Τη βρήκα καθισμένη μπροστά στην αυλόπορτα στο πεζούλι ένα απόγιομα πού ο ήλιος έγερνε στη ράχη της Αγόριανης.
Γειά σου θειά Φροσύνη !.....
Βρέ καλώς τονε αποκρίθηκε, πώς μας έκανες για γενιά?
Τώρα τελευταία αραδίζεις στα σοκάκια μας …συνέχισε περιπαιχτικά
και άφησε χαμογελώντας τό υπονοούμενο.
΄Ελα κάτσε, καί έκανε
μέρος στο στρωμένο κουρέλι πού είχε στο πεζούλι να κάτσω. Κάθησε καί αυτή δίπλα
μου έτσι αποσταμένη όπως ήταν.
Φορούσε μια ρομπούλα, με λυμένη τη σκέπη και την μπροστέλα μέχρι κάτω διπλομένη από τη μια μεριά,
και κούμπωσε τά τελεμένα χεράκια της στα γόνατα. Φαινόταν απελπισμένη.
Με ρωτούσε διάφορα. Πώς πάω με το Σχολειό, αν κοντεύω νά τελειώσω,
καί τι δουλειά σκέφτομαι να κάνω, όταν θα τέλειωνα με το καλό.
Τής απαντούσα έτσι αόριστα
και συγκαταβατικά σκύβοντας το κεφάλι γιατί η ώρα περνούσε και η κοπελιά θα περίμενε.
Ηθελα να ξεφύγω…..καί
αυτή κατάλαβε ότι βιαζόμουνα .
Κοίτα να δείς μού είπε , θα σού πώ μια κουβέντα και βάλε τη καλά
στο μυαλό σου Σε έχω ανηψιό, έμαθα ότι νταραβερίζεσαι με το κορίτσι της Αγγέλως
του Μπαρδαμπούλια και τώρα εκεί πάς , κατάλαβα ….. αλλά κοίτα να δείς .
Δεν εκθέτουνε έτσι τά
κορίτσια του κόσμου.
΄ Εχουνε μάννα, πατέρα κι αδέρφια. Δέν θέλω ντροπές πράγματα
.
Και πές πώς την πήρες ,είσαι ακόμα μικρός και άνεργος , πώς θα
ζήσετε? τι θα φάτε? και μην αστοχάς πώς…. έχει σειρά το κορίτσι πού το έχετε ανύπαντρο
.
Αυτά και άλλα με διάταζε η θειά Φροσύνη και γώ με σκυμένο κεφάλι
άκουγα .
Όχι πώς επικροτούσα αυτά
πού έλεγε, αλλά δέν ήθελα να της φέρω αντίρρηση. Τής είχα μεγάλη αδυναμία καί εκτίμηση.
Είχε λιώσει η δόλια στήν αυλακιά, ήλιο με ήλιο.
΄Εμεινε ορφανή όταν τόν πατέρα της τόν Μήτρο τόν σκότωσε ο Καϊλης
άθελά του σε ένα γλέντι στο Ζαρέϊκο το σπίτι, πού γλεντούσε με τους βλαμάδες.
Τρία κορίτσια και ο αδερφος της ο Γιώργος.
Και πώς να τά ζήσει εκείνη την εποχή η γέρο Δρόσω η μάνα της
?
Η Φροσύνη ήταν μικρότερη από τη Παναγιού και τη Γιωργού αλλά
αυτή θέλησε ο Λάμπρος ο Ζάμπρας.
Πήγε λοιπόν στή γέρο Δρόσω καί τη ζήτησε σε γάμο.
Μάζεψε η γριούλα τη φαμελιά της καί αποφάσισαν νά παντρέψουν
τή Φροσύνη για να μπορέσουν με τά λίγα γεννήματα πού είχαν να ζήσουν οι υπόλοιποι.
Δύσκολα χρόνια καί η ορφάνεια χειρότερη.
