Απόσπασμα που παρουσιάζει: ο Βίκτωρ Σαμπώ, από το ανέκδοτο πόνημά του [ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΝΤΟΠΙΟΛΑΛΙΑΣ - ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣΤΗΣ ΕΠΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΗΣ ΓΟΥΡΝΑΣ ( ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΚΛΕΙΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΗ ΠΑΡΝΑΣΣΟ - ΓΚΙΩΝΑ - ΟΙΤΗ - ΚΑΛΛΙΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΠΗΓΑΖΕΙ Ο ΒΟΙΩΤΙΚΟΣ ΚΗΦΙΣΟΣ )]....
Με τη γέννηση του Σωτήρα πανηγυρίζει όλος ο χριστιανικός κόσμος. Είναι μέρα μεγάλης χαράς, και αυτή και όλο το δωδεκαήμερο.
Στη Δύση τα Χριστούγεννα είναι πιο μεγάλη γιορτή και από το Πάσχα το δικό μας και γιορτάζεται πανηγυρικότερα. Πάντως και οι δυο γιορτές Χριστούγεννα και Πάσχα έχουν τη μεγαλοσύνη τους.
Όπως σοφά λέει η παροιμία, «κάθι τόπους κι ζακόν’1, κάθι μαχαλάς κι τάξ’», οι συνήθειες και τα έθιμα διαφέρουν από χωριό σε χωριό και το δικό μας το χωριό έχει πολλές ξεχωριστές συνήθειες.
Από τις παραμονές των Χριστουγέννων όπως παντού, έτσι και στο χωριό μας, προετοιμασίες γίνονται, όλα απλά και λιτά, μα λαμποκοπάνε από πάστρα όλα τα σπιτικά ακόμα και τα καλύβια, σαν να πρόκειται να γεννηθεί εκεί το Θείο Βρέφος.
Τα παιδιά από την παραμονή, που δεν τα κωλύει ύπνος πότε να ξημερώσει, μας αναγγέλλουν το μεγάλο γεγονός, τη μεγάλη γιορτή με το γνωστό τους κάλαντο και με την τοπική τους διάλεκτο,
«Χ’στούγιννα προυτούγιννα, πρώτ’ γιουρτή του χρόνου.
Για βγάτι, δγέτι, μάθιτι, οπού Χ’στός γιννάτι,
γιννάτι κι ανατρέφιτι μι μέλι κι μι γάλα,
του μέλι τρών’ άρχουντις, του γάλα οι αφιντάδις»
Και ο νοικοκύρης ή η νοικοκυρά θα τα φιλέψει καμιά δεκάρα, καρύδια, σύκα, μύγδαλα. Και το τραϊστάκ’ τ’ς κροτάλιζε από τον ήχο που κάνανε τα μυγδαλοκάρυδα.
Οι γυναίκες, από σύνταχα ανασκουμπώνονται και ζυμώνουν κρυφά και απόκρυφα το εφτάζυμο Χριστόψωμο και τις «κουθώνις2» να μη το μάθει κανείς, να μη το δει βέβηλο μάτι. Γιατί η βασκανιά έχει να κάμει πολύ σ’ αυτό το ψωμί, που στολισμένο με τα σάμια του (σουσάμι), τα καρύδια του, τα κεντήματά του και με κάθε λογής - λογής παραστάσεις, ώσπου να γίνει φουσκωτό - φουσκωτό, καλοψημένο μέσα και ροδοκοκκινισμένο από πάνω και από κάτω. Και καθώς ήταν ζεστό, η νοικοκυρά, το άλειβε με πιτμέζ’ (πετιμέζι).
Στη συνέχεια έπρεπε να φτιάξει στη γάστρα και κάνα ταψί μπακλαβά ή σαμόπ'τα για το καλό. Τα ‘θελε πλούσια τα ελέη την μέρα αυτή.
