Τις νύχτες η βροχή κατέβαινε απ’ τα βουνά αγριεμένη και μούσκευε τα όνειρα των λησμονημένων. Κατέβαινε τότε κι κείνος απ’ το ψηλό καμπαναριό, με τη οξειδωμένη καμπάνα και το σταματημένο ρολόι, και πήγαινε να την συναντήσει. .....
Κάτω στο θολωμένο ποτάμι, που κουβαλούσε τις πέτρες αλάργα απ’ τα πίσω βουνά, περίμενε η Δημητρούλα, με τη βαλίτσα ακουμπισμένη στο χώμα.«Στον ύπνο μου κατεβαίνουν οι πλημμύρες σου» της είπε, « αιωρούνται κλουβιά με πόρτες ξεκλειδωμένες, τα πουλιά φύγανε κι έμεινα μόνος.
Πώς να πάρω τη θέση τους, πώς να φορέσω τις χειροπέδες και να χωρέσω στο μαύρο σκοτάδι, εγώ συνήθισα να βλέπω ξέσκεπο ουρανό κι άστρα χαμηλωμένα.
Μη φύγεις, ακούω τις φωνές σου που σώπασαν και τα χάδια που τα χρόνια αποκοιμίσανε στο λυπημένο κορμί σου.
Μπες μέσα, τι με κοιτάζεις και απορείς, έρχεται ο πικρός χειμώνας».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ
"ΑΤΑΚΤΑ και ΑΝΕΣΤΙΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.