»Στις 18 Αυγούστου (1942), στις 9 το πρωί, ήρθε στο γραφείο της Ελληνικής Αστυνομίας ένας ιταλός υπομοίραρχος, Αργυρός. Μ’ εφώναξε μέσα. Ήταν εκεί ακόμα ένας έλληνας ανθυπομοίραρχος, ο Μακαρώνας, κι ο διερμηνέας......
» Με ρώτησε τότε ο Αργυρός αν δρουν στην περιφέρειά μου κακοποιοί ή ληστοφυγόδικοι, ποιοι και πόσοι είναι. «Καλό σημάδι και η ερώτηση αυτή» είπα, έτσι γενική που ήταν.
» ― Δρουν – του αποκρίθηκα – κακοποιοί. Δε μπορώ όμως να πω υπεύθυνα πόσοι και ποιοι. Από το χωριό μου είναι τέσσερες (τους ήξεραν οι ιταλοί αφού είχαν αρχίσει και κουβέντες μαζί τους).
» Με ρώτησε κατόπιν αν ξέρω τι εγκλήματα έχουν κάμει ο καθένας τους. Αποκρίθηκα ότι ξέρω μόνο για τον Αργύρη το Βελέντζα, που σκότωσε το Δήμο το Μπακλέζο. Για τους άλλους δεν ξέρω.
» Ερεθίστηκε ο Αργυρός και μου φώναξε ότι κρύβω την αλήθεια και να πω όσα ήξερα αλλοιώς θα με αναγκάσει να το κάμω. Του δήλωσα ότι δεν ξέρω τίποτ’ άλλο από όσα του είπα.
» Με διέταξε τότε να ενώσω τις παλάμες μου και ν’ ανοίξω τα δάχτυλα. Είπε ύστερα σ’ έναν έλληνα χωροφύλακα, δίπλα, να βάλει κοντυλοφόρους και χάρακες ανάμεσα στα δάχτυλά μου και να τους πιάσει να τους σφίξει δυνατά. Ο έλληνας χωροφύλακας αρνήθηκε (μπράβο του το παλληκάρι! – τινάχτηκα ενθουσιασμένος) και ο ιταλός αξιωματικός φώναξε καραμπινιέρο να το κάμει. Πόνεσα πολύ, κρατιόμουν αλλά μούφυγε ένα μουγκρητό βαθύ. Ο καραμπινιέρος, μόλις άκουσε το μουγκρητό μου χαλάρωσε αμέσως το σφίξιμο, αν έσφιγγε τους κοντυλοφόρους όσο άγρια φώναζε ο Αργυρός θα έλιωναν τα κόκκαλα στα δάχτυλά μου.
» Ξανάσφιγγε ο ιταλός, μούγκριζα εγώ περισσότερο από όσο πονούσα, να τον καλύπτω κι αυτόν κι ο καραμπινιέρος χαλάρωνε το σφίξιμο.
» Τότε μπήκε στη μέση ο έλληνας ανθυπομοίραρχος, απότομος και φώναξε: «Μαρτύρα ό,τι ξέρεις, πρόεδρε. Θα πάθεις χειρότερα! Θα σου βάλουμε καρφίτσες στα νύχια και στα μάτια!».
» Γύρισα απότομα και γούρλωσα τα μάτια μου απάνω του. «Μήπως ξέρεις να κρύβω κάτι, κύριε ανθυπομοίραρχε; – του φώναξα με οργή. ― Αν ξέρεις να το πεις, αλλοιώς λυπάμαι πολύ για λογαριασμό σου!».
» Γύρισα κατόπιν στον ιταλό και του λέω: «Σας παρακαλώ να καλέσετε τον κύριο ανθυπομοίραρχο να σας φανερώσει τι κρύβω. Δεν είναι τίμιο να με εκβιάζει όπως το κάνει. Ακόμα σας παρακαλώ να με πληροφορήσετε: για ποιο λόγο με τυραννάτε; Είμαι εκπρόσωπος μιας κοινότητος, χωρίς αστυνομία, μακρυά από την εξουσία των αρχών κατοχής. Τους κακοποιούς τους μισώ γιατί τυραννούν τους φιλήσυχους πολίτες. Εγώ ο ίδιος κινδυνεύω απ’ αυτούς. Τι μπορώ όμως να κάμω μόνος, άοπλος κι ανίσχυρος; Περίμενα προστασία και υποστήριξη από σας, όχι τη μεταχείριση που μου κάνετε, εκτός κι αν έχετε συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον μου – να μου την απαγγείλετε να απολογηθώ!
