Του "Γ" {Επιλογή ,σύνθεση και
σύνδεση κειμένων, Εικόνων
και βίντεο}
Σάν σήμερα ,
εκείνη την "Μαύρη
Παρασκευή"που κράτησε για
τον Ελληνικό λαό
7 χρόνια, τρεις Σουβαλιώτες,....
ο Γιάννης Μαρρές, ο Χαράλαμπος Αμπελουργός( αδερφός του ο Γιάννης, Μακρονησιώτης εκείνος) και ο Μάνθος Καρούλας (αδερφός του ο αείμνηστος μπάρμπα Γιάννης Καρούλας που μαζί με τον μπάρμπα Μήτσο Παπαγεωργίου-Παπαγιωργάκη-έκαναν πολιτικοί πρόσφυγες για 30 ολόκληρα χρόνια στην τότε Σοβιετική Ένωση ) , που ήταν και Μακρονησιώτης και πιστεύω κάποια στιγμή θα πούμε περισσότερα για εκείνον, συνελήφθησαν από το στρατιωτικό καθεστώς και οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό τμήμα , μετά στην Στυλίδα και από εκεί με αρματαγωγό πλοίο στη Γυάρο.
Ο Συγγραφέας και
Λογοτέχνης αείμνηστος συμπατριώτης
μας Γιάννης Μαρρές κατέγραψε τα
γεγονότα εκείνης της
τραγικής περιόδου,όπως τα βίωσαν οι
τρεις τους, στο συγκλονιστικό
βιβλίο του "Θητεία
στη Γυάρο",που κυκλοφόρησε
το 1978.
ο Γιάννης Μαρρές, ο Χαράλαμπος Αμπελουργός( αδερφός του ο Γιάννης, Μακρονησιώτης εκείνος) και ο Μάνθος Καρούλας (αδερφός του ο αείμνηστος μπάρμπα Γιάννης Καρούλας που μαζί με τον μπάρμπα Μήτσο Παπαγεωργίου-Παπαγιωργάκη-έκαναν πολιτικοί πρόσφυγες για 30 ολόκληρα χρόνια στην τότε Σοβιετική Ένωση ) , που ήταν και Μακρονησιώτης και πιστεύω κάποια στιγμή θα πούμε περισσότερα για εκείνον, συνελήφθησαν από το στρατιωτικό καθεστώς και οδηγήθηκαν στο Αστυνομικό τμήμα , μετά στην Στυλίδα και από εκεί με αρματαγωγό πλοίο στη Γυάρο.
Επειδή, λόγω μεγέθους(169 σελίδες) , είναι αδύνατο να το παραθέσουμε
ολόκληρο, επιλέξαμε και σας παρουσιάζουμε
κάποια μικρά μεν αλλά
χαρακτηριστικά και
αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα ,
εμπλουτισμένα βέβαια με
εικόνες και βίντεο
αρχείου.
Για την ηλεκτρονική
καταγραφή των αποσπασμάτων
που επιλέξαμε από
το βιβλίο στο
αφιέρωμά μας, βοήθησε
σημαντικά η ανηψιά
του Γιάννη Μαρρέ
Βαρβάρα Βελέντζα-Θάνου.
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ ΣΤΟΝ ΠΡΟΛΟΓΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Εδώ περιγράφονται όλα όσα άκουσα, είδα κι έπαθα ο ίδιος μαζί
με άλλους συγκρατούμενους απ’ τις 21 του Απρίλη ως στις 17 του Μάη του 1967
ημέρα που έφυγα απ’ το γνωστό πια και μισητό απ’ όλους μας νησί τη Γυάρο.
Κι όλα αυτά δε θέλω να είναι τίποτα περισσότερο από μια
μικρή φωνή. Μια φωνή που πρέπει να προστεθεί κοντά σε όλες εκείνες τις άλλες
φωνές που ακούστηκαν και ακούγονται τώρα
να μιλούν και να λένε…..
Όλες αυτές οι φωνές μικρές ή μεγάλες, πρέπει ν’ ακουστούν.
Θα γίνουν μέτρα! Αλάνθαστα μέτρα!
Με τα οποία θα μετρηθεί
η σκληρότητα, η απανθρωπιά και το ύψος της μικρότητας των συνωμοτών της
Χούντας,
Γ.Α.Μ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΣΚΟ ΤΗΣ ΕΞΟΡΙΑΣ , ΣΕ ΜΟΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ.
ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι
Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά
Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φύλαξαν τα τίμια λόγια
Οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί και λασπωμένοι
το πιάτο στο τραπέζι λιγοστό,
το φιλί στο κατώφλι ήταν κλεφτό
και έρωτες μέσα στις καρδούλες κλειδωμένοι
Ήτανε νέοι, ήταν παιδιά
και έτυχε να 'ναι και καλή σοδειά
Τα βράδια ξενυχτούσαν στα υπόγεια,
και σβάρνα ολημερίς στις γειτονιές
αχ! τα σοκάκια εκείνα κι οι γωνιές
σφιχτά που φύλαξαν τα τίμια λόγια
Δεν ξέρανε πατέρα, μάνα σπίτι
ένα δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη
ένα δεν δίναν για το σήμερα παρά
δε ρίχνανε δραχμές στον κουμπαρά
δεν κράταγαν μεζούρα και διαβήτη
21 ΑΠΡΙΛΗ ΤΟ ΠΡΩΙ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΡΡΕ
21 του Απρίλη 1967. Ημέρα Παρασκευή. Πρωί. Ήμουνα σπίτι μου .Δούλευα. Μπροστά από μέρες
είχα αρχίσει να γράφω ένα διήγημα με θέμα τη μάχη Δερβενάκια. Ρούφηξα την
τελευταία γουλιά του καφέ, που μου είχε φέρει λίγο πιο πριν η γυναίκα μου, κι
άρχισα να γράφω. Τα πλήκτρα της γραφομηχανής
βροντοχτυπούσαν, καθώς περιέγραφα τις στρατηγικές ικανότητες και την
αντρειοσύνη του ξακουστού καπετάνιου του Μοριά – του Θοδωρή Κολοκοτρώνη.
Στο διάδρομο του σπιτιού κάποιος έτρεχε. Ήταν η γυναίκα μου.
Κι ήρθε κοντά μου ταραγμένη:
- Δικτατορία!
Είπε: Κηρύξανε δικτατορία!
- Τι είπες?
- Ναι. Μου
τόπαν τώρα έξω στην αυλή……..
.................................................................................................................................................................................................................................................................................
Κοίταξα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν 9. Άνοιξα το ραδιόφωνο. Οι
σκληρές νότες ενός στρατιωτικού εμβατηρίου ακούστηκαν δυνατές μέσα στην κάμαρη.
Σε λίγο ακούστηκε η φωνή του εκφωνητή του Ραδιοφωνικού Σταθμού των Ενόπλων
Δυνάμεων.
Κι έλεγε:
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του
μεσονυχτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας».
Εντός ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα του Αρχηγού των Ενόπλων
Δυνάμεων».
- Αυτό ήταν!
Είπα.
Ωχρή σαν άρρωστη η γυναίκα μου μουρμούριζε:
- Και τώρα ?
Το ραδιόφωνο εξακολουθούσε να διαλαλεί τα στρατιωτικά
εμβατήρια και τις διαταγές της Χούντας.
................................................................................................................
Στην κάμαρη μπήκε
ταραγμένος ο φίλος Γιώργος Ν.
- Τι γίνεται ?
ρωτάει κι ανησυχεί.
- Δεν ακούς!
Το ραδιόφωνο ούρλιαζε.
Με κοιτάει:
- Στην Αθήνα
άρχισαν, λέει, τις συλλήψεις.
- Ποιος τόπε?
- To
ραδιόφωνο.
- Πότε?
- Πρωτύτερα.
Λες νάχουμε κι εδώ συλλήψεις? Κάτι πήγα να πω, μα δεν πρόλαβα. Ένα μικρό
πετραδάκι χτύπησε-τσακ-στο τζάμι του παράθυρου. Κοιταχτήκαμε. Η γυναίκα μου
δίπλωσε την κουρτίνα, κοίταξε προς τα έξω κι είπε:
- Αστυνομία!
- Άνοιξε και
ρώτησε τι θέλουν.
Εκείνη άνοιξε το παράθυρο και:
- Ορίστε?
Μάλιστα εδώ είναι, πρόσθεσε και γύρισε σε μένα:
- Εσένα
θέλουν, είπε κι ήταν κίτρινη σαν το φλουρί.
Βγήκα στο παράθυρο:
- Τι
συμβαίνει, κ. ενωμοτάρχα?
- Πρέπει να
ρθείτε για ένα λεπτό στην Αστυνομία.
- Πότε?
- Τώρα.
- Μάλιστα. Μια
στιγμή μονάχα, σας παρακαλώ, να ετοιμαστώ.
ΣΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΜΑΖΙ
ΜΕ ΤΟΝ ΜΠΑΜΠΗ
ΚΑΙ ΤΟΝ ΜΑΝΘΟ
..................................................................................................
Η γυναίκα μου πίσω έκλαιγε απαρηγόρητα……
Ο χωροφύλακας με περίμενε. Σε λίγο πήραμε πια το δρόμο μας
αμίλητοι κι οι δυο. Βαδίζω, όπως πάντα, αργά. Κι ο χωροφύλακας το ίδιο. Τον
ρωτώ:
- Εντελώς μεταξύ μας, σύλληψη είναι αυτό ή τίποτ’ άλλο?
Με κοιτάει:
-Κηρύξανε δικτατορία! Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει, τι να
σου πω?
