Πριν καν γεννηθούμε νιώθουμε τη μυρωδιά του κορμιού
της και τους χτύπους της καρδιάς της. Νιώθουμε το χάδι της, το γέλιο της, τη
χαρά και την αγωνία της. Μεγαλώνουμε μαζί της…
μεγαλώνει μαζί μας. Γινόμαστε
ένα κι αλλοίμονο σε αυτόν που θα τολμήσει να μας την πειράξει.
Ακόμη και την ώρα του τοκετού, είμαστε
μαζί. Προσπαθούμε μαζί. Δε θα κλάψουμε τη ώρα που θα βγούμε από το ζεστό,
φιλόξενο κορμί της, αλλά την ώρα που θα κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Τις
περισσότερες φορές, αυτός ο λώρος δε κόβεται ποτέ. Δε το θέλει κανείς από τους
δύο μας.
Θα περάσει πολλά βράδια στο πλευρό μας.
Στην αρχή για να μας ταΐσει και κάποιες άλλες φορές για να μας γιατρέψει. Τα
δικά της γιατροσόφια δε μπαίνουν σε μπουκαλάκια, ούτε δίνονται με ιατρική
συνταγή. Είναι το χάδι της, η αγκαλιά της, η σουπίτσα κι αυτό το απαλό φιλί στο
μέτωπο για να δει εάν έπεσε ο πυρετός. Είναι εκείνες οι στιγμές όπου ευχόμαστε
να μην έχει πέσει η θερμοκρασία για να συνεχιστούν τα φιλάκια.
Θα μας πάει πρώτη ημέρα στο σχολείο. Θα
περιμένει απ’ έξω να μας πάρει όταν τελειώσει. Θα πιάσουμε μαζί το μολύβι να
γράψουμε τα πρώτα γράμματα και θα είναι πάντα στο πλευρό μας όταν θα
ξεκινήσουμε να γράφουμε το βιβλίο της δικής μας ζωής. Θα μας πει χιλιάδες φορές
«πρόσεχε» κι άλλες τόσες «ζακέτα να πάρεις». Σε εμένα πάντα έλεγε «εγώ σε
μεγάλωσα για να χορταίνεις με όλη τη φρατζόλα κι όχι με τα ψίχουλα. Έτσι
εύχομαι να συνεχίσεις». Θα παίξει μαζί μας, θα τραγουδήσει, θα μας
μάθει ποδήλατο. Θα μας συμβουλέψει, θα μας γκρινιάξει και πολλές φορές θα γίνει
η «κακιά» της υπόθεσης.
Είναι το πρώτο άτομο που ακυρώνουμε,
που αμφισβητούμε και που δηλώνουμε με σιγουριά πώς όταν κάνουμε δική μας
οικογένεια, δε θα γίνουμε σε καμία περίπτωση σαν αυτή. Μια δήλωση όπου σχεδόν
ποτέ δε πραγματοποιείται. Γιατί πάντα κουβαλάμε ένα μεγάλο κομμάτι της. Γιατί
το άγρυπνο βλέμμα της υπάρχει παντού, ακόμη κι όταν η ίδια δεν υπάρχει τριγύρω.
Είναι αυτή που κάνει τα περισσότερα λάθη γιατί ο δικός της ρόλος, γεννήθηκε
μαζί με τη δική μας δημιουργία.
Τα μάτια της θα δακρύσουν πολλές φορές
από χαρά και καμάρι. Η καρδιά της θα χτυπήσει πολλές φορές από αγωνία κι
ενθουσιασμό. Όλη η ζωή της, οι σκέψεις της, οι αποφάσεις της, έχουν άμεση σχέση
με εμάς. Με τους ανθρώπους που αγαπά. Ποτίζει με την αγάπη της το πρώτο γάλα
απ’ το στήθος της, τα βιβλία μας, το προσκεφάλι μας, τις βαλίτσες μας κι
αργότερα τα δικά μας παιδιά.
Είναι αυτή η γλυκιά, ευλογημένη ύπαρξη
της ζωής μας.
