Διαβάζω πολλά και διάφορα. Δεν το πολυσυνηθίζω να συμμετέχω στον ποικιλότροπο «εορτασμό» αυτής της ημέρας μολονότι σέβομαι το νόημά της. ......
Σήμερα, ξυπνώντας με αυτές τις σκέψεις, μου ήρθε στο μυαλό μια γυναίκα αλλιώτικη από τις άλλες. Είναι η γυναίκα που μου έδωσε το όνομά της.
Η γιαγιά μου η Αργυρή, δεν έμοιαζε με τις άλλες γιαγιάδες. Δεν έπλεκε και δεν κένταγε και δεν έλεγε ποτέ παραμύθια. Δεν μας κέρναγε γλυκά τις γιορτές, ούτε είχε έτοιμη μια καλή κουβέντα για όλα τα παιδιά. Δεν φόρεσε ποτέ γυαλιά γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε γράμματα να διαβάσει. Μερικά παιδιά τρόμαζαν πολύ με το παρουσιαστικό της. Πάντα υπέρβαρη με λιγοστά δόντια και κάποτε με καθόλου, με μουστάκια και μούσια κι ένα μπαστούνι να βοηθά την αδέξια βάδισή της, που κάποτε το σήκωνε απειλητικά προς μικρούς και μεγάλους που δεν κάθονταν φρόνιμα. Η γιαγιά μου δεν έμοιαζε με καμιά άλλη γυναίκα.
Η γιαγιά μου και οι τέσσερις αδελφές της έμειναν ορφανές πολύ μικρές και από τους δυο τους γονείς. Έζησε δουλεύοντας σε χωράφια ξένων. Ένας που την πήρε κάποτε στη δούλεψή του τη διάλεξε για γυναίκα ενός γιού του. Η γιαγιά μου ήταν σκληρή κι ακούραστη εργάτρια και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της δούλευε ακαταπόνητα τον κασμά και το χώμα.
Η γιαγιά μου δεν ανακατευόταν ποτέ ούτε με πολιτικές, ούτε με εκκλησίες, ούτε με τίποτα από αυτά που βάζουν τους ανθρώπους να ανταμώνουν σε ομάδες για να ξεχωρίζουν τους καλούς από τους κακούς, τους ανώτερους από τους κατώτερους, τους δυνατούς από τους αδύναμους. Κι ό,τι έκανε έξω από τη γη της και τα δέντρα της, πάντα το έκανε μυστικά. Μυστικά έκοβε τα βουνά να πηγαίνει φαγητό στα μικρά ανταρτόπουλα που κρύβονταν εκεί. Μυστικά μου έδωσε ένα κατοστάρικο να πάρω μια τυρόπιτα στο σχολείο, τότε που είχα μαλώσει με τους γονείς μου και δεν καταδεχόμουν το χαρτζιλίκι τους. Μυστικά μου έλεγε να προσέχω «τη μανούλα μου γιατί είναι ξενούλα στο χωριό και είναι μόνη της σαν τα άγρια βουνά».
Η γιαγιά δεν λογάριαζε τους τύπους και τις συμβάσεις του τόπου της. Πάντα της έκανε του κεφαλιού της. Την επομένη της κηδείας του παππού μου πέταξε τα μαύρα ρούχα και φόρεσε την παλιά καφέ της ρόμπα έτοιμη να βγει στη ρούγα. Κι όταν ο πατέρας μου την πρόλαβε στο κεφαλόσκαλο, μην την κοροϊδεύουν στο χωριό, του αντιγύρισε αποφασιστικά: «Φεύγα από δω, δεν ήθελε ο άντρας ο δ’κος μ’ κοράκια στο σπιτ’». Κάποτε δεν λογάριαζε μήτε και τον κίνδυνο. Σαν τότε που βάδιζε αργά κι αγέρωχα στη μέση στο δρόμο κι ερχόταν το πούλμαν τρέχοντας και κορνάροντας μες στο χωριό κι όταν της φώναξα έντρομη να παραμερίσει: «Κείνος θα κάνει πίσω, όχι εγώ. Αν με πατήσ’ θα με πλερώσ’».