» Ο Αργυρός κλονίστηκε. Φάνηκε να δέχεται ότι είχαν λογική αυτά που του είπα. Κι ο Μακαρώνας, ευτυχώς – δεν είπε τίποτ’ άλλο (μάλιστα την άλλη μέρα με πλησίασε με τρόπο και μου είπε να τον συγχωρήσω, ότι τόκαμε προσποιητά)...
........................................
... » Τρίτη μέρα κρατούμενος εγώ, ήρθε στο γραφείο της αστυνομίας ο Αργυρός, 9 η ώρα το πρωί. Με φώναξαν στο γραφείο. Με κύτταζε κι έτρεμε ολόκληρος. Καθόταν στο τραπέζι, δεξιά του είχε ένα ενωματάρχη ιταλό, αριστερά του το διερμηνέα. «Κάτσε!» μου είπε απότομα. «Άσχημα τα μαντάτα!» σκέφτηκα. Και τότε μου λέει με το διερμηνέα:
» ― Έχεις γιο αξιωματικό;
» ― Ναι, του αποκρίθηκα, έχω.
» ― Πού βρίσκεται τώρα;
» ― Δεν ξέρω!
» Τινάχτηκε ουρλιάζοντας απάνω:
» ― Το ξέρετε! Και μην κάνετε τον ανήξερο! Πέστε αμέσως τι ξέρετε!
» Σας είπα, ότι δεν ξέρω που βρίσκεται, του αποκρίθηκα ήρεμα. Τα μόνα που ξέρω είναι αυτά που θα σας πω και θα σας τα ειπώ όπως τα άκουσα από κείνον, χωρίς να ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι. Μου είπε, ότι φεύγει για την Αταλάντη να πάρει το μισθό του. Γύρισε και σε δυο-τρεις μέρες ξανάφυγε. Τον ρώτησα πού πας, και μου είπε στη Λαμία. Δεν ξέρω αν πήγε ή όχι στη Λαμία.
» ― Το ξέρετε! Το ξέρετε! εκραύγασε. Θα σας τιμωρήσω, αν δεν το ειπείτε.
» ― Σας είπα ό,τι ήξερα! Τίποτα περισσότερο δεν ξέρω.
» Έγινε κατακόκκινος και φώναξε στον ιταλό ενωματάρχη, να με χτυπήσει. Κατέβασε εκείνος το γκλομπ, που κρατούσε, δυνατά στον ώμο μου. Πετάχτηκα τότε απάνω, άδραξα το γκλομπ. Φούντωσε άγρια μέσα μου μια απόφαση, να μην αφήσω όσο είχα δυνάμεις να με ταπεινώσουν και να πεθάνω χωρίς φόβο. Μια φορά πεθαίνει κανείς. Κρατούσα αδραγμένο το γκλομπ και γύρισα στον Αργυρό αγαναχτισμένος:
» Γιατί με χτυπάτε; του φώναξα. Τι κατηγορία με βαρύνει;
» ― Σε βαρύνει! είπε εκείνος. Θέλομε το γιο σου!
» ― Το γιο μου, του ξαναφώναξα, να τον πιάσετε αν σας φταίει. Εμένα με βαρύνει καμμιά κατηγορία; Ο γιος μου είναι αξιωματικός, εξάρτηση από μένα δεν έχει. Ευθύνη έχω για τα υπόλοιπα πέντε παιδιά μου. Το μεγαλύτερό τους είναι 19 χρονών. Αν το θέλετε να το ειδοποιήσω νάρθει.
» ― Έχετε και για το μεγάλο σας γιο ευθύνη, φώναξε κι αυτός ίσια πάνω μου.
» Μεγάλωσε και μένα ο θυμός μου και του είπα:
» ― Τι ευθύνη, κύριε υπομοίραρχε, έχει ο δικός σας πατέρας αυτή τη στιγμή, στην Ιταλία, επειδή εσείς βάζετε και με δέρνουν; Σας ερωτώ!
» Έμεινε ξάφνου άναυδος κι εγώ πήρα θάρρος και συνέχισα:
» ― Αλλά βέβαια! Έχετε δίκηο! Φταίμε. Εμείς οι γέροι πάντοτε φταίμε. Γιατί σας φέρνουμε στον κόσμο, μοχθούμε να σας αναθρέψουμε και να σας μορφώσουμε, να σας κάνουμε άντρες! Για νάρχεστε κατόπιν να μας δέρνετε! Αυτό είναι το φταίξιμό μας. Δεν έχω τίποτα άλλο να σας πω! Τώρα, ορίστε, μπορείτε να διατάξετε να με δείρουν.
