Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Παρασκευή 22 Νοεμβρίου....ΑΜΦΙΚΛΕΙΑ: Έφυγε από την ζωή ο Γιώργος Τσαπρούνης σε ηλικία 45 ετών….......

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

ΟΤΑΝ ΕΝΑ ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΑΤΕΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ FR.GOYA.


Η παιδική μνήμη, καταγράφει με ακρίβεια, στα μυστικά και ανεξερεύνητα κυτία τών εγκεφαλικών νευρώνων, τις εντυπώσεις και αναμνήσεις, πού μέλλεται, διά βίου, να μείνουν εκεί και να εμφανίζονται, απροσδόκητα, σε βάθος χρόνου.....
 Έτσι, ο αγαπητός μας συμπατριώτης, Λευτέρης Ν. Χρέμος, ευρισκόμενος μακριά, από τήν μικρή πόλη και Πατρίδα, πού μεγάλωσε, αλλά δεν ελησμόνησε, βλέποντας, τον πίνακα τού F. Goya, αθέλητα τον συνέδεσε, με το μισοφωτισμένο υπόγειο Σιδηρουργείο, τής Ελατείας, όπου, αποτύπωσε στήν νεανική του μνήμη, πώς δενότανε το ατσάλι, με τήν σφυρηλάτηση, τήν φωτιά, το νερό, τον βόρακα, τόν Ρυθμό τής βαριάς και τού σφυριού, πού έδιναν και το νόημα τού Χρόνου, στήν μικρή κοινωνία και σε μάς επίσης. Διαβάστε το εξαίρετο κείμενό του.

