Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα, Πέμπτη 25 Απριλίου 2024, τιμάται η μνήμη των: Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου . .....

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

28η Οκτωβρίου 1940 : Το έπος …!!! & το χρέος …

Του Αλέκου  Ι. Βαλάσκα  

......ένα, κατά τη γνώμη μου "Επετειακό" άρθρο για τη σημερινή Επέτειο όχι γιατί έχω ο ίδιος να εισφέρω κάτι περισσότερο από ό,τι γνωρίζουν για την ημέρα οι επισκέπτες των ιστολογίων μας αλλά κυρίως για να δημοσιεύσουμε τις ιστορήσεις ενός δικού μας ανθρώπου, συγχωριανού μας & ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥ αυτού του πολέμου του 1940. Του μακαρίτη Θανάση Τσαρμακλή...... 

"ΛΑΜΙΑ -ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ 1940" Ο ΠΟΛΕΜΟΣ .....

“-Alors, c’ est  la guerre”.    Ώστε λοιπόν,  πόλεμος.

    Με αυτή τη φράση απάντησε ο πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς στον Ιταλό πρέσβη Εμανουέλ Γκράτσι όταν διάβασε το γνωστό «τελεσίγραφο» που ο τελευταίος του επέδωσε. 

 Ήταν τρείς παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940 όταν ο Ιταλός πρέσβης στην Ελλάδα , περνούσε το κατώφλι της πρωθυπουργικής κατοικίας στην Κηφισιά για να συναντηθεί με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά και να του επιδώσει το γνωστό επαίσχυντο τελεσίγραφο για κατάληψη από τον Ιταλικό στρατό κάποιων “στρατηγικών σημείων ” της Ελληνικής επικράτειας.

Ο Έλλην πρωθυπουργός είχε καταλάβει ότι η ώρα είχε σημάνει στο ρολόι της ιστορίας.

Ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του με τον τίτλο «Η αρχή του τέλους» θα περιγράψει αργότερα τον θαυμασμό που ένιωσε μπροστά στον γηραιό πρωθυπουργό όταν με τρεμάμενα από συγκίνηση χέρια και βουρκωμένα μάτια κρατώντας το τελεσίγραφο , του έδιδε άμεση , κοφτή , λακωνική την απάντηση όπως από αρχαιοτάτων χρόνων άρμοζε & αρμόζει στους Έλληνες: 

“-Alors, c’ est  la guerre”.  Ώστε λοιπόν, πόλεμος. 

Δηλαδή τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το “Μολών Λαβέ” του Λεωνίδα προς τον Ξέρξη 2400 χρόνια πριν.

Η ανταπάντηση του Ιταλού : “ Μα όχι εξοχώτατε, δεν είναι ανάγκη να φθάσουμε μέχρι εκεί . Η Ιταλία δεν επιβουλεύεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την ανεξαρτησία της Ελλάδος . Αυτό που μόνο ζητούμε είναι η κατάληψη κάποιων στρατηγικών σημείων …” για να λάβει την τελική απάντηση του Μεταξά:  “Αυτό δεν μπορεί να γίνει ” μια απάντηση που αποδιδόμενη μονολεκτικά δεν μπορεί να είναι άλλη από το ιστορικό  και μεγαλειώδες «ΟΧΙ».

Αυτό ήταν το “ΟΧΙ” που ειπώθηκε από τα χείλη του Ιωάννη Μεταξά, που η Ελλάς ευτύχισε να έχει πρωθυπουργό τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, και το οποίο εξέφραζε τον Ελληνικό λαό που το ίδιο πρωινό μόλις το έμαθε χύθηκε σύμπας και πλημμύρισε σαν ορμητικό ποτάμι τους δρόμους και τις πλατείες πόλεων και χωριών.

Αυτός ο Λαός που είχε τότε πλήρη συνείδηση και της συλλογικής του ταυτότητας και του ιστορικού του Πεπρωμένου δεν ήταν ένα πλήθος, ένας όχλος από φοβισμένα ανθρωπάκια , δεν έτρεξε να αδειάσει τα μπακάλικα (δεν υπήρχαν ακόμη “souper  market”) αλλά ήταν ένας Λαός αποφασισμένος που έσεισε με τις ιαχές του κυρίως την πνιγμένη από την γαλανόλευκη Αθήνα. 