Καθόταν βράδυ να ξαποστάσει σ’ ένα σκαμνάκι πλάι στην ξυλόσομπα στο παλιό μπακάλικο. Μαζεύονταν οι άντρες του χωριού κι έλεγαν ιστορίες για σημεία και τέρατα. Τα άκουγε όλα, δεν μετέφερε ποτέ τίποτα. Μιλούσε μόνο καμιά φορά όταν το πράγμα ξέφευγε με τα κουτσομπολιά: «Τεράξτε τα σπίτια σας, τεράξτε τ’ς δ’λειές σας. Έχετε κορίτσια να παντρέψετε…» Και κάποτε όταν κάποιος κακοήθης της είπε χυδαίους ανυπόστατους υπαινιγμούς για τη φιλία της μητέρας μου (και του πατέρα μου) με έναν κύριο, τον έκοψε λέγοντας αποστομωτικά ίσως το πιο προοδευτικό πράγμα που έχει ποτέ λεχθεί από γυναίκα της γενιάς της για τη νύφη της: «Εγώ μόνο εγγόνια θέλω στο σπίτι μ’»…
Η γιαγιά μου ξύριζε τα μούσια της μπροστά σε έναν παλιό καθρέφτη που τοποθετούσε πάνω στο τζάκι, με ξυραφάκι «Άστορ» κι ένα πινέλο με σαπουνάδα. Κι εγώ μικρό παιδάκι τη χάζευα και έκπληκτη τη ρωτούσα: «Γιαγιά, γιατί δεν ξυρίζεις και το μουστάκι; Γιατί το αφήνεις;» - «Για γοητεία!», μου απαντούσε μειδιώντας αυτοσαρκαστικά κι εγώ δεν καταλάβαινα… Νόμιζα πως η γιαγιά μου είναι τρελή κι έτσι όπως ήταν άσχημη κι εγώ είχα το όνομά της έτρεμα μην της μοιάσω… «πήρες το όνομα, θα πάρεις και τις χάρες» μου έλεγαν μερικοί αν ήθελαν να με πειράξουν ή να με τρομάξουν. Κι εγώ στ’ αλήθεια τρόμαζα…
Τη θυμάμαι να κάθεται αποκαμωμένη σε μια παλιά καρέκλα στην αυλή του μαγαζιού, να κοιμάται και να ροχαλίζει καμιά φορά. Με τη λερωμένη πάντα ρόμπα της και τη χιλιομπαλωμένη ποδιά της που άφηνε να φαίνονται ανάγλυφες οι χιλιοχρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες μέσα από τις τσέπες της… Με τα πλαστικά παπουτσάκια που άφηναν την πρησμένη σάρκα των ποδιών της να ξεχειλίζει μέσα από αυτά... Και με κείνα τα όμορφα χοντρουλά χεράκια με το ρυτιδιασμένο και συνάμα λείο δέρμα που σταύρωνε στην κοιλιά της περνώντας νανουριστικά τον έναν αντίχειρα μέσα από τον άλλον, γράφοντας άπειρους νοητούς κύκλους σαν μια ατελεύτητη προσευχή… Μια προσευχή που την έμαθα κι εγώ… Μου άρεσε να την παρατηρώ τη γιαγιά μου… Δεν έλεγε πολλά και σπάνια νουθετούσε. Συχνότερα δε με παροιμίες που ποτέ δεν είχα ξανακούσει και ποτέ δεν ξανάκουσα: «γλυκός ο ύπνος το πρωί, πικρός ο κώλος τη Λαμπρή». Της άρεσαν τα πικάντικα αστεία και δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε είδους πειράγματα.
Η γιαγιά μου η Αργυρή ήταν το πιο αντιφατικό και πιο παράξενο πλάσμα που γνώρισα ποτέ μου. Θρυλείται ότι βύζαξε τον πατέρα μου δυο χρόνια και δεν την είδα να τον χαϊδεύει ποτέ. Τα εγγόνια της και τα άλλα παιδιά δεν μας ταχτάρισε ποτέ αλλά δεν μας μάλωσε και ποτέ για τις παιδικές ζαβολιές μας, όπως τότε που η Αννούλα κι η Γεωργία της είχαν βάψει κόκκινα τα νύχια ενώ κοιμόταν… Δεν ήταν γλυκομίλητη πεθερά αλλά πάντα υπερασπιζόταν τη γυναίκα που μπήκε στην οικογένειά της «από τα ξένα» δίχως εξ αίματος συγγενείς κοντά της. Δεν συνεργαζόταν με τους γονείς μου για τη φροντίδα της υγείας της μα δεν αρνιόταν ποτέ το φαγητό, το γλυκό και μια φορά προς έκπληξη όλων μας… το τσιγάρο. Μια ζωή τσακωνόταν με τον άντρα της αλλά σαν τον έχασε, έχασε και τα λογικά της. Ήταν αναλφάβητη μα κρατούσε τους λογαριασμούς από ολόκληρο μαγαζί. Η φορεσιά της ήταν πάντα βρώμικη μα τα χέρια και η κατσαρόλα της πάντα καθαρά. Δεν ασχολιόταν με την καθημερινή μαγειρική μα ζύμωνε το πιο ωραίο βούτυρο με το κρύο νερό από το λάστιχο της αυλής κι έφτιαχνε στη γάστρα στο τζάκι την πιο ωραία λαχανόπιτα που έχω ποτέ μου δοκιμάσει. Υποταγμένη στη μοίρα που της έλαχε, ανυπότακτη σε όσα οι άλλοι ήθελαν να ορίζουν.
