Την επιμέλεια δημοσίευσης στο παρόν ιστολόγιο αποσπασμάτων από το ομότιτλο βιβλίο του μακαρίτη συγχωριανού μας Αθανασίου Γ. Τσαρμακλή έχει ο Επισμηναγός ε.α. και π.Πρόεδρος του Λαογραφικού – Ιστορικού Συλλόγου Πολυδρόσου Αλέξανδρος Ι. Βαλάσκας .
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ Μέρος 2ο (Συνέχεια Προηγουμένου 28/10) ....
Από την Σιταριά και την Ζαραβίνα φτάσαμε στην Κακαβιά και Αργυροχώρι, τελευταίο χωριό επί ελληνικού εδάφους. Ο πόλεμος δεν είναι σειρά από αδιάκοπες μάχες. Είναι προ παντός αλυσίδα από κακουχίες και δοκιμασίες. Ειδήσεις λυπητερές, βροχές, χιόνια, κρύο, κρύο φαΐ, ξερό φαΐ, νυχτερινές πορείες και νυχτερινές μάχες, κανονιοβολισμοί από το εχθρικό πυροβολικό, απλυσιά, ψείρες, εκατομμύρια ψείρες.
Όταν συναντηθήκαμε με τους μπαρουτοκαπνισμένους συναδέλφους, μας είπαν πως είναι γεμάτοι ψείρες. Τους αποφεύγαμε έχοντας την κρυφή ελπίδα πως θα μπορούσα να ξεφύγω απ’ αυτή την επιδρομή, που τη θεωρούσα ανυπόφορη. Σε λίγες μέρες κατάλαβα πως οι ψείρες περπατούσαν και στο δικό μου κορμί, αργά και σιχαμένα. Όταν φούντωσε το κακό αργότερα στα χιόνια, επωφελούμαστε από καμιά λιακάδα να κάνουμε «φθειροκτονία». Όχι βέβαια με ζεστά νερά. Τις πετάγαμε τις ψείρες με το χέρι απάνω στο χιόνι. «Παιδιά μ’ γιατ’ είστε ανάλλαγα!».
Μια βραδιά έβρεχε με το «τουλούμι». Αν κατακλινόμαστε, θα μουσκεύαμε μέχρι το κόκκαλο. Απ’ τον κατακλυσμό και τον αέρα δεν μπορούσαμε να στήσουμε αντίσκηνα. Έγειρα ένα κλωνάρι χαμηλού δένδρου οριζόντια και έβγαλα τη νύχτα απάνω σ’ αυτό, κουκουλωμένος, βρεγμένος, αιωρούμενος και μισοκοιμισμένος. Η μεγαλύτερη μας ευτυχία ήταν να κοιμηθούμε σε σπίτι. Σ’ ένα ξωκλήσι, κάτω από κάποια στέγη. Μεγάλη ανακάλυψη το κεραμίδι. Από τότε το έχω σε μεγάλη… υπόληψη!
Στην περιοχή Αργυροχωρίου έγινε γύρω στις 25 Νοεμβρίου αιματηρή μάχη. Σκοτώθηκαν πολλοί δικοί μας. Οι τραυματιοφορείς μετέφεραν συνέχεια τραυματίες. Εκεί ο οπλοπολυβολητής Θαν. Μπούγας απ’ την Γραβιά ψύχραιμος και έξυπνος πολεμιστής, καθάρισε μερικούς Ιταλούς που χτυπούσαν ανεβασμένοι σ’ ένα πυκνό δένδρο.
