Ότι απέμεινε. Καταρράκτης με σιφόνι από τσιμεντοσωλήνες που έδινε
κίνηση με υδατόπτωση στον τροχό ακονίσματος σιδηρών εργαλείων
των αδερφών Παναγιώτη (γεν 1892) και Λουκά Σταματίου (γεν 1897).
Λειτούργησε μέχρι περ. 1975.
Περιήγηση στα υδροκίνητα ακονιστήρια των παλιών Σουβαλιωτών χαλκιάδων....
Ένα βασικό στοιχείο που έκανε ξακουστά τα Σουβαλιώτικα μαχαίρια, ήταν η τέλεια και τρομερή κόψη τους. Και όχι μόνο τα μαχαίρια, αλλά και πλήθος άλλων χειροποίητων κοφτερών σιδερικών εργαλείων που παρήγαγαν τα αναρίθμητα παλιά Σουβαλιώτικα καμίνια. Ο «αθέρας», όπως έλεγαν οι παλιοί χαλκιάδες.
Η μυστική και μαγική τέχνη του ακονίσματος ήταν το ήμισυ του παντός. Εκεί φαινόταν η μαστοριά και η φινέτσα. Το μαχαίρι έπρεπε να κόβει σαν ξυράφι. Αν δε ήταν και σφαχτομάχαιρο; Συναγωνιζόταν στην κόψη το χειρουργικό νυστέρι. Οι παλιοί μαστόροι το δοκίμαζαν στον αέρα, να κόβει κόλα χαρτιού. Το τσεκούρι έσκιζε με τη μία το κούτσουρο.
Η χοσιά έπρεπε να κελαηδάει κόβοντας τον τριφυλλόμισχο. Η τσάπα, μόνο με το βάρος της, έπρεπε να μπήχνεται μέχρι τη μέση στον αμπελότοπο. Το δρεπάνι να θερίζει στην κυριολεξία. Κι ότι άλλο κοφτερό σιδερικό εργαλείο, χρήσιμο στην
ανθρώπινη παραγωγή και καθημερινότητα, είχε τη χάρη του αν ήταν καλοτροχισμένο και λειτουργικό.
Η Σουβαλιώτικη παράδοση πάνω στη μεταλλοτεχνία και τη μεταλλουργία έρχεται από πολύ μακριά. Αρχαία μεταλλικά αντικείμενα που έχουν ανευρεθεί σε τάφους της περιοχής, προέρχονται από ντόπια εργαστήρια.
Όπλα αγωνιστών του ’21 φέρουν απάνω ένδειξη ότι κατασκευάστηκαν στη Σουβάλα. Στον εκλογικό κατάλογο του 1864, όπου αναγράφονται και τα επαγγέλματα των εκλογέων, μεταξύ των 169 αρρένων ψηφοφόρων οι 6 είναι χαλκιάδες.
Στα χρόνια που ακολούθησαν και με την οριστική κάθοδο των Πάνω Σουβαλιωτών στο σημερινό χωριό, το επάγγελμα του μαχαιρά γνώρισε μεγάλες δόξες στη Σουβάλα. Από τους 6 αυτούς πρωτοπόρους του κλάδου, ξεπήδησαν ολόκληρες οικογένειες μεταλλοτεχνιτών και η τέχνη διαδόθηκε στους απογόνους, αλλά και σε πολλούς ακόμη που προθυμοποιήθηκαν για να την μάθουν.
Η τέχνη του μεταλλουργού μαχαιρά στη Σουβάλα, έφτασε στο απόγειο της ακμής της, κατά τις δεκαετίες του ’60 και ’70, οπότε και η ελληνική ύπαιθρος έσφυζε από ζωή.
Μέχρι και το 1975 περ., λειτουργούσαν στο χωριό περί τα 20 καμίνια. (Κατά την προεπαναστατική περίοδο τα καμίνια των Σουβαλιωτών χαλκιάδων λειτουργούσαν Ν/Δ της Απάνω Σουβάλας και πολύ κοντά στους «Τροχούς», γι αυτό και η τοποθεσία ονομάζεται ακόμα και σήμερα «Καμίνια». Επί το πλείστον, οι χαλκιάδες ήταν περιφερόμενοι γύφτοι νομάδες που ερχόντουσαν περιστασιακά και κατασκήνωναν στην άκρη του χωριού, δίνοντας έτσι και την ονομασία στην τοποθεσία Ν/Δ της Αγίας Βαρβάρας, γνωστή στους παλιότερου ως «Γυφτουκάτνου». Δηλ. γύφτικη κατούνα= κατασκήνωση.)