Σκέφτομαι ένα σωρό πράγματα και προπαντός τα λόγια του:
«Μας ήρθε πάντως διαταγή». Από πού κι από ποιόν δόθηκε αυτή
η διαταγή. Άραγε μόνο για μένα ήρθε
τέτοια διαταγή? Δεν μπορώ να ξέρω. Τον ξαναρωτώ:
-Έχετε καλέσει κι άλλους από δω στην Αστυνομία?
- Ναι.
- Πόσους?
- Άλλους δυο……
...............................................................................................................................
Λίγο αργότερα
σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του κρατητηρίου. Την ανοίγει και μπαίνω. Δεν είμαι
μόνος.
- Γειά σας!
Λέω στους φίλους που ήταν κλεισμένοι εκεί.
Ο Μπάμπης Α. κι ο Μάνθος Κ. κουνάνε τα κεφάλια τους:
- Καλώς τον!
- Πότε σας πιάσανε?
- Πρωτύτερα.
- Σας χτύπησαν?
- Όχι. Ωστόσο από δω και πέρα πολλά μπορεί να συμβούν, λέει
ο Μπάμπης.
- Σωστά. Σας έκαναν έρευνα?
- Ναι.
- Σας πήραν κι εσάς τις ζωστήρες?
- Μας τις πήραν. Του αλλουνού του πήρανε και τα παπούτσια?
Δε βλέπεις? Τότε πρόσεξα πως ο Μάνθος ήτανε ξυπόλητος.
- Καλά τις ζωστήρες το καταλαβαίνει κανείς- λαβαίνουν ας
πούμε, τα μέτρα τους για να μην ….κρεμαστούμε? Αμ και τα παπούτσια?
- Έλα ντε!
- Σας είπαν τίποτ’ άλλο?
- Όχι…
.........................................................................................................................
Λίγο αργότερα ένας
χωροφύλακας ξεκλείδωσε την πόρτα του κρατητηρίου. Άνοιξε. Στα χέρια του
κρατούσε τις ζωστήρες μας και τα
παπούτσια του Μάνθου.
- Φορέστε
αυτά, είπε και περίμενε.
Ετοιμαστήκαμε και βγήκαμε. Ακολουθώντας το στενό διάδρομο
του κτιρίου τραβήξαμε προς τα έξω, κατέβηκα στη σκάλα αργά, τελευταίος. Στο
δρόμο μας περίμενε ένα ταξί. Τρία μικρά παιδιά σταματούν το παιχνίδι τους στο
απέναντι πεζοδρόμιο και μας κοιτούν.
- Θα μας
κάνεις μια χάρη? Λέω στο χωροφύλακα που με συνέλαβε.
- Να την ακούσω
πρώτα.
- Να
ειδοποιήσεις τους δικούς μου να βρουν και να μου στείλουν οπωσδήποτε ένα
ζευγάρι δεκανίκια εκεί που θα μας πάνε. Τι λες μπορείς?
- Μπορώ?
- Ευχαριστώ,
του λέω και μπαίνω στο ταξί………
.................................................................................................................................
Φωτογραφία αρχείου: Ο Μπάμπης σήμερα
Τα ταξί με τους
συγγενείς των κρατουμένων έφταναν το ένα κοντά στο άλλο. Μ’ ένα απ’ αυτά ήρθαν
οι γυναίκες του Μπάμπη, του Μάνθου κι η δική μου. Πίσω από τα τζάμια της πόρτας παρακολουθούμε τις γυναίκες
μας, που κουβαλούν τα πράγματά μας. Μας είδαν και ταράχτηκαν. Η γυναίκα μου
κρατάει στα χέρια της ένα ζευγάρι δεκανίκια. Ησύχασα. Μπήκαν στην Υποδιοίκηση. Θόρυβος,
φασαρία, δίπλα κι ύστερα δυνατές φωνές:
- Να φύγετε
αμέσως.
- Μα είναι
ανάγκη να δω τον άντρα μου κύριε…
- Φύγετε,
είπα. Θα σας κλείσω μέσα.
- Όχι δεν θα
φύγω. Πρέπει να δω τον άντρα μου…
Ήταν η γυναίκα μου, κι έδινε ολόκληρη μάχη εκεί. Δεν την
έβλεπα, άκουγα μόνο τη φωνή της. Φώναζε:
- O άντρας μου
είναι ανάπηρος. Πρέπει να δω τι θα γίνει με το πόδι του - για αυτό του έφερα τα
δεκανίκια. Πρέπει να του δώσω χρήματα, τον πήρατε άρρωστο και θα χρειαστεί
φάρμακα. ……
Ο Μάνθος όρθιος στη δεύτερη σειρά από αριστερά με άλλους πολιτικούς κρατούμενους
ΣΤΗ ΣΤΥΛΙΔΑ
...................................................................................................................
Μωρέ, μπες μέσα και πες στον οδηγό να μας πάει σιγά-σιγά.