Είχαμε λάβει μέρος σε διάφορες μάχες όπως του Παρακάλαμου, Ζάβροχου και υψώματος 734. Οι μεγάλες όμως μάχες που θα περιγράψω είναι του υψώματος 669 και της περιοχής Μπουζαέ Σεφέρ-Αγάϊτ. Ο λόχος μας έλαβε διαταγή να επιτεθεί κατά του υψώματος 669 που ήταν κοντά στα σύνορα και μέσα στην Βορ. Ήπειρο. Διοικητής του λόχου ήταν ο μόνιμος ανθ/γός Πέτρος Νάσης, που είχε εξέλθει της Σχολής Ευελπίδων τον Αύγουστο του 1940. Ήταν ένα ευγενικό και όμορφο ελληνόπουλο, 21 ετών γεμάτο όνειρα. Είχαμε γίνει φίλοι.
Το πρωί μου είπε ψύχραιμα και αντρίκια, μικρό παιδί, μικρότερος από εμένα: «Θα επιτεθώ με τις τρεις διμοιρίες. Εσύ θα περιμένεις, εφεδρεία του λόχου, σ’ αυτό το μέρος και θα κινηθείς σύμφωνα με τη διαταγή που σου στέλνω». Ψηλά ακουγόταν το κροτάλισμα τω όπλων. Έφτασε καλά μεσημέρι και πουθενά να φανεί αγγελιοφόρος. Ήμουνα έτοιμος να ζητήσω επικοινωνία με δικό μου σύνδεσμο, όταν ήρθε κοντά μου ασθμαίνοντας και σε φανερή ταραχή ο συνάδερφος Ευαγγελίου, δάσκαλος από το Λιανοκλάδι, διμοιρίτης άλλης διμοιρίας του λόχου μας. «Βοήθησέ με» ψέλλισε. «Τί συμβαίνει;». «Η διμοιρία μου έχει καθηλωθεί, δε μπορεί να πάει ούτε μπροστά, ούτε πίσω και μου σκοτώνουν τα παιδιά επί του εδάφους».
Έθεσα τις δύο ομάδες της διμοιρίας μου σε τάξη μάχης, έδωσα εντολή να μας καλύψουν με πυρά, μπήκα επί κεφαλής της τρίτης με τον Ευαγγελίου και αρχίσαμε να προχωρούμε με άλματα προς καθηλωμένη διμοιρία του. Οι σφαίρες που πέρασαν πάνω μας δεν περιγράφονται. Βροχή. Και με μουσική. Ναι, οι σφαίρες έχουν κάποιο στη φρικαλεότητα τους γλυκό ήχο. Κελαϊδούν.
Δεν μπορέσαμε να φτάσουμε στη διμοιρία. Εξετίμησα πως βρισκόμαστε μπροστά σε ισχυρή εχθρική τοποθεσία. Εξ’ άλλου νύχτωνε. Είπα στο συνάδερφο να περιμαζέψει τους άνδρες του και να οπισθοχωρήσει στη βάση εξορμήσεως, με προστασία το σκοτάδι. Το ίδιο έκαμα και εγώ. Όταν σουρούπωσε καλά, μαζευτήκαμε και εκεί έμαθα πως ο διοικητής του λόχου τραυματίστηκε σοβαρά.
Τη διοίκηση ανέλαβε από το ίδιο βράδυ ο μόνιμος λοχαγός πεζικού Δ. Μαυραγάνης. Με διάταξε να κινηθώ προς τα πίσω και να μεταφέρω πυρομαχικά ώστε την άλλη μέρα να είμαστε έτοιμοι. Όλη νύχτα ήμουνα σε πορεία. Εκείνη την νύχτα μ΄ έφερε η αποστολή μου και στο Δημοτικό Σχολείο Αργυροχωρίου. Είχε μεταβληθεί σε πρόχειρο υγειονομικό σταθμό. Οιμωγές, βογγητά, το δάπεδο γεμάτο Ελληνόπουλα. Εκεί είχε διακομισθεί βαριά τραυματισμένος ο ανθυπολοχαγός Νάσης, εκεί βαριά τραυματίας και ο έφεδρος ανθυπασπιστής Λεων. Καζακόπουλος απ’ τη Γραβιά, παλιός συμμαθητής μου. Πέθαναν και οι δύο στις 2 Δεκεμβρίου 1940.
