Ο Χρόνης ήταν αλλόφερτος στη Μενδενίτσα και
ξενοχωρίτης. Ποτέ δεν έβγαλε ταυτότητα που να μαρτυράει τη φύτρα του. Λογάριαζε
τον εαυτό του με τους λησμονημένους.....
Το χαμόσπιτο που κοιμόταν τις μέρες της Κατοχής, ένα δωμάτιο και παραδίπλα το γουρνοκούμασο, ήταν στην άκρη του χωριού, στ’ αλώνια, μέσα στις μυγδαλιές του Τσιτσοπέτρου.
Δούλευε σιδεράς και τράβαγε φυσερό στο χαλκιάδικο του Μαστραποστόλη, κάτω απ το φράγκικο κάστρο. Σα γύριζε αποσταμένος σπίτι τα βραδάκια, έβγαινε στην αυλή κι έπαιζε το κλαρίνο. Τούτο το όργανο ήταν ο καημός της πικραμένης του ζωής, ο μόνος συγγενής που γνώριζε.
Ήταν Οκτώβρης του ΄43, σαν μπήκανε οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό. Πιάσανε το Χρόνη και τον δέσανε με τριχιά στον κορμό της μυγδαλιάς, μέσα στην αυλή του σπιτιού. Ακόμα κάπνιζαν τα αποκαΐδια. Γελώντας οι ναζίδες του τρίβανε το μαυριδερό πρόσωπο με πηχτό ασβέστη. Έτσι, για «ν’ ασπρίσει», όπως του εξηγούσαν με σαρκασμό.
Αυτό το ασβέστωμα του άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο πρόσωπο. Τα ’δειχνε με καμάρι και καημό, όλα τα κατοπινά χρόνια.
«Είδης τι μ’ κάνανι τα χτήνη». Κι ακούμπαγε με το δάχτυλο τα σημάδια του.
Σαν άσπρισαν το πρόσωπο του, τον κάθισαν στο πεσμένο αγκωνάρι του μαντρότοιχου. Του δώσανε το καπνισμένο κλαρίνο στα κοκαλιάρικα χέρια. Τον πρόσταξαν να παίξει το εμβατήριο της γερμανικής εισβολής. Η αναπνοή του πάγωσε, τα δάχτυλα δεν έβρισκαν τις τρύπες του κλαρίνου. Αυτός που τις μαύρες εκείνες μέρες έπαιζε λυπητερούς σκοπούς και μοιρολόγια και γλύκαινε την πίκρα της Κατοχής, δεν θα το άντεχε αυτό το ρεζιλίκι..
Συνήλθε γρήγορα απ’ τη ταραχή. Τον πήραν τα κλάματα κι΄ άρχισε να παίζει πνιχτά την ιτιά. Με την παλιά ιτιά, τη χιλιοτραγουδισμένη, άρχιζε πάντα στις παρέες που τον καλούσαν στις γιορτάδες. Την είχε ακούσει απ τον Κώστα Καραγιάννη στο αλογοπάζαρο του Δαδιού και του πήρε τα βέρσα και τα πατήματα. Τούτος ο σκοπός με τα πολλά τσακίσματα, έβγαινε από τις τρύπες του κλαρίνου κάθε φορά που μάτωνε η καρδούλα του και γύρευε ξαλαφραμό. Μια ξενιτιά τον παίδευε και την έπνιγε μες τα μινόρε της ψυχής του.
Ο επικεφαλής του άστραψε δυο χαστούκια και τον ξανάδεσε στον κορμό της μυγδαλιάς. Πήρε το κλαρίνο απ’ τα χέρια του Χρόνη, έβαλε φωτιά και το ’καψε μπροστά στα μάτια του. Μέχρι που απόμεινε στάχτη και οι νότες πέταξαν στον ουρανό.
Το άλλο πρωί τον βρήκε μισοπεθαμένο και τον έλυσε ο μπάρμπα Πάστρας, που πέρναγε από εκεί με τα μανάρια του χωριού.
Σαν του κάψανε το κλαρίνο ο Χρόνης μοιρολογούσε κι έκλαιγε απαρηγόρητος. Τ΄ απόβραδο έβγαινε στη μικρή αυλή κι αφουγκράζονταν τους ψίθυρους της νύχτας. Έπαιρνε το μονοπάτι για τον Αι Αντώνη, μεριά απ’ όπου φύγανε οι Γερμανοί μετά το κάψιμο του χωριού και φώναζε:
«Το κλαρίνο, να μ’ το φέρετι πίσω, χτήνη».
