Την επιμέλεια δημοσίευσης στο παρόν ιστολόγιο αποσπασμάτων από το ομότιτλο βιβλίο του μακαρίτη συγχωριανού μας Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή έχει ο Επισμηναγός ε.α. και π.Πρόεδρος του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου Αλέξανδρος Ι. Βαλάσκας.....
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Μέρος 3ο (Συνέχεια Προηγούμενων 28 & 31/10)
Προς ΤΕΠΕΛΕΝΙ
Προχωρήσαμε στο μεγαλοχώρι Λιμπόχοβο. Παραξενεύτηκα καθώς άκουσα καμπάνες, καθώς είδα παπάδες και Ορθόδοξες εκκλησίες. Ήταν χωριά ελληνικά, χωριά της Βορείου Ηπείρου. Λειτουργηθήκαμε με κατάνυξη και προχωρήσαμε προς το Αργυρόκαστρο, την ωραία και ελληνικότατη πόλη. Για να φτάσουμε εκεί περάσαμε ένα πόρο του Δρίνου και πριν απ’ αυτόν μια γέφυρα που είχε κατασκευάσει πρόχειρα το ελληνικό μηχανικό, μήκους 50 μέτρων, όπως υπελόγισα. Κάτω, πολύ κάτω, το ποτάμι ήταν βαθύ. Τεράστιοι όγκοι από θολό νερό κατέβαιναν με μεγάλη περιδίνηση. Η γέφυρα έπαιρνε την παλμική κίνηση πεζών και ζώων. Αισθανόμουν ίλιγγο. Ένας Θεός ξέρει πως περάσαμε. Όμως περάσαμε.
Αφού μείναμε 2-3 μέρες στο ιστορικό Αργυρόκαστρο ξεκινήσαμε, γύρω στις 10 Δεκεμβρίου, για το Τεπελένι. Παρακάμψαμε κάτι μεγάλες πηγές και πήραμε τα βουνά αριστερά της πεδιάδος, προς Πιτσάρι. Καθώς βαδίζαμε στα μονοπάτια, μας βομβάρδισαν ιταλικά αεροπλάνα. Έπεσα κάτω ανάσκελα και κοίταζα τον ουρανό. Τα αεροπλάνα άφησαν τις βόμβες, που είχαν στον αέρα μια μετεώριση. Είχα την εντύπωση πως όλες ερχόντουσαν κατ’ ευθείαν απάνω μου. Και η αλήθεια είναι πως έκαναν ζημιά σε άλλα τμήματα. Μερικοί νεκροί, και μαζί τους σκοτωμένα ζώα, οι αμίλητοι μαρτυρικοί σύντροφοι μας.
Η πορεία συνεχίσθηκε ανηφορική. Κάπου εκεί συναντήσαμε χιόνι, το πρώτο χιόνι της Αλβανίας, τον αχώριστο έκτοτε και αμείλικτο σύντροφό μας. Έτσι όταν το βραδάκι φτάσαμε στο Πιτσάρι και καταλύσαμε σε σπίτια είπα «Δόξα σοι ο Θεός». Το τζάκι ήταν αναμμένο και στο σπίτι απλωνόταν μια γλυκιά θαλπωρή. Δεν είχε περάσει μισή ώρα που κάναμε αυτά τα μεγάλα όνειρα μιας ανθρώπινης διανυκτερεύσεως, όταν σε ατμόσφαιρα πανικού, μας φωνάζουν: «Στα όπλα». Πεταχτήκαμε έξω πάνοπλοι και πανέτοιμοι. Τι συνέβαινε; Διαταγή να φύγουμε ψηλά προς τα βόρεια.
Το Πιτσάρι ήταν το τελευταίο χωριό πριν το Τεπελένι. Ήταν μια παγωμένη φεγγαρόλουστη βραδιά. Το χιόνι σκέπαζε τα πάντα. Σ’ ένα αυχένα διαταχθήκαμε να καταυλισθούμε. Στρώσαμε καταγής ένα αντίσκηνο και μια κουβέρτα, πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο και κουκουλωθήκαμε. Ο εφοδιασμός ήταν πάντα κοντά μας και πλήρης. Ξηρά τροφή, κονιάκ, κουραμάνα, και άλλα. Καμιά φορά οι δικοί μου ξέκοβαν κανένα σφάγιο. Πότε το έσφαζαν και που το έψηναν δεν έμαθα ποτέ. Μας έλειπε το νερό. Πολλές φορές διψούσαμε πολύ κι όταν είχαμε ευκαιρία λιώναμε χιόνι μέσα στο καζάνι και πίναμε. Δεν ήταν βέβαια εύγεστο, αλλά ήταν νερό.