Η Αργυρή Λύτρα, του Λουκά και της Μαρίας, το γένος Λιάπη, σύζυγος του Ευσταθίου Λύτρα, μητέρα του Κωνσταντίνου και του Λουκά, αδερφή της Αικατερίνης, της Ασπασίας, της Γεωργίας και της Ηλιούλας, γιαγιά του Ευσταθίου, της Αργυρώς, του Ευσταθίου – Παναγιώτη και της γράφουσας. Δεν ήξερε τι σημαίνουν τα λούσα, τα φρουφρού και τα αρώματα. Ήταν αναλφάβητη εργάτρια και αγρότισσα. Δεν κατέκτησε καμιά από τις αρετές που αναγνωρίζει στις γυναίκες ο σύγχρονος κόσμος. Εκτός από μία: τη δύναμη να επιβιώσει εκείνη, η οικογένειά της και ίσως κάποιοι ακόμη χάρη σε εκείνη… Μια δύναμη που την έκανε στα μάτια των πολλών να μοιάζει άντρας. Έζησε από το 1915 έως το 2006. Αποχώρησε από τον κόσμο τούτο, πλάι σε ανθρώπους που αγαπούσε αλλά δεν αναγνώριζε πια, πλήρης ημερών. Δεν θα μάθω ποτέ πως ήταν για εκείνη όλες εκείνες οι μέρες. Η γιαγιά μου υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν με άφησε να έρθω πολύ κοντά του όσο ζούσε… Μου έδωσε όμως το όνομά της.
Σήμερα, 42 χρόνια (παρά μία μέρα) μετά τη δική μου γέννηση και δώδεκα μετά τον δικό της θάνατο, συνειδητοποιώ αναδρομικά πόσο αγαπώ τη γιαγιά μου. Τον άνθρωπο που πορεύτηκε με λεβεντιά και καρτερικότητα, τόλμη και χιούμορ, δύναμη και αγωνιστικότητα, γενναιοδωρία κρυφή και αγάπη παντοτινά άρρητη μα πάνω από όλα με πνεύμα ατίθασο, σε έναν κόσμο που οι πιο πολλοί δεν καταλαβαίνουμε όσους και όσες δεν μοιάζουν με αυτά που ξέρουμε. Εγώ σήμερα την καταλαβαίνω τη γιαγιά μου. Και όχι μόνο δεν φοβάμαι αλλά θα ήμουν πολύ περήφανη αν εκτός από το όνομα έπαιρνα και μερικές χάρες της. Κι ας μην προτιμώ τον εαυτό μου με μουστάκι… Σήμερα, για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η ιστορία μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας όμορφης.
Σήμερα, ξυπνώντας με αυτές τις σκέψεις, μου ήρθε στο μυαλό μια γυναίκα αλλιώτικη από τις άλλες. Είναι η γυναίκα που μου έδωσε το όνομά της.
Η γιαγιά μου η Αργυρή, δεν έμοιαζε με τις άλλες γιαγιάδες. Δεν έπλεκε και δεν κένταγε και δεν έλεγε ποτέ παραμύθια. Δεν μας κέρναγε γλυκά τις γιορτές, ούτε είχε έτοιμη μια καλή κουβέντα για όλα τα παιδιά. Δεν φόρεσε ποτέ γυαλιά γιατί έτσι κι αλλιώς δεν ήξερε γράμματα να διαβάσει. Μερικά παιδιά τρόμαζαν πολύ με το παρουσιαστικό της. Πάντα υπέρβαρη με λιγοστά δόντια και κάποτε με καθόλου, με μουστάκια και μούσια κι ένα μπαστούνι να βοηθά την αδέξια βάδισή της, που κάποτε το σήκωνε απειλητικά προς μικρούς και μεγάλους που δεν κάθονταν φρόνιμα. Η γιαγιά μου δεν έμοιαζε με καμιά άλλη γυναίκα.
