσα αποτελείται από δυο τμήματα. Το ίσιο ραβδί, τη βέργα δηλαδή και τη
χειρολαβή της [κεφάλι γκλίτσας].Το ραβδί λέγεται γκλιτσάρι.
Τα
γκλιτσάρια στην περιοχή μας, γίνονται κυρίως από μέλεγο, από αγριλίδι και
ενίοτε από κρανιά, μπουρμπουτσιλιά [τσαπουρνιά] και κυδωνιά.
Το
κεφάλι της γκλίτσας, γίνεται κυρίως από πουρνάρι και ει δυνατόν από
πουρναρόριζα, (όπως αυτό το δικό μου της φωτογραφίας πιο πάνω) ενώ μερικοί
κατασκευαστές χρησιμοποιούν γλανιά, σφεντάμι, αγρελιά, γκορτσιά κ,λ,π,
Η γκλίτσα, είναι η καλύτερη παρέα των τσοπάνηδων,
με πολλαπλές χρήσεις. Ως υποστήριγμα για περπάτημα στα κακοτράχαλα μέρη, ως
ακουμπιστήρι ξεκούρασης, όταν βόσκουν τα
κοπάδια, ως εργαλείο σύλληψης αιγοπροβάτων καθότι είναι δύσκολο να τα πιάσει
κάποιος. Στην τελευταία χρήση τους, γίνεται και ο διαχωρισμός τους σε
προβατάγκλιτσες και γιδάγκλιτσες, με τις δεύτερες να έχουν μακρύτερο γκλιτσάρι.
Εδὠ να αναφερθούμε και στην χρησιμότητά της, στις φιλονικίες
των τσοπάνων για τα βοσκοτόπια, (οι περίφημες ….γκλιτσομαχίες)
Οι
ιδιότητες που πρέπει να έχει μια καλή γκλίτσα, είναι να μην είναι πολύ βαριά και κουράζει τον χρήστη της, από την
άλλη όμως, να έχει γερό γκλιτσάρι, δεδομένου ότι πολλές φορές θα δεχτεί μεγάλες
πιέσεις στην χρήση της. Το κεφάλι θα πρέπει να είναι γερό και σταθερό, με όσο
το δυνατόν καλύτερη εκμετάλευση των «νερὠν» του ξύλου γἰνεται. Γιαυτό τον λόγο
και οι πουρναρόριζες, θεωρούνται το καταλληλότερο ξύλο.
Σε
πολλά μέρη της Ελλάδας, οι κατασκευαστές των γκλιτσών, σκαλίζουν στο κεφάλι
περίτεχνες παραστάσεις, στη Σουβάλα όμως οι γκλίτσες είναι λιτές και απέριττες,
με το βάρος να δίνεται στην λειτουργικότητα τους.
Αυτό
είναι διακριτό σε παλιές φωτογραφίες συγχωριανών μας, όπου βλέπουμε εξαιρετικές
γκλίτσες.
Η
κατασκευή μιάς γκλίτσας απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα και κυρίως υπομονή. Ο
κατασκευαστής, ξεκινάει το ψάξιμο για γκλιτσάρια, αναζητώντας καλά μέλεγα στο
βουνό ή αγριλίδια σε μέρη που είναι παρατημένα και απεριποίητα λιόδεντρα. Σε
μέρη που υπάρχουν καλά πουρνάρια, θα αναζητήσει τα κατάλληλα ξύλα ή ρίζες για
την κατασκευή των κεφαλιών. Προτιμώνται, τα γκλιτσάρια, να είναι ίσια από τη
«μάνα τους» γιατί αλλιώς «ρίχνουν», μετά από κάποιο διάστημα, όπως λένε
χαρακτηριστικά οι παλιοί έμπειροι
«γκλιτσάδες».
Εργαλεία για την κατασκευή, είναι οι ειδικοί
σουγιάδες, τα ξυλοφάγια, γυαλιά σπασμένα για το τρίψιμο και ένα ειδικό εργαλείο
που το λένε μπιάρι.
Οι
πιό σύγχρονοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν ηλεκτρικά τριβεία, ειδικά γυαλόχαρτα
και έχουν γενικά μεγαλύτερες ευκολίες.
Τα
γκλιτσάρια αφού ζεσταθούν στη φωτιά και ισιάξουν καλά, ξεφλουδίζονται και
γυαλοχαρτίζονται, ενώ καλό είναι να κρεμιώνται για να παραμείνουν ίσια μέχρι να
στεγνώσουν καλά.
Τώρα,
στην κατασκευή του κεφαλιού, ακολουθείται διαφορετική διαδικασία. Το ξύλο αφού
κοπεί, μένει για κάποιους μήνες να «τραβήξει», προκειμένου να μην σκάζει και
μετά κόβεται και σχεδιάζεται το κεφάλι, ώστε να παρθούν τα «νερά» του ξύλου και
να γίνει η γκλίτσα ανθεκτική.
Αφού
τελειώσει η διαδικασία και σκαλιστεί το κεφάλι, τρυπιέται με προσοχή και
δέχεται το «αρσενικό» γκλιτσάρι, ενώ σιγουρεύεται και με προκάκι ή βιδάκι για
να μην βγαίνει στη χρήση της.
Τέλος
η γκλίτσα περνιέται με λάδι για να μην σκάζει ενώ οι παλιότεροι την πέρναγαν με
ζεσταμένο ξύγκι.
Τα
τελευταία χρόνια κυκλοφορούν πλαστικά ή μεταλλικά κεφάλια, ωστόσο δεν
προτιμώνται από τους μερακλήδες Σουβαλιώτες.
Στο
κάτω μέρος της γκλίτσας και για μην φθείρεται το γκλιτσάρι, οι παλιότεροι
πέρναγαν ένα τμήμα από κέρατο ζώου, ενώ τώρα χρησιμοποιούν σκληρή πλαστική
σωλήνα ή τάπα.
Μια
καλή γκλίτσα, έκανε περήφανο τον ιδιοκτήτη της, ο οποίος την έπιανε από το πρωί
που ξεκίναγε, μέχρι το βράδυ που γύρναγε στο σπίτι μετά την κοπιαστική μέρα με
τα «πράματα».
Αλλά
και στην βόλτα στην πλατεία και στα καφενεία, ήταν πάντα καλή συντροφιά.
Για
να κατανοήσουμε καλύτερα τη σχέση του τσοπάνη με τη γκλίτσα, θα καταθέσω εδώ
μια αφήγηση του Γιώργου Αυγέρη [Κουραμάνα].
Όταν ήταν νεαρός βοσκός [νεαρός ποιμενόπαις,
κατά την υπέροχη έκφραση του μακαρίτη του μπάρμπα Παναγιώτη Πάντου] στην
περιοχή του Δαδιού, του είπε ένας δαδιώτης κατασκευαστής: Ρε Γιώργο, θα σου φκιάσω μια αγκούτσα τόσο
καλή, που άμα θάσαι μοναχός σου στο βόσκημα, θα κ’βεντιάζεις μ’αυτή. Πράγματι,
του έφτιαξε μια μερακλίδικη γκλίτσα, με κεφάλι από ξύλο αγκορτσιάς κι αυτή η
γκλίτσα, τον συντρόφευε για τα καλά στις μοναξιές του ποιμενικού του βίου, για
αρκετά χρόνια, μέχρι που την έχασε όταν έφυγε να υπηρετήσει τη θητεία του.
Εδώ
θα πρέπει να αναφερθούμε στους παλιούς ονομαστούς κατασκευαστές γκλιτσών της
Σουβάλας. Κυκλοφορούν ακόμα περίφημες
γκλίτσες των συγχωρεμένων, Παν. Βέλλιου [Κατσιούρη], Κων. Αυγέρη [Τσιόγκα] και Ηλία Θάνου [Γούλα].
Μέχρι
πρόσφατα, καλές γκλίτσες έφτιαχνε ο μπάρμπα Στάθης ο Πάντος [Κουγιότας] κι ο Θανάσης ο Παπαθανασίου, ώσπου τον πρόδωσαν
κι αυτόν τα χέρια του και ο οποίος λέει ότι τα πιο καλά γκλιτσάρια γίνονται από
άγρια μηλιά.
Την
παράδοση συνεχίζουν τώρα ο Δήμος ο Βλάχος, ο Γιώργος ο Θάνος [Όσβαλντ] και η
ταπεινότητά μου.
Γιάννης Αθ.
Λαγός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.