Όλο το παραγόμενο προϊόν μεταφέρετο με τα ζα στην περιοχή «Τροχοί» της χαράδρας των Μανταμιών για τρόχισμα, ούτως ώστε να καταστεί ελκυστικό στις πλούσιες αγορές της Κωπαϊδας και της Λαμίας. Οι τροχοί ήταν ιδιόχειρες κατασκευές τεχνιτών λίθινων μικρών καταρρακτών, στους οποίους το νερό οδηγείτο από το ρέμα του «Πλατάνου» με κατάλληλες εκτροπές και αφού αποκτούσε «κρέμαση»,( δηλ. ορμή) κατακρημνιζόταν μέσα σε ένα συνήθως ξύλινο κάθετο σιφόνι, που κατέληγε σε στενή οπή.
Η πίεση χτυπούσε μια μικρή φτερωτή ρόδα, που με τη σειρά της έδινε περιστροφική κίνηση σε ένα σμιλεμένο λείο κυλινδρικό αμμόλιθο. (Ακόνι). Το μυστικό της επιτυχίας του ακονίσματος έγκειτο στο γεγονός ότι το τρόχισμα δεν γινόταν εν ξηρώ.
Ο τροχός βρεχόταν από το νερό και το μέταλλο δεν ανέπτυσσε μεγάλη θερμοκρασία από την τριβή, για να μην «καίγεται» η κόψη του και«χαλάει ο αθέρας».
Διπλός καταρράκτης που
κινούσε τους τροχούς του
Φώτη και Μήτρου Σταματίου.
Στα Σουβαλιώτικα καμίνια και τροχούς
δούλεψαν «την τέχνη» επί ενάμισυ σχεδόν αιώνα, οι κάτωθι γνωστοί από
την προφορική παράδοση και τις πηγές Σουβαλιώτες τεχνίτες:
Μήτσος Τοπάλης
(γεν 1842) Κώστας Τοπάλης (1844),
Θανάσης Τοπάλης (1871), Λούκας
Δ.Τοπάλης (1881) , Λούκας Π.Τοπάλης
(1884), Κωστ.Δ.Τοπάλης (1887) Κώστ.
Τοπάλης (1902),Θόδωρος Τοπάλης
(1910), Σπύρος Τοπάλης (1914)
Παναγιώτης Τοπάλης (1922), Γιάννης
Τοπάλης (1929), Λούκας Α.Τοπάλης
(1935), Λούκας Θ.Τοπάλης (1947), Θαν. Φ.Σταματίου (1877), Φώτης Ι. Σταματίου
(1892), Μήτρος Σταματίου (1904), Φώτης Κ. Σταματίου (1912), Λούκας
Καραχρήστος (1883), Καραχρήστος Γιώργος (1915) Νίκος Παναγιωτής
(1915), Θανάσης Ματροκώστας (1880), Κώστ. Μαστροκώστας (1899), Στάθης
Κατοίκος (1885, μετ. Μώλο), Κωστ. Διαμαντώνης (1889), Ρόδης Θανάσης
(1926),
ήταν οι δημιουργοί και
επικαρπωτές των διαφόρων και πολλών
τεχνιτών καταρρακτών και τροχών κατά
μήκος του ρέματος μέχρι την πηγή
« Πλατάνου». Παράλληλα μέχρι το 1980,
λειτουργούσε άγνωστο σε πόσο βάθος
χρόνου και ο γνωστός σε όλους μας τους
ενήλικες, τροχός στον καταρράκτη της
Αγίας Βαρβάρας στην Απάνω Σουβάλα.
Εκεί τροχούσε κυρίως ο Κώστας
Μαστροκώστας (Πράντς), ο αδερφός του
Θανάσης (Νιόνιος) και ο Θανάσης
Σταματίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.