Η πλατεία Αγίου Ιωάννου στην Αγία Παρασκευή είναι το ένδοξο αλωνάκι του Λουκά Κούσουλα: καθημερινά τη διασχίζει σταματώντας να αναλάβει δυνάμεις, πότε στις κερκίδες του θεάτρου, πότε στο παγκάκι. Εύλογα και με πικρό χιούμορ την απαθανατίζουν οι στίχοι του: «αθώος αντίθετα/ κι αδικημένος αν δεν συναριθμούμαι στους Ελεύθερους Πολιορκημένους!/ Αν εγκαταβιώνω εδώ στο γύρο της πλατείας./ Αν αράζω με τη λιακάδα στους πάγκους της/ χαζεύοντας τα περιστέρια αντί/ ν’ αρμενίζω στα ουράνια/ με τον μπαρουτόμυλο του Καψάλη./ Δεν είναι δικό μου το φταίξιμο.»
Από τη δεκαετία του ’60, όταν πρωτοδημοσίευσε ποίηση, ο Λουκάς Κούσουλας (γεν. 1929, Σουβάλα, Παρνασσός),....
με αγγλοσαξονικό χάρισμα μάλλον παρά μεσογειακό ταμπεραμέντο, εξακολουθεί να ξαφνιάζει με ποιήματα, δοκίμια, σημειώσεις και διηγήματα αντισυμβατικού, αναπάντεχα παιγνιώδους –για τον φιλόλογο που είναι– ύφους. Είτε διαλογίζεται πάνω στον Ντοστογιέφσκι και τη Σέλμα Λάγκερλεφ, είτε μετασχηματίζει ξένους στίχους σε νέο ποίημα, είτε αναμετριέται με την καθημερινότητα της μητροπολιτικής συνοικίας, είτε ανεβαίνει στον Παρνασσό, είτε με το τρένο διασχίζει την Ελλάδα προηγούμενων δεκαετιών, είτε, τέλος, βάζει στη θέση του τον Εζρα Πάουντ για λογαριασμό του Αθηναίου Θουκυδίδη, ποτέ δεν χάνει χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια ευχάριστα παλιοκαιρισμένη κομψότητα.
Το «Φεγγάρι του Υμηττού και άλλα ποιήματα» (Γαβριηλίδης, 2008) αποτίνει φόρο τιμής στη «δεύτερη πατρίδα», τη μητροπολιτική συνοικία της Αγίας Παρασκευής. Μπορεί άραγε, έστω «πολύ σπανίως», έστω «για λίγο», να ανακουφίσει η ποίηση χαμηλών τόνων ακόμη και τις μεγαλύτερες οδύνες; Μπορεί να είναι κανείς ευγνώμων για το φεγγάρι (του Υμηττού), για τα κοτσύφια (της Αγίας Παρασκευής), για την πλατεία (του Αϊ-Γιάννη), για ό,τι, τέλος πάντων, μας περιβάλλει καθημερινά αλλά καθόλου, στην πραγματικότητα, αυτονόητα;
Οι άλλοι αδιαφορούν
– Ανήκετε κάπου; Γίνονται διακρίσεις κατά γενιές, είδη, τρόπους.
– Στον «θείο Βάνια» λέγεται για τον γερο-καθηγητή, τον Σερεμπριάκοφ, «αυτός μου μιλάει αφ’ υψηλού, για ρεαλισμό, για νατουραλισμό, για συμβολισμό, για πράγματα που όσοι μεν ασχολούνται με λογοτεχνία, τους είναι αυτονόητα, οι δε άλλοι αδιαφορούν πλήρως». Λοιπόν, κι εγώ τα θεωρώ εντελώς αυτονόητα, κοινοτοπίες όσον αφορά τη θέση μας ως εμπλεγμένων στα λογοτεχνικά και εντελώς περιττά για τους άλλους. Και αδιαφορούν σωστά.
– Στο ποίημα με τους αετούς, στις πρόσφατες «Παραβολές» (εκδόσεις τυπωθήτω/λάλον ύδωρ, 2015) αφηγείστε εκκινώντας από μια συγκίνηση δική σας, αλλά ο κάθε αναγνώστης βλέπει δικά του πράγματα. «Παραβολή» ίσον οδηγία χρήσης;
– Και βέβαια έτσι είναι - εκ των πραγμάτων. Εκείνος όμως που θα βάλει τη δική του «νοηματοδότηση», να το κάνει μέσα στην περιοχή της λογοτεχνίας και όχι εκτρεπόμενος σε πολιτική, κοινωνιολογία, ψυχολογία και σε εντελώς άλλα πράγματα.