Ένα βράδυ ήμασταν στα βουνά εκείνα κοντά στην πρώτη γραμμή, αλλά πίσω απ’ αυτήν. Άλλα τμήματα τηρούσαν την επαφή με τον εχθρό. Έκανε κρύο και ψευτοχιόνιζε. Στήσαμε μερικά αντίσκηνα με ένα κενό στη μέση για να φεύγει ο καπνός. Ανάψαμε φωτιά και καθόμαστε γύρω – γύρω. Μας είχαν στείλει πολύ κονιάκ, ήπιαμε αρκετό και τότε αρχίσαμε το τραγούδι, σιγανό στην αρχή, ασυγκράτητο ύστερα. Και φυσικά κλέφτηκα της ηπειρωτικής Ελλάδος. Στην ψυχαγωγική αυτή βραδιά, αντιλάλησε και το ωραίο τραγούδι του τόπου μας:
«Συννέφιασε ο Παρνασσός
Βρέχει στα καμποχώρια
Και συ, Διαμάντω μ’, άργησες,
Που πας αυτή την ώρα;»
«Πάω γι’ αθάνατο νερό,
Γι’ αθάνατο βοτάνι.
Να δώσω στην αγάπη μου
Ποτέ να μη πεθάνει».
Σε μια περιπολία στην περιοχή αυτή με τα χιονισμένα κυματοειδή υψώματα, συναντήθηκα με αντίστοιχη περίπολο της IV μεραρχίας Πελοποννήσου που ήταν αριστερά μας. Επί κεφαλής της περιπόλου ήταν ένας δυναμικός και θαρραλέος υπαξιωματικός. Ύστερα από πολλά χρόνια ξετυλίγοντας τις πολεμικές μας αναμνήσεις σε φιλική συντροφιά, ανακαλύψαμε με συγκίνηση ότι η πρώτη γνωριμία μας είχε γίνει το 1940, όταν, παιδιά, γράφαμε με το όπλο στο χέρι, την ιστορία της Ελλάδος. Ο Στ. Στασινός -γιατί αυτός ήταν ο συμπολεμιστής- έκτοτε επιστήθιος φίλος, γνήσιος αντιπρόσωπος του Μωριά, από την Τρίπολη, τώρα μεγαλέμπορος Πατρών, ηυτύχησε να πολεμήσει μέχρι λήξεως του πολέμου. Είναι εύλογα υπερήφανος για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία του 1940-41 και αν αποφάσιζε να ανιστορήσει τη δράση του, θα έδινε δραματικές εικόνες λεβεντιάς και ευψυχίας.
Την άλλη μέρα ο λόχος μας προωθήθηκε στο άκρο δεξιό των υψωμάτων Μπουζαέ Σεγέρ – Αγάϊτ εν επαφή με τον εχθρό, που κάλυπτε με πολλές δυνάμεις το Τεπελένι. Ένα βράδυ αποκρούσαμε μια αναγνωριστική περίπολο των Ιταλών. Το χιόνι ήταν πάνω από το μέτρο. Για να κοιμηθούμε το σκάβαμε μέχρι να βρούμε χώμα και προφυλαγμένοι απ’ τον αέρα ψευτοκοιμόμαστε με τις μουσκεμένες κάλτσες και τα μουσκεμένα άρβυλα στα πόδια. Την μέρα των Χριστουγέννων οι Ιταλοί μας έστειλαν για δώρο μερικά βλήματα όλμου των 3 ιντσών. Ένα έπεσε πολύ κοντά μου στα 2-3 μέτρα, αλλά δεν έσκασε. Το ρούφηξε μέσα η γη.
Η όλη ελληνική δύναμη είχε υποστεί σοβαρή εξασθένηση από κρυοπαγήματα. Οι στρατιώτες μας, ζώντας στα χιόνια, μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια μικρή ανάπαυλα, να γυρίσουν πίσω στα τελευταία χωριά, ιδίως σαν ημιονηγοί, να κοιμηθούν ένα βράδυ σε σπίτι, να στεγνώσουν τις κάλτσες τους και να ξαναγυρίσουν. Εκείνες τις ημέρες λάβαμε διαταγή της μεραρχίας που διαβάστηκε σ’ όλους τους άνδρες. Ουδείς είχε το δικαίωμα να μετακινηθεί πίσω χωρίς γραπτή διαταγή του Δ/του του λόχου ή του ιατρού του τάγματος. «Οι εγκαταλείποντες αυθαιρέτως τας θέσεις των», όριζε η διαταγή, «δεν παραπέμπονται εις το Στρατοδικείον αλλά εκτελούνται επί τόπου».