Και ύστερα, ετοίμαζε την φωτιά όπου θα έβαζε τις δύο μεγάλες σιδεροστιές και επάνω τα κακάβια3 (καζάνια) το ένα για να βράσει νερό για το καθάρισμα και το άλλο για να λιώσει το γουρουνόλιπο. Ακόμη ετοίμαζε το λιβάνι και το κρεμμύδι για την ώρα της σφαγής του γουρουνιού.
Οι άντρες του χωριού, παρέες - παρέες, πέντε με δέκα άτομα, από «φυλακής πρωίας» συγκεντρωνόντουσαν και ετοιμαζόντουσαν για την ώρα της Ηρωδείου σφαγής των χοίρων. Τρόχιζαν και ακόνιζαν τα μαχαίρια, που είχαν, άλλα για το σφάξιμο, άλλα για το γδάρσιμο.
Το ίδιο σκηνικό στην απάνω γειτονιά, στην κάτω, στην πέρα. Και η σφαγή άρχιζε. Ξεγέλαγαν το γουρούνι με λίγο καλαμπόκι, που έριχναν στην αυλή, και από το δεμένο πόδι, τραβούσε ένας την τριχιά και αυτό χάνοντας την ισορροπία του έπεφτε κάτω. Αμέσως οι άλλοι γύρω το βουτούσαν άλλος απ’ τα πόδια, άλλος απ’ τ’ αυτιά κι ένας απ’ τη μουσούδα του. Ο πιο επιδέξιος, έχωνε στην καρδιά του ένα μακρύ μαχαίρι, τα στριγκά ρεκάσματα των γουρουνιών, ώσπου να βγει και η τελευταία πνοή τους, ανατάραζαν το χωριό. Αμέσως κατέφθανε η νοικοκυρά με το κρεμμύδι και με λίγα κάρβουνα και λιβάνι στη μάσια.
Ο ειδήμων της παρέας έχωνε το κρεμμύδι στο στόμα του γουρουνιού για να μένει ανοιχτό και να αερίζεται και ο πλέον έμπειρος στα θρησκευτικά, συνήθως από τους γεροντότερους έχυνε στη σφαγή το λιβάνι με τα κάρβουνα και έλεγε το:
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου».
Καιρός για χάσιμο δεν υπήρχε, τα γουρούνια, που έπρεπε να σφαχτούν ήταν πολλά και το καθένα απαιτούσε χρονοτριβή. Ένα σβάρνισμα στο ίσιο μέρος, ένα ξύλο χοντρό από δω και ένα απ’ εκεί να μην κυλάει το ανασκελώνουν, γίνεται κατάστηθα ένας γδαρτός σταυρός από κει που ξεκινάει το προκοίλι. Έπειτα έδεναν το γουρούνι, από τα πίσω πόδια ανοιχτά, με τριχιές, και όλοι μαζί το μετέφεραν σηκωτό και το κρέμαγαν στο πάτερο. Αφού πρώτα του έκοβαν το κεφάλι και το έδιναν στην νοικοκυρά για καθάρισμα και ξύρισμα, που με τα άλλα μέρη του σφαγείου που αποτελούν τον πατσά θα βραζόντουσαν και θα γινόντουσαν πηχτή.
Ο πιο ειδικός βύθιζε ύστερα τα χέρια του μέσα στο κουφάρι του γουρουνιού και έβγαζε πρώτα το «Βασιλόξιγκο» που είναι χρήσιμο για να αλείφουν δέρματα και παπούτσια να μαλακώνουν, ακόμη το θεωρούσαν και για θεραπευτικό μέσο στον πονόλαιμο και στον πόνο του αυτιού και σ’ άλλα πονίδια που το ζεσταίνουν και το βάζουν ως κατάπλασμα και κρατάει ζέστη και μαλακωσιά.
Στη συνέχεια, έβγαζαν το λίπος της κοιλιάς, κατόπιν τα σπλάχνα και τα άντερα μαζί και «τ’ν κατρίθρα4». Από τα σπλάχνα, η χολή ξεχωριζόταν και δενόταν με ένα σχοινί και την κρεμούσαν, να μείνει αγύρευτη ως το χρόνο. Είναι καλό φάρμακο για τις μαγουλίθρες5 και άλλα πονίδια.