Για καθέναν απ’ αυτούς και για όλους ταιριάζουν οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»
«Ήταν γενναίο παιδί.
Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
…………………………………………………
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του
-Φωτιά στην άνομη φωτιά!-»
Κάποια ώρα γύρω στα μεσάνυχτα έφθασα στη σκηνή του αντισυνταγματάρχου πεζικού Γ. Παπαγεωργίου, τον ξύπνησα και φόρτωσα πυρομαχικά σε πολλά ζώα. Νύχτα ακόμα προς τις πρωινές ώρες όλη η διμοιρία με τους ημιονηγούς και την φάλαγγα των ζώων, επιστρέψαμε στη βάση μας.
Τότε θυμήθηκα αυτό που μας δίδαξαν στη Σχολή: «Το πεζικό ύστερα από ολονύκτια πορεία, πρέπει να είναι σε θέση να δώσει μάχη». Πολλά από όσα μάθαμε, ήταν γραφτό να επαληθευθούν τόσο γρήγορα.
Κινηθήκαμε πιο κοντά προς τον εχθρό και κρατήσαμε τις θέσεις μας, έχοντας δεξιά και αριστερά άλλα φιλικά τμήματα. Κατά το μεσημέρι ο λοχαγός Μαυραγάνης μου λέει: «Θα επιτεθεί η διμοιρία μου κατά εχθρικής τοποθεσίας. Το πυροβολικό μας έριξε μερικές εύστοχες βολές. Τα άλλα γειτονικά τμήματα δεν κινήθηκαν και μας υπεστήριξαν δια πυρών. Ένας παλιός λοχαγός της Μ. Ασίας δίπλα μας, έφεδρος εκ μονίμων, ο Γ. Καπετσώνης είχε δισταγμούς για την επιτυχία του εγχειρήματος. Έτσι είχε λεχθεί. Με την κραυγή «αέρα» εξορμήσαμε με μικρά άλματα ή έρποντας με την κοιλιά προς τα εμπρός. Το τι «ξέρασε» η ορεινή αυτή τοποθεσία εναντίον μας δεν λέγεται. Νομίζω πως τα όπλα ευθυτενούς τροχιάς (πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τυφέκια) είναι πιο φονικά, εν συγκρίσει προς τον κανονιοβολισμό. Από τα πρώτα βήματα κιόλας ακούστηκαν κραυγές πόνου. Σε μια στιγμή μου λέει ο Μαυραγάνης: «Θα προχωρήσω από εδώ» και κινήθηκε αμέσως λοξά αριστερά. «Εγώ», του είπα, «θα προχωρήσω από εκεί» και κινήθηκα εμπρός και κάπως δεξιά. Είχα δει μια ελαφρότατη έξαρση του εδάφους. Ίσως είχα απλώς μια έμπνευση. Σε λίγα λεπτά ακούω από στόμα σε στόμα: «Ο λοχαγός βαρέθηκε». Εφώναξα: «Πάρτε τον, μωρέ!». Τον πήραν δυο στρατιώτες και τον τραβούσαν προς τα πίσω. Αμέσως μια νέα ριπή τον ξαναχτύπησε. Η Μοίρα τον είχε σημαδέψει για πάντα. Σκοτώθηκε επί τόπου. Οι τραυματιοφορείς δεν έπαθαν τίποτα.