Επέστησα και προσωπικά την προσοχή των ανδρών μου επί της σημασίας της διαταγής, αξίωσα την απόλυτη εφαρμογή της και απείλησα ότι οι παραβάτες θα τιμωρούνταν σύμφωνα με τη διαταγή της μεραρχίας. Παρά ταύτα, την άλλη μέρα ένας απουσίασε αυθαίρετα. Κάποιος ημιονηγός τον είχε δει στο χωριό. Την επόμενη ξαναγύρισε σαν αν μη συνέβαινε τίποτα. Τόσο ο φόβος, όχι της κακουχίας, αλλά του πολέμου, τον είχε συγκλονίσει. Θυμάμαι ότι είχα ταξινομήσει τους στρατιώτες μου σε τρεις κατηγορίες: Στους παλληκαράδες άνευ ορίων (ήταν λίγοι, απ’ τη Σουβάλα ο Δήμος Δεληγιάννης). Στους ανθρώπους του καθήκοντος (ήταν πολλοί, λιγόλογοι, όχι εντυπωσιακοί, όχι θορυβώδεις). Και στους δειλούς (ήταν λίγοι).
Προσπάθησα να εμβαθύνω στην ψυχολογία των δειλών. Δεν έφταιγαν που έτρεμαν. Το θάρρος τους έλλειπε εκ γενετής. Ήταν άχρηστοι. Πυροβολούσαν χωρίς να βλέπουν, με σκυμμένο το κεφάλι. Αλλά και επικίνδυνοι, γιατί μπορούσαν να πανικοβάλουν τους ψύχραιμους. Είναι σκόπιμο να τους απομακρύνει κανείς αυτούς απ’ τη γραμμή των πρόσω, έντεχνα και έγκαιρα. Δεν προσφέρουν τίποτα εκεί.
Τον προσωρινό φυγάδα κάλεσα εμπρός σ’ όλη σχεδόν τη διμοιρία και τον έβρισα χυδαία: «Βρε άτιμε, βρε άνανδρε, βρε παλιάνθρωπε, γιατί έφυγες από τη διμοιρία; Μήπως νόμισες πως έχουμε υποχρέωση να πεθάνουμε εμείς για να γλυτώσεις εσύ; Ή μήπως φαντάστηκες πως η δική σου οικογένεια σε θέλει και εμάς μας έχουν για ξέκαμα; Δεν κατάλαβες πως αγωνιζόμαστε για την ίδια υπόθεση;». Είχα βγάλει το πιστόλι μου και συνέχισα: «Δώσε στους φίλους σου την τελευταία παραγγελία γιατί θα πεθάνεις αυτή τη στιγμή». Τον είχα στήσει λίγο πιο πέρα. Ήμουν σχεδόν τρελός εκείνη την στιγμή. Έπεσαν απάνω μου οι άλλοι, λοχίες, συμπατριώτες. Τον άφησα.
Στις 27 Δεκεμβρίου μετακινηθήκαμε στο αριστερό της τοποθεσίας. Βουνά ατελείωτα, χιονισμένα, ύψος 1500 μέτρα υπολόγισα. Κάπου απέναντι μακριά και λοξά δεξιά φάνταζε το Τεπελένι, πίσω από χαράδρες μεγάλες και απότομες. Στις 28 Δεκεμβρίου ήρθε στην πρώτη γραμμή ο έφεδρος αντ/ρχης πεζικού Παυσανίας Κατσώτας, στο απόσπασμα του οποίου είχαμε υπαχθεί με μονάδες του 42ου και 39ου συνταγμάτων πεζικού. Ψηλός, λεπτός, ευθυτενής, είπε στους εφέδρους αξιωματικούς που διοικούσαμε το λόχο: «Θα επιτεθείτε αμέσως κατά του υψώματος αυτού. Η ζωή σας δεν έχει καμία αξία. Αξία έχει μόνον η Ελλάς. Πηγαίνετε»! Καταλήφθηκα από οργή. Αν μπορούσα να τον βρίσω θα το έκανα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν άφοβος. Εκεί που ήρθε, ανάμεσα σε μας και στους Ιταλούς, δεν υπήρχαν άλλα τμήματα. Και η μετέπειτα πολεμική του δράσις και η ανάθεσις σ’ αυτόν από Άγγλους και Έλληνες, σπουδαίων αποστολών που έφερε εις πέρας, αποδεικνύουν ότι επρόκειτο περί ηγήτορος. Γεγονός είναι επίσης ότι όπως λακωνικά έδωσε επί τόπου την διαταγή επιθέσεως, η επιβολή του υπήρξε πλήρης.
