αμέσως μετά το σχόλασμα θα τρέξουν στο σπίτι μόνα τους δίχως παρέα, για να μη καθυστερούν στον δρόμο και για να αποφύγουν τις παρέες που θα τους παρασύρουν σε άλλα μονοπάτια πέραν του διαβάσματος.
Θα πάνε, λοιπόν, μόνα τους κι αμέσως μετά το φαγητό... μελέτη, μελέτη, μελέτη…ΜΟΝΟ! Αυτή είναι η ουσία της ημέρας, της ζωής τους ολόκληρης. Θα βγουν από το σπίτι μόνο την επόμενη μέρα για το σχολείο. Όλα τα μαθήματα-βοηθήματα γίνονται εκεί, για αποφυγή καθυστέρησης αλλά μάλλον περισσότερο για αποφυγή παρέας.
Τα παιδιά αυτά δεν έχουν το δικαίωμα της παρέας, της φιλίας, κι από παιχνίδια ξέρουν μόνο όσα έχουν εκπαιδευτικό χαρακτήρα. Οι κούκλες ή τα αυτοκινητάκια τούς είναι άγνωστα και θα τα αγγίξουν μόνο σε επισκέψεις σε άλλα παιδάκια.
Το έχω πει πολλές φορές και θα το πω άλλη μία. Τα παιδιά δεν φταίνε! Υπάρχει μια κοινωνία, ένας περίγυρος, μια οικογένεια που είναι υπεύθυνοι για πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Όλα είναι μια χαρά κι όμορφα όταν το παιδί αυτό, το «καμάρι», λειτουργεί έτσι από επιλογή του ή έστω από επιλογή άλλων που τελικά έγινε δική του. Τι γίνεται όμως όταν αρχίζει και νιώθει τους γύρω του κατώτερους; Όταν πείθει τον εαυτό του πως ο λόγος που δεν έχει φίλους είναι επειδή δεν έχει κανείς το δικό του επίπεδο;
Όταν κοροϊδεύει και μειώνει τα άλλα παιδιά που δεν εστιάζουν τη σχολική-παιδική ζωή τους μόνο με τους βαθμούς, τους επαίνους και τις διακρίσεις;
Τι γίνεται όταν αυτό το παιδί αρνείται να πάρει μέρος στη παρέλαση του σχολείου μόνο και μόνο γιατί δε κληρώθηκε να μπει στη «εξέχουσα» εξάδα της σημαίας;
Ναι, μπορεί το «καμάρι» να το κάνει αυτό γιατί προφανώς διάβασε στην Ιστορία μόνο τα γράμματα, τις λέξεις, τις ημερομηνίες κι όλα όσα χρειάζονται για να πάρει το «άριστα» αλλά δε μπόρεσε να δει την ουσία της Ιστορίας. Τι κρίμα!
Αυτό που με θυμώνει όμως περισσότερο είναι πως «καμάρι» κι άξιος επαίνου είναι μόνο ο μαθητής που αριστεύει στους βαθμούς. Μόνο. Εάν κάποιος έχει ανέβει σε υψηλό βάθρο σε μια μεγάλη αθλητική διάκριση, εάν έχει ταλέντο στη συγγραφή κι έχει διακριθεί με ένα λογοτεχνικό βραβείο, εάν έχει διαπρέψει σε διαγωνισμό ρομποτικής, το πιο πιθανό είναι να μην αναφερθεί καν. Το πιο πιθανό να μην ειπωθεί τίποτα ούτε στην τάξη του, ούτε στο σχολείο, ούτε πουθενά. Όσο κουράζεται ένα παιδί για να διαβάσει, άλλο τόσο κουράζεται κι εκείνο που θα αθληθεί, που θα ζωγραφίσει, που θα γράψει ένα ποίημα (κι ίσως όχι την «βαρετή» έκθεση του σχολείου) ή που θα κάνει μια δύσκολη κατασκευή.
Όσες φορές κι αν στραφούμε ενάντια στη βαθμοθηρία, άλλες τόσες φορές να ταχθούμε υπέρ της. Είναι το σύστημα έτσι! Ναι, συμφωνώ. Το ίδιο σύστημα όμως δημιουργεί παιδιά εγκλωβισμένα, παιδιά υπερόπτες, παιδιά που νομίζουν πως «αν δεν έχεις το απόλυτο 10 στο δημοτικό, είσαι χαμένος». Παιδιά που δε ζουν την παιδική τους ηλικία, παιδιά που δεν έχουν το χρόνο να γελάσουν, να παίξουν και γιατί όχι, να βαρεθούν. Γιατί αν δε βαρεθούν δε θα βάλουν το μυαλό τους να δουλέψει για να βρουν κάτι να απασχοληθούν ξανά.
Αυτό το σύστημα που είναι γεμάτο κινδύνους για τα παιδιά μας, δε στηρίζει και δεν «καμαρώνει» και για εκείνα τα παιδιά που ξημεροβραδιάζονται στις προπονήσεις, που γεμίζουν τα χέρια τους μπογιές για να πετύχουν τη σωστή ζωγραφιά, που μπορούν και βγάζουν στο χαρτί τις σκέψεις τους με τρόπο μοναδικό, που με μερικά lego φτιάχνουν το ρομπότ- ποδοσφαιριστή.
Λυπάμαι.
Και φοβάμαι μήπως αυτό το σύστημα παρασύρει εμένα και τα παιδιά μου σε ένα ταξίδι που δε θα έχει πουθενά μια Ιθάκη!
Η Δήμητρα Μουλαρά συνεργάζεται και γράφει στο ηλεκτρονικό περιοδικό mothersbird.gr
Γεννήθηκα πριν από μερικά χρόνια σε ένα χωριό του Παρνασσού, το όμορφο Πολύδροσο! Είχα την τύχη να πάω σχολείο την εποχή που οι δάσκαλοι δε μετρούσαν τη διδακτική ύλη με τη σελίδα αλλά με τη γνώση! Έτσι, κατάφερα να μάθω πολλά. Όχι απαραίτητα μόνο αυτά που έλεγαν τα βιβλία, αλλά αυτά που η καρδιά και η ψυχή μου διψούσαν να μάθουν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑργότερα, παρασύρθηκα από τα «πρέπει» κι εγκατέλειψα το χωριό μου για να πάω στην Αθήνα. Δουλεύοντας και κάνοντας καινούριους φίλους προσπάθησα να βάλω χρώμα στο γκρίζο που έβλεπα γύρω μου.
Τα χρόνια πέρασαν κι όταν έκανα τη δική μου οικογένεια κατάφερα μέσα από τα μάτια των παιδιών μου να νιώσω πάλι παιδί. Έπαιξα, τραγούδησα, έμαθα την αλφαβήτα ξανά και πρόσθεση με τα δαχτυλάκια τους. Κατάλαβα πως το πιο ωραίο χρώμα είναι αυτό που σου βάζουν τα παιδιά. Τα αφήνω λοιπόν να μου χρωματίζουν τη ζωή με τις δικές τους εμπειρίες, τις δικές τους επιτυχίες κι αποτυχίες. Τα δικά τους χαμόγελα και τα δικά τους δάκρυα.
Το 2013 έγραψα ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «Το τσαντάκι της αλφαβήτας» το οποίο βγήκε μέσα από το χρώμα των ματιών του Ηλία και της Γεωργίας κι είναι πρώτα από όλους δικό τους!