Οι ξένοι ανταποκριτές τα έχασαν… «Οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τον πόλεμο σαν πανηγύρι», μετέδωσε ένας Άγγλος δημοσιογράφος, ένας άλλος ήταν παρών όταν μια μάνα αποχαιρετούσε το γιο της που έφευγε για το Μέτωπο «…ούτε δάκρυα, ούτε φόβος. Η Ελληνίδα μάνα είπε στον γιο της : «Μη μας ντροπιάσεις». Αυτό μόνο. Στο νου μου ήρθε η αρχαία Σπαρτιάτισσα… ξαναζεί η Σπάρτη !».

 Έτσι ξεκίνησε με ατσάλινη εθνική ενότητα η μεγάλη Εποποιία του 1940 που την έγραψαν τα στρατευμένα νιάτα της πατρίδος μας στα κακοτράχαλα και χιονισμένα βουνά της Αλβανίας . Ένα Έπος που ιστορήθηκε, υμνήθηκε, τραγουδήθηκε από πλείστους όσους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, λογοτέχνες και ποιητάς  αλλά και ένα Έπος που αποτέλεσε και αποτελεί ακόμη αντικείμενο μελέτης και διδαχής στις Στρατιωτικές Σχολές πολλών χωρών.

Εκείνοι λοιπόν οι Έλληνες κάνοντας το χρέος τους προς την πατρίδα πολέμησαν και έγραψαν το ΕΠΟΣ του ’40 .

    Εμείς σήμερα καλούμαστε να κάνουμε το ΧΡΕΟΣ μας απέναντί τους αλλά και απέναντι στα αγέννητα παιδιά μας όπως λέγει και ο ποιητής («Χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα έρθουν, θα περάσουν. Κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί». Κωστής Παλαμάς).

Το πώς γράφτηκε αυτή η εποποιία στο πεδίο της μάχης σίγουρα μπορεί ο καθένας ανατρέχοντας σε πλήθος σχετικών ιστορικών συγγραμμάτων να αντλήσει στοιχεία.

 Όμως, επειδή προσωπικά πιστεύω ότι : « την πραγματική, την αληθινή ιστορία, τη γράφουν οι πρωταγωνιστές», κυρίως σε ότι αφορά πολεμικά γεγονότα, θα “δώσω τον λόγο”, στη συνέχεια, για την εξιστόρηση σχετικά με αυτόν τον πόλεμο, αφού κλείνω το γόνυ με δέος & σεβασμό στη μνήμη του, σε έναν τέτοιο Πρωταγωνιστή, ένα “Άξιο της Πατρίδος  Τέκνο”, έναν ευπατρίδη συγχωριανό μας  τον μακαρίτη Αθανάσιο Γ. Τσαρμακλή που στο βιβλίο του με τίτλο “ΛΑΜΙΑ- ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ  1940 ” εκδ.1981 αφηγείται παραστατικότατα, τα πολεμικά γεγονότα όπως εκείνος τα έζησε συμπολεμώντας και με άλλους συγχωριανούς μας στην πρώτη γραμμή αυτού του Μεγάλου Πόλεμου.

Σημειώσεις  – Διευκρινίσεις 

  Η δημοσίευση & παρουσίαση, στο παρόν ιστολόγιο, των ιστορικών γεγονότων του Ελληνο- Ιταλικού πολέμου όπως έχουν γραφεί από τον Θανάση Τσαρμακλή  στο εξαίρετο αυτό βιβλίο του θα γίνει με την προσωπική μου επιμέλεια σε συνέχειες καθ’ ημέρα αρχής γενομένης από σήμερα, ημέρα επετείου, και φέροντας  τον τίτλο:

  “ΛΑΜΙΑ- ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ 1940 ”  Ο ΠΟΛΕΜΟΣ . 