Η γιαγιά μου και οι τέσσερις αδελφές της έμειναν ορφανές πολύ μικρές και από τους δυο τους γονείς. Έζησε δουλεύοντας σε χωράφια ξένων. Ένας που την πήρε κάποτε στη δούλεψή του τη διάλεξε για γυναίκα ενός γιού του. Η γιαγιά μου ήταν σκληρή κι ακούραστη εργάτρια και μέχρι τα τελευταία χρόνια της ζωής της δούλευε ακαταπόνητα τον κασμά και το χώμα.
Η γιαγιά μου δεν ανακατευόταν ποτέ ούτε με πολιτικές, ούτε με εκκλησίες, ούτε με τίποτα από αυτά που βάζουν τους ανθρώπους να ανταμώνουν σε ομάδες για να ξεχωρίζουν τους καλούς από τους κακούς, τους ανώτερους από τους κατώτερους, τους δυνατούς από τους αδύναμους. Κι ό,τι έκανε έξω από τη γη της και τα δέντρα της, πάντα το έκανε μυστικά. Μυστικά έκοβε τα βουνά να πηγαίνει φαγητό στα μικρά ανταρτόπουλα που κρύβονταν εκεί. Μυστικά μου έδωσε ένα κατοστάρικο να πάρω μια τυρόπιτα στο σχολείο, τότε που είχα μαλώσει με τους γονείς μου και δεν καταδεχόμουν το χαρτζιλίκι τους. Μυστικά μου έλεγε να προσέχω «τη μανούλα μου γιατί είναι ξενούλα στο χωριό και είναι μόνη της σαν τα άγρια βουνά».
Η γιαγιά δεν λογάριαζε τους τύπους και τις συμβάσεις του τόπου της. Πάντα της έκανε του κεφαλιού της. Την επομένη της κηδείας του παππού μου πέταξε τα μαύρα ρούχα και φόρεσε την παλιά καφέ της ρόμπα έτοιμη να βγει στη ρούγα. Κι όταν ο πατέρας μου την πρόλαβε στο κεφαλόσκαλο, μην την κοροϊδεύουν στο χωριό, του αντιγύρισε αποφασιστικά: «Φεύγα από δω, δεν ήθελε ο άντρας ο δ’κος μ’ κοράκια στο σπιτ’». Κάποτε δεν λογάριαζε μήτε και τον κίνδυνο. Σαν τότε που βάδιζε αργά κι αγέρωχα στη μέση στο δρόμο κι ερχόταν το πούλμαν τρέχοντας και κορνάροντας μες στο χωριό κι όταν της φώναξα έντρομη να παραμερίσει: «Κείνος θα κάνει πίσω, όχι εγώ. Αν με πατήσ’ θα με πλερώσ’».
Καθόταν βράδυ να ξαποστάσει σ’ ένα σκαμνάκι πλάι στην ξυλόσομπα στο παλιό μπακάλικο. Μαζεύονταν οι άντρες του χωριού κι έλεγαν ιστορίες για σημεία και τέρατα. Τα άκουγε όλα, δεν μετέφερε ποτέ τίποτα. Μιλούσε μόνο καμιά φορά όταν το πράγμα ξέφευγε με τα κουτσομπολιά: «Τεράξτε τα σπίτια σας, τεράξτε τ’ς δ’λειές σας. Έχετε κορίτσια να παντρέψετε…» Και κάποτε όταν κάποιος κακοήθης της είπε χυδαίους ανυπόστατους υπαινιγμούς για τη φιλία της μητέρας μου (και του πατέρα μου) με έναν κύριο, τον έκοψε λέγοντας αποστομωτικά ίσως το πιο προοδευτικό πράγμα που έχει ποτέ λεχθεί από γυναίκα της γενιάς της για τη νύφη της: «Εγώ μόνο εγγόνια θέλω στο σπίτι μ’»…