Το στόμα μου είχε γεμίσει χολή. Με την παραμικρή κίνηση το μέρος θεριζόταν με διασταυρούμενα πυρά. Ήταν πολύ πικρή και αιματοβαμμένη κείνη η μέρα. Πίσω και δεξιά μου ήταν ένας πολυβολητής. Είχε στηρίξει το πολυβόλο του σε τρίποδα και έριχνε. Πριν ακόμα σκοτεινιάσει τον συνεβούλευσα να βάλει στο πολυβόλο του τον φλογοκρύπτη. Μια στιγμή άκουσα ένα «τακ-τακ» και ευθύς αμέσως ένα ρόγχο. Ο πολυβολητής δεν ξαναμίλησε. Οι Ιταλοί τον είχαν επισημάνει και κυριολεκτικά τον «εξετέλεσαν» με δύο σφαίρες. Όταν νύχτωσε καλά, γυρίσαμε πίσω με τους νεκρούς και τους τραυματίες. Σε ένα 24ώρο χάσαμε δυο μόνιμους αξιωματικούς διοικητάς του 9ου Λόχου του 36ου συντάγματος πεζικού και πολλούς στρατιώτες. Από τότε ο λόχος διοικήθηκε από εφέδρους αξιωματικούς. Διοικητής ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Ν. Σταματόπουλος, αγρονόμος. Διμοιρίτες οι έφεδροι ανθυπασπισταί: Νίκος Καρκάνης, δάσκαλος από την Ομβριακή Δομοκού, Τάκης Καλτσάς, απόφοιτος Γυμνασίου από την Δυτ. Φθιώτιδα, Ευαγγελίου, δάσκαλος από το Λιανοκλάδι και εγώ.
Στις μάχες των ημερών αυτών, στις αρχές Δεκεμβρίου στο 669 και την συνεχόμενη οροσειρά έπεσαν πολλοί δικοί μας, ο ανθός της Ρούμελης και της Ηπείρου, ιδίως. Εκεί σκοτώθηκε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Δ. Πετρόπουλος από την Ιτέα Παρνασσίδος, ένα σεμνό παλληκάρι. Μόνο το απόσπασμα του αντισυνταγματάρχου Γ. Παπαγεωργίου από δύο τάγματα αρχικά, εν συνδυασμό και με το δικό μας τάγμα εν συνεχεία, είχε σε τρεις επιθέσεις κατά του υψώματος 669 στις 28/11, 2/12 και 3/12, σύνολον εκτός μάχης ανδρών περί τους πεντακοσίους (βλ. Γ.Ε.Σ. «Ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Η Ελληνική αντεπίθεση, σελίδα 99, 132 και 133).
Δυο μέρες όλη η γραμμή του μετώπου, από τον κάμπο αριστερά μέχρι όσο ακούγαμε δεξιά, έμεινε σε ακινησία ενώ ετοιμαζόμαστε για επίθεση. Απέναντι και στα 200 περίπου μέτρα είδα το απόγευμα Ιταλούς να εμφανίζονται διαδοχικά σε ένα ανάχωμα και αμέσως να πηδάνε με ταχύτητα, σε χαράκωμα προφανώς. Ήμουνα αρκετά καλός σκοπευτής. Δεν πήρα αυτόματο γιατί έχει διασπορά. Στήριξα τους αγκώνες μου σε ένα προπέτασμα, κράτησα γερά το Μάνλιχερ και σκόπευσα σταθερά στο σημείο που διεγράφοντο οι Ιταλοί για μια στιγμή και εχάνοντο. Πίεσα ελαφρά την πρώτη σκάλα της σκανδάλης και περίμενα. Μόλις φάνηκε η σκιά, πυροβόλησα. Ήθελα να εκδικηθώ, ήθελα να σκοτώσω.
Κάτω απ’ αυτές και άλλες παρόμοιες συνθήκες, καθ΄ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας, δεν ζήτησα τη βοήθεια της Παναγίας. Έκρινα ότι ήταν αντιχριστιανικό να επικαλεστώ τη Θεία βοήθεια τη στιγμή που μαχόμεθα σκληρά Χριστιανοί κατά Χριστιανών. Παρά τον δίκαιο αγώνα μας, εθεώρησα ότι έπρεπε να αφήσωμε το Θεό μακριά από τα ανθρώπινα. Δύσκολο ίσως είναι να εξηγήσω λογικά τη στάση μου. Παράλληλα, είναι γεγονός πως το θρησκευτικό συναίσθημα αναπτύχθηκε τότε πάρα πολύ και πως η πίστη έδινε μεγάλη δύναμη. Πολλοί μάλιστα έβλεπαν το όραμα της Παναγίας και η «παρουσία» της ήταν ένα μυστήριο, παρήγορο καταφύγιο.