– Στο «Θουκυδίδης Αθηναίος κι Αμερικάνος ποιητής» (Gutenberg 2013) κάνετε μια «κόντρα» με τον Λορεντζάτο, μ’ εκείνο το «η άσκοπη –l’art pour l’art– νεροτριβή της ευαισθησίας μας».
– Πολύ τέλεια, όπως λέει η νεολαία! Γιατί μόλις βγαίνει έξω από την περιοχή μας, ο Λορεντζάτος δεν το παίζει σωστά το παιχνίδι.
– Πολύ τέλεια, όπως λέει η νεολαία! Γιατί μόλις βγαίνει έξω από την περιοχή μας, ο Λορεντζάτος δεν το παίζει σωστά το παιχνίδι.
– Στα εργαλεία της ερμηνείας ανήκει και η βιογραφία...
– Τα δέκα προπολεμικά χρόνια (1930-40) είναι μια εντελώς άλλη ιστορία από αυτά που ακολούθησαν. «Λούστηκα» τα εκπαιδευτικά προγράμματα στο δημοτικό σχολείο του χωριού μου σε τέτοιο βάθος που απορώ, όταν εκ των υστέρων το βλέπω, πώς τα υπέμενα και πόσο με μεταμόρφωσαν προς το κακό... Στην Α΄ δημοτικού είχα του Παπαντωνίου το αλφαβητάρι, με τον ήλιο, κι ήμασταν στα ουράνια κι εγώ κι η δασκάλα μου. Από τη Β΄ ώς και την Δ΄ δημοτικού το αναλυτικό πρόγραμμα προέβλεπε κείμενα της καθαρευούσης. Ενώ λοιπόν είχα αριστουργηματικό γραφικό χαρακτήρα ως μαθητής της Α΄ δημοτικού, όταν έφτασα στην Δ΄, δεν γνωρίζονταν τα γράμματά μου…
– Ηταν αντίδραση;
– Δεν το καταλάβαινα τότε. Οταν είσαι παιδί αυτά σε καθορίζουν και δεν το παίρνεις είδηση. Ηξερα απέξω, και το θυμάμαι και τώρα, το αλφαβητάρι με τον ήλιο –το «πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό» κτλ.– και δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μία φράση από 3 σχολικά χρόνια! Οταν, ύστερα, ξαναμπήκε η δημοτική στην Ε΄ δημοτικού θυμούμαι απέξω ολόκληρα κείμενα...
– Ηταν αντίδραση;
– Δεν το καταλάβαινα τότε. Οταν είσαι παιδί αυτά σε καθορίζουν και δεν το παίρνεις είδηση. Ηξερα απέξω, και το θυμάμαι και τώρα, το αλφαβητάρι με τον ήλιο –το «πού πας καραβάκι με τέτοιον καιρό» κτλ.– και δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μία φράση από 3 σχολικά χρόνια! Οταν, ύστερα, ξαναμπήκε η δημοτική στην Ε΄ δημοτικού θυμούμαι απέξω ολόκληρα κείμενα...
– Εσείς είστε παιδί του μοντερνισμού σε μεγάλο βαθμό. Γράφετε, παρ’ όλα αυτά, και με το αυτί;
– Απορώ και εξίσταμαι πώς τώρα ένας άνθρωπος κάθεται να γράψει ένα σονέτο. Δεν με ενδιαφέρει. Και δεν μπορώ κιόλας να γράψω. Αν τύχει να μου βγει καμιά ρίμα, ευπρόσδεκτη και δεν την απορρίπτω. Δεν μπορώ όμως να γράψω ποίημα σταθερής μορφής. Ο προφορικός τόνος μου, την απαρχή του την έχει στον Καβάφη.
– «Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν», λέει ο Καβάφης. Εσείς τι θα γράφατε;
– Τη λογοτεχνική κριτική που γράφω και τις καταγραφές, τα «και μόνος και μετά πολλών» (Α΄-Δ΄ κύκλος, εκδόσεις Γαβριηλίδη). Αγαπώ πολύ τους μεγάλους πεζογράφους, τον Ντοστογιέφσκι (έχω γράψει φόρο τιμής στον Ντοστογιέφσκι, και ποτέ δεν είναι αρκετός) τον Τολστόι, τον Τσέχωφ... Θεωρώ κορυφαία μορφή τον Τσέχωφ. Αν μου λέγανε, όπως ρωτούν τώρα στην «Κ», με ποιον θα ήθελες να δειπνήσεις ή ποιον θαυμάζεις περισσότερο, θα διάλεγα τον Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ. Τον θεωρώ σπουδαιότερο απ’ τον Τολστόι που με συγκατάβαση έκανε παρέα μαζί του.
