Ένα από τα επαγγέλματα που έσβησαν, ήταν και η τέχνη του σαμαρά. Όπως τώρα κάθε σπίτι έχει από δύο και τρία αυτοκίνητα, παλιά κάθε σπίτι είχε από δύο ή τρία υποζύγια. Δηλαδή άλογα, μουλάρια ( αυτά τα έλεγαν και καματερά δηλ. κάνανε, όργωναν το χωράφι) και γαϊδουράκια.....
Πώς θα γίνονταν το όργωμα, η μεταφορά των προϊόντων και άλλες αγροτικές εργασίες άλλωστε; Και να σκεφτεί κανείς ότι πέραν αυτών, κάθε σπίτι ήθελε να κουβαλήσει και εβδομήντα φορτώματα καυσόξυλα από το δάσος για να ξεχειμωνιάσει! Σαμαράς ήταν και ο παππούς μου ο γερο-Γιάννης Παπαγεωργίου (Παπαγιωργάκης), πατέρας της μάνας μου. Άκρως απαραίτητο ήταν το σαμάρι που φορούσε το ζώο.-Και πού έμαθες εσύ παππού αυτή την τέχνη, τον ρώταγα.
-Στην Πετρομαγούλα παιδί μ΄ Γιώργο.
Παρακολουθούσα λοιπόν την κατασκευή του σαμαριού απ’ την αρχή ως το τέλος, κάνοντας τον μικρό βοηθό.
-Φέρε μου το ραγάζι παιδί μ΄, να γεμίσουμε το σαμαροσκούτι.
-Ναι παππού, αλλά πού βγαίνει το ραγάζι;
-Στα καμποχώρια βγαίνει το ραγάζι (είδος χόρτου) κοντά σε υγρότοπους.
-Γιατί παππού ζεσταίνεις αυτά τα ξύλα στη φωτιά;
-Αυτά θα είναι ο σκελετός του σαμαριού και με το ζέσταμα θα μπορέσουμε να τα λυγίσουμε, να πάρουνε το σχήμα που θέλουμε.
- Πώς τη λένε αυτή τη ζωστήρα και πού μπαίνει;
- Αυτή τη λέμε ίγκλα και δένει κάτω απ΄την κοιλιά του ζώου να μην πέσει το σαμάρι.
- Κι αυτή την πλατιά δερμάτινη ζώνη πώς τη λένε;
- Αυτή τη λένε μπαλντίμι και μπαίνει στα καπούλια του ζώου για σιγουριά.
-Αυτά τα γυριστά σιδεράκια στο μπροστινό μέρος του σαμαριού;
- Αυτά τα λένε κολτσάκια και χρησιμεύουν για να κρεμάει ο αγρότης το ταγάρι του ή την τραστίνα.
Έτσι περνούσε η ώρα και σε κανα δυο – τρεις μέρες το σαμάρι ήταν έτοιμο να το πάρει ο γεωργός να σαμαρώσει το ζώο. Μερικές φορές , το σαμάρι το χτυπούσε το ζώο, όπως μας χτυπάνε εμάς τα στενά παπούτσια … Το ξανάφερνε λοιπόν στο σαμαρά, ο οποίος το διόρθωνε. Από λεφτά μην τα ρωτάτε . – Πάρε τώρα τα μισά μπάρμπα Γιάννη και τα υπόλοιπα στα αλώνια … ή θα σου φέρω φακές και ρεβίθια απ΄τα κατήφορα ( επικλινής τοποθεσία προς τα μαντάμια).
Ένα άλλο επάγγελμα που χάθηκε ήταν του πεταλωτή ή αλμπάνη. Πεταλωτής ήταν ο γείτονάς μου και αργότερα κουμπάρος μου ο Γιάννης Θάνος ή Κοντογιάννης, Παρακολουθούσα λοιπόν μικρός το πετάλωμα από περιέργεια, αλλά και γιατί με ενδιέφεραν τα μικρά σιδεράκια που έβγαιναν από τις τρύπες που άνοιγε στα πέταλα. Αυτά τα έβαζα στο λάστιχο για να κυνηγάω πουλιά … ( και βέβαια δεν ήμουν ο μόνος, αλλά έτσι ήταν τότε ).
Σήκωστο, έλεγε επιτακτικά στο άλογο ο πεταλωτής, Αυτό υπάκουε και σήκωνε το μπροστινό του πόδι. Με μια ειδική τανάλια έβγαζε το παλιό πέταλο, μπλάνιζε την οπλή του ζώου και εφάρμοζε ύστερα το καινούργιο πέταλο, που το έφτιαχνε ο ίδιος από λαμαρίνα. Ύστερα το κάρφωνε με κάτι μεγάλα καρφιά, εγώ σφιγγόμουν ότι θα πονέσει το άλογο, αλλά ο μπάρμπα Γιάννης τα είχε μετρήσει καλά γιατί ήταν καλός μάστορας. Αυτό εξ άλλου το φανέρωσε αργότερα που έγινε πολυτεχνίτης και υδραυλικός, ‘’πενία τέχνας κατεργάζεται’’ . Αυτό γινόταν και στα τέσσερα πόδια εννοείται. Τα μπροστινά πόδια δυσκόλευαν περισσότερο τον πεταλωτή, οι οπλές ήταν μεγαλύτερες από τις πίσω , το ζώο βλέπει και ανησυχεί. Στο τέλος γινόταν και ο καλλωπισμός, έβαφε τις οπλές με κατράμι. Σε όλη τη διαδικασία ο ιδιοκτήτης του ζώου το κρατούσε απ΄το χαλινάρι και προσπαθούσε να το κρατά ήρεμο. Υπήρχαν κάποια όμως αρκετά ατίθασα , σ’ αυτά έβαζαν κάποια προστατευτικά (παρωπίδες) στα μάτια για να μην βλέπουν. Η πληρωμή και πάλι παρόμοια …
-Πόσο κάνει μπάρμπα Γιάννη;
-Τα πέταλα κι η εργασία τριάντα δραχμές, αλλά άντε, φτωχός άνθρωπος είσαι δώσε είκοσι.
- Καλά , άμα τα κονομήσω θα στα δώσω, γράψτα στο τεφτέρι .
Παιδικές αναμνήσεις που έχουν τυπωθεί στον εγκέφαλο και δεν θα ξεχάσω ποτέ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.