Τα στοιχεία που θα δημοσιευθούν - αναρτηθούν εδώ θα είναι αποσπάσματα του βιβλίου και θα αφορούν κυρίως το Κεφάλαιο “ΠΟΛΕΜΟΣ” όπως αυτό εξιστορείται από το συγγραφέα στο εν λόγω βιβλίο του.

Η γλώσσα & η γραφή ( σύνταξη , χρήση όρων , κ.α.) των κειμένων, θα μεταφερθούν για λόγους δεοντολογίας αλλά και σεβασμού στη μνήμη του συγγραφέως όπως ακριβώς έχουν γραφεί από εκείνον στο βιβλίο (εκδ.1981) . 

                                                                                    Αλέκος  Ι. Βαλάσκας 

                                                                              Επισμηναγός ε.α.  

                                                              π. Πρόεδρος Λαογραφικού – Ιστορικού    

                                                                           Συλλόγου Πολυδρόσου


  “ΛΑΜΙΑ- ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ 1940 ”  

                                          Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ                                                                                         Μέρος  1ο    

Στις 27 Οκτωβρίου ανεχώρησα επί  κεφαλής 70 ανδρών για τον Τύρναβο, για να εκπαιδευθούμε στα βαρέα πολυβόλα. Οι σειρήνες του πολέμου με βρήκαν την επόμενη στη θεσσαλική αυτή πόλη «ξένον», εκτός μονάδος, υπεύθυνον για την τύχη μισού λόχου.
Με αρκετή δυσκολία επεκοινώνησα με το Β’ Σ.Σ. και ζήτησα οδηγίες. Μας έστειλαν αυθημερόν αυτοκίνητα και κινηθήκαμε προς την Λάρισα. Το βράδυ της ίδιας μέρας, ύστερα από ολονύκτια ταλαιπωρία, μετακινηθήκαμε με το σιδηρόδρομο από την Λάρισα στη Λαμία. Το τραίνο είχε πολλές διασταυρώσεις και μεγάλη βραδυπορία.
Τα φώτα ήταν παντού σβηστά. Εκεί που έσφυζε μια μέρα πριν η ζωή και η αγροτιά μάζευε τους κόπους της, είχε απλωθεί η σκοτεινή, η εφιαλτική εικόνα του πολέμου που είχε αρχίσει στα σύνορα. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, καταθλιπτική.
Η επόμενη μας βρήκε αισιόδοξους στη Λαμία. Αεροπλάνα δεν είχαν εμφανισθεί. Οι έφεδροι προσέρχονταν ακατάπαυστα. Τα αδέρφια μας πολεμούσαν στην προκάλυψη και το πρώτο ανακοινωθέν του Γενικού Επιτελείου διαμήνυσε:
«……………………………………………………………………………………………………..Τα ημέτερα στρατεύματα αμύνονται του πάτριου εδάφους».
Ποιος άραγε έγραψε αυτά τα αθάνατα λόγια; ποιος φιλόλογος και ψυχολόγος, στρατιωτικός ή πολιτικός, σμίλευσε αυτό το μήνυμα, συγκινητικό, συγκλονιστικό, πατριωτικό. Ποιος συμπύκνωσε σε τόσες λέξεις μια τόσο μεγάλη δύναμη, ποιος έβαλε με δύο λέξεις φωτιά στις ψυχές μας;
Στη Λαμία συγκροτήθηκε τότε το εφεδρικό 36ο σύνταγμα πεζικού (Διοικητής ο αντι/ρχης πεζικού Ι. Δημοκωστούλας). Μέχρι να φύγουμε ο λόχος μα είχε αποστολή να ντύσει περί τους 1000 εφέδρους και να τους κατατάξει σε διάφορες μονάδες των πρόσω ή των μετόπισθεν. Μου ανέθεσαν αυτό το έργο.
Άνοιξα την αποθήκη ιματισμού, όπου δεν μπορούσες να μπεις εύκολα απ’ τη ναφθαλίνη. Οι χλαίνες, τα χιτώνια, οι περισκελίδες κλπ. Ήταν στα ράφια με τα νούμερά τους και ολοκαίνουργια. Μετά τις πρώτες δοκιμές και καθώς έμπαινε στην αποθήκη ο έφεδρος, τον «έκοβα», όπως λέγαμε στη γλώσσα του στρατώνα, από πλευράς αναστήματος και του έδινα με ταχύτητα ότι έπρεπε. Ταυτόχρονα συμπλήρωνα τις καταστάσεις που ήτανε από πριν έτοιμες με ονόματα εφέδρων, ώστε κάθε ομάδα, αφού έπαιρνε σε άλλο χώρο τον οπλισμό της, έφευγε ολοταχώς για τον προορισμό της. Όλα ήταν από πριν έτοιμα και η τάξη και η κρατική πρόνοια μάς εμψύχωναν πείθοντάς μας πως όλα ήταν οργανωμένα και θα λειτουργούσαν κατά τα υπάρχοντα σχέδια.