Η γιαγιά μου ξύριζε τα μούσια της μπροστά σε έναν παλιό καθρέφτη που τοποθετούσε πάνω στο τζάκι, με ξυραφάκι «Άστορ» κι ένα πινέλο με σαπουνάδα. Κι εγώ μικρό παιδάκι τη χάζευα και έκπληκτη τη ρωτούσα: «Γιαγιά, γιατί δεν ξυρίζεις και το μουστάκι; Γιατί το αφήνεις;» - «Για γοητεία!», μου απαντούσε μειδιώντας αυτοσαρκαστικά κι εγώ δεν καταλάβαινα… Νόμιζα πως η γιαγιά μου είναι τρελή κι έτσι όπως ήταν άσχημη κι εγώ είχα το όνομά της έτρεμα μην της μοιάσω… «πήρες το όνομα, θα πάρεις και τις χάρες» μου έλεγαν μερικοί αν ήθελαν να με πειράξουν ή να με τρομάξουν. Κι εγώ στ’ αλήθεια τρόμαζα…
Τη θυμάμαι να κάθεται αποκαμωμένη σε μια παλιά καρέκλα στην αυλή του μαγαζιού, να κοιμάται και να ροχαλίζει καμιά φορά. Με τη λερωμένη πάντα ρόμπα της και τη χιλιομπαλωμένη ποδιά της που άφηνε να φαίνονται ανάγλυφες οι χιλιοχρησιμοποιημένες χαρτοπετσέτες μέσα από τις τσέπες της… Με τα πλαστικά παπουτσάκια που άφηναν την πρησμένη σάρκα των ποδιών της να ξεχειλίζει μέσα από αυτά... Και με κείνα τα όμορφα χοντρουλά χεράκια με το ρυτιδιασμένο και συνάμα λείο δέρμα που σταύρωνε στην κοιλιά της περνώντας νανουριστικά τον έναν αντίχειρα μέσα από τον άλλον, γράφοντας άπειρους νοητούς κύκλους σαν μια ατελεύτητη προσευχή… Μια προσευχή που την έμαθα κι εγώ… Μου άρεσε να την παρατηρώ τη γιαγιά μου… Δεν έλεγε πολλά και σπάνια νουθετούσε. Συχνότερα δε με παροιμίες που ποτέ δεν είχα ξανακούσει και ποτέ δεν ξανάκουσα: «γλυκός ο ύπνος το πρωί, πικρός ο κώλος τη Λαμπρή». Της άρεσαν τα πικάντικα αστεία και δεχόταν με ευχαρίστηση κάθε είδους πειράγματα.
Η γιαγιά μου η Αργυρή ήταν το πιο αντιφατικό και πιο παράξενο πλάσμα που γνώρισα ποτέ μου. Θρυλείται ότι βύζαξε τον πατέρα μου δυο χρόνια και δεν την είδα να τον χαϊδεύει ποτέ. Τα εγγόνια της και τα άλλα παιδιά δεν μας ταχτάρισε ποτέ αλλά δεν μας μάλωσε και ποτέ για τις παιδικές ζαβολιές μας, όπως τότε που η Αννούλα κι η Γεωργία της είχαν βάψει κόκκινα τα νύχια ενώ κοιμόταν… Δεν ήταν γλυκομίλητη πεθερά αλλά πάντα υπερασπιζόταν τη γυναίκα που μπήκε στην οικογένειά της «από τα ξένα» δίχως εξ αίματος συγγενείς κοντά της. Δεν συνεργαζόταν με τους γονείς μου για τη φροντίδα της υγείας της μα δεν αρνιόταν ποτέ το φαγητό, το γλυκό και μια φορά προς έκπληξη όλων μας… το τσιγάρο. Μια ζωή τσακωνόταν με τον άντρα της αλλά σαν τον έχασε, έχασε και τα λογικά της. Ήταν αναλφάβητη μα κρατούσε τους λογαριασμούς από ολόκληρο μαγαζί. Η φορεσιά της ήταν πάντα βρώμικη μα τα χέρια και η κατσαρόλα της πάντα καθαρά. Δεν ασχολιόταν με την καθημερινή μαγειρική μα ζύμωνε το πιο ωραίο βούτυρο με το κρύο νερό από το λάστιχο της αυλής κι έφτιαχνε στη γάστρα στο τζάκι την πιο ωραία λαχανόπιτα που έχω ποτέ μου δοκιμάσει. Υποταγμένη στη μοίρα που της έλαχε, ανυπότακτη σε όσα οι άλλοι ήθελαν να ορίζουν.