Ο Λάμπρος ο Ζάμπρας ήταν θηρίο άντρας, φάνταζε σαν στοιχειό. Είχε μια κεφάλα χοντρή και αγύριστη ,σαν την κοτρώνα της Κυργιάς , με κάτι χέρια
ροζιασμένα λές και ήταν πευκοκλώναρα πού κατέληγαν σε κάτι χοντροδάκτυλα σαν δικούλια
.
Φορούσε μια πατατούκα χειμώνα καλοκαίρι ανάρριχτα, και τραγιάσκα
με κουμπί, και ένα ντρίλινο πουκάμισο ξεκούμπωτο, να΄ παίρνει αέρα γιατί γκούσευε.
Τον έπιανε βροχή τον Λάμπρο δε παραμέραγε ν’απαγγιάσει.
Θεριό ανήμερο.
Κάθε βράδυ ήταν στην ταβέρνα και τά έπινε.
Ποτέ δεν είχε φάει σπίτι μαζί με τη Φροσύνη.
Αργά, και πάντα πιωμένος και φαγωμένος έπερνε τον ανήφορο για
το σπίτι στάζοντας η πατατούκα όταν έβρεχε, και πολλές φορές όταν έριχνε χιόνι,
φάνταζε κινούμενος ….χιονάνθρωπος.
Οι χωριανοί δεν τον πολυεκτιμούσαν. Μια τον έλεγαν αχαϊρευτο
και ανάξιο, μια του πετούσαν κουβέντες, κι όταν ήθελαν να πειράξουν κανέναν έλεγαν
πώς μοιάζει στόν Λάμπρο το Ζάμπρα.
Από το Μάη ανέβαινε στο βουνό και έστεινε με το Στοφόρο πρόχειρο
πριονιστήριο βγάζοντας τίς παραγγελίες των χωριανών του γιά αλλαξοξύλιασμα τών σκεπών
τους. Τέλειωνε όταν άρχιζαν τά πρωτοβρόχια, τον Οκτώμβριο, και φουσκωμένος οξυγόνο, ροδοκόκκινος, κατέβαινε στο χωριό.
Στο χωριό η Φροσύνη παράδερνε να τά βγάλει πέρα μοναχή της.
Μικρό σπιτάκι αλλά σιωπηλό δεν άκουγες φωνές και κλάματα παιδιών, γιατί η Φροσύνη ήταν στείρα.
Έτσι έλεγαν στο χωριό.
Πάντα στα χωριά το έχουνε συνήθεια να λένε πώς είναι στείρα πάντα
η γυναίκα , όταν δεν έχει το αντρόγυνο παιδί.
Ολοχρονίς βολόδερνε φορώντας κάτι νάϋλον παπούτσια στα οργώματα
και στις λάσπες, τά πόδια της είχανε πετσιάσει πίσω στις φτέρνες και τά δάχτυλά
της τά σκέπαζαν τά νύχια της πού ήταν αγριεμένα και στις άκρες μπλαβιά. Κάλτσες
αγοραστές είχε χρόνια να βάλει, κι ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα πού φορούσε καμμιά
φορά, όταν τύχαινε να πάει στην εκκλησιά σε γάμο η σε βάφτιση. Κούμπωναν μπροστά
με ένα λουράκι κι όπως έλεγαν οι γυναίκες ήταν τά νυφιάτικά της. Και στα μεγάλα
κρύα η Φροσυνη φορούσε στιβανο - πάπουτσα. Και αυτά ήτανε πολλών χρονών κι είχανε
χάσει τη φόρμα τους, με το λάστιχο πού είχε μπαλώσει ο τσαγκάρης πάνω στις τρυπημένες
σόλες και πού την μπουρδούκλωνε στήν αρχή έτσι πού πετιόταν από τριγύρω χοντροκομένο. Χαράζοντας φόρτωνε στα δυό μουλάρια αλέτρια, σβάρνες, παλατσόνια, λεμαριές
και στα χωραφια. ΄ Ολη μέρα. Καί σάν έπεφτε το σούρωπο αποσταμένη σταμάταγε τή
δουλειά φόρτωνε τα σέα στά μουλάρια καί ξεπέζευε σκοτάδι ποιά στό σπίτι
χορτασμένη δουλειά καί πίκρα .