Τ’ν κατρίθρα μόλις την έβγαζαν. Την παίρνανε τα παιδιά και τρέχανε στο φούρνο και εκεί με απανωτά χτυπήματα στη στάχτη, την αργάζανε ώσπου να την μαλακώσουνε και έπειτα τη φουσκώνανε, με οδηγό ένα ψιλό μασούρι, που το βάζανε στο στόμιό της και την κάνανε μπαλίτσα για να παίζουνε.
Κατόπιν έβγαζαν την σπλήνα και σαν άλλοι μάντεις Κάλχες την περιεργαζόντουσαν, και προσπαθούσαν να «προβλέψουν» αν θα έχει Χειμώνα πίσω ή αν πέρασε. Και αν πίσω, η σπλήνα, είναι λιανή «πριτς Μαρτάκου μ’» ο πολύς χειμώνας πέρασε, αν είναι παχιά τότε… προς γνώση και συμμόρφωση, ο Χειμώνας είναι πίσω και τότε «Μάρτ’ς γδάρτ’ς κι κακός παλουκουκαύτ’ς».
Από τα έντερα θα ξεχώριζαν εκείνα που είναι για νουματγιές, το μπουμπάρ’6 και τα άλλα που είναι για λουκάνικα και θα τα έκοβαν μια οργιά το ένα, δώδεκα περίπου λουκάνικα βγαίνουν τα γουρνάντερα.
Έβγαζαν τα ψαρονέφρια για μεζέδες. Και άρχιζαν το γδάρσιμο και το «ξεπάστουμα», δηλαδή αφαιρούσαν το πάχος και το κρέας το τεμάχιζαν.
Το πάχος το έριχναν στο δεύτερο κακάβι, άναβαν από κάτω φωτιά και αυτό σιγά - σιγά χοχλάζοντας έλιωνε και γινόταν γλίνα.
Έπειτα αυτή, τη στράγγιζαν μέσα σε κιούπια ή ντενεκέδες. Εν τω μεταξύ είχαν βράσει και κομμάτια κρέας με κρεμμύδια, που τα έριχναν μέσα στη ζεστή γλίνα, φτιάνοντας αυτό που λένε «πασπαλά». Τα κρέατα του πασπαλά θα τα έβγαζαν λίγα - λίγα και θα τα μαγείρευαν αργότερα.
Τα υπολείμματα από το λιώσιμο του πάχους λέγονται «τσ’γαρίθρις», που όταν είναι ζεστές είναι νόστιμες και ελκυστικές, αχόρταγες, μα τα λίπος δεν αστειεύεται και όταν έτρωγε κανείς πολλές ήταν σαν να επιθυμούσε τη δράση του καθαρτικού.
Το υπόλοιπο κρέας το έκοβαν σε πολύ μεγάλα κομμάτια και το κρέμαγαν. Απ’ αυτό, έβγαζαν ψαχνό, το «τσικρίκιαζαν» πάνω σε χοντρό ξύλο με το τσικρίκ’7, το έκαναν λιανό - λιανό και μετά έριχναν αλάτι, πιπέρι και τρίμα από φλούδα πορτοκαλιού, έβαζαν αν ήθελαν και λίγο ψιλοκομμένο πράσο, το ανακάτευαν καλά και γέμιζαν τ’ άντερα που είχαν για λουκάνικα.
Καλοθρεμμένα και θρεφτάρια χρονικοίς τα γουρούνια της Γούρνας. Όλο τα σπίτια των χωριών της διατηρούσαν γουρούνια για τι το λίπος τους ήταν το λάδι τους για αρκετό χρονικό διάστημα μέσα στο χρόνο. Και το κρέας τους, γιατί πολλά φαγητά έφτιαχνε η νοικοκυρά με το γουρνοκρέατο.
Αν κάποιοι για τον άλφα ή βήτα λόγο δεν έθρεψαν γουρούνι και γι’ αυτούς είχε ο Θεός. Όλοι έπρεπε να λάβουν μέρος στην «γουρουνοχαρά» και να γευθούν και να ευφρανθούν, από την γλύκα του και τη γαργαλιστική του μυρουδιά, που σαν σύννεφο κάλυπτε την ατμόσφαιρα όλου του χωριού. Οι γείτονες ή οι συγγενείς έβγαζαν μια «πασταργιά8» και τους την έστελναν.