Απέναντι μας στα 5-10 μέτρα κείτονταν νεκροί Ιταλοί. Δικοί μου τους έψαξαν ένα βράδυ. Τους πήραν ρολόγια και ότι άλλο βρήκανε. Σε μένα φέρανε ένα χάρτη της Βορείου Ηπείρου και Αλβανίας, που πάρα πολύ μου χρησίμευσε και κάποιες φωτογραφίες. Τις κοίταξα για να περάσει η ώρα. Θυμάμαι σαν τώρα μια από αυτές που έδειχνε μια ωραία γυναίκα. Κρατούσε μπροστά στο στήθος της μια μεγάλη ανθοδέσμη και στέκονταν έχοντας τη θάλασσα μπροστά της, πιθανώς την Αδριατική. Η κίνηση, προ παντός η έκφραση του προσώπου της, έδειχνε μια γλυκιά προσμονή. Όχι, δεν θα υποδεχόταν ποτέ τον αγαπημένο της. Βρισκόταν εκεί, σκεπασμένος με μια κουβέρτα, τροφή ίσως στα κοράκια ή τους λύκους. «Πόλεμος πατήρ πάντων».
Το πλιάτσικο στους νεκρούς Ιταλούς ήταν γεγονός. Μια μέρα, σε άλλο μέρος μου έφεραν έναν Ιταλό αιχμάλωτο, μετά από δράση περιπόλου. Ήταν λεβέντης, γεροδεμένος, ψηλός, γελαστός, ευγενής, ξανθός, ίσως βόρειος. Θέλησε κάποιος να του πάρει το ρολόι και άλλα μικροπράγματα. Οι άλλοι τον έβρισαν. Τον χαιρέτησα δια χειραψίας με εγκαρδιότητα, τον εμψύχωσα και τον έστειλα στα μετόπισθεν.
Τις νύχτες δούλευαν απέναντι μας σκαπανικά εργαλεία. Τούτο μας έδινε την εντύπωση πως οι Ιταλοί οχυρώνονταν καλύτερα. Στην πραγματικότητα με την κάλυψη αυτού του θορύβου ο εχθρός απέσυρε από εκεί τις δυνάμεις του (πυροβόλα, ζώα, εφοδιασμούς, κλπ.), εγκατέλειψε την τοποθεσία, ανατίναξε τις γέφυρες και βρέθηκε 50 περίπου χιλιόμετρα, καθώς απεδείχθη, βορειότερα. Την Τρίτη μέρα που βγήκαν περίπολοι, η τοποθεσία ήταν έρημη από Ιταλούς. Διατρέξαμε το πεδίο της μάχης. Μόνιμα πολυβολεία, προφανώς κατασκευασμένα απ’ τον καιρό της ειρήνης, σάκκοι με άμμο, θυρίδες από τις οποίες πυροβολούσαν ακίνδυνα, απρόσιτες από χαράδρες φωλιές αυτομάτων όπλων, κάλυκες οβίδων, τροφίμων εγκαταλειμμένα και νεκροί, πολλοί νεκροί. Ένα σκηνικό φρίκης.