Εμένα με αγαπούσε ιδιαίτερα γιατί είχα το όνομα του πατέρα της
και συνέχεια με διάταζε κατά πως αυτή νόμιζε ότι ηταν καλύτερα το σωστό . …..
Κοίτα να δείς μου ‘λεγε…..
Να σπουδάσεις, να γίνεις καλός άνθρωπος…όχι σα καί μάς παιδάκι
μ’.
Να μη σώνει αυτή η γεωργότεχνη με την παιδεψίλα τ’ς , με βλέπ’ς
από το πρωϊ τι τραβάω. Πιαστήκανε τά χεράκια μου να φορτώνω και να ξεφορτώνω το
αλέτρι και τη σβάρνα με ήλιο και βροχή μέσα στη λασπουριά.
Ζεστό φαϊ δεν έχω φάει και όλο πρόχειρα μερεμέτια , πού να προφτάσω
να μαγειρέψω. ΄ Εχω πολύ κουραστεί, μοναχούλα ‘μ ούλα.
Να τρυγίσω, να θερίσω , να αλωνίσω, να μαζώξω το βαμπάκι? τι
να πρωτο κάμω? άργασε το τομάρι ‘μ.
Και δε μού φτάνουνε όλα αυτά έχω και τά μανάρια.
Εχουνε καί αυτά την παιδεμάρα τους, να τά παχνιάσω, να βγάλω
κοπριές , να αρμέξω, και πότε να πλύνω, πότε να σιδερώσω πότε να μαγειρέψω? θέλω
να στείλω και φαϊ στο Λάμπρο . Υστερα πρέπει να υφάνω να φτιάξω γινομένες για το
χειμώνα και καμμιά βελέντζα για το πάτωμα.
Αυτά καί άλλα έλεγε η θειά - Φροσύνη καί γώ τήν άκουγα με σκυμένο
το κεφάλι λές καί ήμουνα ένοχος καί υπόλογος καί χοροπάταγα ..πού η ώρα περνούσε
και η κοπελιά …θα περίμενε.
Είκοσι χρόνια παντρεμένη και παιδιά δέν είχε. Και το ‘χε κάρβουνο
στήν καρδιά , και όλο αναστέναζε και σταυροκοπιότανε.
Αμήν Παναγία μου !! τι σού έχω κάνει η δόλια , δώσε και σε μένα
λίγο χαρά και όλο δοκίμαζε μαντζούνια πού της πήγαιναν οι καλοθελητάδες. Και όλο
γκρίνιαζε ο Ζάμπρας και όταν γύριζε το χειμώνα πιωμένος από την ταβέρνα της έφερνε
και κανένα κατακέφαλο. Πέρασαν χρόνια και η κατάσταση αυτή συνεχιζόταν.
Η Φροσύνη συνέχιζε τις δουλειές στα χωράφια και γύριζε αργά το
βράδυ σπίτι να αποφύγει τη γκρίνια.
Ξεπέζευε από το μουλάρι και στα μουλοχτά πήγαινε στο κατώΪ όπου
ειχε ένα κρεβατάκι και κοιμότανε.
Το πρωϊ ξύπναγε άφεγγα καί έφευγε νά μή συναντηθούνε.
Αυτά και άλλα γινόντουσαν εκεί στην πάνω γειτονιά με τις ρούγες
και τά χοροστάσια στην αλάνα του αη - Ταξιάρχη.
Μαζευόντουσαν τά παιδαρέλια της απάνω γειτονιάς και έπαιζαν κρυφτό, τσιλίκι, τη γουρούνα, χαράκι τά κοριτσόπουλα.
Ανάμεσά τους και η Μόρφω.
Κοριτσάκι στα δεκάξη ξυπόλητο με παχουλά πόδια και μάγουλα σαν
το ρόδι πού κόντευαν να σκάσουν.
Ηταν από φτωχή οικογένεια χωράφια δεν είχαν και ο πατέρας της
ειχε όλα και όλα καμιά εικοσαριά προβατάκια ,και το ψωμί λιγοστό. Δέν είχαν στόν
ήλιο μοίρα. Τά χοντρά χαρακτηριστικά της Μόρφως φωτίζονταν από τη λάμψη δύο κατάμαυρων
ματιών , πού κοίταζαν αλόκοτα, αθώα, αλλά καί πονηρά μαζί.