Η μητέρα μας! Το μόνο πράγμα που
περιμένει, σήμερα που γιορτάζει αλλά και κάθε μέρα, είναι ένα φιλί και μια
αγκαλιά. Αυτή είναι η «αμοιβή» της κι όσο μεγαλώνει θα την έχει περισσότερη
ανάγκη. Όταν ήμασταν παιδιά, δεν ήταν το σιρόπι που μας έκανε καλά, αλλά το
φιλάκι της. Έτσι όταν γίνει η ίδια πάλι παιδί, δε θα έχει ανάγκη μόνο τα χάπια
του γιατρού αλλά τη δική μας αγάπη, το δικό μας χάδι και την κατανόησή μας.
Χρόνια πολλά στη μαμά μας, σε
όλες τις μαμάδες του κόσμου αλλά και σε εκείνες που ματώνουν κάθε μέρα
προσπαθώντας να γίνουν μανούλες.
Και ένα ποίημα
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ
«ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
«ΤΑ ΛΥΠΗΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ»
________________________
Επέστρεψε
χτες η μάνα μου στο σπίτι
Ανάμεσα απ’ τα τρύπια σύννεφα
Κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα
Πλεγμένη από σχοινιά
Που είχε στην άκρη τον καημό
Και την αλάθητη ερμηνεία του κόσμου
Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα
Κι έπιασε την άδεια γωνιά
Που απ’ τη μέρα που έφυγε
Μοσχοβολούσε σιωπή κι αμάραντη αξιοπρέπεια
Έμεινε εκεί αμίλητη να μας κοιτάζει τρυφερα
Όπως την πρώτη στιγμή
Που μας προλόγισε στον κόσμο
Φύλαξε τα ανεξάντλητα δάκρυα
Για ώρα ανάγκης
Όπως φύλαγε στο τσεπάκι του λιωμένου της παλτού
Τις μυρωδάτες καραμέλες
Και γλύκαινε τις φοβισμένες μας ώρες
Ή το μειλίχιο λόγο
Για τις στιγμές του τρυφερού λυγμού.
Είχε ένα λειψό φεγγάρι στην άδεια της ποδιά
Το ΄φερνε από μακριά να το μοιράσει
Με καρτερία και δικαιοσύνη
Τόσο καιρό που έλειπε
Δεν εύρισκε κάποιον να μας το στείλει
Είχε σταματήσει κι ο ταχυδρόμος του ουρανού
Μονάχα αυτή θα γύριζε
Και μια φέτα ξερό ψωμί στο ταγάρι της
Που είχε ξεχάσει φεύγοντας μες τη βιασύνη
Για να ταΐσει τα πουλιά
Που ραμφίζανε με θυμό τον αναπότρεπτο θάνατο
«Έλα μητέρα» της είπα
Πες μας ιστορίες απ’ τη νέα σου ζωή
Έτσι κι αλλιώς
Εμείς κρατήσαμε την παλιά σου μορφή
Δεν θα πειράξουμε την τωρινή σου αγιοσύνη
Σε φωτογράφισε η ψυχή μας
Φυλάξαμε το αρνητικό σου φιλμ
Μην κάποτε σωθούν του κόσμου οι μανάδες
Και ξανατυπωθεί η αγαπημένη σου μορφή
Ανάμεσα απ’ τα τρύπια σύννεφα
Κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα
Πλεγμένη από σχοινιά
Που είχε στην άκρη τον καημό
Και την αλάθητη ερμηνεία του κόσμου
Άνοιξε αθόρυβα την πόρτα
Κι έπιασε την άδεια γωνιά
Που απ’ τη μέρα που έφυγε
Μοσχοβολούσε σιωπή κι αμάραντη αξιοπρέπεια
Έμεινε εκεί αμίλητη να μας κοιτάζει τρυφερα
Όπως την πρώτη στιγμή
Που μας προλόγισε στον κόσμο
Φύλαξε τα ανεξάντλητα δάκρυα
Για ώρα ανάγκης
Όπως φύλαγε στο τσεπάκι του λιωμένου της παλτού
Τις μυρωδάτες καραμέλες
Και γλύκαινε τις φοβισμένες μας ώρες
Ή το μειλίχιο λόγο
Για τις στιγμές του τρυφερού λυγμού.
