TO TΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΟΥ
Πανηγυράκι γίνεται ψηλά στο Άγι Γιώργη.
Μαριγώ Φραγκόπουλο.....
Το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο τόπος ήταν λίγος.
Τώρα ανθίζουν τα κλαριά.
“Γαϊτανό κι αριοπλεμέγμένο
μια χαρά ήταν το καημένο.”
Βαστάει ο δράκος το νερό, διψάει το πανηγύρι.
Έρχουμ’ , έβγα δέξε με.
Σκάσαν οι μούλες για νερό και τα στοιχειά απ’ τη δίψα,
Γέροντες χορεύουνε.
Κι αυτά τα λιανομούλαρα επέσανε για ψόφο.
Γειά χαρά σου άνοιξη.
“Γιώργηνα με το φουστάνι
βαλ’ τα πρόβατα στη στάνη.”
Τρεις λυγιρές συνάχτηκαν, να πάν’ να πουν του δράκου :
-Απόλα δράκο μ’ το νερό
-Απόλα δράκο μ’ το νερό να πιεί το πανηγύρι.
Ξένος είμαι δέξε με.
Βάλαν τις μπόλιες ανοιχτά και στα μαλλιά τους μόσχο,
Μαριγώ Φραγκόπουλο.
Κρεμάσαν και τ’ αρμάθια τους ως την ποδιά τους κάτω.
Από βραδύς ’τοιμάστηκαν, το δράκο ν’ ανταμώσουν,
Και την αυγούλα με δροσιά στον Παρνασσό τραβάνε.
Στη Γούρνα σαν ροβόλισαν μπροστά ’νας Καβαλλάρης.
Κρατούσε και στο χέρι του ολόχρυσο κοντάρι.
Τώρα ο δράκος μούγκρισε και βγήκε απ’ τη σπηλιά του.
Και με τη γνώμη σκέφτηκε και με το νου του λέει.
-Καλώς το γιόμα πόρχιται, καλώς το κολατσιό μου.
Τις λυγιρές αγνάντεψε και τρέχει να τις φάγει.
Μ’ ο Καβαλλάρης χύμηξε και τον ποδοπατάει.
Του δράκου κακοφάνηκε, πολύ του βαρυφάνη.
Τυλίγεται στο άλογο, με λύσσα πολεμάει,
να καταπιεί το άλογο μ’ όλο τον Καβαλλάρη.
Βγάζει φωτιά απ’ το στόμα του, ουρλιάζει και μουγκρίζει,
Μα με τις τρεις τις κονταριές ο δράκος ξεψυχάει.
Κι ο Καβαλλάρης άφαντος, με τον ψαρί του … πάει.
Κι η Λάμνια αναστέναξε, του βρόντου η δυχατέρα.
Πάει, απολάει το νερό να πιεί το πανηγύρι.
Κάμαν σταυρό οι λυγιρές, στον Άγιο τάξαν τάμα,
και πάλι πίσω γύρισαν, να πάν’ στο πανηγύρι.
Ηύραν αρνιά να ψένουνε, κριγιάρια σουβλισμένα.
Κι οι γέροι σέρναν το χορό, ξοπίσω παλληκάρια,
Και πάρα πίσω λυγιρές κοντά με τους λεβέντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.