Στο λόχο μου παρουσιάστηκαν συμπατριώτες από τη Βοιωτία, τη Φθιώτιδα, τη Λοκρίδα, τη Φωκίδα και την Ευρυτανία, και αρκετοί Σουβαλιώτες. Δέκα απ’ αυτούς ζήτησαν να έρθουν στη δική μου διμοιρία. Ομολογώ πως στιγμιαία σκέφτηκα αν αυτό θα ήταν καλό, να βρίσκονται δηλαδή 10 συγχωριανοί επί 35 ανδρών. Θυμήθηκα διηγήσεις της Μικράς Ασίας όπου οι συμπατριώτες σε στιγμές δύσκολες (μαχών, τραυματισμών κλπ.) έδειξαν αμοιβαία μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς είναι φυσικό, Μου δημιουργήθηκε η επιφύλαξη μήπως γίνει κατάχρηση, με συνέπεια να κλονισθεί η εμπιστοσύνη των υπολοίπων ανδρών προς εμένα και επομένως η πειθαρχία. Τελικά οι φόβοι μου διασκεδάστηκαν, καθώς απέβλεψα στην αλληλεγγύη και την αμοιβαία συνδρομή με παράλληλη προσπάθεια δικαιοσύνης και ενότητος.
Μέσα μου πάντως κάτι ¨κλώτσαγε». Η διαίσθηση μου με οδήγησε στην άρνηση. Συχνά στη ζωή μου οδηγός υπήρξε μια έμπνευση, μια στιγμιαία απόφαση. Και σχεδόν πάντοτε ήταν οι εμπνεύσεις αυτές επιτυχείς. Αν σε μια τέτοια περίπτωση με ρωτήσουν ή ρωτήσω εγώ τον εαυτό μου, ποια λογικά στοιχεία με ώθησαν να λάβω μια τέτοια απόφαση, δεν είμαι σε θέση να απαντήσω. Αν βασανίσω το μυαλό μου θα ανακαλύψω βραδέως τους λόγους και ίσως όχι όλους. Εκ χαρακτήρος έχω αρκετές φορές αυτόν τον ιδιάζοντα τρόπο προσπελάσεως προς το ορθόν και πιστεύω ότι δεν είμαι ο μόνος που ενεργώ μ’ αυτή τη μέθοδο.
Σήμερα καταλογίζω στον εαυτό μου ευθύνη ότι έλαβα πιθανότατα λανθασμένη απόφαση. Έπρεπε να σκεφτώ πως αν ένας, έστω μόνο ένας στους δέκα, σκοτωνόταν, σε αναλογία δηλαδή πολύ πιθανή, η θέση μου θα ήταν εφ’ όρου ζωής, θέση «υπαιτίου». Γιατί είναι ανθρώπινο μέσα στον πόνο του να σκεφτεί ο συγγενής: «Αν ο διμοιρίτης δεν ήταν τόσο παράφορος και ορμητικός, ίσως γλύτωνε ο ανθρωπόε μας». Μιλάω υποθετικά. Ή «ο διμοιρίτης ήταν τόσο δειλός, ώστε δεν συμμετείχε εξ ίσου στους κινδύνους». Μιλάω πάλι φανταστικά. 
Τέτοιες μύριες αιτιάσεις είναι φυσικό να αναπτύσσονται και να φωλιάζουν στην ψυχή του συγγενούς ιδίως όταν στρέφονται κατά γνωστού ηγήτορος και συμπατριώτου. Εδώ συμβαίνουν τα εξής περίεργα. Ίσως το παράδειγμα αυτό μας βοηθήσει στην κατανόηση της ψυχολογίας των ανθρώπων. Θεραπεύει ο γιατρός τον ασθενή εκατό φορές. Κάποια στιγμή ο άρρωστος θα πεθάνει. Τότε ο παράφορος αρπάζει το περίστροφο και σωριάζει τον Υφηγητή νεκρό στους διαδρόμους του «Ευαγγελισμού». 
Χρειάζεται μεγάλη δύναμη να αίρεται κανείς πάνω από τον πόνο, να πληροφορείται καλώς, να σταθμίζει τα πράγματα σαν δίκαιος κριτής και σε τέτοιες περιπτώσεις να πει: «Αυτό ήταν γραφτό». Όμως συνήθως, όταν ο πόνος προέρχεται από θάνατο, τα συναφή «ψυχολογικά» είναι αξεπέραστα μέχρι τέρματος της ζωής.
Η έλλειψη σε μένα πολεμικής πείρας και η ηλικία των 23 χρόνων δεν μου επέτρεψαν να προλάβω τη δημιουργία λεπτών καταστάσεων και προβλημάτων τινών.
Επ’ ουδενί όμως λόγω πρέπει να ερμηνευθούν τα ανώτερα ότι αποτελούν αιχμή κατά της δεκάδος των συμπατριωτών μου. Γιατί επιφυλασσόμενών σκιών τινών αναπότρεπτων, υπήρξαν και πειθαρχικοί και φιλότιμοι και απτόητοι πολεμιστές.

