Ένα ιδιαίτερο αφήγημα, γεμάτο νοσταλγία και ευγνωμοσύνη, μοιράζεται με το κοινό μια Σουβαλιώτισσα.
Μέσα από τις προσωπικές της μνήμες αναδεικνύει την αξία του «ευχαριστώ» και της ευγνωμοσύνης για όσα μικρά ή μεγάλα μας σημάδεψαν στη ζωή.
Το κείμενο, με τίτλο «Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται...», φωτίζει με τρυφερότητα στιγμές του χθες και θυμίζει τη δύναμη της μνήμης και των δεσμών που μας συντροφεύουν.
Η μπλε ποδιά και η κόκκινη πιπεριά
Δεν ήταν το νησί των διακοπών μας, ούτε το νησί της επόμενης μέρας του Έκο.
Ήταν έτσι απλά το ν’σί. Σκεπασμένη με μια λαζουρένια πετσέτα, η κατσαρόλα με το
βρασμένο γιδίσιο γάλα, το φρεσκοαρμεγμένο, και δίπλα της το κουτί με το κακάο μάς
περίμεναν κάθε πρωί να ξυπνήσουμε και να ξεκινήσουμε τη μέρα μας με κείνα τα
«καλούδια» σπιτικής παραγωγής. Ε, ναι, το κακάο δεν ήταν δικό μας αλλά ο μπάρμπα
Θανάσης ο παντοπώλης, που μας το προμήθευε, μάς είχε πείσει ότι θα μπορούσαμε
να το καλλιεργούμε στα Κανάβια, αν ο πατέρας δεν αρνιόταν ακόμα να
εκμεταλλευτεί την προίκα της μάνας μας (!). Δίπλα στην κατσαρόλα πάνω στο
τραπέζι της κουζίνας το «σημείωμα» με μία ιδιόρρυθμη προσωπική ορθογραφία που
δεν συνάντησα ποτέ πια στη ζωή μου, σε όλα τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες που
γυρίζω: «Κορίτσια, καλημέρα. Να φάτε και να καθήσετε φρόνιμα. Εγώ και ο
πατέρας σας πάμε στο νησί» (μπορεί να έκοβε φωνήεντα και σύμφωνα η μάνα, όταν
μιλούσε, αλλά στο σημείωμα-ανακοινωθέν (!) μάς τάιζε πάντα με ολόκληρους
φθόγγους).
Το διάβαζα φωναχτά εις επήκοον και των άλλων δύο αδελφάδων μου, που δεν ήταν
ακόμα εγγράμματες, όπως εγώ.
-«Πάλι στο νησί, άρχιζαν να τσιρίζουν εκείνες εν χορώ, θέλουμε να πάμε και
εμείς...».
Η μάνα φαινόταν αυστηρή και απαιτητική αλλά ήταν δίκαιη. Αναγνώριζε την ευθύνη
που αναλάμβανα ολημερίς να φροντίζω τα μικρότερα θηλυκά, που είχε φέρει στον
κόσμο, το σπίτι, τις κότες και τα ζωντανά, που είχε αποκτήσει ως νοικοκυρά, και μού
κανε το χατήρι στην επιθυμία, που με πολλή γαλιφιά είχα μάθει να εκφράζω.
Και τί να ήθελα περισσότερο εκείνο το καλοκαίρι, από το να συγκατανεύσει να με
πάρει η θεια Παρασκευή να κάνω ...διακοπές στη Δεξαμενή!
Αχ, εκείνη η μεγάλη αδελφή της μάνας μου, η πιο γλυκιά ανάμνηση! Γλυκομίλητη,
αεικίνητη, σβούρα τη λέγαμε, με ένα χαμόγελο καρφωμένο στο στόμα, λες και δεν
είχε γνωρίσει λύπη στη ζωή της, λες και δεν είχε έγνοια ποτέ καμία. Και η Δεξαμενή;
ο τόπος ο μαγικός, με τα σπίτια κρεμασμένα να κοιτάζουν από ψηλά τα άλλα του
χωριού, δεξαμενή χαράς και ξεκούρασης. Μακάρι να μην τέλειωναν ποτέ οι μέρες, να
μην γύριζα πάλι στην «παραλία της Καραούλως», μόνο να επέστρεφα όταν θα άνοιγε
το σκολειό. Η σκέψη του σκολειού με γλύκαινε. Η ραστώνη του καλοκαιριού με
ενοχλούσε (από την πρώτη φορά που πήγα, κοντολογίς 55 ολόκληρα χρόνια τώρα,
κάθε Σεπτέμβρη φροντίζω να πηγαίνω σε ένα σκολειό, μικρό ή μεγάλο, ευάερο ή
ανήλιαγο, στα ξένα μέρη ή στη μεθόριο της πατρίδας, πάντως σκολειό να είναι...). Αν
στην καινούργια χρονιά είχαμε πάλι δασκάλα την κυρία Κούλα και μας έλεγε «να
περιγράψετε ένα γεγονός που σας έκανε μεγάλη εντύπωση», είχα βρει το θέμα. Θα
έγραφα για τη συνοικία της Δεξαμενής, τη γειτονιά του θείου Μέα, με τους
περίεργους γείτονες που φώναζαν τόσο δυνατά και νόμιζες ότι θα πιαστούν στα
χέρια, ενώ εκείνοι μιλούσαν για τα χωράφια τους τα ποτιστικά. Ναί, θα έγραφα μία
πανέμορφη έκθεση και μπορεί και ο άνδρας της ο κύριος Χρήστος να μού χάριζε ένα
από εκείνα τα λαχταριστά Κλασσικά Εικονογραφημένα, που είχε στο μαγαζί του.
Το θέμα της έκθεσης «το είχα», που λένε και σήμερα οι νέοι μας, αλλά καινούργια
ποδιά, τώρα που θα άρχιζε το σκολειό, πού, πώς θα εύρισκα;
Η θειά Παρασκευούλα μιλούσε ακατάληπτα εκείνο το βράδυ με τον άνδρα της.
-«Κάθησε μια μέρα να ποτίσεις τον κήπο και να ξαποστάσεις! Τί το θες κάθε μέρα το
καζάντι; και το παιδί δεν θάρθει κοντά σου να πλαντάξει!».
Παιδί ήταν η κόρη τους και η ξαδέλφη μου η οποία σε ένα χρόνο από τότε μεγάλωσε
πάρα πολύ, δεν μπορούσαν να περιμένουν και την πάντρεψαν το επόμενο καλοκαίρι!
Ο θείος ήταν τρυφερός πολύ με τα παιδιά του, τους έφερνε μπριόλι (μπριγιόλ) για τα
μαλλιά τους, γελούσε μαζί τους, δεν ήταν «μέας» δηλαδή ευμετάβολος σαν τον αέρα
τον μέγα, στον οποίο χρωστούσε αυτό το παράξενο για μένα παρατσούκλι.
Τί να είναι το καζάντι σκεπτόμουν και γιατί πλάνταζε ο κόσμος; η θειά
Παρασκευούλα μού εξήγησε ότι θα πήγαινε για μεροκάματο, να μαζέψει πιπέρια
στον κάμπο, και ότι με τα λεφτά που θα ’παιρνε θα ξεπλήρωνε την κουβέρτα που είχε
πάρει από την κυρά Μαρία, προίκα για την ξαδέλφη μου.
-«Όταν την ξεπληρώσω θα πάρω και για σένα», μου είπε και με κάρφωσε με κείνα τα
γαλάζια της μάτια, κοιτάζοντας στα δικά μου.
Μά τί έλεγε αυτή η θεια μου; τί μού χρειάζονταν οι κουβέρτες και τα προικιά ; μήπως
με αυτά θα πήγαινα στο σχολειό; Ήξερα τί ήθελα, τί μού έλειπε, και να τώρα μετά τις
κουβέντες στο «παραθεριστικό» μου κατάλυμα κατάλαβα και πώς θα το αποκτούσα.
-«Σε παρακαλώ θειακούλα μου πάρε με μαζί σου για καζάντημα! μη μού χαλάς το
χατήρι!».
Γέλασε δυνατά η καλόβολη γυναίκα, ξεκαρδίστηκε στα γέλια ο θείος και
επαναλάμβανε:-«Θα πας για καζάντημα, ε κουτσοκοκοτάκο μου εσύ!»
Δεν κοιμήθηκα από την αγωνία μου όλο το βράδυ. Θα με ξυπνούσαν άραγες το πρωί;
πόσα κιλά πιπέρια θα μάζευα; το μεροκάματό μου θα έφτανε για μία ποδιά, μήπως θα
μού περίσσευαν και χρήματα για κουλούρια;
Την άλλη μέρα βρισκόμουν και εγώ στο μαγευτικό Νησί! δεν θυμάμαι πώς φτάσαμε
εκεί. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ ότι η θεια μου είχε φέρει μαζί της ένα λευκό
βαμβακένιο μαντήλι για να μην με κάψει ο ήλιος, μια μεγάλη ποδιά υφαντή για να
μαζεύω τα πιπέρια, ενώ μούδειξε τα βραστά αυγά και το ζυμωτό ψωμί που είχε
τυλιγμένο στην πετσέτα της για να φάω μόλις θα πείναγα, για να μην περιμένω στο
γιόμα την αργατιά!
