Παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ
Ο Σταύρος Φιτσιάλος που είχε έλθει πριν μερικά χρόνια από το Αρκουδόρεμα Αρκαδίας είχε αδικηθεί και είχε προστριβές με τις ισχυρές οικογένειες των Ζερβαίων (σόι του Παπαλάμπρου) και των Χριστοπουλαίων.
Τότε σε κάποια στιγμή, ο ένας κλέφτης βγήκε έξω, πήγε και βρήκε τους συντρόφους του και τους οδήγησε στο σπίτι του παπά. Τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, μπήκαν στην αυλή, αθόρυβα. Έτσι το σπίτι γέμισε από κλέφτες αγριεμένους και πεινασμένους.
Αυτή είναι η ιστορία πίσω από την χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», χωρίς όμως να σταματάει εδώ.
Τόσο το σπίτι όσο και η αυλή του Παπαλάμπρου βρίσκονται και σήμερα όπως ήταν τον καιρό του επεισοδίου, χωρίς να έχει γίνει καμία αλλαγή, εκτός από την φθορά του χρόνου.
Στις μέρες μας, οι τελευταίοι στίχοι έχουν αλλάξει («μια λυγερή παντρεύεται και παίρνει έναν λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη…») και το λεβέντικο -και ίσως πιο δημοφιλές- αυτό τσάμικο έχει μετατραπεί σ’ ένα τραγούδι του γάμου.
Το γνωστό ιστορικό τσάμικο δημοτικό τραγούδι «Στου Παπαλάμπρου την αυλή», είναι αφιερωμένο στον ιερέα «Παπαλάμπρο» από το Ρομίρι Πυλίας και έχει τη δική του ιστορία.
Το τραγούδι βγήκε το 1860 στην Μεσσηνία, μετά από λεηλασία και φονικό επεισόδιο στο σπίτι του Παπαλάμπρου, από 40 οπλισμένους κλέφτες. Το ιστορικό, δημοτικό, τραγούδι, όπωςπρωτογράφτηκε έχει ως εξής:.....
Στου Παπαλά -Παπαπαλάμπραινα,
στου Παπαλάμπρου την αυλή
στου Παπαλάμπρου την αυλή,
είναι μια μάζεψη πολλή.
Καν ο Παπάς-Παπαλάμπραινα,
καν ο παπάς είναι άρρωστος
καν η παπαδιά πεθαίνει.
Παπαλάμπραινα καημένη.
Ούτ΄ ο Παπάς-Παπαλάμπραινα,
ούτ΄ ο παπάς είν΄ άρρωστος
ούτ΄ η παπαδιά πεθαίνει,
Παπαλάμπραινα καημένη.
Οι κλέφτες τους-Παπαλάμπραινα,
οι κλέφτες τους εγδύσανε
οι κλέφτες τους εγδύσανε,
και τα λεφτά ζητήσανε.
Μια λυγερή-Παπαλάμπραινα,
μια λυγερή εφώναξε
μια λυγερή εφώναξε,
τους κλέφτες τους ετρόμαξε.
Τρέξε Γιωργά-Παπαλάμπραινα,
τρέξε Γιωργάκη ξάδερφε
τρέξε Γιωργάκη ξάδερφε,
οι κλέφτες μας εκάψανε.
Ο Παπαλάμπρος γεννήθηκε στο Ρομίρι το 1805 και ήταν παπάς του χωριού από το 1840 έως το 1880. Την εποχή εκείνη την κλεψιά την θεωρούσαν αρετή και τον κλέφτη τον τιμούσαν όλοι!
Οι κλεψιές αφορούσαν πρόβατα, βόδια, άλογα και αυτές δημιουργούσαν μεγάλες έριδες μεταξύ των οικογενειών,γιατί κάθε προσβολή ή ζημιά λογαριαζόταν σαν προσβολή σε ολόκληρο το σόι του αδικημένου.
Ο Σταύρος Φιτσιάλος που είχε έλθει πριν μερικά χρόνια από το Αρκουδόρεμα Αρκαδίας είχε αδικηθεί και είχε προστριβές με τις ισχυρές οικογένειες των Ζερβαίων (σόι του Παπαλάμπρου) και των Χριστοπουλαίων.
Επειδή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του, κάλεσε και ήρθαν στο χωριό 40 κλέφτες από την Αρκαδία. Ήρθαν νύχτα και την ημέρα την πέρασαν κρυμμένοι μέσα σ΄ ένα δάσος, ανατολικά του χωριού.