Είχε ένα λειψό φεγγάρι στην άδεια της ποδιά
Το ΄φερνε από μακριά να το μοιράσει
Με καρτερία και δικαιοσύνη
Τόσο καιρό που έλειπε
Δεν εύρισκε κάποιον να μας το στείλει
Είχε σταματήσει κι ο ταχυδρόμος του ουρανού
Μονάχα αυτή θα γύριζε
Και μια φέτα ξερό ψωμί στο ταγάρι της
Που είχε ξεχάσει φεύγοντας μες τη βιασύνη
Για να ταΐσει τα πουλιά
Που ραμφίζανε με θυμό τον αναπότρεπτο θάνατο
«Έλα μητέρα» της είπα
Πες μας ιστορίες απ’ τη νέα σου ζωή
Έτσι κι αλλιώς
Εμείς κρατήσαμε την παλιά σου μορφή
Δεν θα πειράξουμε την τωρινή σου αγιοσύνη
Σε φωτογράφισε η ψυχή μας
Φυλάξαμε το αρνητικό σου φιλμ
Μην κάποτε σωθούν του κόσμου οι μανάδες
Και ξανατυπωθεί η αγαπημένη σου μορφή
έγραψε και επιμελήθηκε για τον Σύλλογό μας
η Δήμητρα Μουλαρά
Τον Ιούλιο του 1986 Ο ποιητής Γιάννης Μαρρές
ΑπάντησηΔιαγραφήΧάνει την πολυαγαπημένη του Μάνα και τότε γράφει ποιήματα που μέσα από αυτά εκφράζει την οδύνη του.
Τα παρακάτω ποιήματα είναι από την ποιητική συλλογή «ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ»
ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΜΟΥ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ
Σε βλέπω νάρχεσαι από πέρα
Με το τσαπί στον ώμο ή το δρεπάνι
Αποσταμένη απ’ τη δουλειά.
Να μας φροντίζεις, να μας αγαπάς.
Το χέρι σου ν’ απλώνεις
Για ένα χάδι σε παιδί
Ή κάποιον να βοηθάς
Γλυκά χαμογελώντας-
Ίδια Παρθένα Παναγιά!
Να με χαϊδεύεις όταν ήμουνα μικρός μικρός
Κι αργότερα που πέσαν πάνω μου
Της πίκρας τα βουνά
Έσβησε η λάμψη από τα μάτια σου
Και τ’ όμορφο χαμόγελό σου
Βυθίστηκε στης θλίψης σου τη σκοτεινιά.
Της μνήμης μου οι δρόμοι
Σε φέρνουν μακρυά…
Κι άξαφνα
Σε χάνω από μπροστά μου Μάνα
Και κλαίω για το χαμό σου
Απαρηγόρητα, πικρά.
18-7-1986
ΗΛΙΕ ΜΟΥ, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
Ήλιε μου, σε παρακαλώ,
Αν δεις τη Μάνα μου
Μην της ειπείς για τον καημό
Που φώλιασε στα στήθια μου
Και για τους χείμαρρους της πίκρας
Που διασχίζουν την καρδιά μου.
Μην της ειπείς
Πως βλέπω αλλιώς τον κόσμο,
Πως το φεγγάρι και τ’ αστέρια
Δεν χαμογελούν τις νύχτες
Όπως πριν στον ουρανό.
Πως χαμηλώσαν τα βουνά
Κι αλλάξανε μορφή
Και χρώμα τα λουλούδια
Απ’ την ημέρα που έφυγε,
Ήλιε μου μην της ειπείς-
Δεν θέλω η Μάνα μου
Να πικραθεί…..
22-8-1986
Χρόνια πολλά σε όλες τις μάνες του κόσμου!! Βαρβάρα Βελέντζα
Θαυμασια τα ποιηματα του αλησμονητου Γιαννη Μαρρε , εξαιρετικη και με λαμπρο μελλον απ οτι φαινεται απο την μεχρι σημερα προσφορα της στα γραμματα και η Σουβαλιωτισσα συγγραφεας της νεωτερης γενιας Κα Δημητρα Μουλαρα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητηρια και στον Συλλογο Γυναικων που επελεξε το εξαισιο κειμενο της για να τιμησει μια τοσο σημαντικη ημερα.
Χρονια πολλα και καλα και απο εμενα σε ολες τις μανες του κοσμου.