Οι γυναίκες καμιά δεκαριά ή και παραπάνω ρίχτηκαν με γέλια και φωνές στη
δουλειά. Καθεμία πήρε τον όργο της, με έβαλαν και εμένα ανάμεσα στη θειά μου και
στη ξαδέλφη μου και μού ‘δειξαν ότι έπρεπε να μην αλλάζω σειρά να έφτανα μέχρι
το τέλος.
Στην αρχή συμμορφώθηκα με τα «παραγγέλματα», σκέφτηκα ότι η πειθαρχία δεν
ήταν μόνο για το σχολειό αλλά νωρίς άρχιζα να ζαλίζομαι: από τις δυνατές φωνές
των γυναικών, τα πειράγματά τους μα πλιότερο από την ταχύτητα των χεριών τους.
Πόσο γρήγορα ήταν Θεέ μου εκείνα τα χέρια ολωνών, σαν μηχανές: άρπαζαν τα
πιπέρια από το φυτό χωρίς να το λυγίζουν, τάχωναν μέσα στις ποδιές τους χωρίς να
το πάρεις είδηση και τάδειαζαν αστραπιαία μέσα στα σακιά τους, που
παραφουσκωμένα τα σήκωναν ψηλά και τα πετούσαν μπροστά τους για να τα βρούν
στο δρόμο τους, να αδειάσουν πάλι τον θησαυρό των χεριών τους μέχρι να ανοίξουν
καινούργιο σακί και να επαναλάβουν τα ίδια. Ακόμη και η ξαδελφούλα μου, μόνο
πέντε-έξι χρόνια μεγαλύτερη από μένα, τυλιγμένη μέσα στη βαμβακέλα της, σαν τις
άλλες εργάτριες, μού φαινόταν ότι έτρεχε με ένα σακί γεμάτο πιπέρια.
Αγχώθηκα νωρίς. Δεν μπορούσα να τις προλάβω, ήταν αδύνατο να συμβαδίζω δίπλα
τους. Η θεια μου γύρναγε στην αρχή για να δει πώς είμαι, ἀδειαζε αδιάφορα δήθεν τη
δική της ποδιά μέσα στο δικό μου σακούλι, που έχασκε άδειο και με γέμιζε
παράπονο...-«Πήγαινε κάτσε στον ίσκιο», με παρότρυνε με μητρική στοργή, «είσαι
και ξανθό και ρούσιασες παιδάκι μου. Φάγε και ένα αυγό, σε λίγο θα καθήσουμε και
μεις να πιούμε λίγο νερό, κόλλησε το στόμα μας!»
Προσποιήθηκα πώς υπάκουσα. Ο εγωϊσμός μου ήταν τόσο πληγωμένος από την
αδυναμία μου να φανώ άξια εργάτρια σαν τις άλλες! ο ήλιος με έκαιγε και η πείνα με
λίγωνε. Δεν ήθελα με τίποτα όμως να πάω να φάω εκείνα τα καλούδια της θειας μου
που πίστευα ότι ήταν δίκιο να τα μοιραστούμε. Οι γυναίκες είχαν ξεμακρύνει από
μένα, φτάνανε σχεδόν στο τέλος του χωραφιού και θα γύριζαν ξανά προς τα πίσω, θα
με εύρισκαν στην αρχή της σειράς με ένα σακί σχεδόν άδειο ακόμα. Τί ντροπή για
μένα! Και να εκεί, μες στην απελπισία μου καθώς κοιτάζω τον όργο μου, σκέφτομαι,
γιατί άραγες να πρέπει να πάρω τις πιπεριές με τη σειρά και να μην προχωρήσω να
φτάσω πιο κοντά στις λιγότερο γρήγορες από τις γυναίκες που ήταν μπροστά μου; δεν
χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ, ένα κόκκινο πιπέρι, πρωτόφαντο στη σειρά μου, μού
έγνεψε να πάω γρήγορα εκεί.
-«Μά υπάρχουν και κόκκινα πιπέρια; και δεν τα είχα δει έως τώρα; να ζυγίζουν
άραγες πιο πολύ από τα πράσινα; σίγουρα θα είναι πιο καλά, ίσως και πιο νόστιμα» ...