ΣΙΔΗΡΟΥΡΓΕΙΟ ΣΤΗΝ ΕΛΑΤΕΙΑ ΣΤΑ 19501960.
Στόν κεντρικό δρόμο τής Ελατείας ( Οδός Ελάτου σήμερα, τότε ανώνυμος ), στήν αντικρινή γωνιά, από εκείνη τού σπιτιού μας, απέναντι από το Κουρείο τού Σπύρου ( Πίπη ) Μαγγανά, τήν ταβέρνα τού μπάρμπα Πέτρου Κατσούλα, και δίπλα, στο τσαγκάρικο τού Χλωμίσιου, λειτουργούσε, το Σιδηρουργείο τού μπάρμπα Γιάννη τού Παλάντζα. Ψαρομάλλης και γαλανομάτης, με μέτριο ανάστημα, ήταν ο ιδιοκτήτης και ο αρχιμάστορας. Το εργαστήριο στεγάζονταν, σε ένα παλιό πέτρινο ημιυπόγειο κτίσμα, με πολυκαιρισμένη, κεραμιδωτή σκεπή, χωρίς ταβάνι. Το μοναδικό παράθυρο στο δρόμο, άφηνε λιγοστό φώς, να περάσει από τζάμια, καλυμμένα με στρώματα αιθάλης και σκόνη. Ένα μάλλον χαμηλό, αλλά φουντωτό πεύκο, έγερνε, πάνω από τήν αορίστου χρώματος, ξύλινη πόρτα, πού το άνοιγμα της, κατεβαίνοντας λίγα σκαλοπάτια, οδηγούσε στόν εσωτερικό χώρο. Στόν χώρο αυτόν, κυριαρχούσε μόνιμα, το ημίφως. Τις ηλιόλουστες όμως μέρες, από διάφορες τρύπες και ρήγματα, στη σκεπή, φωτεινές δέσμες, πού μέσα τους, χοροπηδούσαν, αμέτρητα μόρια καρβουνόσκονης, διαπερνούσαν τήν ζοφερή ατμόσφαιρα και άφηναν, τα λαμπερά χνάρια τους, να σέρνονται, στούς τοίχους και το χωμάτινο δάπεδο. Στόν μουτζουρωμενο τοίχο, ακριβώς απέναντι, από τήν πόρτα, ήταν χτισμένο το καμίνι, πάνω απ το οποίο και λίγο δεξιά, στερεωμένο στα δοκάρια τής σκεπής, ήταν ένα μεγάλο δερμάτινο χειροκίνητο φυσερό. Μού φάνταζε σάν κάποιο, προιστορικό τέρας, πού βαριανάσαινε και οι σφυριές, ήταν τα κτυπήματα, τής καρδιάς του ! Πού και πού κόκκινες γλώσσες φωτιάς, ξεπηδούσαν, από το κέντρο τής εστίας, εκεί πού είχαν παραχώσει κομμάτια από σίδηρο, πιασμένα, με μακριές λαβίδες, για να πυρακτωθούν. Ολόγυρα μαύρο κάρβουνο ( bituminous ), ήταν αραδιασμένο, έτοιμο να προσφέρει κι αυτό στήν φωτιά, ενέργεια αποθηκευμένη πρίν εκατομμύρια χρόνια. (100200 και πλέον). Καμιά φορά, ίσως όταν άναβαν, απ' τήν αρχή το σβηστό καμίνι, μαύρος καπνός ξέφευγε, τούφες-τούφες, από τα κεραμίδια έτσι πού νόμιζες ότι σε λίγο, όλη η στέγη θα τυλιχτεί στις φλόγες. Αριστερά κατεβαίνοντας από τήν σκάλα, κάτω από το παράθυρο, ήταν το αμόνι και ολόγυρα, βαριά σφυριά και τσιμπίδες. Δεξιά στόν τοίχο, αραδιασμένα κομμάτια, από σίδερο και τενεκέδες, με βίδες και άλλα διάφορα. Λογής ψαλίδια, τρυπάνια, κλειδιά και ελάσματα, κρέμονταν από καρφιά. Στο πυκνό αυτό ημίφως, με τήν χαρακτηριστική μυρωδιά πίσας, από το κάρβουνο και το πυρακτωμένο ατσάλι, δούλευαν από νωρίς το πρωί και μετά το μεσημεριανό διάλειμμα ώς το βράδυ, ο μπάρμπα Γιάννης, ο βοηθός του, Κουτσοχρήστος και ο παραγιός Γιώργος Βασιλείου ( Σαρλώ ), με τον αδελφό του Γιάννη Βασιλείου, Κόνιαρη . Δεν γνώρισα ο ίδιος τον μάστρο Χρήστο. Στις μέρες μου, τον είχε αντικαταστήσει ο Γιάννης Κορομπίλης. Έχω όμως ακουστα, από τα πιο μεγάλα σε ηλικία αδέρφια μου, ότι ο Χρήστος, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής, με τα παιδιά, γιατί κάθε χρόνο στις Απόκριες σκάρωνε και περιέφερε στούς δρόμους και τις πλατείες τού χωριού, τήν περίφημη Καμήλα. Σάν άλλος Ήφαιστος, ο μπάρμπα Γιάννης και οι βοηθοί του, σφυρηλατούσαν το καυτό σίδερο, με τήν βαριά, πάνω στο αμόνι, ξανά και ξανά, για να τού δώσουν, τήν κατάλληλη μορφή, πάχος και αντοχή. Πού και πού βύθιζαν, το καυτό μέταλλο, σε ένα δοχείο με νερό, πού άφηνε τσιτσιρίζοντας, ένα συννεφάκι ατμού. Οι ταπεινοί αυτοί τεχνίτες τής φωτιάς, δεν δούλευαν, τις πανοπλίες τών Θεών και Ημιθέων. Έργο τους ήταν, τα απλά γεωργικά εργαλεία και κυρίως, τα άροτρα, πού επισκεύαζαν, για να οργώσουν και πάλι, το βαρύ χώμα, για τήν νέα σπορά, στα χωράφια τού Πάνω Κάμπου, τού Βοιωτικού Κηφισού. Πρόσφεραν με τήν τέχνη τους, στήν καλή σοδειά τών δημητριακών, πού έτρεφε τούς κατοίκους και στήριζε, τήν αγροτική οικονομία, τής περιοχής. Η τεχνική πρόοδος, με τήν μεταπολεμική, οικονομική ανακατάταξη, στο κύλισμα τού χρόνου, έκλεισαν τελικά το Εργαστήριο, γύρω στο τέλος τής δεκαετίας τού 1950. Πολλά χρόνια αργότερα στήν πόλη τής Νέας Υόρκης, στο Μουσείο Frick.Collection, στάθηκα ανεπάντεχα, μπροστά στόν πίνακα τού Fransisco de Goya: Τhe Forge ca 1815. Αυτή τήν εικόνα, τήν είχα ζήσει! Αυτούς πού ιδρωκοπούσαν πάνω στο αμόνι, να δώσουν, μορφή στο πυρωμένο μέταλλο, τούς είχα δεί, τούς είχα γνωρίσει! Η μνήμη ζωντανή, με έφερνε πίσω, στα παιδικά μου χρόνια στο Δραχμάνι, στο γειτονικό μας Σιδηρουργείο, τού μπάρμπα Γιάννη τού Παλάντζα...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.