Κόντευε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Χρόνης είχε μαζέψει αγριολούλουδα απ’ τον Αμπελόβραχο για τον επιτάφιο και ξεροστάλιαζε στην πόρτα, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα του Αι Γιώργη. Πέρασε απ’ έξω ο Γιάννης της Σταντίκως, άκουσε τους αναστεναγμούς του Χρόνη για το καμένο κλαρίνο και βάλθηκε να τον παρηγορήσει:
«Έχει ο θεός ρε Χρόνη »
Γούρλωσε τότε τ’ αθώα μάτια ο Χρόνης και τον αφόπλισε:
«Έχει ο θεός κλαρίνα ρε Γιαννάκο; ».
Άρχισε ο εμφύλιος κι ο Χρόνης σκιάζονταν. Πούθε να φυλαχτεί και πού να κουρνιάσει; Τα μαχαίρια σφάζανε το ίδιο σκληρά, όποιος κι΄ αν τα κρατούσε. Νόμιζε πως κάποιος απ’ αυτούς που ήταν στο χωριό ή κάποιος από εκείνους που κατέβαιναν τη νύχτα απ’ το βουνό, θα του έβρισκε κάποια ενοχή για να τον ξαποστείλει.
Με τα πόδια, πέντε ώρες δρόμο, έφτασε στη Λαμία που μύριζε φοβέρες και στέρηση. Σα βολεύτηκε στην καρβουναποθήκη του Δρόσου, πήρε τις ρούγες και ζητιάνευε στα σοκάκια της άγνωστης πολιτείας. Είχε μοιράσει τις γειτονιές με τις μέρες.
Γυμνασιόπαιδο τότες τον έβλεπα συχνά. Κάθε Σαββατόβραδο, σαν έπεφτε το σούρουπο ξεπρόβαλε μέσα απ’ τα στενά, στις Εφτά Βρύσες. Έμπαινε στην οδό Ναυαγών από τη μεριά που βρίσκονταν τα σπίτια με τις «παστρικιές». Μια ισχνή σκιά, που τη μέρα ο ήλιος δεν κατόρθωνε να τη βρει και να την αποτυπώσει στους τοίχους.
Περπατούσε με δύσκολο και αργό βήμα, ανάμεσα στα τσαγκαράδικα, τα ραφεία και τα υπόγεια καπηλειά. Σκόνταφτε συχνά πάνω στα μισοφαγωμένα πεζοδρόμια. Χάζευε τα λιγοστά λαμπιόνια που μόλις είχε ανάψει ο υπάλληλος της Δημαρχίας.
Φορούσε τη λιγδωμένη του τραγιάσκα λιγάκι αναγερτά, «μονόπλευρα σαν τη σκρόφα τη ζωή». Έτσι το άκουσε κάπου και το επαναλάμβανε ο καψερός, όταν τον περιγελούσαν.
Έδενε το ντρίλινο παντελόνι μ΄ ένα κομμάτι σπάγκο, σαν αυτόν που δένουν τα γιομάτα τσουβάλια οι έμποροι. Του το έδωσαν, αντί για κέρματα, μια μέρα που ζητιάνευε στους αλευρόμυλους του Μουζέλη.
Τα παπούτσια του άζευγα κι αταίριαστα. Φορούσε δυο δεξιά παλιοπάπουτσα που τον δυσκόλευαν και τον ταλαιπωρούσαν. Του τα χάρισε η κυρά Χαρίκλεια, όταν της χτύπησε την πόρτα ψηλά στο λόφο του Αγίου Λουκά.
Συνέχιζε από πόρτα σε πόρτα, με το χέρι απλωμένο και το ταπεινό βλέμμα χαμηλωμένο προς τη γη. Έπαιρνε τα μαγαζιά με τη σειρά.
Το τσαγκάρικο του Παρδάλη, το ραφείο του Κάπα, το επιδιορθωτήριο του Ζήση Μπαλαντά. Ύστερα το φοντιατζίδικο του μπάρμπα Γιαννάκου κι έβγαινε από την άλλη άκρη, στο «υποδηματοθεραπευτήριο» του Τάκη Σκάρλα.