Διοικητής του συντάγματός μας ήταν, ‘όπως ήδη σημείωσα, ο αντισυνταγματάρχης πεζικού Ι. Δημοκωστούλας. Ορίσθηκε διοικητής με την επιστράτευση. Κατά το πρώτο δίμηνο του πολέμου (δεν γνωρίζω τι έγινε κατόπιν) το 36ο σύνταγμα δεν έλαβε μέρος σε μάχη ως ενιαία μονάς δηλαδή με όλα τα συντάγματα του συγχρόνως. Ήταν, για λόγους που δεν γνωρίζω και δεν μπορώ να κρίνω, διεσπαρμένο. Αν δεν κάνω λάθος, το ΙΙΙ τάγμα, στο οποίο ανήκα, δεν συνεπολέμησε μέχρι τέλους Δεκεμβρίου, ούτε με το ένα ούτε με το άλλο από τα τάγματα του 36ου συντάγματος. Αντιθέτως είχαμε πάντοτε στο πλευρό μας λόχους του 42ου συντάγματος. Για τους λόγους αυτούς οφείλω να ομολογήσω ότι δεν απέκτησα μεγάλη ψυχική επαφή με την ηγεσία του 36ου συντάγματος, αλλά και με την ίδια την μονάδα μου.
Απ’ τον καιρό της ειρήνης υπηγόμην στο 42ο σύνταγμα (Ευζώνων). Διοικητής μας ήταν ο συνταγματάρχης πεζικού Ιππ. Παπαδημητρόπουλος. Αν δεν είχα φύγει το καλοκαίρι του ’40 για τα Σέρβια για αντιαρματικά έργα στα στενά της Πόρτας (αλήθεια, έβλεπε μακριά το Γενικό Επιτελείο Στρατού) το πιθανότερο είναι ότι θα ακολουθούσα το 42ο σύνταγμα στη προκαλυπτική αποστολή του στην Ήπειρο. Στο σύνταγμα αυτό υπηρετούσαν πολλοί συνάδελφοι και φίλοι αλλά και νέα παιδιά, ενώ στο 36ο σύνταγμα κατετάγησαν έφεδροι παλαιών κλάσεων. Οι συναισθηματικές αυτές αιτίες, αλλά και οι κοινές με το 42ο σύνταγμα μάχες με είχαν δέσει ψυχικά πιο πολύ με τη μονάδα αυτή.
Ο Διοικητής του 42ου συντάγματος ήταν συμπαθής, σώφρων και όσο μπορώ να κρίνω και ικανός πολεμιστής. Το σύνταγμα, υπό την διοίκηση του Ιππ. Παπαδημητροπούλου, εντεταγμένο στην θρυλική VIII μεραρχία υπό τον υποστράτηγο Χαρ. Κατσιμήτρο εξετέλεσε με επιτυχία την αποστολή του τις πρώτες δύσκολες μέρες του πολέμου και εκέρδισε, νομίζω δίκαια, τον στέφανο της τιμής και της δόξας.
Στην οροσειρά όπου και το ύψωμα 669 ο διοικητής αντικατεστάθη, διότι ως ελέχθη τότε εισηγήθηκε πλευρική και όχι κατά μέτωπον επίθεση. Και είναι μεν γεγονός ότι επεβάλλετο η ταχεία ανατροπή του εχθρού, αλλά και ότι τελικώς η τοποθεσία έπεσε ύστερα από υπερκέραση (πλευρική επίθεση) και με πολλές απώλειες.
Οπωσδήποτε κρίσεις για τυχόν σφάλματα ηγητόρων δεν επιχειρώ, ούτε είμαι σε θέση να κάμω. Τα δύο συντάγματα πεζικού, το 42ο και το 36ο, αποκαλούνται ακόμα και σήμερα «αδέρφια». Πραγματικά, είναι συντάγματα της ίδιας περιοχής, επανδρωμένα και τα δύο από άνδρες των ίδιων Νομών Φθιώτιδος – Φωκίδος, Ευρυτανίας και Βοιωτίας. Ξεκίνησαν από τη Λαμία και πολέμησαν μαζί. Ο χαρακτηρισμός συνεπώς ως «αδέρφια» συνταγμάτων, είναι εύλογος. Το 42ο σύνταγμα (Ευζώνων) είχε φήμη ήδη προ του πολέμου. Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι ο συνταγματάρχης πυροβολικού Δημ. Ψάρρος στην ανταρκτική μονάδα που συνεκρότησε κατά την Κατοχή στη Ρούμελη έδωσε τον τίτλο «5/42» σύνταγμα.