Κατά το απόγευμα ήρθαν δύο από αυτούς στο χωριό, χωρίς βέβαια οπλισμό και προσποιούνταν ότι θέλουν τάχα να αγοράσουν ένα βόδι. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι του παπά.
Η παπαδιά τους είπε ότι πραγματικά πουλούσαν ένα βόδι κι ότι σε λίγο θα ερχόταν κι ο παπάς που έλειπε στην Πύλο. Ήρθε ο παπάς και άρχισε η κουβέντα για την αγοραπωλησία του ζωντανού.
Επειδή ήταν ξένοι και είχε πια νυχτώσει έμειναν στο σπίτι του παπά σαν φιλοξενούμενοι. Στο τζάκι του παπά, η συζήτηση κράτησε μέχρι αργά στη σκοτεινή και κρύα νύχτα και όλο το χωριό είχε κοιμηθεί.
Τότε σε κάποια στιγμή, ο ένας κλέφτης βγήκε έξω, πήγε και βρήκε τους συντρόφους του και τους οδήγησε στο σπίτι του παπά. Τρεις-τρεις, πέντε-πέντε, μπήκαν στην αυλή, αθόρυβα. Έτσι το σπίτι γέμισε από κλέφτες αγριεμένους και πεινασμένους.
Ο παπάς τότε κατάλαβε σε τι παγίδα είχε πέσει. Μα ήταν πια αργά. Άλλοι από τους κλέφτες ψάχνανε για λεφτά κι άλλοι αρπάζανε και τρώγανε, ότι βρίσκανε.
Τα παιδιά του παπά, ο Νικολάκης, ο Γιώργης, ο Κώστας, η Γεωργία και η Παναγιώτα είχαν στρώσει κάτω στο πάτωμα και κοιμόντουσαν. Οι κλέφτες σκέπασαν με τα λιόπανα τα παιδιά που είχανε ξυπνήσει με τη φασαρία και άρχισαν να κάνουν διάφορα βασανιστήρια στον Παπαλάμπρο για να μαρτυρήσει που είχε κρύψει τα λεφτά.
Ρίξανε λάδι στο τηγάνι και το βάλανε στη φωτιά κι ήταν έτοιμοι να κάψουν τον παπά, για να μαρτυρήσει τα λεφτά. Την κρίσιμη εκείνη στιγμή ένα από τα κορίτσια του παπά, η Παναγιώτα κατέβηκε κρυφά από τον καταρράκτη στο κατώικι από εκεί φώναξε δυνατά, τους Ζερβαίους, τα ξαδέρφια της :
– Γιωργάκηηηηηη…..Κωσταντήήήήή…. Μας κάψανεεεεεε…..!
Αμέσως την πυροβόλησε ένας από τους κλέφτες χωρίς να την πετύχει.
Όταν ακούστηκαν οι φωνές μέσα στην ησυχία της νύχτας, αναστατώθηκε το χωριό.
Όταν ακούστηκαν οι φωνές μέσα στην ησυχία της νύχτας, αναστατώθηκε το χωριό.
Κατάλαβαν όλοι ότι κάτι το ύποπτο και σοβαρό συνέβαινε και άρχισαν οι χωριάτες να τους πυροβολούν από διάφορα σημεία. Οι κλέφτες φοβηθήκανε και άφησαν χωρίς χρονοτριβή το σπίτι του παπά και φύγανε τρέχοντας κατά τα δυτικά του χωριού.
Οι ντόπιοι τους καταδίωξαν και τραυμάτισαν δύο από δαύτους. Τον ένα θανασίμως. Τον έθαψαν οι σύντροφοί του στα Χίλια Χωριά, μια τοποθεσία από τα Φρουτζοκρέμμυδα.
Με αφορμή το γεγονός αυτό, ένας χωριάτης έφτιαξε τους στίχους του τραγουδιού, που έχει σωθεί μέχρι σήμερα με κάποιες παραλλαγές στους στίχους σε ορισμένες περιπτώσεις.
Αυτή είναι η ιστορία πίσω από την χιλιοτραγουδισμένη «Παπαλάμπραινα», χωρίς όμως να σταματάει εδώ.
Το παιδί που πήγαινε σχολείο στην Πύλο, ο Νικολάκης, μετά το περιστατικό πήγε και έμεινε στην Αθήνα, στο σπίτι του δημάρχου Μπενάκη. Σπούδασε εκεί και ζήτησε να γίνει αστυνομικός διοικητής της επαρχίας Πυλίας.
Ο Φιτσάλος, παρακινημένος από έναν Μανιάτη, αποφάσισε να πάει στον Νικολάκη Παπαλάμπρο, να του ζητήσεισυγνώμη και να του φιλήσει τα πόδια.