Η Αργυρή Λύτρα, του Λουκά και της Μαρίας, το γένος Λιάπη, σύζυγος του Ευσταθίου Λύτρα, μητέρα του Κωνσταντίνου και του Λουκά, αδερφή της Αικατερίνης, της Ασπασίας, της Γεωργίας και της Ηλιούλας, γιαγιά του Ευσταθίου, της Αργυρώς, του Ευσταθίου – Παναγιώτη και της γράφουσας. Δεν ήξερε τι σημαίνουν τα λούσα, τα φρουφρού και τα αρώματα. Ήταν αναλφάβητη εργάτρια και αγρότισσα. Δεν κατέκτησε καμιά από τις αρετές που αναγνωρίζει στις γυναίκες ο σύγχρονος κόσμος. Εκτός από μία: τη δύναμη να επιβιώσει εκείνη, η οικογένειά της και ίσως κάποιοι ακόμη χάρη σε εκείνη… Μια δύναμη που την έκανε στα μάτια των πολλών να μοιάζει άντρας. Έζησε από το 1915 έως το 2006. Αποχώρησε από τον κόσμο τούτο, πλάι σε ανθρώπους που αγαπούσε αλλά δεν αναγνώριζε πια, πλήρης ημερών. Δεν θα μάθω ποτέ πως ήταν για εκείνη όλες εκείνες οι μέρες. Η γιαγιά μου υπήρξε ένας άνθρωπος που δεν με άφησε να έρθω πολύ κοντά του όσο ζούσε… Μου έδωσε όμως το όνομά της.
Σήμερα, 42 χρόνια (παρά μία μέρα) μετά τη δική μου γέννηση και δώδεκα μετά τον δικό της θάνατο, συνειδητοποιώ αναδρομικά πόσο αγαπώ τη γιαγιά μου. Τον άνθρωπο που πορεύτηκε με λεβεντιά και καρτερικότητα, τόλμη και χιούμορ, δύναμη και αγωνιστικότητα, γενναιοδωρία κρυφή και αγάπη παντοτινά άρρητη μα πάνω από όλα με πνεύμα ατίθασο, σε έναν κόσμο που οι πιο πολλοί δεν καταλαβαίνουμε όσους και όσες δεν μοιάζουν με αυτά που ξέρουμε. Εγώ σήμερα την καταλαβαίνω τη γιαγιά μου. Και όχι μόνο δεν φοβάμαι αλλά θα ήμουν πολύ περήφανη αν εκτός από το όνομα έπαιρνα και μερικές χάρες της. Κι ας μην προτιμώ τον εαυτό μου με μουστάκι… Σήμερα, για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, η ιστορία μιας γυναίκας. Μιας γυναίκας όμορφης.
Το καλυτερο αφιερωμα για τη γυναικα.μπραβο σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητή Κυρία Λύτρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήτο κείμενό σας δεν είναι μόνο ένα εκλεκτό αφιέρωμα αλλά ένα μνημόσυνο αιώνιο!
Εχετε ταλέντο στο γράψιμο και είστε απαράμιλλη στην προσωπογραφία.
Νομίζω ότι και άλλα πρόσωπα προσδοκούν να τα "ζωγραφίσετε¨.
Συγχαρητήρια!
με χαιρετισμούς, που μυρίζουν Παρνασσό όπου και αν βρίσκομαι
Παναγιώτα Τζιβάρα
Αγαπητή κυρία Τζιβάρα,
ΑπάντησηΔιαγραφήσας ευχαριστώ ιδιαίτερα για τα θερμά σας λόγια και τους ευωδιαστούς χαιρετισμούς που μου στέλνετε. Ελπίζω ωστόσο η εκτίμησή σας για την προσδοκία άλλων προσώπων να μην είναι ακριβής γιατί δεν θα μου είναι ευχάριστο να τους/τις απογοητεύσω. Το κείμενο γράφτηκε με μόνο κίνητρο και μόνο εργαλείο την εσωτερική μου ανάγκη να μιλήσω για τη γυναίκα που γνώρισα στο πρόσωπο της γιαγιάς μου. Αυτό δεν με κάνει ικανή τεχνίτρα για οτιδήποτε δεν μου γεννά μια ανάλογη ανάγκη. Είμαι ευγνώμων για το ότι υπήρξαν άνθρωποι που το μοιράστηκαν όλο αυτό με τέτοιον τρόπο. Τα λόγια σας τιμούν εμένα, τη γιαγιά μου την Αργυρή και - επιτρέψτε μου - τη γυναίκα που δεν προκάλεσε ποτέ της έλξη στον φακό της ιστορίας και της Ιστορίας...
Με εκτίμηση και χαιρετισμούς με τα ίδια αρώματα
Αργυρώ Λύτρα