Αφού περνούσε τής Παναγίας οι Δαδιώτες άρχιζαν το μάζεμα τής ελιάς. Οι περισσότεροι μαζεύανε ελιές γύρω τού Αη Νικόλα, ενώ οι επαγγελματίες γεωργοί μετά το σπαρτό και φτάνανε να μαζεύουν ελιές τον Γενάρη.....
Οι πρώτες ελιές μαζευόντουσαν τον Σεπτέμβριο [αυτές πού έπεφταν από πυρηνοτρύτη] και τις έριχναν αλάτι να κρατηθούν μέχρι τις μέρες πού θα μάζευαν και τις άλλες.
Ξεκίναγαν αχάραγα από το Δαδί να έχουν φτάσει στο χωράφι όταν έφεγγε για τα καλά. Φόρτωναν στα ζά τις σκάλες [θεόρατες διπλές ξύλινες] και τις βελέτζες πού έστρωναν γύρω από τις ελιές. Ελαιόπανα ήταν όνειρο για εκείνα τα χρόνια. Αυτοί κοντά με τα πόδια...
Ερχότανε και το μεσημέρι και καθόντουσαν να βάλουν " μια κόρα ψωμί στο στόμα τους". Ο νοικοκύρης προσέφερε μόνο ψωμί και οι εργάτες πέρνανε κοντά τους το φαΐ πού είχε φέρει ο καθένας από το σπίτι του. Αργότερα ο νοικοκύρης προσέφερε και φαγητό.
Άμα άρχιζε να σουρουπώνει ξεκινούσαν να μαζεύουν τα πανιά, τις σκάλες και τα τσουβάλια με τις ελιές. Αφού είχε νυχτώσει τα φορτώνανε στα ζά όλα τα υπάρχοντα και άρχιζε ο δρόμος τής επιστροφής με τα πόδια...
Στο μάζεμα τώρα δέν χρησιμοποιούσαν χτενάκια αλλά με τα χέρια χτένιζαν το δέντρο. Αλίμονο σε εκείνον πού έσπαγε καμιά "ψαλίδα" και άκουγε την μουρμούρα από τον νοικοκύρη. Για "τέμπλες" ούτε λόγος να γίνεται και ας ήταν τα δέντρα σαν πλατάνια ψηλά.
Ο καιρός όμως δέν ήταν πάντα σύμμαχος. Ο χιονισμένος Παρνασσός έφερνε το αεράκι του, ενώ, το πρωί ανάβανε φωτιά μέ τα λιόκλαρα σε αντίθετη φορά τού ανέμου για έρχεται απάνω τους ο καπνός και να ζεστένονται....Τώρα όσο για την πρωινή πάχνη άς μην το συζητήσουμε. Αν δέν έπιανε καλή βροχή ή αν δέν έριχνε χιόνι δέν άφηναν το κατέβασμα περιμένοντας μήπως ξεκόψει ο καιρός...
Το χωράφι όμως από την παράλληλη καλλιέργεια ή από το όργωμα με το αλέτρι είχε τα δικά του χάλια. Πού να πατήσεις και τι ήτανε από κάτω από την βελέντζα. Οι εργάτες ανεβαίνανε ή στις σκάλες ή στο δέντρο. Μέχρι τα τελευταία χρόνια γινόντουσαν ατυχήματα στο μάζεμα. Αυτός είναι και ο λόγος πού το πρωί πού πιάνανε δουλειά η ευχή ήτανε " ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ".
Το μεροκάματο τότε ήταν 6-7 κιλά λάδι και οι άντρες πέρναν κανά κιλό παραπάνω.Το πέρνανε στο λιοτρίβι πού πήγαινε ο καθένας με το δοχείο του.
Μετά το μάζεμα από τον νοικοκύρη πήγαιναν στο χωράφι αυτοί πού δέν είχαν ελιές δικές τους και τούς έδερνε η φτώχεια να μαζέψουν "κοκολόϊ".
Τα παιδιά πού πήγαιναν σχολείο τις μέρες εκείνες έκαναν μαύρες διακοπές. Από το πρωί ή μετά το μεσημέρι βοηθούσαν στο μάζεμα τής ελιάς [ το ίδιο γινότανε και στο σπαρτό]. Θυμάμαι ο συγχωρεμένος ο γυμνασιάρχης ο Στρογγύλης μετά την προσευχή το πρωί έβγαινε στο κεφαλόσκαλο και έδινε άδειες στα παιδιά πού ήταν να πάνε για μάζεμα.
Τελειώνοντας και επειδή πολλά από τα παραπάνω τα πρόλαβα κάθισα και έγραψα αυτές τις γραμμές νομίζοντας ότι θα φέρω εκείνα τα χρόνια πίσω!
ΚΑΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ.......
Οι πρώτες ελιές μαζευόντουσαν τον Σεπτέμβριο [αυτές πού έπεφταν από πυρηνοτρύτη] και τις έριχναν αλάτι να κρατηθούν μέχρι τις μέρες πού θα μάζευαν και τις άλλες.
Ξεκίναγαν αχάραγα από το Δαδί να έχουν φτάσει στο χωράφι όταν έφεγγε για τα καλά. Φόρτωναν στα ζά τις σκάλες [θεόρατες διπλές ξύλινες] και τις βελέτζες πού έστρωναν γύρω από τις ελιές. Ελαιόπανα ήταν όνειρο για εκείνα τα χρόνια. Αυτοί κοντά με τα πόδια...
Ερχότανε και το μεσημέρι και καθόντουσαν να βάλουν " μια κόρα ψωμί στο στόμα τους". Ο νοικοκύρης προσέφερε μόνο ψωμί και οι εργάτες πέρνανε κοντά τους το φαΐ πού είχε φέρει ο καθένας από το σπίτι του. Αργότερα ο νοικοκύρης προσέφερε και φαγητό.
Άμα άρχιζε να σουρουπώνει ξεκινούσαν να μαζεύουν τα πανιά, τις σκάλες και τα τσουβάλια με τις ελιές. Αφού είχε νυχτώσει τα φορτώνανε στα ζά όλα τα υπάρχοντα και άρχιζε ο δρόμος τής επιστροφής με τα πόδια...
Στο μάζεμα τώρα δέν χρησιμοποιούσαν χτενάκια αλλά με τα χέρια χτένιζαν το δέντρο. Αλίμονο σε εκείνον πού έσπαγε καμιά "ψαλίδα" και άκουγε την μουρμούρα από τον νοικοκύρη. Για "τέμπλες" ούτε λόγος να γίνεται και ας ήταν τα δέντρα σαν πλατάνια ψηλά.
Ο καιρός όμως δέν ήταν πάντα σύμμαχος. Ο χιονισμένος Παρνασσός έφερνε το αεράκι του, ενώ, το πρωί ανάβανε φωτιά μέ τα λιόκλαρα σε αντίθετη φορά τού ανέμου για έρχεται απάνω τους ο καπνός και να ζεστένονται....Τώρα όσο για την πρωινή πάχνη άς μην το συζητήσουμε. Αν δέν έπιανε καλή βροχή ή αν δέν έριχνε χιόνι δέν άφηναν το κατέβασμα περιμένοντας μήπως ξεκόψει ο καιρός...
Το χωράφι όμως από την παράλληλη καλλιέργεια ή από το όργωμα με το αλέτρι είχε τα δικά του χάλια. Πού να πατήσεις και τι ήτανε από κάτω από την βελέντζα. Οι εργάτες ανεβαίνανε ή στις σκάλες ή στο δέντρο. Μέχρι τα τελευταία χρόνια γινόντουσαν ατυχήματα στο μάζεμα. Αυτός είναι και ο λόγος πού το πρωί πού πιάνανε δουλειά η ευχή ήτανε " ΚΑΛΟ ΒΡΑΔΥ".
Το μεροκάματο τότε ήταν 6-7 κιλά λάδι και οι άντρες πέρναν κανά κιλό παραπάνω.Το πέρνανε στο λιοτρίβι πού πήγαινε ο καθένας με το δοχείο του.
Μετά το μάζεμα από τον νοικοκύρη πήγαιναν στο χωράφι αυτοί πού δέν είχαν ελιές δικές τους και τούς έδερνε η φτώχεια να μαζέψουν "κοκολόϊ".
Τα παιδιά πού πήγαιναν σχολείο τις μέρες εκείνες έκαναν μαύρες διακοπές. Από το πρωί ή μετά το μεσημέρι βοηθούσαν στο μάζεμα τής ελιάς [ το ίδιο γινότανε και στο σπαρτό]. Θυμάμαι ο συγχωρεμένος ο γυμνασιάρχης ο Στρογγύλης μετά την προσευχή το πρωί έβγαινε στο κεφαλόσκαλο και έδινε άδειες στα παιδιά πού ήταν να πάνε για μάζεμα.
Τελειώνοντας και επειδή πολλά από τα παραπάνω τα πρόλαβα κάθισα και έγραψα αυτές τις γραμμές νομίζοντας ότι θα φέρω εκείνα τα χρόνια πίσω!
ΚΑΛΑ ΜΠΕΡΕΚΕΤΙΑ.......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.