Αναδημοσίευση από Polydrosos Parnassou
"Έβγαινε ο παπάς με το αναστάσιμο ευαγγέλιο και οι ψαλτάδες και ένας-ένας πόβγαινε χαιρέταγε , φιλιόντουσαν και πιανόντουσαν απ' το χέρι κι ύστερα χορεύαμε."....
"Έβγαινε ο παπάς με το αναστάσιμο ευαγγέλιο και οι ψαλτάδες και ένας-ένας πόβγαινε χαιρέταγε , φιλιόντουσαν και πιανόντουσαν απ' το χέρι κι ύστερα χορεύαμε."....
"Γ"
Συνεχίζοντας την παρουσίαση αφηγημάτων από το βιβλίο της Βασιλικής Χριστοπούλου Μερτζάνη "Μιά Σουβαλιώτισσα θυμάται", αποσπάσματα από το οποίο έχει χρησιμοποιήσει ο Λαογραφικός Σύλλογος Πολυδρόσου στο ημερολόγιό του το 2009, σας παρουσιάζουμε
την "Λαμπρή" από την Μητρού Ε Ανάγνου, την οικογένεια της οποίας ευχαριστούμε για το φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησε. Επίσης θα δείτε ολόκληρα τα τραγούδια σε στίχους και βίντεο, στιχάκια των οποίων χρησιμοποίησε στο αφήγημά της η αφηγήτρια.
την "Λαμπρή" από την Μητρού Ε Ανάγνου, την οικογένεια της οποίας ευχαριστούμε για το φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησε. Επίσης θα δείτε ολόκληρα τα τραγούδια σε στίχους και βίντεο, στιχάκια των οποίων χρησιμοποίησε στο αφήγημά της η αφηγήτρια.
Όλο το Μάρτη σκάβαμε τ' αμπέλια με τα πλατιά κασμάδια. Μόλις τα τελειώναμε, αρχίζαμε να 'τοιμάζουμε τα χωράφια για να σπείρουμε βαμπάκι. Μέσα σ΄αυτή την κούραση και τη πλαντασμάρα περιμέναμε τη Λαμπρή.
Αρχινάγαμε να γαλαχτίζουμε
το σπίτι, να πλένουμε με
αλισίβα και θολοστάχτη και να
κοπανάμε όλα τα στρωσίδια και
τα σκεπάσματα. Βρύση στο σπίτι
δεν είχαμε και τα
πααίναμε στο ποτάμι.
Τα κοπανάγαμε με τον κόπανο , στραγγίζανε και τα φορτώναμε στα ζά. Σφουγκαρίζαμε με αλισίβα το πάτωμα και βράζαμε άχυρα για να κιτρινίσουμε τα σανίδια. Πλιέναμε τους σοφράδες, τα πλαστήρια, γανώναμε τα χαλκώματα, να είναι όλα καθαρά για τη Λαμπρή , ΄τοιμάζαμε το άλεσμα , ξεθεωνόμαστε.
Τη Μεγάλη Πέμπτη βάφαμε τ΄αυγά και ζυμώναμε το ψωμί να είναι
Μεγαλοπεφτίσιο. Τρέχαμε και δεν φτάναμε.
Την Μεγάλη Παρασκευή,
λέγανε οι παλιοί, το πουλί δεν
πάει στη φωλιά και εμείς
δεν κάναμε καμιά
δουλειά εκτός το απαραίτητο.
Το Μεγάλο Σάββατο
θελά σφάξουμε τ' αρνιά, να φκιάσουμε
τις γαρδούμπες για την Ανάσταση
που γινόταν τότε
στις 3 τα
ξημερώματα.
Οι τσοπάνηδες και οι χασάπηδες του χωριού ετοίμαζαν τα σφάγια για την Κυριακή του Πάσχα. Στη φωτογραφία οι: Αθανάσιος Κολοκύθας, Δημήτριος Πιπέρας, Δημήτριος Καραχρήστος επί το έργον και ο μικρός Τάκης Καραχρήστος (Πάσχα 1963)
ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Ψωνίζαμε τα χρειαζούμενα. Τότε δεν υπήρχανε και πολλά λεφτά, λογαριάζαμε καλά τι θα πάρουμε. Την Κυριακή οι άνδρες ανάβανε το λάκκο κατά τις 6 το πρωί με κλήματα, κάθε γειτονιά το λάκκο της.
Οι γυναίκες φκιάχνανε πίτα και μεζέδες με τα εντόσθια για το λάκκο.
Δεκαετία του ΄70. Ο λάκκος του Παπαθόδωρου
ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Τα φέρνανε στο τραπέζι που στρώναμε κοντά στο λάκκο και αρχίζαμε να τσιμπάμε και να πίνουμε με ευχές και τραγούδια χαρούμενα.