Εν τούτοις έχοντας μαθητεύσει στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Σύρο και μελετήσει σε βάθος τον Κανονισμό πεζικού, απεχθανόμενος δε εκ φύσεως τα τεχνικά θέματα, αισθάνθηκα αμέσως ότι η διαταγή είχε κενά. Πράγματι η διαταγή επιθέσεως, απ’ ότι θυμάμαι, πρέπει να περιλαμβάνει ενημέρωση δια πολλών στοιχείων: Ποιος είναι δεξιά, ποιος αριστερά, τι τυχόν υποστήριξη θα έχουμε δια πυρών ή κινήσεως άλλων φιλικών τμημάτων, τι πληροφορίες υπάρχουν για τον εχθρό κλπ. «Δεν βαριέσαι», είπα από μέσα μου. «Έτσι κι αλλιώς είμαστε σκοτωμένοι. Τι σήμερα. Τι αύριο. Και επί τέλους ότι είναι γραφτό να γίνει, θα γίνει. Ύστερα αντισυνταγματάρχης είναι αυτός. Κάτι καλύτερο κα περισσότερο θα ξέρει από μένα (και πράγματι είχε λάβει τα μέτρα του.) Εμπρός. Εδώ που μας έστειλε η Μοίρα και Η Πατρίδα, θα εκτελέσουμε το καθήκον μας».
Πήγα στη διμοιρία μου και τους είπα πως θα επιτεθούμε. «Η Πατρίδα, συνέχισα, σήμερα περιμένει από μας να υπερασπιστούμε τα σπίτια μας, τα χωράφια μας και την ελευθερία μας. Η ιστορία μας έχει στρέψει σήμερα τους προβολείς της επάνω μας και ετοιμάζεται να γράψει την αδέκαστη κρίση της. Η ηγεσία μας, η πολιτική και η στρατιωτική, είναι κοντά μας. Μας φροντίζει, μας περιβάλλει με στοργή, αλλά έχει σήμερα την ανάγκη μας. Ας κάνουμε σαν Έλληνες και σαν άνθρωποι με αξιοπρέπεια το καθήκον μας». Ταυτόχρονα έδωσα διαταγή ενώπιον όλων στον λοχία βοηθό μου Θανάση Κεράστα από τη Λειβαδιά, πολύ αξιόλογο και δυναμικό άνθρωπο, να είναι ουραγός, με το πιστόλι στο χέρι. Να εκτελέσει επί τόπου όποιον τυχόν δεν ακολουθήσει τη διμοιρία. Και να με αντικαταστήσει αν τεθώ εκτός μάχης.
Ήμουνα σκληρός; Ήταν αυτός ο καλύτερος τρόπος; Έπρεπε να στηριχθώ μόνο στη πειθώ; Οπωσδήποτε είχα επηρεασθεί από το κρούσμα της λιποταξίας που διηγήθηκα παραπάνω. Πολλές φορές αναλογίζομαι σκηνές του πολέμου, πριν 40 χρόνια , σαν νάταν χθές. Και φρονώ ακόμα σήμερα πως έκαμα σωστή σύνθεση πατριωτισμού και προληπτικών μέτρων για κάθε ενδεχόμενο, σωστή σύμμιξη επικλήσεως του καθήκοντος και εξασφαλίσεως -και δια των όπλων- εκτελέσεως της διαταγής. Έτσι οι λιπόψυχοι -αν και όσοι ελάχιστοι και όπου υπάρχουν- θα ωθηθούν κατ΄ ανάγκην προς τον εχθρό και θα τον πολεμήσουν. Και οι άνθρωποι του καθήκοντος - το 97% όπως υπολογίζω- θα εκτελούν το καθήκον τους σε μια υπέρτατη προσπάθεια εξοντώσεως του εχθρού ή με θυσία τους, χωρίς αναστολές και επιφυλάξεις.
Πήρα τη διμοιρία μου και όρμησα προς τον αντικειμενικό σκοπό. Αισθανόμουν δυνατός, έχοντας γερές πατρογονικές καταβολές. Και φιλοσόφησα, πιστεύοντας στη γνωστή θεωρία πως οι σφαίρες στο εργοστάσιο που κατασκευάζονται, γράφουν για ποιόν προορίζονται. Τι πρώτος, τι στη μέση που ήταν κανονικά η θέση μου. Έπρεπε να εμψυχώσω τους άνδρες μου και να διαλέγω τα καλύτερα δρομολόγια, δηλαδή να προχωρώ χρησιμοποιώντας τους ελαφρούς κυματισμούς του εδάφους και να καλύπτω, κατά το δυνατόν, τη διμοιρία μου. Γιατί μια γρήγορη κίνηση, σε ρυθμό αδιάκοπου τροχάδην, σε μας έδινε ηθικό και στον εχθρό σκορπούσε το δέος.
