Οι γονείς του Θανάσης και Βασιλική ήταν γεωργοί ασχολούμενοι κυρίως με φυτείες καπνού.
Το 1937 τέλειωσε το εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του.
Το 1938 γράφτηκε στο εξατάξιο Γυμνάσιο Αμφίκλειας (Δαδί).
Το 1938 γράφτηκε στο εξατάξιο Γυμνάσιο Αμφίκλειας (Δαδί).
Το 1941, κι ακριβώς την εποχή που οι Γερμανοί στρατιώτες έμπαιναν σαν κατακτητές στην Αθήνα, βρισκόταν στο νοσοκομείο ΄΄Ευαγγελισμός΄΄, άρρωστος και εγχειρισμένος στο αριστερό του πόδι. Το 1943 τέλειωσε το Γυμνάσιο Αμφίκλειας.
Την ίδια εποχή που η εθνική αντίσταση μεγαλουργούσε εντάχθηκε στις αντιστασιακές οργανώσεις, ΕΑΜ και ΕΛΛΑΣ, της Σουβάλας.
Μια από εκείνες τις μέρες του 1943, οι Ιταλοί στρατιώτες επιχείρησαν να μπλοκάρουν τη Σουβάλα, κι ο Μαρρές στην προσπάθειά του ν’ αποφύγει τη σύλληψή του, χτύπησε το εγχειρισμένο του πόδι – τρία κατάγματα στο κόκαλο του αριστερού του ποδιού.
Από τότε τα πράγματα γι’ αυτόν, ως προς την υγεία του, άρχισαν να μην πηγαίνουν καλά.
Το 1944 κατέβηκε στην Αθήνα και ξαναμπήκε στο νοσοκομείο ΄΄Ευαγγελισμός΄΄. Η κατάστασή που επικρατούσε την εποχή εκείνη στη χώρα μας, δεν επέτρεπε την σωστή ιατροφαρμακευτική περίθαλψή του.
Στις 2 Αυγούστου του 1944 μπήκε ξανά στο χειρουργείο του νοσοκομείου, για να βγει από εκεί μ’ ένα πόδι λιγότερο.
Κι ήταν τότε 19 χρονών.
Ο Μαρρές ήθελε να σπουδάσει γιατρός, πράγμα που το ήθελαν και οι γονείς του, αλλά λόγοι υγείας του δεν το επέτρεψαν αυτό.
Τον Απρίλιο του 1947 παντρεύτηκε την συγχωριανή του Τασούλα Κ. Βελέντζα.
Κατά την εμφυλιοπολεμική περίοδο τα πράγματα γι’ αυτόν εξακολουθούσαν να είναι δύσκολα. Υποχρεώθηκε να φύγει απ’ το χωριό του. Πήγε, μαζί με τη γυναίκα του, στον Πειραιά.
Για να μπορέσουν να ζήσουν δούλεψε ως μικροπωλητής παιδικών παιχνιδιών στον Πειραιά και την Αθήνα.
Δούλεψε, ως απλός εργάτης σ’ ένα εργαστήρι που κατασκεύαζε σωλήνες για ηλεκτρικές εγκαταστάσεις κι έβαφε με μίνιο καρέκλες, που κατασκεύαζε ένα άλλο μικρό εργαστήρι, επίσης στον Πειραιά.
Μετά τη λήξη του εμφυλίου, ο Μαρρές γύρισε στο χωριό του. Προσπάθησε ν’ αποκατασταθεί επαγγελματικά. Δεν μπόρεσε να εργαστεί σε καμιά Κρατική Υπηρεσία. Οι αστυνομικές αρχές του χωριού δεν του έδιναν το απαιτούμενο ΄΄ πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων΄΄.
Έτσι τα πράγματα έγιναν χειρότερα γι’ αυτόν.
Στη συνέχεια, και για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δούλεψε ως καπνεργάτης, περνώντας στις γνωστές βελόνες τον καπνό, που έφερναν οι δικοί του απ’ τα χωράφια τους.
Την ίδια εποχή, και κατά τις ελεύθερες ώρες του, άρχισε να διαβάζει και να γράφει.
Το 1954 έγραψε το πρώτο του διήγημα με τίτλο: ΄΄Δοκιμασία΄΄, το οποίο δημοσιεύτηκε την εποχή εκείνη στο λογοτεχνικό περιοδικό ΄΄ Πνευματική Ζωή΄΄ του Μελή Νικολαΐδη στην Αθήνα.
Συνεχίζει να δουλεύει ως καπνεργάτης, να διαβάζει και να γράφει ποιήματα, διηγήματα, δοκίμια, τα οποία και δημοσιεύονταν σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής εκείνης.
Την ίδια εποχή, ο Μαρρές, ΄΄ανακατεύτηκε΄΄ με τα κοινοτικά πράγματα του χωριού του, έλαβε μέρος στις εκλογές, εκλέχτηκε ως κοινοτικός σύμβουλος κι αμέσως έγινε Αντιπρόεδρος της Κοινότητας και μέλος της Τουριστικής Επιτροπής του χωριού του.
Εξακολουθούσε να δουλεύει, να διαβάζει και να γράφει.
Το 1959 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο΄΄ Δοκιμασία΄΄ ( Διηγήματα).