Το ανολοκλήρωτο
– «Αισθάνομαι μέσα μου 125 φωνές να με λέγουν ότι θα μπορούσα να γράψω ιστορίαν», λέει ο Καβάφης. Εσείς τι θα γράφατε;
– Τη λογοτεχνική κριτική που γράφω και τις καταγραφές, τα «και μόνος και μετά πολλών» (Α΄-Δ΄ κύκλος, εκδόσεις Γαβριηλίδη). Αγαπώ πολύ τους μεγάλους πεζογράφους, τον Ντοστογιέφσκι (έχω γράψει φόρο τιμής στον Ντοστογιέφσκι, και ποτέ δεν είναι αρκετός) τον Τολστόι, τον Τσέχωφ... Θεωρώ κορυφαία μορφή τον Τσέχωφ. Αν μου λέγανε, όπως ρωτούν τώρα στην «Κ», με ποιον θα ήθελες να δειπνήσεις ή ποιον θαυμάζεις περισσότερο, θα διάλεγα τον Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ. Τον θεωρώ σπουδαιότερο απ’ τον Τολστόι που με συγκατάβαση έκανε παρέα μαζί του.
Το ανολοκλήρωτο
– Εχετε μεγάλο σεβασμό στο ανολοκλήρωτο, σαν να υπάρχει μια τόλμη στο ανολοκλήρωτο - είναι αυτό που κάνει τον συγγραφέα;
– Το εννοώ σαν κάτι κοντά στο παλιό ρητό: «ο μεν βίος βραχύς η δε τέχνη μακρά». Ο,τι και να κάνεις, δηλαδή, ως προς τη βραχύτητα του βίου και το μακρόν της τέχνης, θα μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο.
– Πείτε μας για τη δεκαετία του ’50...
– Το εννοώ σαν κάτι κοντά στο παλιό ρητό: «ο μεν βίος βραχύς η δε τέχνη μακρά». Ο,τι και να κάνεις, δηλαδή, ως προς τη βραχύτητα του βίου και το μακρόν της τέχνης, θα μένει πάντα κάτι ανολοκλήρωτο.
– Πείτε μας για τη δεκαετία του ’50...
– Ημουν σε ιδιωτικό γυμνάσιο στη Νέα Καλλικράτεια της Χαλκιδικής, είχα αναλάβει υπηρεσία στις 16 Νοεμβρίου του 1952. Ηρθε τηλεγραφική διαταγή: «Απομακρύνετε πάραυτα τον φιλόλογο τάδε ως εμφορούμενον υπό αντεθνικών φρονημάτων» - χωρίς να μ’ έχει δει ποτέ ο κύριος επιθεωρητής. Εμεινα άνεργος 5 χρόνια.
– Πόσων χρόνων ήσασταν την «κρίσιμη» περίοδο;
– Πόσων χρόνων ήσασταν την «κρίσιμη» περίοδο;
– Ημουν 15 χρόνων το ’44! Αλλά υποτίθεται ότι είχα και την πανεπιστημιακή μου «θητεία», οπότε κλήθηκα άπαξ στην Ασφάλεια έχοντας επισύρει την προσοχή των πανεπιστημιακών ασφαλιτών, καθώς έκανα παρέα με αριστερή συντροφιά, ας πούμε τον Καρκαγιάννη ή άλλους που βρέθηκαν αργότερα στον Αϊ-Στράτη ή στα άλλα νησιά. Εγώ έμεινα και τότε στα μετόπισθεν εξαιτίας του ποδιού μου. Το είχα αναλάβει, που λένε, να μη ριψοκινδυνεύω. Δεν υπήρξα, είπα, καλός δάσκαλος. Γιατί; Γιατί επεκρέματο συνέχεια επάνω μου ο φόβος του πώς θα το εισπράξει η υπηρεσία μου. Μέχρι το ’75.
– Υπήρξατε όμως δάσκαλος φιλολόγων…
– Αυτό έγινε από τη ΣΕΛΜΕ (Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης). Τα 2ωρα ή 3ωρα εκείνα τη βδομάδα ήταν πανηγύρι κανονικό. Τα γλεντούσα. Επαιρνα Σικελιανό, Καβάφη, Σεφέρη. Δεν έκανα Ελύτη. Το έδειχνα ότι δεν μου πάει. Με την έννοια εκείνη του Σαββόπουλου: «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε για μένα...». Το Αιγαίο, να πούμε, και η γέφυρα του καραβιού - καλά τώρα... Αφού ήσουνα με τη χρυσή σου παρέα στη γέφυρα του καραβιού. Δεν έκανες βάρδια...