Και το γουρνοτόμαρο ήταν και αυτό πολύτιμο για την γεωργική οικογένεια των χωριών μας. Άλλωστε όλοι φορούσαν, τότε, χειμώνα καλοκαίρι στο χωράφι, στο κυνήγι, γουρουνοτσάρουχα, γιατί ήταν αλαφριά. Αυτά τα έπαιρναν τα τέντωναν και τα πέρναγαν από τη μέσα μεριά με καπνιά ή κεραμιδόσκονη. Και τα άφηναν να στεγνώσουν έτσι τεντωμένα για αρκετές μέρες, όσπου να ξεραθούν καλά.
Η σφαγή των χοίρων
Φωνές ακούω στις γειτονιές, μουγκρίσματα στους στάβλους.
Και στα χαλκοκάζανα οι νοικοκυρές νερό να βράζουν
Τους χοίρους τους θρεμμένους, που ‘σφαξαν για να μαδήσουν.
Στο μεσοδόκι του σπιτιού στη μέση να κρεμάσουν.
να κάμουν τα λουκάνικα, το καπνιστό, τη λίπα
να κόψουν τ’ αποδέλοιπα χιλιών λογιών μεζέδες.
Κι’ αμ’ απολύσ’ η εκκλησιά με τα πολλά τροπάργια
κι οι χωριανοί πασίχαροι γυρίσουν αγιασμένοι
από τη γέννα του Χριστού…
Τραπέζι θα στρώσουνε πλατύ, τρίφυλλο τραπέζι.
Να το φορτώσουν με καλά, να τ’ ακριβοστολίσουν
Με κοντοσούβλι μ’ οματιές και με τουλουμοτύρι
Με πηχτή και πασταργιές της τσίτσας προξενήτρες…
Βίκτωρ Σαμπώ
Χριστούγεννα 2010
Η μέρα των Χριστουγέννων
Με αυτές και τούτες τις δουλειές και με αυστηρή νηστεία κύλαγε η Παραμονή των Χριστουγέννων τότε στα χωριά. Και το βράδυ από νωρίς για ύπνο. Γιατί η καμπάνα στις τρεις το πρωί θα αναγγείλει μέσα στην σιγαλιά της νύχτας, το χαρμόσυνο άγγελμα της Γέννησης του Θεανθρώπου. Και παράλληλα καλεί τους χωριανούς στην εκκλησία, που όλοι μαζί να ψάλουν το:
«Χριστός γεννάται δοξάσατε» και το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη»
Άλλωστε για την μέρα αυτή σαράντα μέρες με νηστεία (το σαραντάημερο) προετοιμάζεται η ψυχή και την τηρούν ακόμα τη σαρακοστή στο χωριό, παλιότερα δε έπρεπε να φτάσει στα τελευταία του κάποιος άρρωστος, για να ζητήσει πρώτα συγχώρεση από τον Θεό και να αποφασίσει να αρτυθεί και παρ’ όλα αυτά ρωτούσε και τον παπά, για να πάρει έτσι έμμεσα την συγκατάθεσή του.
Η σαρακοστή δεν εξαγνίζει το σώμα μόνο του ανθρώπου, αλλά και την ψυχή του και τον προετοιμάζει να δεχθεί το χαρμόσυνο άγγελμα της Γέννησης του Χριστού αφού και ο ίδιος ο Χριστός σαράντα μέρες νήστευσε.
Οι εκκλησιές μας έχουν, τέτοιες μέρες μια ξεχωριστή γιορταστική εμφάνιση. Οι παπάδες με τα γιορτινά του άμφια ντυμένοι, και οι ψαλτάδες, μ’ όλη την δυνατή ψαλτική τους γλυκύτητα, να ψέλνουν…
«Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός»…
Και οι φλόγες από τα κεριά του πυκνού εκκλησιάσματος έδιναν μια ιδιαίτερη λαμπρότητα!