Οι Σουβαλιώτες που κατετάγησαν στη διμοιρία μου ήταν οι εξής:
Δεκανεύς: Κ. Α. Λιάρτης, κλειστός τύπος, καλός και πειθαρχικός.
Δεκανεύς: Αθ. Γ. Μαράζας, μεθοδικός και πάντοτε «με το χαμόγελο στα χείλη»
Στρατιώτης: Δ. Α. Δεληγιάννης, θαρραλέος μέχρι παραλογισμού.
Στρατιώτης: Ν. Χ. Αντωνίου, καλός, θυμόταν συχνά τη γυναίκα και τα παιδιά του.
Στρατιώτης: Ηλ. Γ. Μαρές, πολύστροφος και δυσκολομεταχείριστος.
Στρατιώτης: Αθ. Θ. Τσαρμακλής, ημιονηγός λόγω βαρηκοϊας. 
Κάτω από βροχή σφαιρών προχωρούσε αμέριμνος…
Στρατιώτης: Λ. Γ. Κυρίτσης, πανύψηλος, άνθρωπος του καθήκοντος, υποταγμένος αδιαμαρτύρητα στη Μοίρα.
Στρατιώτης: Ι. Λ. Τσιπούγιας, ο «ιπποκόμμος» μου, με τα αστεία του δημιουργούσε ευχάριστη ατμόσφαιρα.
Στρατιώτης: Γ. Ε. Κούσουλας (Παπαθύμιος), έξυπνος και χιουμορίστας.
Στρατιώτης: Ευστ. Χ. Ανάγνος, θετικός και σώφρων. Στην κατοχή οι Ιταλοί τον εξόρισαν στην Ιταλία. Αργότερα και καθώς χόρευε τσάμικο στο χωριό, έμεινε στον τόπο από καρδιακή προσβολή. Το ήξερε πως πάσχει. Ήταν ωραίος άνθρωπος.
Στον ίδιο λόχο υπηρετούσε ο Σουβαλιώτης λοχίας Κ. Ρέββας, εμπειροτέχνης, ο σεβαστός σήμερα μπάρμπα Κώστας.
Όλοι, εκτός του Κ. Λιάρτη και του Ευστ. Ανάγνου, ζουν σήμερα και μεταφέρουν προφορικά στους νεότερους τον αγώνα μας κατά του εχθρού και των αδιάκοπων κακουχιών. Στην ίδια μονάδα κατετάγησαν και ο αδερφός μου Ευθύμιος και ο επ’ αδερφή γαμπρός μου Ι. Γ. Γεωργούσης, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτεροί μου. Ανέλαβαν προσωρινά αποστολή των μετόπισθεν και σε λίγο καιρό πολέμησαν και αυτοί στις αιματοβαμμένες κορυφές του Κεντρικού τομέα, στα ίδια σχεδόν μέρη που και εγώ αγωνίσθηκα.
Λίγη ώρα πριν ξεκινήσουμε νύχτα από τη Λαμία για το Μέτωπο, αποχαιρέτισα μια νεανική μου φίλη. Μου χάρισε ένα ωραίο σταυρό, για φυλαχτό.
Ο πόλεμος σύνθετου φυσικού φαινομένου, που είναι μαζί έκρηξη ηφαιστείου, τυφώνας, κατακλυσμός σεισμός μεγάλης εντάσεως και μακράς διαρκείας. Ο «πόλεμος πατήρ πάντων» πράγματι καταλύει θεσμούς, εξαφανίζει πρόσωπα, καταστρέφει πράγματα και μεταβάλλει καταστάσεις. Μέσα στην κοσμοχαλασιά του ’40, στο φοβερό εκείνο στροβίλισμα, παρασύρθηκε και το νεανικό μου ειδύλλιο, με την όμορφη κόρη της Λαμίας. Κράτησα το σταυρό, το φυλαχτό μου του πολέμου, συγκινητική ανάμνηση νεανικών ωραίων αισθημάτων. 