Τα συντάγματα έχουν την ιστορία τους όπως και οι άνθρωποι. Εκεί στο χωριό μας, όταν ήμουνα ακόμα πολύ νέος, διηγούντο οι παλαιότεροι ιστορίες από τη δράση του 42ου συντάγματος στη Μ.Ασία. Θυμάμαι ακόμα πως μεταξύ των άλλων είχε υπηρετήσει στη μονάδα αυτή υπό τον γενναίον και ικανόν στρατιωτικόν ηγήτορα Ν. Πλαστήραν ο συγχωριανός μου Νίκος Κώτσιας. Είχε ωραία μαλλιά, πάντοτε καλοχτενισμένα και μουστάκι λεβέντικο. Έπαιζε επαγγελματικά ωραίο κλαρίνο και στους γάμους, στις γιορτές (Άη-Λιώς, Παναγίας) κλπ., σκόρπιζε τις ωραίες νότες του και χάλαγε ο κόσμος απ’ το χορό στην πλατεία.
Το 1940 υπηρετούσε στα οχυρά ο γιός του γερό-Νίκου, Λουκάς Κωτσιάς. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, τον Απρίλιο του ’41, ο Λουκάς δεν επέστρεψε, ούτε έγινε γνωστό αν σκοτώθηκε. Κανείς δεν ήξερε κάτι γι’ αυτόν. Εύλογα λοιπόν φερόταν σαν σκοτωμένος, πάντως σαν αγνοούμενος. Ο πατέρας του, που σκορπούσε την ψυχαγωγία στα πανηγύρια, κρέμασε το κεφάλι του. Ήταν κατοχή, χρόνια δύστυχα, δεν ήξερες από ποιόν να φυλαχτείς, απ’ τον Γερμανό, τον Ιταλό, τον Έλληνα καταδότη ή τον Έλληνα αντάρτη που η κομμουνιστική ηγεσία του τον εξέτρεψε του πατριωτικού σκοπού.
Έτσι συχνά ο παλιός πολεμιστής της Μ. Ασίας και πατέρας αγνοουμένου πολεμιστού των οχυρών του ’41 έπιανε μια άκρη σε κάτι φτωχοκτήματα που είχε κοντά στη Φροξυλιά ( μια πηγή στον Παρνασσό) και έπαιζε το κλαρίνο. Τώρα όμως τα τραγούδια του ήταν πόνος και θρήνος. Ώσπου έγινε θαύμα και όταν ήρθε το Νοέμβριο του ’44 η III ορεινή ταξιαρχία «Ρίμινι», επέστρεψε και ο Λ. Κώτσιας, στρατιώτης αυτής της ένδοξης μονάδος. Όλοι χαρήκαμε, γιατί τότε – όπως και σήμερα- τα χωριά είχαν σύμπνοια και «κοινότητα» αισθημάτων. Ο πατέρας του έζησε αρκετά χρόνια και ο Παρνασσός αντιλάλησε πάλι χαρούμενα από το κλαρίνο.
Για να επανέλθω στο θέμα μου, είναι νομίζω φυσικό, αλλά και σκόπιμο, η παράδοση των ενδόξων μονάδων να μη σβήνει ποτέ. Απεναντίας να ενισχύεται για να χρησιμεύει σαν πηγή υψηλού ηθικού και υπερηφάνειας.
Συνεχίζεται …
Ο Ηλ.Ηλιού στο βιβλίο του «Το μήνυμα του Θουκιδίδη», σελ 249, μιλεί για «αγριανθρωπισμούς και (μη αναγκαίες; ) ωμότητες της ηγεσίας του
Ε.Α.Μ.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.