Γυρίζοντας από την εκκλησία πρωί - πρωί και μετά από το πρωινό έμπαινε στη φωτιά του τζακιού η σουβλημάδα (κοντοσούφλι) μπόλικα ριγανισμένη , που με την μυρωδιά τη έσπαζε τις μύτες και σαν ψηνόταν άρχιζε το φαγοπότι. Και η νοικοκυρά ετοίμαζε τις νοματιές, γέμιζε το μπουμπάρι με μυρωδικά, με μπαχαρικά με ψιλοκομμένα εντόσθια και ρύζι και γραμμή στη γάστρα για να ψηθούν και να γίνουν ροδοκόκκινα και νόστιμα.
Τ’ απόγευμα ύστερα από τον μεσημεριάτικο ύπνο, άρχιζε η κίνηση στο χωριό. Με τις επισκέψεις στους εορτάζοντες Χρήστους και Χριστίνες και στα φιλικά σπίτια. Και το φαγοπότι καλά κρατούσε.
Και περνούσαν οι μέρες εν μέσω γουρνοχαράς, οι σουλιμάδες έπαιρναν και έδιναν, το αγνό σπιτικό κρασί τραβιόταν μια με το κρύο, μια με το γλέντι και τον ωραίο μεζέ, πότε στα μαγαζιά και πότε στα σπίτια.
Την παραμονή των Χριστουγέννων το βράδυ, ήταν έθιμο, πάντρευαν την φωτιά με δύο μεγάλα κούτσουρα. Το ένα από δέντρο αρσενικό (πουρνάρι) και το άλλο από θηλυκό (βελανιδιά)
Έβαζαν πολλά ξύλα στου τζιάκ’ και γινόταν μεγάλη η φωτιά για να φύγουν τα καλ’κατζούργια.
Την στάχτη της βραδιάς κείνης την κρατούσαν, οι νοικοκυρές, γιατί πίστευαν ότι είναι ακατούρητη από τα καλ’κατζούργια και τη μέρα των Φώτων που θα έπεφταν οι σταυροί στα νερά και θα αγιαζόντουσαν, έπαιρναν από το αγιασμένο νερό, έριχναν μέσα και την στάχτη και ράντιζαν μ’ αυτό τ’ αμπέλια τους και έλεγαν:
- Φιεύγα, κάλαβριε απ’ τ’ αμπέλια, έχου παγανίσια στάχτ’ κι μιγάλου άγιασμα.
Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνεια κανένας από την οικογένεια δε λουζόταν, περιμένοντας να αγιαστούν τα νερά.
Έτσι πέρναγε και ο Δεκέμβρης και ερχόταν ο Γενάρης με την Πρωτοχρονιά και την γιορτή του Αϊ - Βασίλη και τις άλλες γιορτάδες του. .
Την γιορτή των Χριστουγέννων ακολουθεί άλλη μεγάλη γιορτή και παγκόσμιο γεγονός η Πρωτοχρονιά, η γιορτή του Αϊ - Βασίλη. Του Αγίου που φέρνει δώρα και ελπίδα σε μικρούς και μεγάλους.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς ή του Αγίου Βασιλείου
Τα κάλαντα
Πρωί - πρωί και παρέες - παρέες, τα παιδιά των χωριών, ξεχυνόντουσαν να πάνε από σπίτι σε σπίτι να πουν τα Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα, που μέσα τους παρεμβάλλονται και στίχοι που έμμεσα διατυπώνουν ευχή για την ευημερία, την πλούσια βλάστηση, την καλοχρονιά:
Αρχιμ’νιά κι αρχιχρουνιά κι αρχή καλός ου χρόνους
κι αρχή που μπήκι ου Χ’στός στη γη να πιρπάτησει,
ου πρώτους που χιρέτ’σι ήταν ου Αϊ - Βασίλης:
- Βασίλη μ’, πούθεν έρχισι κι πούθι κατιβαίνεις;
- Απού τη μάννα μ’ έρχουμαι κι στου σχουλειό παγαίνου.