Το χιόνι χωνότανε μέχρι το γοφό και εγώ έτρεχα πρώτος. Ο εχθρός έριχνε, η διμοιρία μου προχωρούσε σαν μηχανή. Έκανα πολύ καλή εκμετάλλευση του εδάφους, χάρις στην εκπαίδευση μου στη Σύρο. Πλάγια αριστερά μας είχε βγεί σε μια χιονισμένη ράχη ένας πανύψηλος άνδρας και είχε βάλει τον σαλπιγκτή να σημαίνει «Προχωρείτε, Προχωρείτε»! Ανήκε στο αδερφό 42ο σύνταγμα και ελέγχθη πως ήταν ο εφ. Λοχαγός Μπαλωμένος απ’ τη Γραβιά. Δεν θα ξεχάσω αυτή την εικόνα. [Τον Μπαλωμένο τον «έφαγε» το Ε.Α.Μ. στην Κατοχή γιατί έκαμε δική του πατριωτική ομάδα].
Πλησιάζαμε στο λόφο. Εκεί σε ένα αυχένα είδα πως μας χτυπούσαν τα εχθρικά πυρά. Είχαν επισημάνει την υποχρεωτική διάβαση. Δεν είχα άλλη εκλογή. Είπα στον επόμενο: «Στο σημείο αυτό θα περνάτε ένας - ένας και σε ακανόνιστο χρόνο. Από στόμα σε στόμα να φτάσει αυτή η διαταγή στο τέλος». Πέρασα βαλλόμενος όπως και πολλοί άλλοι. Τότε η Μοίρα σημάδεψε ένα μόνο άνδρα της διμοιρίας μου, τον δεκανέα Κ. Λιάρτη, γειτονόπουλο απ΄την Σουβάλα, που τραυματίστηκε, με τυφλό τραύμα, στο στήθος. Υπολογίζω ότι λόγω του ότι ο Κ. Λιάρτης δεν ήτανε στην πρώτη ομάδα, με την οποία εγώ προπορευόμουνα, απείχα την στιγμή του τραυματισμού του περί τα 50 μέτρα. Εν τω μεταξύ η επίθεση συνεχιζόταν, ώστε όταν σε λίγο με πληροφόρησαν ότι ο Λιάρτης λαβώθηκε και ότι με ζήτησε, εγώ πρέπει να απείχα απ’ αυτόν άνω των 100 μέτρων ενώ το εχθρικό ύψωμα απείχε μόνο 150 έως 200 μέτρα. Ρώτησα αν τον βοήθησαν όσοι βρεθήκαν κοντά και με διαβεβαίωσαν περί αυτού. Όπως έμαθα λεπτομερέστερα όταν νύχτωσε και κινηθήκαμε ελεύθερα επί του καταληφθέντος υψώματος, τον παρέλαβαν τρεις συμπατριώτες, τον κατέβασαν πιο πίσω σε μια απυρόβλητη πλαγιά, του επέδεσαν το τραύμα και σιγά – σιγά υποβαστάζοντάς τον οι δύο, με εναλλασσόμενο τον τρίτο, τον απεμάκρυναν προς τα μετόπισθεν. Αυτή η απόσταση των 100 τουλάχιστον μέτρων πρέπει να είναι ακριβής και γιατί ενώ εγώ έτρεχα προς τα εμπρός ο τραυματίας συγχωριανός μου κινείτο, με τη βοήθεια των συναδέλφων του, προς τα πίσω.
Καταλήγω να συμπεράνω ότι το στρατιωτικό, ανθρωπιστικό και συμπατριωτικό καθήκον να συντρέχει ηθικά ο ηγήτωρ τους άνδρες του, υποχωρεί προ ορισμένων γεγονότων, που συνέτρεχαν στη φάση που εξιστορώ, ήτοι:
- Της εν εξελίξει επιθέσεως
- Της υπέρ τα 100 μέτρα αποστάσεως εμού από τον τραυματισθέντα κατά τον χρόνον της πληροφοριοδοτήσεώς μου
- Της περί τα 150 έως 200 μέτρα αποστάσεως της διμοιρίας μου από το εχθρικό ύψωμα
- Της αποστολής μου να ανατρέψω τον εχθρό και να καταλάβω το ύψωμα
- Της ευθύνης μου έναντι της ζωής 35 ανδρών.
Οπωσδήποτε οι συμπατριώτες τον πέρασαν απ’ το γιατρό του τάγματος και τον οδήγησαν καβάλα σε μουλάρι νομίζω, ώρες πολλές μέχρι το δρόμο Αργυροκάστρου – Τεπελενίου. Από εκεί με αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Πέθανε ύστερα από λίγες μέρες το σοβαρό και λιγομίλητο παλληκάρι. Η μνήμη μου στρέφεται πάντοτε με συγκίνηση στην ηρωική θυσία του.