Λιανοκλάδι – Φάρσαλα – Καλαμπάκα. Το τάγμα μετακινήθηκε με το τραίνο, μια εβδομάδα μετά την κήρυξη του πολέμου. Το ταξίδι ήταν ένα πανηγύρι με τραγούδια και πότε-πότε με άσκοπους πυροβολισμούς. Όχι πως δεν προβλέπαμε ή δεν φανταζόμαστε τι πρόκειται να γίνει, αλλά γιατί όταν οι ώρες είναι δραματικές, το καλύτερο που έχεις να κάμεις είναι να «το διασκεδάζεις».
Από την Καλαμπάκα άρχισε η πορεία, μια ατελείωτη συνεχής υπό ακατάπαυστη βροχή, πορεία. Παρατήρησα ότι όλοι οι σχηματισμοί, φυσικά και η διμοιρία μου, έχασαν τη συνοχή τους και κατέβηκαν μεγάλο μήκος. Τελικά συγκεντρωθήκαμε νύχτα στη Κατσούφλιανη, όπου διανυκτερεύσαμε όπως-όπως. Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε πάλι και φθάσαμε στην Κατάρα. Εκεί συνάντησα, και το αναφέρω με συγκίνηση, τον ξάδερφο μου Ευθ. Αργ. Καρούζο, υπαξιωματικό του πυροβολικού, τον κουμπάρο μου Γιώργο Χρ. Χρηστίδη και τον φίλο μου Αργ. Γ. Μουλαρά, που ανήκαν (οι δυο τελευταίοι) στο μηχανικό. Τα νιάτα της Ελλάδος βάδιζαν αποφασιστικά για το μέτωπο.
Αφήσαμε την Κατάρα και το Μέτσοβο αριστερά και εισδύσαμε στα όμορφα δάση της Πίνδου. Κάπου εκεί περάσαμε ένα ποταμάκι, ενώ είχε λιακάδα. Βρήκαμε την ευκαιρία μα πλυθούμε, την τελευταία, εν όψει χειμώνος και επιχειρήσεων, ευκαιρία. Είναι φανερό πως οδηγούμεθα εκεί που το μέτωπο κινδύνευε. Μακριά στο βάθος, προς τα βόρεια, ακουγόταν η βοή του πυροβολικού.
Δεν λάβαμε μέρος αμέσως σε μάχη. Και αφού η διάσπαση του μετώπου είχε αποτραπεί από άλλα τμήματα, μας μετέφεραν νύχτα με αυτοκίνητα στη Ζίτσα. Εκεί μας παρέλαβαν αμέσως αγροφύλακες σαν οδηγοί και προχωρήσαμε κατ’ ευθείαν σε αραιούς σχηματισμούς πίσω απ’ τα μαχόμενα από ημέρες τμήματα. Πολλά απ’ αυτά ανήκαν στο 42ο σύνταγμά. Χαιρετισμοί, εναγκαλισμοί, συγκίνηση. Και φυσικά τα πρώτα αγγέλματα: ο τάδε σκοτώθηκε, ο τάδε τραυματίσθηκε.