- Κάτσι να φας, κάτσινα πγιείς, κάτσι να τραγ’δίσης.
- Ιγώ γράμματα μάθινα, τραγούδγια δεν ηξέρου.
- Κι σαν ηξέρεις γράμματα, πες μας την αλφαβήτα.
Κι στο ραβδί τ’ ακούμπησι να πει τ’ν αλφαβήτα
ξηρό χλουρό ήτανι του ραβδί, κι βλάστησι κλουνάργια
κι απάνου στα ξικλώναρα πέρδικεις κιλαηδούσαν
κι κάτου στ’ς ριζίτσις του βρύσις ικαναλούσαν10
κι κατιβαίναν οι πέρδικις κι βρέχαν τα φτιρά τους
κι βρέχαν τουν αφέντη τους, τουν πουλυχρουνιμένου.
Τα κάλαντα για τα παιδιά ήταν και είναι το πρώτο βάφτισμα για…αμοιβή στη βιοπάλη.
Τα κάλαντα παρά το χριστιανικό τους περιεχόμενο, μερικά από αυτά διατηρούν και παλιά λατρευτικά στοιχεία, είναι δηλαδή απομεινάρια αρχαίων ελληνικών γιορτών, όπως ήταν τα Διονύσια, τα Ανθεστήρια που πέρασαν στον λαό.
Η ονομασία κάλαντα είναι λατινική calenda, που διαμορφώθηκε όμως από το ελληνικό ρήμα καλώ.
Το έθιμο των καλάντων προϋπήρχε στην Ελλάδα, τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρισιώνη, από το έριο = μαλλί). Μετά το έθιμο αυτό το πήρε η Ρώμη.
Στο Βυζάντιο τα παιδιά, τραγουδούσαν τα κάλαντα συνοδεία κρούσης τριγώνου ή τυμπάνου και κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, η ομοιώματα πλοιαρίων, ή και κτιρίων στολισμένα.
Στα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, κοντά στους στίχους, που αναφέρονται στην υποδοχή του αγίου Βασιλείου, στην επίδοσή του στα γράμματα, παρεμβάλλονται και στίχοι που έμμεσα διατυπώνουν ευχή για την ευημερία, την πλούσια βλάστηση, την καλοχρονιά.
ξηρό χλουρό ήτανι του ραβδί, κι βλάστησι κλουνάργια
κι απάνου στα ξικλώναρα πέρδικεις κιλαηδούσαν…
σε παραλλαγές του ίδιου τραγουδιού ο άγιος Βασίλειος δεν είναι άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά γεωργός.
Για τους αγρότες ο άγιος Βασίλειος έχει το ζευγάρι του. οργώνει και σπέρνει, όπως όλοι οι ζευγολάτες.
Αυτόν πρωτοχαιρετά και ο Χριστός, καθώς βγαίνει την Πρωτοχρονιά να χαιρετήσει τον κόσμο.
Μεταξύ Χριστού και Αγίου αρχίζει τότε ένας διάλογος, ο οποίος φανερώνει την ευλογία, που έχει ο από τον Θεό το επάγγελμα του γεωργού.
Είναι τόσο ευλογημένος ο κόπος του γεωργού, ώστε από κείνα που αυτός σπέρνει, τρώνε τα πουλιά και πάλι αυτός βρίσκει να θερίσει πολλά.
Και για να διαπιστωθεί η παρουσία του Θεού, εκεί που στάθηκε ο Χριστός, φυτρώνει το θαυμάσιο δέντρο.
Από αυτό τώρα κατεβαίνει η πέρδικα, λούζεται στα κρουσταλλένια νερά που αναβλύζουν από την ρίζα του δέντρου και ραίνει και δροσίζει με τα φτερά της τον αφέντη, τον νοικοκύρη του σπιτιού, που θέλουν οι τραγουδιστάδες να εγκωμιάσουν και να ευχηθούν.