Μπροστά στην ακάθεκτη ορμή μας οι Ιταλοί εγκατέλειψαν την τοποθεσία. Οχυρωθήκαμε πρόχειρα κάτω από ακατάπαυστα πυρά όπλων ευθυτενούς τροχιάς που προέρχονταν από άλλους λόφους . Ζήτησα κάποιους για να προχωρήσουν σε μια, μικρή σε βάθος αναγνώριση. Ένας Βοιωτός, ένας κοντός ήσυχος στρατιώτης έτρεξε, με άλλους. Ο Βοιωτός έμεινε για πάντα εκεί στα ψηλά χιονισμένα βουνά της Βόρειας Ηπείρου βλέποντας το Τεπελένι. Εθελονταί είναι εκείνοι που ζητούν να επιστρατευθούν. Εκείνοι που ζητούν να τοποθετηθούν σε μάχιμη μονάδα. Εκείνοι που όταν καλούνται να αναλάβουν μια επικίνδυνη αποστολή, κάνουν ένα βήμα μπροστά. Εκείνοι που μόνοι τους ζητούν να βγουν περιπολία. Γνώρισα εθελοντές και συγκλονίζομαι από τη γενναιότητα τους. Δεν είναι οι θορυβώδεις, οι εντυπωσιακοί, οι επιδεικτικοί. Είναι οι ήρεμοι, οι νηφάλιοι, οι ήσυχοι άνθρωποι. Ο Βοιωτός, ο ήσυχος και ταπεινός γεωργός, ήταν ένας εθελοντής, ένας γνήσιος κα γενναίος Έλληνας. Όπως και ο φοιτητής της Νομικής, που γνώρισα στο Νοσοκομείο τον Μάρτιο του ’41, ο Αθηναίος έφεδρος αξιωματικός του πυροβολικού, αείμνηστος Ευάγγελος Ι. Αραχωβίτης, που υπέβαλε γραπτή αίτηση να τοποθετηθεί στη γραμμή των πρόσω, ένας σεμνός άνθρωπος, εξαίρετος χαρακτήρας, διακεκριμένος επιστήμων και πραγματικός φίλος.
Το μέρος που καταλάβαμε ήταν μια διαβολεμένη τοποθεσία. Από εμπρός μας χτυπούσαν, πίσω δεξιά ήταν ένα βάραθρο. Ταμπουρωθήκαμε πρόχειρα και όταν νύχτωσε προσπαθήσαμε να οργανωθούμε. Οι κανονισμοί του πεζικού λένε: «Κατάκτησις και διατήρησης κτηθέντος εδάφους». Μήπως τα ίδια δεν λέει και η ζωή; Το έδαφος ήταν ανάποδο και πολύ χιονισμένο. Ύστερα από αληθινή δοκιμασία, μπορεί και λόγω απειρίας, «βολευτήκαμε» όπως-όπως, εκεί που έμεναν πριν από λίγο οι Ιταλοί και θελήσαμε έτσι πρόχειρα να περάσουμε τη νύχτα. Ο εχθρός όμως μας έκαμε νυχτερινή αντεπίθεση. Μας έριξε εκατοντάδες βλήματα μικρών όλμων των 2 ιντσών και είχαμε πολλές απώλειες. Εκρήξεις, φωτιά κραυγές πόνου, νύχτα κολάσεως!
Λένε τώρα μερικοί δικοί μας δημόσιοι άνδρες «Ευρωπαϊστές» πως οι Ιταλοί πολέμησαν παρά τη θέληση τους. Δεν συμφωνώ. Κατά τη γνώμη μου πολέμησαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Ήταν ιδιαίτερα ικανοί στην άμυνα, αλλά και εξασκημένοι στις νυχτερινές αντεπιθέσεις. Λιποψυχούσαν στον αγώνα εκ του συστάδην. Δεν μπορούσαν να αποδώσουν περισσότερο σαν λαός. Τα τελευταία άλλωστε χρόνια είτε «θριάμβευσαν» κατ’ άοπλων (Αβησσυνία) είτε υπέστησαν επανειλημμένες πανωλεθρίες (Καπορέτο και άλλα πολλά).