Για μια ώρα ταξίδι κάνεις έτσι? Η Στυλ…. (μισοπρόφερε τ’ όνομα της πόλης που θα
μας πήγαιναν ο χωροφύλακας που μιλούσε) δεν είναι μακριά. Πάμε να φύγουμε. Ο
υπενωματάρχης αγριεύει:
- Αδύνατον.
Δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε έτσι. Θα πάω στον κ.Διοικητή, λέει και κάνει προς
τα πέρα.
Ο Μάνθος με σκουντάει:
- Στη Στυλίδα είπε θα μας πάνε?
- Ναι.
- Χμ Θάλασσα υπάρχει εκεί, σίγουρα μας πάνε για νησί!
.......................................................................................................................................
Οι συνοδοί μας
χωροφύλακες καθισμένοι στις θέσεις τους συνομιλούν:
- Εγώ λέω πως κάτι καλό θα βγει τώρα που
ανάλαβαν οι στρατιωτικοί. Τι λες?
- Κολοκύθια !
θα κλέψουν κάμποσα κι αυτοί, όπως έκλεψαν και μερικοί άλλοι, και μια μέρα
…. Μην τον είδατε τον απαντήσατε το
Χρήστο τον Νταβέλη τον αρχιληστή. Κατάλαβες?
Λες?
..............................................................................................................................................
Ο Μάνθος πρώτος όρθιος από δεξιά
Τρέχουμε δαιμονισμένα
στην ευθεία του δρόμου. Λίγο αργότερα μπαίνουμε στη Στυλίδα. Η θάλασσα
βρίσκεται δεξιά. Τα τζέημς έστριψαν αριστερά, φτάνουν κάπου, σταματούν και
σβήνουν τις μηχανές τους.
- Κατεβείτε…….
Κατεβήκαμε στη
στιγμή. Γύρω μας στρατιώτες και χωροφύλακες, μας
σημαδεύουν με τα
όπλα τους. Κάποιοι λύνουν τους κρατούμενους. …..
Κοιτώντας γύρω μας
προσπαθούμε να προσανατολιστούμε............... Κάτι είναι γραμμένο ψηλά στην
πρόσοψη. Νύχτα. Δεν βλέπουμε καλά. Ωστόσο τα καταφέρνουμε: « Α ΔΗΜΟΤΙΚΟΝ
ΣΧΟΛΕΙΟΝ ΣΤΥΛΙΔΟΣ», γράφει η επιγραφή…….
...........................................................................................................................................
Ο Μπάμπης αγκαλιάζοντας το μπουγαλάκι του τράβηξε προς το
βάθος του διαδρόμου. Σε λίγο ξαναγύρισε. Παίρνει και τα δικά μου πράγματα, που
τα είχαν ψάξει στο μεταξύ, και ξαναφεύγει.
Η έρευνα συνεχίζεται……..
Στέκομαι όρθιος πιο κει και περιμένω. Τα μάτια μου έπεσαν
πάνω σε μια φωτογραφία του Κολοκοτρώνη, που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο στο
βάθος του διαδρόμου. Θυμήθηκα τους σκληρούς αγώνες του ξακουστού πολεμάρχου για
τη λευτεριά της πατρίδας. Θυμήθηκα τις σκευωρίες, τις δίκες και τις καταδίκες του.
.............................................................................................................................................
Λίγο αργότερα στάθηκα μπροστά σ’ έναν απ’ τους
«Ευέλπιδες».Άπλωσα πλάγια τα χέρια μου (με ένα χέρι μου κρατούσα τα δεκανίκια
και με τ’άλλο το μπαστούνι μου). Με κοιτάει και πάει ν’ απλώσει τα χέρια του.
Τον προλαβαίνω:
- Αν πιάσετε
κάτι σκληρό πάνω μου, να μην ανησυχήσετε, θα είναι το ξύλινο πόδι μου.
.................................................................................................................................
Μας διέκοψαν. Στην αίθουσα μπήκανε στρατιώτες και φωνάζουν:
- Όρθιοι.
Σηκωθήκαμε.
- Για δες τε
ρε κάτι καθάρματα, πέταξε κάποιος με φωνή.
Σιωπούμε.
- Ποιος από
σας θα πει: «Ζήτω ο Βασιλεύς»
Ησυχία.
- Ποιος?
Δεν μιλούμε.
Κι ένας λοχίας αγριεύει:
- Τι έκανε
λέει! Εσύ ρε- δείχνει το Γιάννη Γ. – πες Ζήτω ο Βασιλεύς
Λέγε ρε, φωνάζει κι οπλίζει τ’ αυτόματο.
Χαράματα. Συγνεφιά. Ψιλοβρέχει υγρασία, ίδια βελόνα, μας
τρυπάει τα κόκαλα……….
..................................................................................................................................
