Παναγιώτης Δημάκης
Ένας καλαίσθητος τόμος τιτλοφορημένος « Η βιβλιοθήκη τής Μονής Πλατυτέρας Κέρκυρας », είναι το έργο, στον οποίον ανέλαβαν, οι άξιοι και ακάματοι ερευνητές, ο Δρ. Σπύρος Καρύδης και η Παναγιώτα Τζιβάρα (καθηγήτρια Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου) να συγγράψουν, .....
να κατάλογογραφήσουν, να ταξινομήσουν, να σχολιάσουν και να παρουσιάσουν, ένα πλήθος εντύπων και χειρογράφων, με επιστημονική επιμέλεια και αξιομνημόνευτη εργώδη προσπάθεια. Ο τόμος αυτός επιφύλασσε μία ευχάριστη έκπληξη, το χειρόγραφο αρ. 65, μικρό μεν αλλά πού περιέχει, εκτός των άλλων και την καταγραφή μίας ζητείας, πού διενεργήθηκε στο τέλος του 18ου αι. και στήν κοιλάδα τού Κηφισού και στήν Χώρα τής Ελατείας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές το χειρόγραφο αυτό, ανήκε στον Κεφαλλονίτη Φ. Πυλαρινό, ο οποίος σημείωσε στο εσωτερικό τού εξωφύλλου το όνομά του. Πιθανός επίσης ιδιοκτήτης και χρήστης, να ήταν ο Κεφαλλονίτης ιερωμένος, μοναχός Παΐσιος, μέλος τής μοναστικής κοινότητος Πλατυτέρας, στήν Κέρκυρα, και είχε χρησιμοποιηθεί συνάμα, όπως συνηθιζόταν τότε και ώς κατάστιχο καταγραφής, μίας ζητείας, σ’ ένα μακρύ οδοιπορικό, με κατάληξη την Κέρκυρα. Ο συντάκτης του χειρογράφου, με τον σύντροφό του Γιαννάκη Κουτουφά, ξεκίνησε το 1794, ένα δύσκολο και μακρύ ταξίδι, με σταθμό την Ζάκυνθο, Ηλεία, την περιοχή της Λειβαδιάς στη Βοιωτία, μέχρι την κοιλάδα του Κηφισού και την Χώρα της Ελάτειας.
Σ αυτό καταγράφονται άτακτα και αταξινόμητα, διάφορα, όπως τα εφόδια για το ταξίδι και τα έξοδα. Στις προμήθειες από την Κεφαλλονιά, περιλαμβάνονται «…ένα καλάθι μουστόπιτες, μουστοκούλουρα και σταφίδες, μία κασελοπούλα με ροζολίνια, ψωμί, ψάρι, κρασί πετροκόρυθα (;), κουκιά πλατιά, μια ξεντάρα χαβιάρι...». Ο γραφεύς επίσης έκαμνε αγιασμούς πού κατέγραφε και άλλα πού δεν αναγράφει, όπως φυλακτά, μαντζούνια βότανα κ.λ.π. ώς αντίδωρα προσφορών. Το σημαντικό αυτό χειρόγραφο, φωτίζει στήν κοιλάδα τού Κηφισού, μία ακατάγραφη και ημιφωτισμένη ιστορική περίοδο, όπου και τα ψήγματα πληροφοριών και τεκμηρίων, βοηθούν στήν αποκατάσταση υποθέσεων, επικύρωση επισφαλών και ασαφών σημείων, τού παλίμψηστου τής αρχαίας και νεότερης κοιτίδας τών Φωκέων. Η ιστορία είναι μνήμη, έχει όμως σε επικουρία, σειρά γεγονότων και ενδείξεων πού λάμπουν, όπως αυτές στη σκόνη πού επικαλύπτει αυτούς τους σκοτεινούς χρόνους. Έρχονται δε να προωθήσουν, να διεκδικήσουν και να κατακυρώσουν βάσεις δεδομένων, στο γενικό ιστορικό σύνολο. Όπου ο καθένας με την δική του αντίληψη, παιδεία, ωριμότητα, ικανότητα ή και προκατάληψη, θα μπορέσει να αντιληφθεί, τις πραγματικές διαστάσεις. Ακόμη ακούοντας την μακρινή βοή τών επερχομένων μεταβολών, θα γίνει με την συγκριτική αποκατάσταση, φανερή η εικονογράφηση, τής ιστορικής πολιτιστικής μας πορείας.
Αφήνοντας κατά μέρος, τήν σημερινή μίζερη πραγματικότητα, τήν υποβαθμισμένη πολιτιστική εικόνα, ας γίνουμε συνταξιδιώτες σ’ αυτή τήν υπέροχη διαδρομή, ακολουθώντας τα ίχνη, στο οδολόγιο τού ταπεινού μοναχού, πού θα μας μεταφέρει στους σκονισμένους εκείνους δρόμους, καλώντας και τούς φίλους μας, να μας ακολουθήσουν, να μάς συντροφεύσουν και να ανταλλάξουμε ιδέες. Οι καταστιχώσεις, σημειώσεις, ονόματα τόπων, κατοίκων, ζώντων και κεκοιμημένων, ακολουθούν τήν μοναστική λογική και είναι γραμμένα βιαστικά, αυτό όμως δεν αποστερεί το κατάστιχο από τήν αξία του, ώς terminus ante
quem, σε ορισμένα σημεία πού ταυτοποιούν, ή κατακυρώνουν υποθετικά δεδομένα.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΣΧΟΛΙΑ.
Οι διαδρομές, το οδολόγιο τού ταπεινού οδοιπόρου μοναχού, δεν είναι σαφές από πού ξεκινάει. Συνεχίζει όμως στο Βοϊβοδιλίκι Λειβαδιάς, τήν Κάπουρνα (Χαιρώνεια) όπως ο Πούκεβιλ [4] Μπραχάμαγα ( Θούριον οικ. 40 ), τη Μέρα (οικ.10), από το Καζνέσι (Μαυρονέρι οικ. 40), περνά στην κοιλάδα τού Κηφισού και στα Ελατικά πεδία. Στο Μεραλί, ( οικ. 15 ) Κραβασαρά ( οικ.15), Πεσχένι( οικ.40 ), Βελίτσα ( οικ. 150 ), Ντόριζα ( δύο οικισμοί Ντόριζα και Πύργος παρά το Παλούμπεη ) και Ασφάκα. Την διαδρομή έκαμε πότε με άλογο, πότε πεζοπορώντας, συγκεντρώνοντας δοσίματα, ελέη και τις προσφορές, πού αποθήκευε στις ενορίες, ενώ κρατούσε τα μετρητά.
Αναφέρει δοσίματα σε καλαμπόκι και βαμπάκι, ενώ είναι περίεργο ότι απουσιάζει σχετικά το σιτάρι, σ’ ένα χώρο, όπου « οι πυροί ποιούσιν ημιόλια τα άλευρα » κατά τον Θεόφραστο. Αυτό μπορεί να αποδοθεί και σε αφορία, ή, επιδρομή ακρίδων, αφού η πρακτική ήταν να δίδονται ελέη και προσφορές, από τα περισσεύματα τής παραγωγής. Σημειώνεται επίσης η αγορά αλεύρου, « δια ψωμί » στο Πεσχένι, ένα πουκάμισο στο Δαδί, μάλλον σημαντικό τεκμήριο, προκύπτει για την πολιτική και θρησκευτική διοίκηση τών Ρωμηών, η καταγραφή τού κοτζάμπαση στο Δαδί, οι δύο συνοικίες Παναγίας και Αγίου Βλασίου, τού τιτλούχου ιερέως στο Δραγομάνι, ( Δραχμάνι ) ώς Οικονόμου, ο οποίος δυνητικά ασκούσε και πολιτική εξουσία, με διακριτικό του, το επιγονάτιον. Ο τίτλος αυτός τού επέτρεπε να προηγείται σε πανήγυρεις, λιτανείες, ιεροπραξίες ομοιόβαθμων ιερέων ή άλλων ιερωμένων.
Σημαντικό όθεν η παρουσία τού Δραγομάνου, (ο Δραχμανίου ) στον 17ο αι. πού αναφέρεται και στήν τουρκική απογραφή [5].
Η αναφορά αυτή δίνει βάθος σε χρόνο, πού θα οριστικοποιηθεί, όταν προκύψουν και άλλα παρόμοια στοιχεία, στό μέλλον, από ετερόκλιτες πηγές και θα βοηθήσουν, στό χρονολογικό προσδιορισμό, ενός οικισμού, σε ένα επίκαιρο σημείο, τών Ελατικών Πεδίων.
Όσον αφορά τα καταχωρημένα ονόματα, στις καταστιχώσεις, παρά τήν ασάφεια να ταυτοποιηθούν συγκριτικά, Κώνστας ( Βελίτζα ), Κωνσταντής ( Μάνεσι ), Ανέστης ( Καζνέσι ) Ζήσιμος ( Βελίτζα ), Αθανάσιος ( Δαδί ), Γεωργίου ( Δόριζα, υπάρχει πάρεδρος στον Δήμο Ελάτειας Γεωργίου το 1840 ), Ντέντε-Δέδες σε Πεσκένι – Αγ. Μαρίνα, Μεραλί ενώ το γυναικείο όνομα Κορτζάλο, πάλι στο Πεσχένι ( Περιπαικτικά Κορδάλω, γυναίκα πού προκαλεί, άσεμνη στήν κίνηση, όπως οι αρχαίοι κορδακίζοντες, χορός κόρδαξ ), Κορδαλής επώνυμο. Στήν Δόριζα επίσης, στον Πύργο, στό Παλούμπεη, το όνομα Βελούδω, ωραίο Ελληνικό μεσαιωνικό εύρημα όπως Μετάξω, Χρυσάφω, Αργυρώ πού αναφέρονται σε πολύτιμα και δυσεύρετα υλικά ενδυμασιών. Από τούς αναφερομένους οικισμούς πολλοί έχουν καταργηθεί ή ερημωθεί, κυρίως λόγω του Νόμου ΤΟΔ΄ περί Ληστείας, όπως η Μέρα, η Δόριζα, το Παλούμπεη-Πύργος, το Τουρκοχώρι, ενώ μόνον δύο διετήρησαν τα όνομά τους, η Σφάκα και το Μόδι. Να συμπληρωθεί εδώ ότι το Καζνέσι, είχε ειδική φορολογία και είχε παραχωρηθεί, η πρόσοδος του σε « σακκάδες » υδρονόμους τού χαρεμιού από τήν Βαλιδέ – Σουλτάνα, ίσως λόγω τής ακμαίας πηγής και συνεχούς ροής τού Μαυρονερίου.
Θα συμπληρώσουμε εδώ με προσωπική μαρτυρική μου κατάθεση, ότι μέχρι τήν δεκαετία τού 1950, δύο κελιώτες μοναχοί διέτρεχαν τούς οικισμούς τού κάμπου, από τα τών παρά τήν Ελάτεια εξωκλησίων κελιά των, ( Αγίου Λουκά – Αγίων Αποστόλων ), τούς οικισμούς τού κάμπου, με τα γαϊδουράκια τους, μέσα σε χρυσαφένια άλω σκόνης, αμέριμνοι, μηδέν έχοντες, στα λίγα αρκούμενοι, να συλλέξουν τα χρειώδη και στοιχειώδη, τής διαβίωσής των. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.