Ανατραπήκαμε και υποχωρήσαμε 50-100 μέτρα. Εκεί ανασυνταχθήκαμε και με φωνές για εμψύχωση: «απάνω μωρέ – Αέρα» ξαναωρμήσαμε μπροστά. Τότε έσκασε αριστερά μου πολύ κοντά ένα βλήμα όλμου. Αισθάνθηκα ένα χτύπημα πλάγια στην κοιλιά μου και έβαλα ασυναίσθητα εκεί το χέρι μου. Πρέπει να φώναξα. Ήρθαν κοντά μου 2-3, ανάμεσα σ’ αυτούς και ο συνάδερφός Ν. Καρκάνης, που ήταν εκεί κοντά και που σε 2-3 μέρες με ακολούθησε στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Μου επέδεσαν το τραύμα επί του υψώματος. Είχα τυφλό τραύμα στην αριστερή λαγόνιο ακρολοφία. Πρόφτασα να αντιληφθώ πως τα τμήματά μας ανέτρεψαν εκ νέου τον εχθρό. Ο πόλεμος για μένα είχε τελειώσει στις 3 τη νύχτα στις 29 Δεκεμβρίου του ’40.
Πριν ξημερώσει, μέσα στα χιόνια, υποβασταζόμενος, άρχισα την πορεία προς τα πίσω. Εκείνα τα πρώτα λεπτά σκέφθηκα πως μπορεί να ήταν κα οι τελευταίες μου στιγμές, αλλά φαίνεται πως είχα χρόνια ακόμα να ζήσω. Όταν έφεξε είχα απομακρυνθεί πολύ απ’ τη γραμμή του πυρός. Ο γιατρός του III τάγματος του 36ου συντάγματος, ο Σπ. Τούμπης, αν θυμάμαι καλά, απ’ το Μαρτίνο Λοκρίδος, μου είπε: «Δεν είναι επικίνδυνο. Θα ζήσεις». Άρχισα να ελπίζω. Είχα ξαπλώσει λίγο να ξεκουραστώ, όταν παρακολούθησα τυχαία ένα δραματικό και μεγαλειώδες θέαμα: Ελληνοϊταλική αερομαχία. Είχε λιακάδα και τα αεροπλάνα καθώς ανεβοκατέβαιναν έφταναν πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Έπεσαν 2-3 εχθρικά. Άλλα Ιταλικά ξέφυγαν μέσα απ΄ τις χαράδρες. Το βράδυ με παρέλαβε, όπως και άλλους τραυματίες, αυτοκίνητο και την νύχτα έφθασα στο νοσοκομείο στα Γιάννενα.
Από εκεί με προώθησαν ύστερα από λίγες μέρες στην Αθήνα. Νοσηλεύθηκα στο Έμπεδο 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Εκεί η περιποίηση, η στοργή και η θαλπορή, η υπηρεσιακή και η εθελοντική, είχαν φθάσει σε όρια φανταστικά. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός, η Εθνική Οργάνωση Νεολαίας, σωματεία, άτομα απλά ήταν πάντοτε παρόντα, ευτυχείς όλοι να προσφέρουν κάποια υπηρεσία, να γράψουν γράμματα τραυματιών, να τους κάμουν συντροφιά, να τους κρατήσουν απ’ το χέρι, να τους συμπαρασταθούν. Εκεί μας επεσκέφθη κάποια μέρα η Πριγκήπισσα Φρειδερίκη, με το νεανικό και δυναμικό της χαμόγελο και μας χαιρέτισε με εγκαρδιότητα.
Το πιο συνταρακτικό όμως, το ανεξάλειπτο στη μνήμη μου ήταν η κόρη ενός στρατηγού, εθελόντρια αδερφή, μου έπλυνε τα πόδια. Ντρεπόμουνα για την απερίγραπτη βρώμα που είχα φέρει «συντροφιά» από το μέτωπο. Αλλά η «αδερφή» που ζει και είναι τώρα μια σεβαστή κυρία, δεν έδειξε ότι την ενοχλούσε η απασχόληση αυτή. Με πολύ απλότητα, με βαθιά συνείδηση ότι επιτελούσε ένα ιερό καθήκον προς ένα τραυματία έσκυψε όπως ο Ιησούς – Εκείνος ωθούμενος από ταπεινοφροσύνη, η αδερφή από υψηλό πατριωτισμό και ταπεινοφροσύνη – να πλύνει τα πόδια ενός αγνώστου σ’ αυτήν στρατιώτη. Οσονδήποτε και αν η πράξη εκφράζει τα αισθήματα που επικρατούσαν γενικά τότε στα μετόπισθεν, στο Λαό, τον ενωμένο αθάνατο Ελληνικό Λαό, προς τη μαχόμενη, την ηρωική, τη δοξασμένη γενιά του ’40, δεν παύει να αντανακλά ειδικότερα στο συγκεκριμένο πρόσωπο, στη ευγενική Αθηναία, την νεαρή τότε κόρη ενός στρατηγού. Όταν την συναντώ καμιά φορά στο δρόμο, στην Αθήνα όπου μένει, της μιλώ με ευγνωμοσύνη και με συγκίνησι.