Τα κάλαντα, είναι ευχές και πολλές φορές εγκώμια και έπαινοι για τον νοικοκύρη για να πετύχουν και γενναίο φιλοδώρημα:
… «άνοιξι αφέντ’ μ’, άνοιξι τ’ν αργυρή σου τσέπη»…,
η ακόμα για τους τσοπάνηδες τους παινεύουν για ανάλογο φιλοδώρημα:
… «ιδώ, έχουν χίλια πρόβατα κι τρεις χ’λιάδεις γίδγια»…,
ή τους γραμματισμένους, που τραγουδούν του Λαζάρου τα κορίτσια,
… «Γραμματ’κέ κι δάσκαλι κι ψάλτ’ κι’ αναγνώστ’»…,
Πρωτοχρονιάτικα έθιμα στα χωριά μας
· Νόμισμα στην πίτα - Δώρα - Τύχη - Πάντρεμα των ξύλων στην φωτιά
Το έθιμο αυτό όπως και το άλλο με το νόμισμα στην πίτα, είναι κατάλοιπο της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής εποχής, που συνήθιζαν να ανταλλάζουν αυτή την μέρα δώρα και να παίζουν κύβους (ζάρια), όπως σήμερα παίζουν τα χαρτιά.
Βασιλόπιτες με νόμισμα μέσα δεν φτιάνανε στα χωριά. Κείνο που φτιάνανε την παραμονή ήταν το βασιλόψωμο (ίδια ζύμη και στολισμός με το Χριστόψωμο) και οι κωθώνες. Τη μέρα αυτή γινόταν και ανταλλαγή γλυκών μεταξύ συγγενών, κουμπάρων και φίλων.
Η Πρωτοχρονιά είναι η μέρα, που οι αθώες παιδικές ψυχές περιμένουν τον σοφό δάσκαλο και κήρυκα - και όχι τον κοιλαρά προκατασκευασμένο άγιο του κρύου Βορρά -, να έρθει από την Καισαρεία, από τα βάθη της Ανατολής φορτωμένος με πάμπολλα δώρα, να γίνει μπουρλοτιέρης των αθώων ψυχών των, με εκρήξεις χαράς και ευτυχίας.
Ο Άγιος Βασίλης, φέρνει ακόμη στο μεγάλο του σακί και τις τύχες των μεγάλων. Φέρνει; Και τις τύχες των χαρτοπαιχτών. Χαλασμός στο χωριό μας το βράδυ της Παραμονής της πρωτοχρονιάς στα μαγαζιά, στα σπίτια. Το «31» βασιλιάς. Και ακολουθούσαν η πόκα και το πόκερ. Και το πανηγύρι βαστάει ως το πρωί ή και ως άλλα…πρωινά.
Τα λαϊκά έθιμα δεν τελειώνουν. Από βραδύς θα έβαζαν στο τζάκι μαζί με τα άλλα ξύλα, όπως και τη Παραμονή των Χριστουγέννων, δυο μεγάλα κούτσουρα, σύμβολο της ένωσης του αντρογύνου, και για τους τσοπάνηδες, αυτό είχε δυο συμβολισμούς αφ’ ενός την ενότητα του αντρογύνου και αφ’ εταίρου τον μη διαχωρισμό αντρογύνου και ζωντανών.
· Το τάισμα της βρύσης
Πριν καλά - καλά χαράξει τα κορίτσια των χωριών μας πήγαιναν στη βρύση, για να κλέψουν το άκρατο νερό. Το λένε άκρατο δηλαδή αμίλητο, γιατί δεν βγάζαν λέξη σ’ όλη τη διαδρομή. Όταν έφταναν στη βρύση, την τάιζαν με διάφορες λιχουδιές γλυκά, βούτυρο, μέλι, ψωμί, τυρί, σιτάρι και άλλα σπιτίσια καλούδια και έλεγαν:
«Όπους τρέχ’ του νιρό σ’ βρυσούλα μ’, έτσ’ να τρέχ’ κι του βιός στου σπίτ’ μας» και εκμυστηρευόντουσαν και τις δικές τους προσωπικές επιθυμίες γνωστές ή …απόκρυφες…καλοπιάνοντας τον Αϊ - Βασίλη να τους τις εκπληρώσει μέσα στον χρόνο.