Δύστροπες μέρες, άνθρωποι φαρμακωμένοι και πονεσιάρηδες, ποτέ δεν έδιωχναν απ την πόρτα τους το Χρόνη. Ο μπάρμπα Γιαννάκος, ακόμα και όταν είχε τα νεύρα του, έλεγε και ένα λόγο που να θύμιζε τα περασμένα:
«Θυμάσαι ρε Χρόνη, τότε στη Κατοχή;».
Μα απόκριση δε λάβαινε. Η φωνή δεν έβγαινε από μέσα, είχε στοιχειώσει απ τα βάσανα μέσα στην ψυχούλα του. Χαμήλωνε με ταπεινοσύνη το βλέμμα σαν έκλεινε στο χέρι το κέρμα που του έδινε «ο αδερφός του ο Γιαννάκος». Έτσι τον αποκαλούσε σαν ήταν νιος και παλικάρι.
Ζυγιαζότανε καλά μην πέσει κατά γης απ’ την ντροπή. Και κοντανάσαινε σαν το γέρικο σκυλί, που σώθηκαν τα ψωμιά του και δεν ξέρει αν θα ξημερωθεί.
Χτες με το χιονόνερο, τον βρήκαν ξεπαγιασμένο, πίσω απ’ το γήπεδο στα Γαλανέϊκα.
«Γεια σου ρε Χρόνη, άγιε», ψιθύρισε ο υπάλληλος και τον φόρτωσε στο αυτοκίνητο του Δήμου.
Μ’ ένα παπούτσι στο δεξί ποδάρι, με το τρύπιο παντελόνι και το σκισμένο πουκάμισο χωρίς κουμπιά. Το χέρι του κοκαλωμένο κρατούσε ακόμα σφιχτά δυο νομίσματα, σοδειά του χθεσινού απόβραδου. Έμοιαζε σα ν’ αποχαιρετούσε τους ευεργέτες του. Σα να τους επέστρεφε τα άχρηστα πια νομίσματα της τελευταίας ζητιανιάς.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ
Απ’ το ανέκδοτο μυθιστόρημα «ΝΑ ΦΥΓΩ ΘΕΛΩ»
Το χαμόσπιτο που κοιμόταν τις μέρες της Κατοχής, ένα δωμάτιο και παραδίπλα το γουρνοκούμασο, ήταν στην άκρη του χωριού, στ’ αλώνια, μέσα στις μυγδαλιές του Τσιτσοπέτρου.
Δούλευε σιδεράς και τράβαγε φυσερό στο χαλκιάδικο του Μαστραποστόλη, κάτω απ το φράγκικο κάστρο. Σα γύριζε αποσταμένος σπίτι τα βραδάκια, έβγαινε στην αυλή κι έπαιζε το κλαρίνο. Τούτο το όργανο ήταν ο καημός της πικραμένης του ζωής, ο μόνος συγγενής που γνώριζε.
Ήταν Οκτώβρης του ΄43, σαν μπήκανε οι Γερμανοί και κάψανε το χωριό. Πιάσανε το Χρόνη και τον δέσανε με τριχιά στον κορμό της μυγδαλιάς, μέσα στην αυλή του σπιτιού. Ακόμα κάπνιζαν τα αποκαΐδια. Γελώντας οι ναζίδες του τρίβανε το μαυριδερό πρόσωπο με πηχτό ασβέστη. Έτσι, για «ν’ ασπρίσει», όπως του εξηγούσαν με σαρκασμό.
Αυτό το ασβέστωμα του άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο πρόσωπο. Τα ’δειχνε με καμάρι και καημό, όλα τα κατοπινά χρόνια.
«Είδης τι μ’ κάνανι τα χτήνη». Κι ακούμπαγε με το δάχτυλο τα σημάδια του.
Σαν άσπρισαν το πρόσωπο του, τον κάθισαν στο πεσμένο αγκωνάρι του μαντρότοιχου. Του δώσανε το καπνισμένο κλαρίνο στα κοκαλιάρικα χέρια. Τον πρόσταξαν να παίξει το εμβατήριο της γερμανικής εισβολής. Η αναπνοή του πάγωσε, τα δάχτυλα δεν έβρισκαν τις τρύπες του κλαρίνου. Αυτός που τις μαύρες εκείνες μέρες έπαιζε λυπητερούς σκοπούς και μοιρολόγια και γλύκαινε την πίκρα της Κατοχής, δεν θα το άντεχε αυτό το ρεζιλίκι..