Το χαρακτηριστικό και συγκινητικό αυτό γεγονός μου φέρνει στο νου όμοια περίπτωση της μυθολογικής Ευρύκλειας. Ο Οδυσσέας, ο Βασιλιάς της Ιθάκης και θρυλικός για το μυαλό του και την ανδρεία του μαχητής της Τροίας, ζήτησε όταν επέστρεψε σαν ζητιάνος και ξένος στην Ιθάκη να του πλύνει τα πόδια η «βάγια» που τον είχε άλλοτε αναστήσει. Καθώς η Ευρύκλεια του έπλενε τα πόδια είδε ξαφνικά το λάβωμα - σημάδι στο ένα πόδι του Οδυσσέα. Γιατί κάποτε, όταν κυνηγούσε στις πλαγιές του Παρνασσού, ένας κάπρος τον είχε λαβώσει βαθιά. Φαίνεται πως από τ’ αρχαία χρόνια ως σήμερα, η πράξη αυτή της Ευρύκλειας, άσχετα από ποια ελατήρια κάθε φορά προέρχεται η τι υποδηλοί (ταπεινοφροσύνη, αγάπη, εκτίμηση, υποταγή σε άγραφους κανόνες, σεβασμό υποχρέωση πέρα από τα όρια του στενού καθήκοντος κλπ.), είναι εκδήλωση γεμάτη ευγένεια και ανθρωπισμό.
Μας είχαν έρθει δέματα στο μέτωπο, είχα προλάβει να πάρω κάποια μάλλινα, που δεν τα είχαμε και τόση ανάγκη. «Ο μπάρμπα Γιάννης», έλεγαν οι στρατιώτες, «είχε φροντίσει για όλα». Είχα αισθανθεί στο μέτωπο την προσφορά των Ελληνίδων, τη ζέστη που μας έδωσαν, την αγάπη τους. Μα αυτό στην Αθήνα, στις πόλεις, στους δρόμους, στα Νοσοκομεία, δεν ήταν απλή αγάπη, ήταν αποθέωση και παραλήρημα.
Σε λίγες μέρες έφθασε στο Νοσοκομείο η μάνα μου και ο πατέρας μου. Δεν ήταν ποτέ εκδηλωτικοί. Ίσως αυτή η φαινομενική ψυχρότητα, που κρύβει στην καρδιά ωκεανούς αγάπης, να οφείλεται στη βουνίσια καταγωγή μας. Η μάνα μου ψηλάφησε ερευνητικά με το χέρι της την κουβέρτα μέχρι κάτω, προσπαθώντας να μαντέψει αν είχα ένα ή δύο πόδια, αν ήμουνα ακέραιος. Αναλογίζομαι πόσο πόνο, πόση αγωνία έκρυβε αυτή η κίνηση. Δεν είχε κλάψει. Τρία παιδιά της, εκτός από μένα, ήταν στον πόλεμο από Κορυτσά μέχρι Τεπελένι κα έπρεπε να σφίξει για πολύ καιρό ακόμα την καρδιά της. Σκέφτομαι πως ήρωες δεν είναι μόνον εκείνοι που πέφτουν στο πύρωμα της μάχης. Ήρωες, ηρωίδες είναι πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα οι μανάδες.
Στο 2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών Διαπιστώθηκαν και «κρυοπαγήματα β’ βαθμού του δεξιού άκρου ποδός μετά κακώσεως του δέρματος». Για το πολεμικό μου τραύμα υπεβλήθην σε εγχείρηση, για να αφαιρεθεί το θραύσμα. Λόγω του βάθους στο οποίο είχε εισχωρήσει και του μεγέθους του, το θραύσμα δεν κατέστη δυνατόν να εξαχθεί. Έτσι το «εφύλαξα» και το «κρατώ» μέσα μου ως την ωραιότερη ανάμνηση του βίου μου, συνεχή υπόμνηση του επιβαλλομένου χρέους προς την Πατρίδα. Στις 14 Απριλίου 1941 έλαβα μηνιαία αναρρωτική άδεια.
Συνεχίζεται …
"ΛΑΜΙΑ -ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ 1940" Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ..... Μέρος 10 - Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή
“ΛΑΜΙΑ- ΤΕΜΠΕΛΕΝΙ 1940 ” - Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Μέρος 2ο - Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή -
Αυτό είναι ένα υπέροχο απόσπασμα από τον Ναό Λαμίας του 1940 και τους Έλληνες ήρωες από τη Σουβάλα. Θα ήθελα να μάθω περισσότερα αν είναι δυνατόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ Χρήστο για τη δημοσίευση των Μερών 2 και 10
ΑπάντησηΔιαγραφή