Στη Γυάρο γιατί .......΄΄δεν συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις ΄΄
Πάλι καλά που δεν μας κουβάλησες γκαμήλα εδώ μέσα! Τον πειράζει ο Μπάμπης: Άκου άλογα μες στην
αίθουσα! Κάπου από πέρα ακούστηκε ο αχός μια καμπάνας.
- Γιορτή!
- Τι γιορτή
είναι σήμερα?
- Των Βαΐων! Λέει
ο Παναγιώτης.
- Καλά λέει!
Σήμερα είναι των Βαΐων!
Η πόρτα άνοιξε:
- Πέντε πέντε για
κατούρημα φωνάζει ο σκοπός: Βάλτε σειρά,
εμπρός….
...............................................................................................................................................
(ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΜΕΤΑΞΥ
ΤΟΥΣ).....- Γιατί?
- Γιατί έτσι
φαίνεται καθαρά πως οι πραξικοπηματίες όχι μόνο δεν κινούνται με τις ευλογίες,
ας πούμε της παραδοσιακής Δεξιάς, αλλά στρέφονται κι εναντίον της.
- Καλά λέει!
- Μα τι διάολο
γίνεται εδώ πέρα ρε παιδιά?
- Εμένα πάντως
μ’ άρεσαν πολύ εκείνα τα’ άλλα του κ. υπομοίραρχου ! λέει ο Γιώργος σοβαρά.
- Ποια?
- Εκείνα τα
περί «της αλησμόνητης περιόδου της δικτατορίας του αειμνήστου Ιωάννου Μεταξά».
Ο Μπάμπης άρχισε να τραγουδάει σιγάνά:
«Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει πατέρα»
ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ
ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΑΡΟ
Το αρματαγωγό διασχίζοντας τη θάλασσα τραβούσε το δρόμο του.
Ένα δρόμο που κανείς από μας δεν ήξερε τίποτα γι αυτόν.
- Που μας
πάνε?
Από παντού ακούγοντας ονόματα γνωστών νησιών:
- Τρίκερι.
- Ικαρία.
- Μακρόνησος.
- Αη Στρατής.
- Γιούρα.
Όμως κανείς δεν ήξερε……
Κι οι ώρες περνούν:
Μια …δυό…τρεις…τέσσερις…πέντε… έξη, ώρες διαδρομή.
- Για πού
λοιπόν μας πάνε?
Ταξιδεύουμε…..
...................................................................................................................................
................
Πρέπει ν’ ανέβω και θ’ ανέβω. Το πώς δεν έχει σημασία, λέω και του δίνω
τα δεκανίκια.
Απλώνω τα χέρια μου. Χουφτιάζω κάποιο σκαλοπάτι. Σούρνομαι
προς τα πάνω σαν το φίδι. Βάζω το πόδι μου σε κάποιο απ’ τ’ άλλα σκαλοπάτια. Επαναλαμβάνω την κίνηση και προχωρώ. Σε λίγο έφτασα ως
απάνω. Πήγα στ’ αποχωρητήρια, και ξαναγύρισα αλαφρωμένος.
- Και τώρα τι
θα γίνει? Ξαναρωτάει ο Ανδρέας.
Του δίνω τα δεκανίκια.
- Θα τα
καταφέρω, του λέω και ξαπλώνω κατάχαμα. Αρπάζομαι από ένα σίδερο γερά. Ρίχνω το
σώμα μου προς τα κάτω.. Πατώ σε κάποιο σκαλοπάτι. Επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση
και κατεβαίνω σιγανά. Επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση και κατεβαίνω σιγανά. Λίγο
αργότερα γοφιασμένος στο μπογαλάκι μου ένιωθα μια χαρά…..
ΓΥΑΡΟΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟΝΗΣΙ
Κι οι φίλοι μας οι ναυτικοί κοιτάζοντας το χάρτη της
ατζέντας και τις ηλιαχτίδες, σε λίγο είπαν δυνατά:
- Βρισκόμαστε
μπροστά στη Γιούρα!
Κι ύστερα:
- Γιούρα!
- Γιούρα!
- Γιούρα!
- Μας πάνε για
τη Γιούρα! Έπεσε ολούθε η είδηση σαν αστραπή.
....................................................................................................................................
Κι ακριβώς τότε απ’ την απέναντι μεριά καμιά δεκαριά
κρατούμενοι αρχίσανε να τραγουδούν:
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι…
Οι φωνές των τραγουδιστών ακούγονταν ολοκάθαρες μες στην
απόλυτη ησυχία του αμπαριού:
Με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε….
.................................................................................................................................
Ένας απ’ τους νέους
Βολιώτες που κάθονταν ακριβώς απέναντί μας, μόλις τέλειωσε το τραγούδι, σκύβει
στους διπλανούς του και κάτι τους λέει σιγανά.
Εκείνοι συμφωνούν μαζί του, κι όλοι μαζί αρχίζουμε να ψέλνουν:
Αι
γενεαί πάσαι, ύμνον τη ταφή σου
προσφέρουσι Χριστέ μου…..-
Μεγάλη Παρασκευή
σήμερα! Λέω.