φορτώνομαι το σακί μου και προχωράω. Η πείνα μού υπαγορεύει να το σύρω, δεν
αντέχω, το παρατάω. Το κόκκινο πιπέρι κρέμεται σαν λωτός στην πράσινη πιπεριά.
Τη μυθολογία της Τρίτης τάξης δεν την είχα αφομοιώσει ακόμα... ίσως το
κοκκινοπίπερο να βοηθάει στη λήθη της πείνας.., χωρίς δεύτερη σκέψη απλώνω το
χέρι και βάζω το κόκκινο πιπέρι στο στόμα μου!
Ο κόσμος αλλάζει στο δευτερόλεπτο: το στόμα μου γίνεται ηφαίστειο, το μούτρο μου
το φαντάζομαι κολλημένο πάνω στο καμίνι του θείου Θανάση του καλού μας
γείτονα, τα μάτια μου πονάνε και κλαίνε πολύ, μα πάρα πολύ, θαρρώ πως ζώνουν
φλόγες όλο μου το σώμα. Φωνάζω βοήθεια τη θειακούλα μου, σε λίγο διακρίνω
μαζεμένες δίπλα μου όλες τις γυναίκες σε έναν χορό γεμάτο οξύμωρα, συμπάσχουν
με την κάψα μου, γελάνε με το πάθημά μου!
Με καθησυχάζουν ότι γρήγορα θα περάσει, μού φέρνουν νερό, μού δίνουν να φάω
ψωμί και ένας άνδρας ευσταλής, που δεν τον είχα προσέξει από το πρωί, πάει και
φέρνει μέσα από μια καλύβα ζάχαρη και με προτρέπει να την βάλω στο στόμα μου.
Ήταν το αφεντικό, ο ιδιοκτήτης των πιπεροχώραφων.
Οι γυναίκες επιστρέφουν στη σειρά τους η καθεμία, η θειτσούλα μου πάει και έρχεται
για να δει τί κάνω, χωρίς να απομακρύνεται, δεν με αφήνει ολότελα μοναχή μου,
μαζεύει πιπέρια από τις κοντινές σε μένα σειρές και τα ρίχνει στο σακί μου.
Στεναχωριέμαι γι’αυτό που της έκανα. Η μεγάλη η στεναχώρια όμως είναι για τη
ντροπή, ακούς εκεί να αρπάξω το κοκκινοπίπερο σαν σαλάμι! και μετά η μικρότερη
έγνοια για τον πατεράκο μου, τί θα έλεγε άραγες πού εγώ πήγα για μεροκάματο ενώ
εκείνος δεν άφηνε με το μεροκάματό του να μας λείψει τίποτα;
-«Πήγαινε θειτσούλα μου και άφησέ με, δεν θα μετακινηθώ πια άλλο από εδώ, είδα τι
πάει να πει καζάντι...»
Έσκυψε εκείνη το ιδρωμένο της κεφάλι με φίλησε και απομακρύνθηκε, και εγώ
αποκοιμήθηκα... Στον ύπνο μου άκουγα τα νερά της Δεξαμενής, πλησίαζα να
βουτήξω να βρέξω το στόμα μου και αυτά στέρευαν αλλά η θειτσούλα μου μού
έφερνε νερό, είχε φτιάξει και τσιοκολάτο, αυγό φρέσκο με ζάχαρη και κακάο και με
τάϊζε!
-«Σήκω», μού φώναξε, «πάμε να ζυγίσουμε τα πιπέρια και να φύγουμε». Άνοιξα τα
μάτια μου, ο ήλιος είχε γείρει στην άλλη άκρη, οι γυναίκες είχαν μαζευτεί μπροστά
από μια μεγάλη ζυγαριά (πρώτη φορά έβλεπα στη ζωή μου), η καθεμία τοποθετούσε
το σακί της και ο κυρ Γιάννης, ο κύριος που είχε γλυκάνει τον πόνο μου το μεσημέρι,
το ζύγιζε και ένας νεαρός δίπλα κατέγραφε τα κιλά σε ένα μπλοκάκι κάτω από το
όνομα της κάθε εργάτριας.
Ήρθε η σειρά και της θειας μου. «Ας ζυγιάσουμε πρώτα του κοριτσιού» είπε εκείνη,
«πλάνταξε σήμερα το χαϊβάνι»!
Το σακί μου (!) με τον κόπο της θειάς μου, τις προσφορές της ξαδέλφης μου και των
άλλων γυναικών ανεβαίνει στη ζυγαριά.