» Και άφησα με δύναμη το γκλομπ.
» Ο Αργυρός χλώμιασε. Με βία κρατούσε την ταραχή του. Φαινόταν πολύ συγκινημένος. Με βραχνή φωνή, είπε στον ενωματάρχη ν’ αφήσει το γκλομπ και με ρώτησε!
» ― Μόνιμος ή έφεδρος αξιωματικός είναι ο γιος σας;
» ― Μόνιμος, του αποκρίθηκα.
» ― Από πού προέρχεται;
» ― Από τη Σχολή Ευελπίδων.
» ― Τι βαθμό έχει;
» ― Είναι ανθυπίλαρχος.
» ― Πόσων χρονών;
» ― Είκοσι ένα.
» Ξαφνιάστηκε. «Εικοσιένα χρονών;» είπε. «Ναι» του αποκρίθηκα.
» ― Πρέπει να τον συναντήσετε και να τον πείσετε να παρουσιαστεί σε μας. Να τον διαβεβαιώσετε εκ μέρους μας, ότι δεν διατρέχει κανένα κίνδυνο. Να ωφεληθεί μόνον έχει.
» ― Μάλιστα, αποκρίθηκα αμέσως, δεν έχω αντίρρηση. Να μ’ αφήσετε ελεύθερο να τον αναζητήσω. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου ότι θα ξαναγυρίσω, έστω και αν ξέρω ότι θα εκτελεστώ. Δυο υποσχέσεις μόνο δε σας δίνω. Μία, ότι θα μπορέσω να τον βρω και την άλλη ότι θα τον πείσω να παρουσιαστεί.
» ― Δε σ’ αφίνουμε ελεύθερον, μου είπε αυτός.
» ― Κρατήστε με, αφού το θέλετε.
» ― Με το τηλέφωνο να του μιλήσετε.
» «Κουτός είναι», σκέφτηκα. Το κατάλαβε κι εκείνος ότι ήταν κουτό αυτό που είπε.
» Δε με άφησε ελεύθερον. Μου φερόταν όμως στο εξής με σεβασμό, με χαιρετούσε πάντα πρώτος μόλις μ’ έβλεπε στο μπαλκόνι της αστυνομίας «μπον τζιόρνο, σινιόρε Ντιμιτρίου» πριν προλάβω να τον χαιρετήσω εγώ. Αισθανόμουν ικανοποιημένος, πεθαίνεις ευκολώτερα, να βλέπεις ότι έκαμες τον αντίπαλό σου να σε σεβαστεί.
» Έμεινα δέκα μέρες κρατούμενος στη Σουβάλα, ως τις 28 Αυγούστου. Μαζί με μένα, κράτησαν και τη γερο-Σοφία Τσόκα. Οι άλλοι κρατούμενοι, ο ένας ύστερα απ’ τον άλλον, τους απολάγανε. Άφησαν ελεύθερο και τον ταγματάρχη Φαρμάκη. Σκέφτηκα λιγάκι και τον ρώτησα αν θα περνούσε από την Αγόριανη πηγαίνοντας στην Αράχωβα. Μου είπε ναι. Του λέω τότε: «μπορώ να σε παρακαλέσω κάτι;». Τεντώθηκε ένα βήμα πίσω, του στοίχισε ο δισταγμός μου. «Απολύτως!» μούπε ο άνθρωπος. «Θα βρεις το δεύτερο γιο μου, το Γιάννη. Να του ειπείς: «όσο εγώ θα του παραγγέλνω να έρθει στους ιταλούς, τόσο αυτός να φεύγει». Μόνο αν δεν βρεις τον ίδιον, τότε να ειπείς την παραγγελία μου στη γυναίκα μου.». Ο Φαρμάκης, πράγματι, βρήκε το γιο μου και την είπε την παραγγελία μου.
(σελ. 368-372, Τόμος Α΄)
ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - ΤΟΜΟΣ Α΄
* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.
* στην φωτογραφία: ο γερο-Νίκος Δημητρίου, αντάρτης, μετά την απελευθέρωσή του από την ομάδα 25 ανδρών του Αρχηγείου Παρνασσίδας από τις Φυλακές Λειβαδιάς (6 Μαρτίου 1943).
https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=435624976632727&id=416570205204871&substory_index=0
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.