- Ναι σήμερα
είναι Μεγάλη Παρασκευή! Ψιθυρίζει κι ο Μπάμπης.
Οι νέοι συνέχιζαν:
Καθελών του ξύλου , ο
Αριμαθαίας, εν τάφω σε κηδεύει….
.................................................................................................
Τρεις ώρες αργότερα ο κ. Ανθυπομοίραρχος ξαναφωνάζει από την
πόρτα:
- Ετοιμαστείτε
θ’ αποβιβαστούμε οπωσδήποτε αυτή τη φορά.
..............................................................................................................
- Που βρισκόμαστε?
Κάποιος φωνάζει:
- Γιούρα!
- Μην αφήσεις να
ρθει κανένας πίσω μου, λέω του Μπάμπη.
- Κατάλαβα,
λέει εκείνος κι απλώνοντας τα χέρια του φωνάζει:
- Ένα λεπτό,
φίλοι! Σας παρακαλώ, περιμένετε μια στιγμή!
Σφίγγω γερά στα χέρια μου τα δεκανίκια κι ανεβαίνω στο
μαδέρι. Η θάλασσα γαλανίζει ακριβώς από κάτω μου. Αποφεύγω να την κοιτώ, κι
αρχίζω σιγά-σιγά, ακροβατώντας πες, να προχωρώ. Βαδίζω αργά, προσεχτικά, κι
επιτέλους φτάνω κάποτε με την ψυχή στο στόμα στη στεριά.
Πίσω μου οι άλλοι κρατούμενοι άρχισαν ν’ αποβιβάζονται με το
δικό τους ρυθμό…
...............................................................................................................................................................................................................................
ΒΑΣΑΝΙΣΤΙΚΕΣ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ...... Εγώ τα δεκανίκια και η πέτρα μου! Και γύρω μου εξόριστοι με το
παράπονο στα μάτια και με τη θλίψη στην καρδιά. Εγώ, οι εξόριστοι κι οι σκέψεις
που αρχίσανε να ξεφυτρώνουνε στο νου μου και να με βασανίζουν φοβερά:
Πολιτικά κόμματα, πολιτικές, συνδικαλιστικές, φοιτητικές
και πολλές άλλες οργανώσεις, σύλλογοι,
οργανισμοί και σωματεία θα διαλυθούν. Ο Τύπος θα φιμωθεί. Όλα θα μπουν κάτω απ’
τον έλεγχο μιας στεγνής λογοκρισίας. Η έκδοση κι η κυκλοφορία πολλών βιβλίων,
περιοδικών κι εφημερίδων θ’ απαγορευτεί. Εκδότες, συγγραφείς, ποιητές και
δημοσιογράφοι, θα διωχτούν με το χειρότερο τρόπο, αν δεν θελήσουν να
συμμορφωθούν- δηλαδή αν δεν θελήσουν να κάνουν πένες τους φωνές που θα
υμνολογούν τους νέους αφεντάδες! Άνθρωποι θα χάσουν τη δουλειά τους. Θα
καταστραφούν. Εξόριστοι . Φυλακισμένοι…..
.................................................................................................................................
....................................................................................
....................................................................................
Λίγο αργότερα οι
εξόριστοι παρέες-παρέες άρχισαν ν’ αποσύρονται απ’ το χώρο του όρμου, τραβώντας
άλλοι για τις σκηνές τους, κι άλλοι για το μεγάλο χωνευτήρι- την απαίσια
φυλακή….
Ο σκηνάρχης κι ο Μπάμπης έξω απ’ τη σκηνή σκάρωναν έναν, ας
τον πούμε, σουφρά για να τρώμε, με κάτι παλιοσανίδια που ξεκάρφωσαν από μια
χαλαμανταρισμένη αποθήκη του παλιού στρατοπέδου, και τα πήγαιναν- μ’ εντελώς
φιλική διάθεση βέβαια- όπως η γάτα με το σκυλί……..
...........................................................................................................................................
- Ακου δω Μπάμπη! Εμένα να μη μου μιλάς
έτσι! Μπουμπούνα! Στραβούλιακα! Τρόπος ειν’ αυτός! Τι σκατά σκηνάρχης είμαι
δηλαδή? Ορίστε μας!
- Ρε ποιος
σούπε ν’ ανακατέψεις το σκηνάρχη μ’ αυτά πούβαλες στο στόμα σου?
Είπα εγώ τέτοιο πράγμα?
Άει κάρφωνε εκεί……
Ωστόσο, οι δυο τους τέλειωσαν κάποτε, συγχάρηκε ο ένας τον
άλλον για το κατόρθωμα τους και γύρισαν σε μας:
- Λοιπόν τι
λέτε? Δεν είναι ωραίο το τραπέζι μας?