-«Εβδομήντα κιλά», φωνάζει ο κύρ Γιάννης. -«Μπράβοοο!!!», φωνάζουν όλες μαζί οι γυναίκες.
-«Τέσσερις οι επτά εικοσιοκτώ», φωνάζω δυνατά και εγώ και διαπιστώνω για πρώτη
φορά από το μεσημέρι ότι δεν έχασα τη μιλιά μου!
-«Μπράβο, κορίτσι μου», μού λέει μια γυναίκα που δεν την είχα προσέξει μέσα στον
πανικό της μέρας. «70 κιλά πιπέρια με 4 δεκάρες το κιλό είναι ακριβώς 28 δραχμές,
τόβγαλες το μεροκάματο! Τί θα πάρεις με τα λεφτά σου;». Η φωνή της είναι τόσο
λαγαρή, κρυστάλλινη, η κορμοστασιά της κυπαρισσένια. Δεν μού φαίνεται για
εργάτρια αλλά φορά την ίδια λευκή βαμβακέλα των άλλων γυναικών. Η ευγένειά της
με αφοπλίζει από τους ενδοιασμούς μου και της αποκαλύπτω το μυστικό μου:
-«θα αγοράσω ποδιά θείτσα γιατί η άλλη μού κόντυνε»...
*
Ο Αύγουστος πέρασε και πλησίαζε του Αη Σταθηού, τότε που θα ανοίγανε τα
σκολειά. Ένα πρωί την πόρτα της αυλής μας περνάει μια λυγερή κυρία, μοιάζει με
Καρυάτιδα, έχει κατάμαυρα σπαστά μαλλιά μαζεμένα σε έναν περίτεχνο κότσο, που
φανερώνει αρχοντιά.
-«Καλωσόρισες Χαραλαμπούλα στο σπίτι μας», ακούω τη μάνα μου και έτσι
μαθαίνω το όνομα της γυναίκας.
Αναγνωρίζω την κελαϊδιστή φωνή! Ήρθε να με πληρώσει, σκέφτομαι!! Η πρότασή
της με ξαφνιάζει καθώς ζητά από τη μάνα μου να με πάρει μαζί της στο “mall” του
χωριού. Σε λίγο έβγαινα από εκεί καμαρωτή, κρατώντας στα χέρια μου μια
καινούργια μπλε ποδιά.
Πριν χωριστούμε, τη φιλώ και την ευχαριστώ.
-«Το μεροκάματό μου δεν έφτανε για ποδιά», της λέω, «ούτε το σακί το είχα γεμίσει
εγώ. Για αυτό σε παρακαλώ θείτσα να προσέχετε τις αργάτριες!».
Τα μάτια της υγραίνονται, γυρίζει και μέσα από ένα σακούλι υφαντό καραμελωτό
βγάζει ένα σκουφάκι πορτοκαλί, πλεγμένο από τα χέρια της.
-«Μπα και θα το αστόχαγα κοριτσάκι μου! Αυτό να το φοράς τον χειμώνα, να μην
κρυώνει το κεφαλάκι σου που θα ‘ναι γεμάτο γράμματα. Αα, ζαλίμι μου!».
-«Δεν σε πρόλαβα θειακούλα μου, κόκκινο έπρεπε να είναι, να μην αστοχήσω τη
ντροπή μου!».
ΥΓ Ο άνθρωπος όσο γερνά τόσο ανασκαλεύει τις παλιές μνήμες και τις ζυγίζει στην
πλάστιγγα της ζωής. Σήμερα, μέρα που ανοίγουν τα σκολειά, σε ένα διάλειμμα από
όσα καλά και όμορφα ανασκαλεύω στα χαρτιά, που συνάζω χρόνια τώρα, θυμήθηκα
εκείνη τη μπλε ποδιά και την κόκκινη πιπεριά. Στη μνήμη της Παρασκευής και της
Χαραλαμπούλας, αλλά προπάντων της πολύκλαυστης αδελφής, που σήμερα δεν
βλέπει τα παιδιά της να διαβαίνουν στα μεγάλα σκολειά του κόσμου....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων του Πολύδροσος Παρνασσού.
Το περιεχόμενο (κείμενο & φωτογραφίες) προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα. Κάθε αναδημοσίευση ή χρήση χωρίς άδεια απαγορεύεται. ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ
Διατηρήστε τα σχόλιά σας ευγενικά, πολιτισμένα και ουσιώδη. Σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο ή προσβολές θα διαγράφονται.
Παρακαλούμε, διαβάστε την Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων πριν σχολιάσετε. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.