Συνήλθε γρήγορα απ’ τη ταραχή. Τον πήραν τα κλάματα κι΄ άρχισε να παίζει πνιχτά την ιτιά. Με την παλιά ιτιά, τη χιλιοτραγουδισμένη, άρχιζε πάντα στις παρέες που τον καλούσαν στις γιορτάδες. Την είχε ακούσει απ τον Κώστα Καραγιάννη στο αλογοπάζαρο του Δαδιού και του πήρε τα βέρσα και τα πατήματα. Τούτος ο σκοπός με τα πολλά τσακίσματα, έβγαινε από τις τρύπες του κλαρίνου κάθε φορά που μάτωνε η καρδούλα του και γύρευε ξαλαφραμό. Μια ξενιτιά τον παίδευε και την έπνιγε μες τα μινόρε της ψυχής του.
Ο επικεφαλής του άστραψε δυο χαστούκια και τον ξανάδεσε στον κορμό της μυγδαλιάς. Πήρε το κλαρίνο απ’ τα χέρια του Χρόνη, έβαλε φωτιά και το ’καψε μπροστά στα μάτια του. Μέχρι που απόμεινε στάχτη και οι νότες πέταξαν στον ουρανό.
Το άλλο πρωί τον βρήκε μισοπεθαμένο και τον έλυσε ο μπάρμπα Πάστρας, που πέρναγε από εκεί με τα μανάρια του χωριού.
Σαν του κάψανε το κλαρίνο ο Χρόνης μοιρολογούσε κι έκλαιγε απαρηγόρητος. Τ΄ απόβραδο έβγαινε στη μικρή αυλή κι αφουγκράζονταν τους ψίθυρους της νύχτας. Έπαιρνε το μονοπάτι για τον Αι Αντώνη, μεριά απ’ όπου φύγανε οι Γερμανοί μετά το κάψιμο του χωριού και φώναζε:
«Το κλαρίνο, να μ’ το φέρετι πίσω, χτήνη».
Κόντευε το μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Χρόνης είχε μαζέψει αγριολούλουδα απ’ τον Αμπελόβραχο για τον επιτάφιο και ξεροστάλιαζε στην πόρτα, ώσπου να χτυπήσει η καμπάνα του Αι Γιώργη. Πέρασε απ’ έξω ο Γιάννης της Σταντίκως, άκουσε τους αναστεναγμούς του Χρόνη για το καμένο κλαρίνο και βάλθηκε να τον παρηγορήσει:
«Έχει ο θεός ρε Χρόνη »
Γούρλωσε τότε τ’ αθώα μάτια ο Χρόνης και τον αφόπλισε:
«Έχει ο θεός κλαρίνα ρε Γιαννάκο; ».
Άρχισε ο εμφύλιος κι ο Χρόνης σκιάζονταν. Πούθε να φυλαχτεί και πού να κουρνιάσει; Τα μαχαίρια σφάζανε το ίδιο σκληρά, όποιος κι΄ αν τα κρατούσε. Νόμιζε πως κάποιος απ’ αυτούς που ήταν στο χωριό ή κάποιος από εκείνους που κατέβαιναν τη νύχτα απ’ το βουνό, θα του έβρισκε κάποια ενοχή για να τον ξαποστείλει.
Με τα πόδια, πέντε ώρες δρόμο, έφτασε στη Λαμία που μύριζε φοβέρες και στέρηση. Σα βολεύτηκε στην καρβουναποθήκη του Δρόσου, πήρε τις ρούγες και ζητιάνευε στα σοκάκια της άγνωστης πολιτείας. Είχε μοιράσει τις γειτονιές με τις μέρες.
Γυμνασιόπαιδο τότες τον έβλεπα συχνά. Κάθε Σαββατόβραδο, σαν έπεφτε το σούρουπο ξεπρόβαλε μέσα απ’ τα στενά, στις Εφτά Βρύσες. Έμπαινε στην οδό Ναυαγών από τη μεριά που βρίσκονταν τα σπίτια με τις «παστρικιές». Μια ισχνή σκιά, που τη μέρα ο ήλιος δεν κατόρθωνε να τη βρει και να την αποτυπώσει στους τοίχους.