Όλοι μας, λες κι είχαμε συνεννοηθεί, κουνάμε τα κεφάλια μας
περίλυποι και σιωπηλοί. Ο Μπάμπης
κοιτάει τον σκηνάρχη μας:
- Xα ! τους
είδες τι παλιοαφιλότιμοι είναι! Δεν τους αρέσει κιόλας το τραπέζι μας!
- Ρε ποιο
τραπέζι? – πετιέται ο Μάνθος: Αυτό μοιάζει με καπάκι από …φέρετρο!
Τραπέζι! Άκου: τ ρ α π έ ζ ι!
...........................................................................................................................
Εξόριστοι παντού. Καθισμένοι στα χαλίκια και στα βράχια του
όρμου αγναντεύουν τη θάλασσα ακίνητοι και σκεφτικοί. Συγνεφιασμένα πρόσωπα,
μάτια μισόκλειστα, θολά. Ποτέ άλλοτε δεν ξανάχα δει τόσο θλιμμένα πρόσωπα. Κι
άξαφνα πέρα απ’ τα βράχια κάμποσοι εξόριστοι άρχισαν το τραγούδι:
Είναι βαριά
η μοναξιά
Είναι πικρά τα βράχια
Παράπονο η θάλασσα
Και μούπνιξε τα μάτια…….
Πιο κει οι φίλοι ποιητές Γιάννης Ρ και Γιάννης Ν.
- Ευχαριστώ,
φίλοι! Και σας εύχομαι μ’ όλη μου την καρδιά: Καλή λευτεριά!
Είμαι έτοιμος να βάλω τα κλάματα. Κρατιέμαι ωστόσο, και κάνω
προς τα πέρα. Στην κορφή της κατηφόρας σταματώ. Κοιτώ προς τα πίσω. Οι άλλοι
μου χαμογελούν, κι ο ποιητής με δείχνει με το χέρι του, φωνάζει:
- Κάποτε θα
ρθούμε στον Παρνασσό! Και θα φάμε μια προβατίνα εκεί! Έτσι?
- ‘Έτσι! Του
λέω συγκινημένος και κάνω τον κατήφορο….
Ο Μάνθος κάθεται δίπλα μου, με κοιτάει και κλαίει:
- Αν φτάσεις με το καλό στο χωριό, σε παρακαλώ να φροντίσεις
τα παιδιά
μου. Του σφίγγω το
χέρι. Καταλαβαίνει και χαμογελάει:
- Σωστά! Δεν έπρεπε να το πω αυτό. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ αφήνω
τώρα. Καλό σου ταξίδι, λέει σκουπίζοντας τα μάτια του και φεύγει……..
ΚΑΙ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ
Στο μεταξύ διάστημα ο
Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής των νομών: Εύβοιας- Βοιωτίας – Φωκίδας και
Επαρχίας Λοκρίδας (Νομού Φωκίδας) με έγγραφό του μου έκανε γνωστό πως βάσει των
διατάξεων του Νόμου ΔΞΘ) 1912 «Περί Καταστάσεως Πολιορκίας» τεθέντος εις
εφαρμογήν , κτλ, κτλ με απέλυσε για σοβαρούς λόγους «δημοσίας τάξεως και
συμφέροντος» απ’ το αξίωμα του Αντιπροέδρου της Κοινότητας.
TO TEΛΕYTAIO ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΑ
ΕΚΛΕΓΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΕ ΠΡΟΕΔΡΟ
ΤΟ ΘΥΜΙΟ ΚΑΡΟΥΖΟ ΠΡΙΝ
ΤΗΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΟΥ( ΣΕ 1 ΜΗΝΑ ) ΑΠΟ
ΤΗ ΧΟΥΝΤΑ ΣΤΟ
ΟΠΟΙΟ ΣΥΜΜΕΤΕΙΧΕ ΣΑΝ
ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΡΕΣ.
ΣΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ 7
ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΚΑΙ
ΚΟΙΝΟΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ
ΚΑΘΕΣΤΩΣ.
Η Τοπική Επιτροπή Τουρισμού, της οποίας ήμουν μέλος, με
έγγραφο της μου έκανε επίσης γνωστό ότι σε συνεδρίαση της «συνεπεία της
αυθημερόν προσκλήσεως του προέδρου αυτής», όλα τα παρόντα μέλη ψήφισαν υπέρ της
απομάκρυνσής μου από την Τ.Ε.Τ για λόγους «δημοσίας τάξεως και ασφαλείας»……
Την πρώτη
κιόλας μέρα που ήρθα σ’ επαφή με τους χωριανούς μου, κατάλαβα ακόμα πιο πολλά:
«Γειά σας!», είπα χαιρετώντας όλους τους ανθρώπους ου
βρίσκονταν στο καφενείο εκείνη τη στιγμή. Ακούστηκε ένα ξεψυχισμένο
«καλωσόρισες» από παντού, αλλά κανένας δεν σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του, κανένας
δεν άπλωσε το χέρι του για να με χαιρετήσει. Κάθισα στην καρέκλα ενός μοναχικού
τραπεζιού και παράγγειλα καφέ….