Γενικά οι άνδρες όπου είχαν πολεμήσει ήταν ψυχωμένοι και είχαν ήδη ψηθεί στον πόλεμο, έστω και με μάχες λίγων ημερών. Τους βλέπαμε με θαυμασμό, σαν παράξενα όντα. Τους ξέραμε τόσο φιλήσυχους, τόσο απλούς ανθρώπους. Πώς είχαν τώρα μεταμορφωθεί σε ψύχραιμους πολεμιστές, με βέβαια κατορθώματα. Λίγοι αυτοί δέχτηκαν την επίθεση πολλαπλάσιας δυνάμεως, υποχώρησαν και τώρα είχαν περάσει στην αντεπίθεση. «Να, μέχρι εκεί φτάσανε οι Ιταλοί. Τους πήραμε τα ποδήλατα, τους κάψαμε τα τανκς. Εδώ πιάσαμε τόσους αιχμαλώτους». Αν δεν έβλεπα μερικά θωρακισμένα και άλλο υλικό του εχθρού πεταμένα στην άκρη του δρόμου, θα έλεγα πως οι άνθρωποι αυτοί φαντασιοκοπούσαν. Και όμως έλεγαν την αλήθεια.
Ελάχιστοι οπλίτες λιποψύχησαν κατά την εκτέλεση της διατεταγμένης και προβλεπόμενης υποχωρήσεως. Δεν σταμάτησαν, δεν κατέλαβαν τις θέσεις που έπρεπε. Πανικοβλήθηκαν και ετράπησαν σε φυγή. Τους έπιασαν οι δικοί μας, πέρασαν από το Στρατοδικείο, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εξετελέσθηκαν. «Πόλεμος πατήρ πάντων».
Είναι αλήθεια πως η υποχώρηση είναι δύσκολη κίνηση και μάλιστα όταν διενεργείται υπό τρομακτική εχθρική πίεση και υπεροχή. Δεν είναι επίθεση, ούτε άμυνα. Είναι μάχη μπροστά και κίνηση πίσω. Εξ άλλου ο Έλληνας είναι κατά την ταπεινή μου γνώμη εκ χαρακτήρος άριστος στην επίθεση και στην άμυνα αλλά ανίκανος για υποχώρηση, που συχνά μετατρέπεται σε φυγή. Παρ’ όλα αυτά η υποχρέωση των Ελληνικών τμημάτων στα σύνορα, απ’ τις προωθημένες μέσα στη Βορ. Ήπειρο θέσεις μετά την επίθεση των Γερμανών, διεξήχθηκε άψογα.
Νομίζω πως η προπολεμική στρατιωτική εκπαίδευση δεν έδινε τόση σημασία στην υποχώρηση κάτω από πίεση, ίσως γιατί ακολουθούσαμε τότε τη Γαλλική τακτική, εμποτισμένη προφανώς από το πνεύμα της γραμμής Μαζινό . Στη ζωή μου, εν τούτοις, θαύμασα τις νίκες, αποκαλύφθηκα όμως προ των συντεταγμένων υποχωρήσεων. Πιστεύω ότι μια Δουνκέρκη αξίζει πολύ περισσότερο από την εισβολή των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ευρώπη, το 1944.
Συνεχίζεται …



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου