Η Μάχη των Θερμοπυλών, που περιγράφεται
αναλυτικά από τον Ηρόδοτο και τον Διόδωρο, πραγματοποιήθηκε τον
Αύγουστο του 480 π.Χ.Η μάχη έγινε στο Στενό των Θερμοπυλών, στην
Φθιώτιδα.
Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.....
Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυόταν σε λίγες μέρες από μόνος του.
Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθαν οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στον Λεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων: «μολών λαβέ» (=«αφού / εφόσον έρθεις, πάρ'τα» ή κατά την πιο γνωστή μετάφραση «έλα να τα πάρεις»).
Ύστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσαν για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.
Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής: Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρόταν πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.
Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινη ασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.
Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσαν τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσαν οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.
Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσαν. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωϊκότερoι όλων ήταν οι Σπαρτιάτες Διηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.
Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.
Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από την Κύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:
Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.
Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.
Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεο Ηρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.
Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.
Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχο του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.
Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του.Πέραν αυτού όμως κοιτάζωντας πιό ψύχραιμα την κατάσταση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησε σαν οπισθοφυλακή ,κερδίζοντας χρόνο για τους υποχωρούντες συντρόφους του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο.
Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά.
Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. Οι Έλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός.
Τέσσερις φορές προσπάθησαν οι Πέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.
Γ.Χουλιάρα
Πηγή: http://logioshermes.blogspot.com/2013/08/480.html#ixzz2bSk77WtM
Ο ελληνικός στρατός που σε αριθμούς ήταν ένα μικρό κλάσμα σε σχέση με τον υπέρογκο περσικό, κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση του περσικού εκστρατευτικού σώματος για έξι ημέρες, πριν σκοτωθεί μέχρι και ο τελευταίος αμυνόμενος.....
Ο Ξέρξης όντας μπροστά σε έναν συνασπισμό Ελλήνων στις Θερμοπύλες, φαντάστηκε ότι με μια απλή επίδειξη του στρατού του και με τις γνωστές έχθρες μεταξύ των Ελλήνων, ο συμμαχικός στρατός θα διαλυόταν σε λίγες μέρες από μόνος του.
Έτσι περίμενε μπροστά στις Θερμοπύλες για τέσσερις μέρες. Ακόμα έστειλε ιππέα ανιχνευτή να ελέγξει πόσες δυνάμεις φρουρούν το πέρασμα. Το τείχος όμως τον εμπόδιζε να δει τους Έλληνες. Μόνο τους Σπαρτιάτες διέκρινε που είχανε στρατοπεδεύσει μπροστά από το τείχος. Αφού παρήλθαν οι τέσσερις ημέρες και ενώ ο στόλος του στο Αρτεμίσιο δεχότανε συνεχόμενες ήττες αποφάσισε να στείλει κήρυκες να ζητήσουν τη παράδοση των όπλων των Ελλήνων. Τη πρώτη φορά ο Τραχίνιος που συνόδευε τον Πέρση κήρυκα είπε ότι τα βέλη των Μήδων είναι τόσα που θα καλύψουν τον ήλιο. Τότε ένας γνωστός Σπαρτιάτης ονόματι Διηνέκης είπε λακωνικά: «Ωραία, τότε θα πολεμήσουμε υπό σκιά». Γυρνώντας άπρακτοι λοιπόν τους ξανά έστειλε ο Ξέρξης με τη διαταγή να υποσχεθούν πολύ πλούσια ανταλλάγματα στον Λεωνίδα για να παραδώσει τα όπλα του. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς έδωσε την ηρωικότερη των φράσεων: «μολών λαβέ» (=«αφού / εφόσον έρθεις, πάρ'τα» ή κατά την πιο γνωστή μετάφραση «έλα να τα πάρεις»).
Ύστερα από αναμονή πέντε ημερών και δεχόμενος αυτήν την απάντηση ο Ξέρξης έχασε την υπομονή του. Διέταξε να επιτεθούν πρώτα οι Μήδοι, γνωστοί για την ανδρειοσύνη τους, μαζί με τους Κίσσιους ενώ να τους υποστηρίξουν οι στρατιώτες που ήταν συγγενείς των νεκρών της μάχης του Μαραθώνα. Με αυτό τον τρόπο ήθελε να πολεμήσουν οι Πέρσες με πάθος για εκδίκηση. Λόγω της στενότητας του περάσματος, οι Πέρσες διοικητές κάθε τμήματος, δεν μπορούσανε να στείλουν όλο τον στρατό που διοικούσαν για να δώσει μάχη με τους Έλληνες αλλά στέλνανε κύματα μαχητών κάθε φορά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν στο πρώτο στενό να δώσουν τη μάχη και συγκεκριμένα στη πρώτη γραμμή παρατάχθηκαν οι Οπούντιοι Λοκροί.
Ο τρόπος μάχης δόθηκε ως εξής: Οι Πέρσες στέλνανε συνεχόμενα τμήματα στρατού ώστε να καταπονήσουν τους λιγότερους Έλληνες. Αντίστοιχα οι Έλληνες είχανε χωριστεί κατά τμήματα, κατά πόλεις, ενώ πήρανε θέσεις το ένα τμήμα πίσω από το άλλο. Έτσι όταν το τμήμα που πολεμούσε είχε πολλές απώλειες ή είχε κουραστεί αποσυρόταν πίσω και τη θέση του έπαιρνε το επόμενο τμήμα. Οι Έλληνες συνηθισμένοι να πολεμούν σε διάταξη φάλαγγας είχανε εκπαιδευτεί στους γρήγορους και συντονισμένους ελιγμούς ολόκληρων στρατών και η εναλλαγή αυτή, των τμημάτων, ήταν ένας από τους ευκολότερους ελιγμούς στον οποίο εκπαιδευόντουσαν.
Ο οπλισμός ήταν επίσης ένα πλεονέκτημα των Ελλήνων. Οι Πέρσες είχαν πάρα πολύ ελαφρύ οπλισμό, σχεδόν ανύπαρκτη πανοπλία και η ασπίδα τους ήταν σχεδόν ολόκληρη ψάθινη. Αντίθετα ο Έλληνας φαλαγγίτης είχε πολύ βαρύ οπλισμό με μόνα τα μάτια τους φαινόντουσαν κάτω από τις σχισμές της περικεφαλαίας και το υπόλοιπο σώμα καλυπτόταν από θώρακα, κνημίδες, περιβραχιόνια και μια μεγάλη στρογγυλή ορειχάλκινη ασπίδα. Ακόμα το δόρυ τους ήταν μακρύτερο από των αντιπάλων τους και όταν έπεφτε πάνω σε περσική ασπίδα, την διαπερνούσε και χτύπαγε τον άνθρωπο που βρισκόταν από πίσω.
Όσο περνούσε η ώρα, η ορμή των αλαζονικών Μήδων ανακόπηκε, δημιουργώντας ένα κύμα υποχωρούντων ανατολιτών. Βλέποντας αυτά ο Ξέρξης στην τελευταία μάχη της πρώτης ημέρας αποφάσισε να στείλει στην μάχη την προσωπική του φρουρά, τους «Αθάνατους» με τον ίδιο τον Υδάρνη επικεφαλή. Ο Λεωνίδας έθεσε τους Σπαρτιάτες ως πρώτο τμήμα που θα αντιμετώπιζε τους «Αθάνατους» και εφάρμοσε τον αμυντικό-επιθετικό σχηματισμό φάλαγγας. Το σχέδιο προέβλεπε κίνηση των 300 προς τα εμπρός στη πρώτη φάση δηλαδή στο πρώτο στενό, φάση επίθεσης, την κίνηση προς τα πίσω ύστερα δηλαδή στο δεύτερο στενό μπροστά από το τείχος, φάση τακτικής υποχώρησης, ενώ τέλος αιφνιδιαστική κίνηση προς τα εμπρός, φάση αντεπίθεσης. Με αυτό τον τρόπο οι Σπαρτιάτες προσποιούνταν ότι υποχωρούσαν τραβώντας, παρασύροντας πολλούς Πέρσες στη θανατηφόρα παγίδα, ενώ ύστερα ανέστρεφαν το μέτωπο δίνοντας άλλη μια σφοδρή σύγκρουση με της ασπίδες τους πάνω στο μέτωπο των ελαφροντυμένων Περσών. Ο ελιγμός εκτελέστηκε άριστα και πολλοί από τους επίλεκτους Πέρσες βρέθηκαν νεκροί. Αποτέλεσμα ήταν να τους τρέψουν σε άτακτη φυγή ενώ πολλοί από αυτούς έπεφταν από τον γκρεμό στη θάλασσα, λόγο του της στενότητας του εδάφους και της πίεσης που ασκούσαν οι πάνοπλοι Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος παραδίδει ότι ο Ξέρξης αντικρίζοντας το επίλεκτο σώμα να υποχωρεί αναπήδησε τρεις φορές στο θρόνο του, από όπου παρακολουθούσε τον όλο αγώνα.
Η επόμενη μέρα στα στενά, έκτη μέρα από όταν έφτασαν οι Πέρσες και δεύτερη μέρα συγκρούσεων, βρήκε τους Έλληνες με ηθικό ακμαίο. Ο Ξέρξης έστειλε κατά κύματα τους στρατιώτες του χωρίς διακοπή μέχρι να πέσει ο ήλιος. Ήθελε να κουράσει τους Έλληνες. Μέχρι και το μεσημέρι, τα τμήματα των Ελλήνων εναλλάσσανε τη πρώτη θέση για να ξεκουραστούν οι μαχητές που πολεμούσαν. Όμως από το μεσημέρι και έπειτα, όπως μας παραδίδει ο Διόδωρος, τα τμήματα της πρώτης γραμμής αρνήθηκαν να αλλάξουν με τα ξεκούραστα γιατί είχανε σκοτώσει ήδη πολλούς βάρβαρους και η δίψα τους για να πραγματοποιήσουν και άλλες πράξεις ανδρείας δεν είχε σβήσει. Ο περσικός στρατός υποχώρησε για άλλη μια φορά άπραγος και νικημένος. Μετά το τέλος της δεύτερης μάχης δόθηκαν αριστεία. Οι ηρωϊκότερoι όλων ήταν οι Σπαρτιάτες Διηνέκης, που έδωσε και τη περίφημη απάντηση περί σκιάς, οι Αλφεός και Μάρων, γιοι του Ορσίφαντου και ο Θεσπιέας Διθύραμβος του Αρματίδη.
Αγανακτισμένος ο Ξέρξης συγκάλεσε συμβούλιο. Τότε ένας Έλληνας που γνώριζε τη περιοχή, ο Εφιάλτης του Ευρυδήμου, παρουσιάστηκε μπροστά στο Ξέρξη. Του δήλωσε ότι γνώριζε ένα κρυφό πέρασμα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων και ότι μπορούσε ο ίδιος να οδηγήσει εκεί το στρατό του έναντι αδράς χρηματικής αμοιβής. Ο Ξέρξης συμφώνησε και ζήτησε από τον Υδάρνη να πάρει τους «Αθάνατους» και όσους άνδρες κρίνει απαραίτητο και να ακολουθήσει τον Εφιάλτη. Με 20.000 άνδρες ο Υδάρνης και ο Εφιάλτης ξεκινήσανε βράδυ. Όλη τη νύχτα διασχίζανε την Ανοπαία Ατραπό, καλυμμένοι από βελανιδιές. Λίγο πριν χαράξει έφτασαν στην έξοδο, εκεί που βρισκόντουσαν οι Φωκείς. Αυτοί μόλις που είχανε αντιληφθεί τους Πέρσες και δεν είχανε λάβει τις κατάλληλες θέσεις. Οι Πέρσες με τα τόξα τους κρατούσανε τους Φωκείς μακριά τους, λόγο του ανώμαλου εδάφους. Ο διοικητής της ελληνικής φρουράς, διέταξε να υποχωρήσουν σε υψηλότερο σημείο ώστε να μην τους φτάνουν τα εχθρικά βέλη αλλά και αναγκάζοντας τους Πέρσες να τους ακολουθήσουν. Ο Υδάρνης όμως άφησε μια φρουρά να κυκλώσει τους Φωκείς στο ύψωμα και οι υπόλοιποι Πέρσες κατηφόρισαν για να βρεθούν στα νώτα των Ελλήνων.
Όταν το πρωινό εκείνο ο μάντης Μεγιστίας, στο στρατόπεδο των Ελλήνων, έκανε τις συνηθισμένες θυσίες, είδε δυσοίωνα μηνύματα. Ο θάνατος, είπε, θα ερχότανε σήμερα να βρει τους υπερασπιστές των Θερμοπυλών. Ύστερα από λίγο ένας Έλληνας αποστάτησε από το στρατόπεδο του Ξέρξη και πήγε στον Λεωνίδα να τον προειδοποιήσει για τη κίνηση του Υδάρνη, ο Έλληνας αυτός ήτανε ο Τυρραστιάδης από την Κύμη. Οι «ημεροσκόποι» του Έλληνα βασιλιά, επιβεβαίωσαν την είδηση. Ένα απόσπασμα εχθρών έκανε κυκλωτική κίνηση. Αμέσως ο Λεωνίδας συγκάλεσε συμβούλιο. Εκεί αποφασίστηκαν τα εξής:
Κάθε ελληνική πόλη θα απέσυρε τις δυνάμεις τις διότι θα ήταν ανούσιο να χαθούνε τόσοι μαχητές την ώρα που, αφού ήταν προδιαγεγραμμένη η ήττα τους, μπορούσανε να δώσουνε μάχη σε άλλο σημείο εναντίον των Περσών.
Όσο οι σύμμαχοι Έλληνες θα αποσύρανε τις δυνάμεις τους, το στενό θα το κρατούσανε οι 300 Σπαρτιάτες.
Οι 700 Θεσπιείς κάνοντας αναφορά στον κοινό πρόγονο των Λακεδαιμονίων και των ίδιων, τον ημίθεο Ηρακλή, δήλωσαν ότι δεν εγκαταλείπουν τις θέσεις τους. Ο Λεωνίδας καθώς πολλοί από αυτούς είχανε διακριθεί, για τη γενναιότητα τους, στη μάχη δέχθηκε τη προσφορά τους να μείνουν στο πλευρό των 300.
Ο Λεωνίδας δεν άφησε από τα στενά, να αποχωρήσουν, οι 400 Θηβαίοι. Γνωρίζοντας ότι η Θήβα είχε φιλοπερσικά αισθήματα φοβήθηκε μήπως προξενούσανε προβλήματα στην υποχώρηση των υπολοίπων Ελλήνων και τους κράτησε μαζί του για ασφάλεια των υποχωρούντων αποδεικνύοντας για ακόμα μια φορά το μεγαλείο της ευφυΐας του και συμπόνιας προς τους συμμάχους του.
Ταυτόχρονα δόθηκε εντολή στον σύνδεσμο, του ελληνικού στρατού με τον στόλο στο Αρτεμίσιο, τον Αμβρώνιχο του Λυσικλέους από την Αθήνα, σε περίπτωση που δεν έμενε ζωντανός κανένας στο στενό των Θερμοπυλών να διατάξει υποχώρηση του στόλου στη Σαλαμίνα.
Μάταια ο Κορίνθιος διοικητής προσπαθούσε να μεταπείσει, τον Λεωνίδα, να υποχωρήσει και αυτός μαζί τους. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς είχε πάρει την απόφαση του. Εκτός αυτού ένας χρησμός της Πυθίας είχε πει ότι η Σπάρτη για να σωθεί πρέπει να θυσιάσει έναν βασιλιά της. Ο Λεωνίδας θεωρούσε ότι έπρεπε να θυσιαστεί για να σωθεί η πατρίδα του.Πέραν αυτού όμως κοιτάζωντας πιό ψύχραιμα την κατάσταση θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι λειτούργησε σαν οπισθοφυλακή ,κερδίζοντας χρόνο για τους υποχωρούντες συντρόφους του. Κάποιος όμως έπρεπε να μεταφέρει τα νέα και στη Γερουσία στη Σπάρτη. Ο Λεωνίδας επέλεξε τους Σπαρτιάτες Εύρυτο και Αριστόδημο.
Όταν υποχώρησαν τα στρατεύματα των Ελλήνων, ο Εύρυτος δεν άντεξε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του και γύρισε πίσω και πέθανε μαζί τους. Ο Αριστόδημος είτε επειδή είχε να μεταφέρει το μήνυμα είτε επειδή φοβότανε το τέλος του πήγε στη Σπάρτη. Εκεί αντιμετώπισε τη περιφρόνηση των συμπατριωτών του επειδή εγκατέλειψε το βασιλιά τους. Όμως στη μάχη των Πλαταιών αυτός ο Σπαρτιάτης επέδειξε ιδιαίτερη γενναιότητα και στο τέλος βρήκε και το θάνατο εκεί τιμημένος και απελευθερωμένος από τις κατηγορίες που του προσέδιδαν. Ο μάντης Μεγιστίας έδιωξε το μοναδικό του γιο και ο ίδιος στάθηκε στο πλευρό του Λεωνίδα μέχρι τέλους. Έτσι ο Σπαρτιάτης βασιλιάς με 1.400 άνδρες, ο αριθμός κανονικά πρέπει να είναι ελαφρώς μειωμένος άμα υπολογιστούν και οι απώλειες των δυο προηγούμενων μαχών τις οποίες όμως δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια, έμεινε στα στενά.
Ο Ξέρξης έδωσε εντολή για επίθεση λίγο μετά τις δέκα το πρωί στις 4 του Αυγούστου του 480 π.Χ. Οι Έλληνες δεν στάθηκαν να πολεμήσουν στο στενό χώρο αλλά βγήκανε σε σχηματισμό φάλαγγα στον ανοιχτό χώρο. Οι περσικές δυνάμεις τους κύκλωσαν και άρχισε μια άγρια μάχη. Ο ηρωισμός των Ελλήνων έφτασε στα όρια του, σκοτώνοντας μάλιστα και πολλούς Πέρσες ευγενείς όπως τα ξαδέρφια του Ξέρξη, Αβροκόμα και Υπεράνθη, ώσπου σε μια στιγμή ο βασιλιάς Λεωνίδας έπεσε νεκρός.
Τέσσερις φορές προσπάθησαν οι Πέρσες να πάρουν το σώμα του, αλλά και τις τέσσερις προστατεύτηκε από τους Σπαρτιάτες οι οποίοι κατόρθωσαν και πήραν πίσω το σώμα του βασιλιά τους. Τότε φάνηκε ο Υδάρνης από τα νώτα των Ελλήνων και ξεκίνησε μια πιο άγρια σφαγή με τους Έλληνες να υποχωρούν γύρω από το λόφο του Κολωνού όπου οι Έλληνες συνέχισαν να μάχονται με νύχια και με δόντια, αφού όλα τα όπλα τους είχαν σπάσει, όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος στο κείμενο του. Ο Ξέρξης φοβούμενος κι άλλες απώλειες διέταξε τους τοξότες του να σκοτώσουν τους Έλληνες οι οποίοι εξαντλημένοι σκοτώθηκαν μέχρι και τον τελευταίο πίσω από το λόφο Κολωνό. Οι μόνοι που παραδόθηκαν είναι οι Θηβαίοι που δήλωσαν πως «μηδίζουν» και υπακούουν στη θέληση του μέγα βασιλιά της Περσίας. Αλλά αυτοί αντιμετώπισαν το σκληρό πρόσωπο του Ξέρξη, αφού όλοι σφραγίστηκαν στο μέτωπο με τα βασιλικά στίγματα, που δήλωναν τους δειλούς στο πεδίο της μάχης.
Γ.Χουλιάρα
Πηγή: http://logioshermes.blogspot.com/2013/08/480.html#ixzz2bSk77WtM
VIDEO
inews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.