Η έκδοση αυτή επεφύλασσε στο Μαρρέ μιαν απρόβλεπτη περιπέτεια. Δεν είχε όλα τα χρήματα, που χρειάζονταν για την έκδοση του βιβλίου αυτού, και θέλησαν να τον βοηθήσουν οικονομικά οι φίλοι του, προπληρώνοντας το βιβλίο του. Τη χειρονομία αυτή των φίλων του η Αστυνομία την εξέλαβε ως ΄΄έρανο΄΄, που έκανε τάχα ο Μαρρές για οικονομική ενίσχυση του παράνομου την εποχή εκείνη ΚΚΕ και του έκαναν μήνυση. Οδηγήθηκε στο δικαστήριο, αλλά αθωώθηκε.
Το 1963 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο του : ΄΄Με το δάχτυλο στο χάρτη΄΄ (Διηγήματα). Το 1956 το τρίτο του βιβλίο του :΄΄ Ιστορικά μελετήματα΄΄. Το 1966 έγινε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών΄΄.
Στις 21 Απριλίου 1967, όταν οι συνταγματάρχες οργάνωσαν τη δικτατορία τους, τον συνέλαβαν και λίγες μέρες αργότερα ο Μαρρές βρέθηκε στη Γυάρο.
Όταν ξαναγύρισε σπίτι του, οι Αρχές του τόπου με σχετικό έγγραφό τους του έκαναν γνωστό, ότι δεν μπορεί να είναι Αντιπρόεδρος της Κοινότητας, ούτε μέλος της Επιτροπής Τουρισμού του χωριού του, για ΄΄λόγους δημόσιας τάξεως και αφαλείας΄΄.
Λίγο αργότερα έμαθε πως οι ίδιες Αρχές απαγόρευαν σ’ όλους τους χωριανούς του, ακόμα και στους πιο στενούς του συγγενείς, όχι μόνο να τον κάνουν παρέα, αλλά ούτε και να του μιλούν. Η κατάσταση αυτή τον οδήγησε σε οδυνηρές περιπέτειες.
Ο Γιάννης Μαρρές αδικοχτυπημένος από τη ζωή μέσα στη νιότη του, αποτέλεσε μια ξεχωριστή πνευματική μορφή.
Η προσωπικότητα, ο βουνίσιος χαρακτήρας, η κοινωνική ευαισθησία και αγωνιστικότητά του σε σαγήνευαν και αναπόφευκτα τον αγαπούσες.
Έφυγε από τη ζωή στις 27 και κηδεύτηκε στις 28 Αυγούστου του 2003, αφήνοντας ένα σημαντικό πνευματικό έργο, που συνωθείται στα σαράντα βιβλία που εξέδωσε.
Δημήτρης Φαφούτης
Για την μεταφορά Χ.Μ
Δημήτρης Φαφούτης
Για την μεταφορά Χ.Μ
«Εφυγε» ο Γιάννης Μαρές
«Εφυγε» από τη ζωή (27/8) και κηδεύτηκε (28/8) στη γενέτειρά του, που αγάπησε και όπου έζησε μέχρι το τέλος, στον Πολύδροσο Παρνασσού (Σουβάλα), ο κομμουνιστής λογοτέχνης και ιστορικός ερευνητής, Γιάννης Μαρές.
Ολο το χωριό ήταν εκεί για να τον «αποχαιρετήσει». Οι νεολαίοι σήκωσαν το φέρετρό του, που ήταν ξεσκέπαστο για να «αντικρίσει» για τελευταία φορά το αγαπημένο του βουνό, το «σπίτι» των Νυμφών, το ματωμένο γιγάντιο «ταμπούρι» της Επανάστασης του '21, της Εθνικής Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού, τον Παρνασσό.
Παρόντες και οι εκπρόσωποι της ΤΑ, οι συναγωνιστές του και αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, με επικεφαλής τον Νίκο Αγγελόπουλο, γραμματέα της ΝΕ Φωκίδας, ο οποίος, με βαθιά συγκίνηση, είπε μεταξύ άλλων: «Σε αγαπήσαμε και σε εκτιμήσαμε για την αγωνιστική σου συνέπεια. Για την αφοσίωσή σου στο κόμμα, για τον πλούσιο συναισθηματικό σου κόσμο. Για τους αγώνες και την προσφορά σου στον πολιτισμό, για το μεγάλο λογοτεχνικό έργο (...). Σε διαβεβαιώνουμε ότι θα συνεχίσουμε τον αγώνα σου. Η δικιά σου πολιτική παρακαταθήκη, η δικιά σου στάση ζωής, όπως και τόσων άλλων χιλιάδων συντρόφων μας που έφυγαν από τη ζωή, είναι η ασπίδα μας ότι δε θα λοξοδρομήσουμε».
Ο Γ. Μαρές γεννήθηκε στη Σουβάλα το 1925, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Το 1943, μαθητής ακόμη στο Γυμνάσιο, οργανώθηκε στην ΟΚΝΕ. Μία επιχείρηση των Ιταλών του προκάλεσε αναπότρεπτη βλάβη στο ένα του πόδι, το οποίο έχασε. Η αναπηρία του δεν τον έσωσε από τη Γυάρο το 1967, όπου η χούντα τον εξόρισε.
Το λογοτεχνικό έργο είναι πλούσιο και δοκιμασμένο σε όλα τα είδη του λόγου. Αξιόλογη είναι και η ιστορική του δουλιά. Ο θάνατος τον βρήκε ενώ περίμενε να δει τυπωμένο το τελευταίο του, όπως τελικά προέκυψε, βιβλίο, μια μονογραφία για τον Θ. Κολοκοτρώνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.