Περπατούσε με δύσκολο και αργό βήμα, ανάμεσα στα τσαγκαράδικα, τα ραφεία και τα υπόγεια καπηλειά. Σκόνταφτε συχνά πάνω στα μισοφαγωμένα πεζοδρόμια. Χάζευε τα λιγοστά λαμπιόνια που μόλις είχε ανάψει ο υπάλληλος της Δημαρχίας.
Φορούσε τη λιγδωμένη του τραγιάσκα λιγάκι αναγερτά, «μονόπλευρα σαν τη σκρόφα τη ζωή». Έτσι το άκουσε κάπου και το επαναλάμβανε ο καψερός, όταν τον περιγελούσαν.
Έδενε το ντρίλινο παντελόνι μ΄ ένα κομμάτι σπάγκο, σαν αυτόν που δένουν τα γιομάτα τσουβάλια οι έμποροι. Του το έδωσαν, αντί για κέρματα, μια μέρα που ζητιάνευε στους αλευρόμυλους του Μουζέλη.
Τα παπούτσια του άζευγα κι αταίριαστα. Φορούσε δυο δεξιά παλιοπάπουτσα που τον δυσκόλευαν και τον ταλαιπωρούσαν. Του τα χάρισε η κυρά Χαρίκλεια, όταν της χτύπησε την πόρτα ψηλά στο λόφο του Αγίου Λουκά.
Συνέχιζε από πόρτα σε πόρτα, με το χέρι απλωμένο και το ταπεινό βλέμμα χαμηλωμένο προς τη γη. Έπαιρνε τα μαγαζιά με τη σειρά.
Το τσαγκάρικο του Παρδάλη, το ραφείο του Κάπα, το επιδιορθωτήριο του Ζήση Μπαλαντά. Ύστερα το φοντιατζίδικο του μπάρμπα Γιαννάκου κι έβγαινε από την άλλη άκρη, στο «υποδηματοθεραπευτήριο» του Τάκη Σκάρλα.
Δύστροπες μέρες, άνθρωποι φαρμακωμένοι και πονεσιάρηδες, ποτέ δεν έδιωχναν απ την πόρτα τους το Χρόνη. Ο μπάρμπα Γιαννάκος, ακόμα και όταν είχε τα νεύρα του, έλεγε και ένα λόγο που να θύμιζε τα περασμένα:
«Θυμάσαι ρε Χρόνη, τότε στη Κατοχή;».
Μα απόκριση δε λάβαινε. Η φωνή δεν έβγαινε από μέσα, είχε στοιχειώσει απ τα βάσανα μέσα στην ψυχούλα του. Χαμήλωνε με ταπεινοσύνη το βλέμμα σαν έκλεινε στο χέρι το κέρμα που του έδινε «ο αδερφός του ο Γιαννάκος». Έτσι τον αποκαλούσε σαν ήταν νιος και παλικάρι.
Ζυγιαζότανε καλά μην πέσει κατά γης απ’ την ντροπή. Και κοντανάσαινε σαν το γέρικο σκυλί, που σώθηκαν τα ψωμιά του και δεν ξέρει αν θα ξημερωθεί.
Χτες με το χιονόνερο, τον βρήκαν ξεπαγιασμένο, πίσω απ’ το γήπεδο στα Γαλανέϊκα.
«Γεια σου ρε Χρόνη, άγιε», ψιθύρισε ο υπάλληλος και τον φόρτωσε στο αυτοκίνητο του Δήμου.
Μ’ ένα παπούτσι στο δεξί ποδάρι, με το τρύπιο παντελόνι και το σκισμένο πουκάμισο χωρίς κουμπιά. Το χέρι του κοκαλωμένο κρατούσε ακόμα σφιχτά δυο νομίσματα, σοδειά του χθεσινού απόβραδου. Έμοιαζε σα ν’ αποχαιρετούσε τους ευεργέτες του. Σα να τους επέστρεφε τα άχρηστα πια νομίσματα της τελευταίας ζητιανιάς.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ
Απ’ το ανέκδοτο μυθιστόρημα «ΝΑ ΦΥΓΩ ΘΕΛΩ»
Υπέροχο.....
ΑπάντησηΔιαγραφή