Τώρα ειν' Μάης κι άνοιξη , τώρα το καλοκαίρι
τ'ωρα τα λάφια βόσκουνε και δροσολογιούνται
και μια λαφούλα ταπεινή δεν παέι κοντά με τ' άλλα,
δεν βόσκει δεν δροσίζεται........
1958. Ο λάκκος του Σουφλή
ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΣΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΥΜΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΑΠ' ΟΠΟΥ Ο ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΤΙΧΟΣ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΑΜΦΙΚΛΕΙΑΣ"Η ΔΑΔΙΩΤΙΚΗ ΕΣΤΙΑ"
Tώρα, μαρή, τώρα, τώρα είν’ ο Mάης κι η άνοιξη
τώρα είν’ ο Mάης κι η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα τα ’λάφια χαίρονται, τώρα δροσολογιούνται.
Kαι μιά ’λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκει, δε δροσίζεται, δεν πάει κοντά με τ’ άλλα,
όλο τ’ απόσκια περπατεί και τα ζερβά1 κοιμάται
κι όπ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Kι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει:
- Γιατί ’λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκεις, δε δροσίζεσαι, δεν πας κοντά με τ’ άλλα;
[- Ήλιε μου σαν με ρώτησες θε να σ’ ομολογήσω.]
Δώδεκα χρόνους έκανα στείρα χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα και μπρος, απόχτησα ελάφι.
Kαι ’κει που βγήκ’ ο κυνηγός να ’λαφοκυνηγήσει
τώρα είν’ ο Mάης κι η άνοιξη, τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα είν’ το καλοκαίρι
τώρα τα ’λάφια χαίρονται, τώρα δροσολογιούνται.
Kαι μιά ’λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκει, δε δροσίζεται, δεν πάει κοντά με τ’ άλλα,
όλο τ’ απόσκια περπατεί και τα ζερβά1 κοιμάται
κι όπ’ εύρει γάργαρο νερό, θολώνει και το πίνει.
Kι ο ήλιος την ερώτησε κι ο ήλιος τη ρωτάει:
- Γιατί ’λαφίτσα ταπεινή, ταπεινοκαμαριάρα
δε βόσκεις, δε δροσίζεσαι, δεν πας κοντά με τ’ άλλα;
[- Ήλιε μου σαν με ρώτησες θε να σ’ ομολογήσω.]
Δώδεκα χρόνους έκανα στείρα χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα και μπρος, απόχτησα ελάφι.
Kαι ’κει που βγήκ’ ο κυνηγός να ’λαφοκυνηγήσει
το βρίσκει βόσκει μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Το απόγευμα στην Αγάπη οι νιόπαντρες και οι κοπέλες βάζανε τα καλά τους, τα Λαμπριάτικα. Έβγαινε ο παπάς με το αναστάσιμο ευαγγέλιο και οι ψαλτάδες και ένας-ένας πόβγαινε χαιρέταγε , φιλιόντουσαν και πιανόντουσαν απ' το χέρι κι ύστερα χορεύαμε.
Τη Δευτέρα αν έπεφτε τ' Αι-Γιωργιού πααίναμε στον Αι-Γιώργη και το απόγευμα πάλι χορός στην πλατεία με τα γιορτινά όπου γινότανε το νιφοδιάλεγμα, βλεπόντουσαν τα παλικάρια με τις κοπέλες.
Απ' τ' Αι-Δημητριού ίσαμε τ' Αι-Γιωργιού ροιαζόντανε οι τσοπάνηδες, γυρίζανε τ' Αι-Γιωργιού και ματαφεύγανε.
Δώσ' μου κυραμ' τη ρόγα μου, δώσμου τη δούλεψή μου
παράγγειλε η μάνα μου να πάω να με παντρέψει.
Απ' τ' Αι-Δημητριού ίσαμε τ' Αι-Γιωργιού ροιαζόντανε οι τσοπάνηδες, γυρίζανε τ' Αι-Γιωργιού και ματαφεύγανε.
Δώσ' μου κυραμ' τη ρόγα μου, δώσμου τη δούλεψή μου
παράγγειλε η μάνα μου να πάω να με παντρέψει.
ΕΜΕΙΣ ΒΡΗΚΑΜΕ ΤΟ ΣΥΡΑΚΙΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ-ΧΟΡΟ "ΑΣΗΜΟΚΟΥΠΑ" ΑΠ ΟΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΣΤΙΧΟΣ.
{ΣΥΡΑΚΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ 16/8/2010 ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο ΓΕΡΟΔΗΜΟΣ ΜΠΑΚΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΑΣΑΝΗΣ}
ΦΩΤΟ "ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΠΑΡΝΑΣΣΟΣ"
Μ' αυτή την ασημόκουπα
θέλω να πιω πεντέξι
κι αν δεν μεθύσω κόρη μου
κέρνα με όσο να φέξει
να κάτσω να συλλογιστώ
της ξενιτιάς τα ντέρτια
πάρα μικρός ορφάνεψα
'πό μάνα από πατέρα
και πήγα και ροïάστηκα
σε μια κυρά Βουλγάρα
δώδεκα χρόνους έκαμα
στα μάτια δεν την είδα
κι από τους δώδεκα και μπρος
τη βρίσκω στο παζάρι
Κυρά μ' δωσ' μου τη ρόγα μου
δωσ' μου τη δούλεψή μου
παράγγειλαν τ' αδέρφια μου
να πάω να με παντρέψουν
δούλε αν θες να παντρευτείς
γυναίκα για να πάρεις
δώδεκα δούλες έχω εδώ
όποια σ' αρέσει πάρε.
Στις 2 Μαίου τ' Αι- Θανασιού λειτουργάγαμε στην πάνω Σουβάλα.
θέλω να πιω πεντέξι
κι αν δεν μεθύσω κόρη μου
κέρνα με όσο να φέξει
να κάτσω να συλλογιστώ
της ξενιτιάς τα ντέρτια
πάρα μικρός ορφάνεψα
'πό μάνα από πατέρα
και πήγα και ροïάστηκα
σε μια κυρά Βουλγάρα
δώδεκα χρόνους έκαμα
στα μάτια δεν την είδα
κι από τους δώδεκα και μπρος
τη βρίσκω στο παζάρι
Κυρά μ' δωσ' μου τη ρόγα μου
δωσ' μου τη δούλεψή μου
παράγγειλαν τ' αδέρφια μου
να πάω να με παντρέψουν
δούλε αν θες να παντρευτείς
γυναίκα για να πάρεις
δώδεκα δούλες έχω εδώ
όποια σ' αρέσει πάρε.
Στις 2 Μαίου τ' Αι- Θανασιού λειτουργάγαμε στην πάνω Σουβάλα.
Στις 3 Μαίου τ' Αι-Λουκά γινότανε μεγάλο πανηγύρι. Μαζεύομαστε και λημεριάζαμε κάτω απ' τις αμυγδαλιές, φέρναμε τα ταγάρια γιομάτα με καλούδια κι ύστερα χορός και πααίναμε γλεντώντας τον ανήφορο για το χωριό.
Στις 3 Μαΐου του 1958 στον Αι- Λουκά
Διακρίνονται από αριστερά: Αργυρή Πλατή, Κώστας Πλατής (μικρός), Δήμητρα Νικολοπούλου, Γιώργος Μαστροκώστας, Γιώργος Μουλαράς, Ευθυμία Νικολοπούλου, Βασιλική Μαστροκώστα, Αλεξάνδρα Παπαθανασίου, Γιάννης Παπαθανασίου - Μανταμτζής, Άγνωστη, Άγνωστος
Διακρίνονται από αριστερά: Αργυρή Πλατή, Κώστας Πλατής (μικρός), Δήμητρα Νικολοπούλου, Γιώργος Μαστροκώστας, Γιώργος Μουλαράς, Ευθυμία Νικολοπούλου, Βασιλική Μαστροκώστα, Αλεξάνδρα Παπαθανασίου, Γιάννης Παπαθανασίου - Μανταμτζής, Άγνωστη, Άγνωστος
ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Γινόντανε αγωνίσματα. Βάζανε αρνιά στην κορυφή της πλαιάς κι όποιος έφτανε πρώτος κι έπιανε το αρνί το τρώγανε το βράδυ.
Τρέχανε κι απ΄τ' Νερούτσ' το μύλο μέχρι τ' Αι Λουκά.
Τρέχανε κι απ΄τ' Νερούτσ' το μύλο μέχρι τ' Αι Λουκά.
Μια φορά θυμάμαι τρέχανε και με άλογα.
"Γ"
Έχοντας κάνει πολλές φορές Πάσχα στο λάκκο των Αναγναίων, θα αναφερθώ στην περίφημη πίττα της θειάς Μητρούς, που την περιμέναμε πως και πως κάθε φορά...Σηκωνόταν πρωί πρωί και την ...στούρνιζε όπως έλεγε. Το μυστικό της ήταν τα πολλά αυγά. Την έψηνε στον φούρνο που τον έκαιγε από νωρίς και την σερβίριζε στο τραπέζι στο λάκκο ζεστή, αποσπώντας τους επαίνους όλων.....Πάντα θα σε θυμόμαστε θειά Μητρού...
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης Αθ. Λαγός