Πάνω από τον ανοιχτό λαιμό, καθώς και κάτω, από τις γυμνές γάμπες, σκονισμένες πάντα και γρατσουνισμένες, μάντευες όλο εκείνο το εφηβικό κορμί το
μεστωμένο κι αισθανόσουν παράμεσα το μυστήριο μιάς ώριμης ομορφιάς.
Θηλυκό αγρίμι η Μόρφω, καλοδεχούμενη στα αγορίστικα χέρια ,
πού ξάμωναν καμιά φορά και της χάϊδευαν το μελαχροινό και ηλιοκαμμένο μάγουλο,
η οι ποιό τολμηροί να της αγγίξουν το σφιχτό στήθος πού τεζάριζε το λερωμένο μπλουζάκι
της , προσποιούμενη αντίσταση πού βάζουν τά κοριτσόπουλα καί σού ξανάβουν τόν πόθο.
Είχε το διάολο μέσα της.
Είχαν ένα γουρούνι πού γύριζε όλη μέρα αμολυτό στα σοκάκια και
έτρωγε λαχανίδες, αντράκλες και ρίζες από αγριόχορτα.
Είχε γίνει εκατό οκάδες και κάθε πρωϊ το καλοκαίρι το καβάλαγε
η Μόρφω και το πήγαινε στην Αλεγούσα.
Έμπαινε στο νερό και έβγαζε
αγιοσέλινα και το τάϊζε.
Σήκωνε το τσίτινο φουστανάκι της και έμπαινε στο παγωμένο νερό
της πηγής.
΄ Εριχνε νερό στο πρόσωπό της και έπλενε τά πόδια της πού ήταν
γεμάτα σκόνες και γρατσουνιές, βγάζοντας από τά σωθικά της μεγάλο καΪμό και αναπαμένη
κάψα.
Τής έφευγε έτσι ο καημός της νιότης και του ήλιου πού καντήλιαζε
.
Τό απόγιομα πάλι έβγαζε μια αγκαλιά αγριοσέλινα , τά έπερνε παραμάσκαλα, καβαλίκευε το γουρούνι και γύριζε σπίτι.
Ο Ζάμπρας όμως πήγαινε να τρελλαθεί με το στρογγύλεμα της Μόρφως
και πώς να το πεί, από μακρυά την έβλεπε και μόνο όταν έπαιζε με τ’αγόρια εκεί
στον Αη Ταξιάρχη τη θαύμαζε έτσι όπως ήταν αγοροκόριτσο, ξυπόλητη , γεμάτη ζωή, και αστείρευτους ανοιξιάτικους χυμούς.
Ένα βράδυ φεύγοντας από
την ταβέρνα είπε στον ταβερνιάρη να του τυλίξει στο χαρτί μια γαρδούμπα και την
έβαλε στην τσέπη του, να πιεί μια βολά κρασί και απ’ το δικό του βαένι.
Κόντευε να φτάσει σπίτι, και στο σοκάκι συνάντησε τη Μόρφω με
ένα φανάρι.
Γειά σου μπάρπα τον χαιρέτησε ντροπαλή.
Πού πάς τέτοια ώρα Μόρφω?
Μ’ έστειλε η μάνα μ’ να βγάλω δυό μαρούλια απ’ το κήπο να ξυδιάσουμε
απόψε να φάμε , τώρα μαζώχτηκε και ο πατέρας μ’ απ’ τά πρόβατα. Αμέσως του ήρθε
φαεινή ιδέα. Σίμωσε να σού πώ της είπε, και βγάζοντας από τη τσέπη του τη γαρδούμπα
την έδωσε στη Μόρφω, πού έτρεχαν τά σάλια του κοριτσιού απ’ την ξενιστικομάρα.
Ανοιξε το χαρτί και …χλάπ ξελιγωμένο το κοριτσόπουλο την κατάπιε ,ούτε κάν πήρε
γεύση ο ουρανίσκος της, τόση πείνα είχε.