– Υπήρξατε όμως δάσκαλος φιλολόγων…
– Αυτό έγινε από τη ΣΕΛΜΕ (Σχολή Επιμορφώσεως Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης). Τα 2ωρα ή 3ωρα εκείνα τη βδομάδα ήταν πανηγύρι κανονικό. Τα γλεντούσα. Επαιρνα Σικελιανό, Καβάφη, Σεφέρη. Δεν έκανα Ελύτη. Το έδειχνα ότι δεν μου πάει. Με την έννοια εκείνη του Σαββόπουλου: «τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε για μένα...». Το Αιγαίο, να πούμε, και η γέφυρα του καραβιού - καλά τώρα... Αφού ήσουνα με τη χρυσή σου παρέα στη γέφυρα του καραβιού. Δεν έκανες βάρδια...
Περί χιούμορ
– Τι χρειάζεται για να ευχαριστηθεί κανείς το έργο σας; Καλό γούστο; Ευαισθησία; Χιούμορ; Aλλο;
– Καλό γούστο και χιούμορ είναι τα εντελώς πρωταρχικά. Γιατί η ευαισθησία έξω από το καλό γούστο κάνει μεγάλες ζημιές.
– Eχει ένα πρόβλημα με το χιούμορ η ελληνική πιάτσα…
– Οι Aγγλoι λένε για την έλλειψη χιούμορ: «Ξέρεις ποιοι είναι οι Γερμανοί; Αυτοί που παίρνουν τα καλαμπούρια στα σοβαρά».
– Καλό γούστο και χιούμορ είναι τα εντελώς πρωταρχικά. Γιατί η ευαισθησία έξω από το καλό γούστο κάνει μεγάλες ζημιές.
– Eχει ένα πρόβλημα με το χιούμορ η ελληνική πιάτσα…
– Οι Aγγλoι λένε για την έλλειψη χιούμορ: «Ξέρεις ποιοι είναι οι Γερμανοί; Αυτοί που παίρνουν τα καλαμπούρια στα σοβαρά».
– Aρα έχουμε κάτι «γερμανικό».
– Ή οι Γερμανοί έχουν κάτι από μας.
– Πού το αποδίδετε; Είναι πνευματικός επαρχιωτισμός;
– Πνευματικός επαρχιωτισμός, μια φορά, είναι. Για μας μόλις μετά το 1750 άρχισε να χαράζει ο λεγόμενος νεοελληνικός διαφωτισμός. Κι υπάρχουν και σήμερα άνθρωποι, που τους σέβομαι κατά τα άλλα, που τον θεωρούν καταστροφή για τον ελληνισμό. Γι’ αυτό ο Κοραής αποκηρύσσεται. Αυτά τα φορτώνω επίτηδες στον Λορεντζάτο γιατί έχει «μαθητές», που όμως είναι περισσότερο ταλαντούχοι από αυτόν σε όλα.
Ενδεικτικά έργα του Λουκά Κούσουλα
1. Εν Παραβολαίς, ποιήματα, τυπωθήτω-λάλον ύδωρ, 2015
2. Θουκυδίδης Αθηναίος κι Αμερικάνος ποιητής, δοκίμια, Gutenberg, 2013
3. Και μόνος και μετά πολλών... (τόμοι Α-Δ), δοκίμια και διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2009-2013
4. Ενθύμιον, εκλογή από τα ποιήματα, Γαβριηλίδης, 2010
5. Μετά τα φιλολογικά, δοκίμια, μια επιλογή, Νεφέλη, 2006
6. Το βουνό, αφήγημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004
7. Τα ποιήματα, 1962-2002, Δόμος
8. Πλάτων. Αλκιβιάδης. Μετάφραση, Πόλις, 2001
9. Πλούταρχος. Λύσανδρος-Σύλλας. Πατάκη, 1999
10. Πλούταρχος. Αγης και Κλεομένης, Τιβέριος και Γάιος Γράκχος. Νεφέλη, 1996.
2. Θουκυδίδης Αθηναίος κι Αμερικάνος ποιητής, δοκίμια, Gutenberg, 2013
3. Και μόνος και μετά πολλών... (τόμοι Α-Δ), δοκίμια και διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2009-2013
4. Ενθύμιον, εκλογή από τα ποιήματα, Γαβριηλίδης, 2010
5. Μετά τα φιλολογικά, δοκίμια, μια επιλογή, Νεφέλη, 2006
6. Το βουνό, αφήγημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2004
7. Τα ποιήματα, 1962-2002, Δόμος
8. Πλάτων. Αλκιβιάδης. Μετάφραση, Πόλις, 2001
9. Πλούταρχος. Λύσανδρος-Σύλλας. Πατάκη, 1999
10. Πλούταρχος. Αγης και Κλεομένης, Τιβέριος και Γάιος Γράκχος. Νεφέλη, 1996.
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.