Ο καφετζής έφτασε κάποτε κοντά μου. Ακούμπησε το δίσκο στο
τραπέζι, και μιλώντας σιγανά λέει πως τον καφέ μου τον κερνούσαν σχεδόν όλοι οι
άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί. Κατάλαβα και χαμογέλασα πικρά. Κι εκείνος:
- Τον καφέ δεν θα τον πληρωθώ από κανένα τους. Τον κερνάω
εγώ. Καλωσόρισες, ψιθύρισε κι έκανε προς τα κει.
Η ζωή άρχισε να τραβάει την ανηφόρα……..
Λίγες μέρες αργότερα έμαθα πως δεν επέτρεπαν να με κάνει
παρέα κανείς. Για να το πετύχουν αυτό, μερικά αρμόδια τοπικά όργανα έκαναν
απροκάλυπτες πιέσεις σ’ όλους τους
ανθρώπους- ακόμα και στους πιο στενούς μου συγγενείς……
Τα πράγματα ολοένα και χειροτέρευαν. Και μια μέρα με
πρόσκλησή τους με κάλεσαν να παρουσιαστώ στον κ.Διοικητή της Υποδιοίκησης, προς
«τακτοποίησην υποθέσεώς σας»- όπως μου έγραφαν.
Παρουσιάστηκα στον κ.Διοικητή. Κι εκείνος έβαλε τις φωνές:
- Αν
εξακολουθήσετε να κάνετε πολιτική εναντίον της Εθνικής Κυβερνήσεως, θα σας ξαναστείλω εξορία…….
Από δω και πέρα
αρχίζει μια άλλη ι σ τ ο ρ ί α. Μια ιστορία που θ’ αποκάλυπτε πολλά πικρά κι
αφόρητα, που έγιναν σ’ όλο το διάστημα της εφτάχρονης δικτατορίας. Σταματώ όμως
στο σημείο αυτό, γιατί η θέση της ιστορίας αυτής δεν είναι εδώ………..
Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό
ζούμε μες στην τυραννία, στο σκοτάδι το πηχτό
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
ζούμε μες στην τυραννία, στο σκοτάδι το πηχτό
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό.
Και συ λαέ βασανισμένε μην ξεχνάς το φασισμό.
Κλαίει κι η μάνα τώρα μόνη, κλαιν τα δέντρα, τα πουλιά
στην πατρίδα μας νυχτώνει, ορφανή η αγκαλιά
Κι έσυ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον φασισμό.
Μες στα σύρματα κλεισμένοι, μα η καρδιά μας πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος όρκος μένει, λευτεριά και προκοπή
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό
στην πατρίδα μας νυχτώνει, ορφανή η αγκαλιά
Κι έσυ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον φασισμό.
Μες στα σύρματα κλεισμένοι, μα η καρδιά μας πάντα ορθή
πάντα ο ίδιος όρκος μένει, λευτεριά και προκοπή
Κι εσύ λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό
"Γ"
Και ομως υπαρχουν συντοπιτες μας που ακομα στηριζουν-ψηφιζουν τη φασιστικη Χ.Α.Καποιος μαλιστα νεος ανθρωπος που ιδεα δεν εχει τι σημαινε χουντα,ανεβασε υμνους της. 21ης Απριλιου στο facebook !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔοξαστε τον..
Και καλά 8.46 αυτοί..ενεργούν "εφ ω ετάχθησαν". Εσείς όμως που χαριεντίζεστε και αλλάζετε φιλοφρονήσεις μαζί τους καθημερινά μέσα από το ηλεκτρονικό "ρουφιανόμαγαζο " ,δεν έχετε τίποτα να πείτε?
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυνεχίστε λοιπόν να τους έχετε φίλους και να αλλάζετε σαχλαμαρίτσες και μαλ...μηνύματα αντί να τους βάλετε στη θέση τους.
.Τουλάχιστον αυτοί βγαίνουν επώνυμα ενώ εσείς δεν απαντάτε για να μην καρφώνεστε ... και τους χάσετε απο "κολλητούς" βρίσκοντας καταφύγιο για τις όποιες αντιδράσεις σας στον "Πολυδροσοπαρνασσό " , στον οποίο μπορείτε να κάνετε τη " βόλτα " σας ανώνυμα και χωρίς προσωπικό κόστος....
Υ.Γ. Και να σου πώ κάτι? Οι καλύτεροί τους ηλεκτρονικοί "φίλοι" που τους λαικάρετε μάλιστα όχι μόνο καθε μέρα αλλά κάθε ώρα και λεπτό χωρίς να παίρνετε και ανάσα είστε εσείς. Έτσι λένε οι ίδιοι......
Δεν ωφελεί λοιπόν να διαμαρτύρεστε σαν οσίες Μαρίες.....Γευτείτε τους !