Ο Ζάμπρας τη χάϊδεψε στο λαιμό και στο κόρφο και αυτή τραβήχτηκε. Γιατί μωρέ τραβιέσαι της ειπε. Δεν έχεις δεί τις προβατίνες όταν της αρμέγει
ο πατέρας σου πώς ξαλαφρών’νε γιατί θα έσκαγαν απ’ το γάλα?
Αντε ρε μπάρπα με κοροϊδέυ’ς? του είπε το κοριτσόπουλο και συνέχισε
το δρόμο του. Και πού είσαι ……επέμενε ο Ζάμπρας . Ταχιά το βράδ’ θα σού φέρω σπληνάντερο, να είσαι εδώ τέτοια ώρα.
Το άλλο βράδυ έτσι έγινε. Η Μόρφω περίμενε εκεί στο αγκωνάρι
της αυλόπορτας χωρίς το φανάρι μέσα στο σκοτάδι, κρυμμένη.
Κάποια στιγμή ακούστηκαν τά βήματα του Ζάμπρα και τσάκ πετάχτηκε
η Μόρφω μπροστά του. Μπάρπα πού είναι το σπληνάντερο?
Εδώ να! στην τσέπη της πατατούκας, άπλωσε και πάρτο.
Μόλις η Μόρφω άπλωσε το χέρι της στην τσέπη του αυτός δέν έχασε
τήν ευκαιρία να χουφτώσει το βελούδινο χνούδι τής κοριτσίστικης σάρκας.
Φέρνει το χέρι στο στόμα του και τη φιλάει. ΄Υστερα τη χαιδεύει
στο κορμί και τρεμουλιάζει.
Το κορίτσι σαν από λήθαργο ξύπνησε αφού κατάπιε το σπληνάντερο, και εκανε να ξεφύγει απ’ τά χέρια του. Ντροπή μπάρμπα είπε.
Γιατί είναι ντροπή βρέ χαζό? απάντησε ο Ζάμπρας. Εγώ σ’αγαπάω
σάν παιδί πού δεν έχω, και κάθε βράδυ θα σού φέρνω εδώ γαρδούμπες να τρώς και θα
σε χαϊδεύω και αγαπάω σα θυγατέρα μου .
Συνεχίστηκε αυτή η δουλειά πολύ καιρό και ξεθάρεψε η Μόρφω και
έμπαινε στο σπίτι του Ζάμπρα όταν η Φροσύνη έλλειπε.
Και ένα μαγιάτικο απομεσήμερο πού η Φροσύνη ήταν στα χωράφια
, την έρριξε στο κρεβάτι ο Ζάμπρας και έπεσε πάνω της, και μ’ολη του την κτηνωδία
την πρωτοχάρηκε. Την τελευταία στιγμή η Μόρφω κατάλαβε πώς θα πάθαινε κάτι κακό
και τρομαγμένη άρχισε να φωνάζει, και να παλεύει, αλλά εκείνος της βούλωσε το
στόμα και μεταχειρίστηκε βία. Εκείνη τη μέρα η Μόρφω ορκίστηκε να μην ξαναζυγώσει
τον Ζάμπρα, μια και ήταν έτσι κακός άνθρωπος.
΄Ελα όμως πού την άλλη μέρα τον αποζήτησε μοναχή της.
Και την άλλη, κι από τότε σχεδόν κάθε μέρα.
Έτσι η μεγάλη αμαρτία
στοίχειωσε το σπίτι του Ζάμπρα.
Όποιος δεν αμάρτησε στή
ζωή του, δεν αξίζει να τον πάρει ο θεός , τι άλλο αξίζει σαν την αμαρτία ….έλεγε
και ξανάλεγε στην ταβέρνα στους φίλους του.
Καί η άνοιξη χαμογελούσε ικανοποιημένη, καί η Μόρφω δέ φάνηκε
νά δυσαρεστήθηκε, καί ο Ζάμπρας πετούσε στά ουράνια .
Συνεχίζεται .........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.