«Φύγε βρωμόσκυλο, πήγες να μας ξεκληρίσεις και τώρα ζητάς συγνώμη;», του απάντησε εκείνος. Όταν αργότερα ο γιος του Φιτσάλου απέκτησε παιδί, κάλεσε τον Νικολάκη να γίνει νονός του και έτσι έσβησε η βεντέτα.
Τόσο το σπίτι όσο και η αυλή του Παπαλάμπρου βρίσκονται και σήμερα όπως ήταν τον καιρό του επεισοδίου, χωρίς να έχει γίνει καμία αλλαγή, εκτός από την φθορά του χρόνου.
Τα οστά του Παπαλάμπρου, έχουν τοποθετηθεί σε μία άκρη του ιερού της «Παναΐτσας» όπου ο Παπαλάμπροςιερουργούσε επί 40 χρόνια.
Όσο για το τσάμικο δημοτικό τραγούδι, «στου Παπαλάμπρου την αυλή…», με τον καιρό άλλαξαν οι στίχοι έγιναν πιο ευχάριστοι και αντί να λέει «…οι κλέφτες μας εγδύσανε και τα λεφτά ζητήσανε…», τώρα λέει …. «… παντρεύεται μια λυγερή και παίρνει ένα λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη» !
Στις μέρες μας, οι τελευταίοι στίχοι έχουν αλλάξει («μια λυγερή παντρεύεται και παίρνει έναν λεβέντη, Παπαλάμπραινα καημένη…») και το λεβέντικο -και ίσως πιο δημοφιλές- αυτό τσάμικο έχει μετατραπεί σ’ ένα τραγούδι του γάμου.
Ο λόγος που ο σκοπός του τραγουδιού είναι τσάμικος και όχι καλαματιανός, μιας και το περιστατικό συνέβη στην Πελοπόννησο, μάλλον θα πρέπει να αναζητηθεί στην ηπειρώτικη καταγωγή των Ζερβέων και των άλλων «σογιών».
Παραλλαγές του τραγουδιού έχουν δημοσιεύσει: ο Ν. Σακελλαρόπουλος, σελ. 134, η Ειρήνη Σπανδωνίδη με σχόλια ελάχιστα3, ο Σοφ. Δημητρακόπουλος με σχόλια4 ο Δημήτρης Χρ. Χαλατσάς5 και άλλοι. Μελέτη σημαντική του τραγουδιού έκανε ο Ιερέας Σπυρ. Βασιλόπουλος6.
Σημειώσεις
1. Βλ. Αραβ. αρ. 482, Pass 122, 160 Ζαμπ. σ. 647, 60, Ιατρ. σελ. 68 Λαογρ. Ε. σελ. 122, 128.
1. Βλ. Αραβ. αρ. 482, Pass 122, 160 Ζαμπ. σ. 647, 60, Ιατρ. σελ. 68 Λαογρ. Ε. σελ. 122, 128.
2. Bλ. PASSOW ARNOLDYS: Τραγούδια Ρωμαϊκά, Lipsial, MDCCCLΧ, σελ.110, 142.
3. Βλ. Ειρήνης Σπανδωνίδη από την Επτάλοφο (Άνω Αγόριανη Φωκίδος): Τραγούδια της Αγόριανης (Παρνασσού), εκδόσεις «Πυρσός», Αθήνα 1939, σελ. 36, 318-319.
3. Βλ. Ειρήνης Σπανδωνίδη από την Επτάλοφο (Άνω Αγόριανη Φωκίδος): Τραγούδια της Αγόριανης (Παρνασσού), εκδόσεις «Πυρσός», Αθήνα 1939, σελ. 36, 318-319.
4. Βλ. Σοφ. Δημητρακόπουλου: Ιστορία και Δημοτικό Τραγούδι, εκδόσεις «Παρουσία», Αθήνα 1998, σελ. 354-355.
5. Βλ. Δημήτρη Χρ. Χαλατσά από τα Καστέλια Φωκίδος: «Ληστρικά Τραγούδια, Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα 2003, σελ. 174-175. 6. Βλ. Ιερέως Σπυρ. Βασιλόπουλου: «Το ιστορικό του δημοτικού τραγουδιού «Παπαλάμπραινα», Περιοδικό «Διδαχή» Καλαμάτας, αρ.313 (Σεπτ. 1975), 121-122.
Πηγή: http://www.meganisitimes.gr/ http:/www.youtube.com/ http://periergaa.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.