Ερχόταν κάθε βράδυ να μας φέρει τα νέα. Θες από φόβο, θες από ευλάβεια, έσταζε η φωνή του σιωπή και σιγουριά, σαν τη φλόγα του καντηλιού που φώτιζε τα μάτια ενός αγίου με συνέπεια. ....
Άνοιγε ύστερα το ξύλινο μπαούλο με τα παλιά γράμματα, που κάποιοι συνωμότες πρόγονοι σφάλισαν σε περασμένα χρόνια, κι’ έτσι ματωμένος κι’ άγρυπνος περίμενε το ξημέρωμα.
Κι’ όλο ανέβαλε να βρει τους κώδικες, να ερμηνεύσει τα προφητικά υστερόγραφα, που καθόρισαν για πάντα το μακρινό του ταξίδι.
Ήταν μεσάνυχτα η τελευταία φορά που μπήκε στην κάμαρα, μ’ ένα σύννεφο στα μάτια κι’ ένα χιόνι που γλύκαινε τη μοναξιά του.
Άνοιξε ύστερα ένα-ένα τα γράμματα και τον πήραν τα κλάματα.
Άνοιγε ύστερα το ξύλινο μπαούλο με τα παλιά γράμματα, που κάποιοι συνωμότες πρόγονοι σφάλισαν σε περασμένα χρόνια, κι’ έτσι ματωμένος κι’ άγρυπνος περίμενε το ξημέρωμα.
Κι’ όλο ανέβαλε να βρει τους κώδικες, να ερμηνεύσει τα προφητικά υστερόγραφα, που καθόρισαν για πάντα το μακρινό του ταξίδι.
Ήταν μεσάνυχτα η τελευταία φορά που μπήκε στην κάμαρα, μ’ ένα σύννεφο στα μάτια κι’ ένα χιόνι που γλύκαινε τη μοναξιά του.
Άνοιξε ύστερα ένα-ένα τα γράμματα και τον πήραν τα κλάματα.
Δημήτρης Φαφούτης
«ΤΑ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΑ»
«ΤΑ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΑ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.