Έπειτα έριχναν στο δοχείο που είχαν να πάρουν νερό ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια. «κλιέβου νιρό» έλεγαν και γύριζαν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες, μέχρι να πιούν όλοι από το άκρατο νερό. Με το ίδιο νερό ράντιζαν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού, ενώ σκορπούσαν στο σπίτι και τα τρία χαλίκια.
Όποια πήγαινε πρώτη στη βρύση, αυτή θα στεκόταν και η πιο τυχερή ολόκληρου του χρόνου.
Απ’ το έθιμο αυτό, εκείνες, που είχαν απολαβή, ήταν οι κότες των γύρω σπιτιών και τα σκυλιά.
· Το πάθημα μιας Παλιοχωρίτισσας
Γνωστότατο το έθιμο, σκέφτηκαν να το εκμεταλλευτούν δύο νεαροί Παλιοχωρίτες, για να γευθούν σιαμόπιτες και ότι άλλο φαγώσιμο θα πήγαιναν στη βρύση τα κορίτσια. Και κρύφτηκαν πίσω από μία πατ’λιά11 από βάτα και περίμεναν να τελειώσουν τα διαδικαστικά από τις κοπέλες «του ταΐσματους τ’ς βρύ’ης» για να επιδοθούν στο έργο τους.
Πήγαιναν οι κοπέλες, άφηναν ότι είχαν, έκαναν τις ευχές τους, έλεγαν και τα «δ’κά» τους τα φανερά και τα απόκρυφα, έπαιρναν νερό και γρήγορα - γρήγορα…δρόμο για το σπίτι.
Μια όμως είχε την απαίτηση να ζητήσει να εκπληρωθούν όλες οι επιθυμίες της, που - όπως μολογάνε οι παρατηρητές και ωτακουστές - δεν ήταν και λίγες… και μάλιστα τις έλεγε και μεγαλοφώνως. Δεν είχε υπόψη της η καψερή την παροιμία που λέει ότι: «η νύχτα έχ’ αυτχιά κι η μέρα έχ’ μάτγια».
Περίμεναν οι νεαροί: «τώρα θα φύγ’» «βρε τώρα θα φύγ’». Αμ δε… Τελικά, μετά από αρκετή ώρα και αφού, όπως φαίνεται εκτονώθηκε η νια με τα πολλά αιτήματα… «τελειώνει» ως εξής:
-Τ’ άκ’σις Αϊ - Βασίλη μ’;
- Τ’ άκ’σα. Τ’ άκ’σα ούλα. Απάντησαν οι ελλοχεύοντες και …αδημονούντες νεαροί.
Και η κοπέλα, από την τρομάρα της τόβαλε στα πόδια και ακόμα τρέχει - αλλά δεν ξέχασε όμως, να αφήσει τα γλυκά μήπως και θύμωνε ο Άγιος και δεν της εκπλήρωνε τα ζητούμενα.
· Η Σπούρν’12
Τη μέρα αυτή το πρωί, τα μικρά παιδία, πήγαιναν στα σπίτια συγγενών και έκαναν τη σπούρνη. Δηλαδή έπαιρναν μια μικρή κλαρούλα από πουρνάρι ή ένα μικρό λατσούδι, και καθόντουσαν καταγής στην παραστιά σταυροποδιάζονταν και όπως ήταν η στάχτη της φωτιά, την ανακάτευαν και έλεγαν, «σπούρν’ π’λιά, κότις, κατσίκις, πρόβατα, αρνιά, κλπ. και όλα τα καλά» και αν το σπίτι είχε κορίτσια ανύπαντρα «σπούρν’ γαμπροί», αν είχε αγόρια « σπόυρν’ ν’φάδις».
Και καθώς τα φύλλα του πουρναριού πρατσάλιζαν13, εξακολουθούσαν να εύχονται για την προκοπή του νοικοκυριού.
Το κάθισμα καταγής ή «στρώσιμο», όπως το έλεγαν, σήμαινε το καλό κλώσιμο από την κλώσα των αυγών της (στρώνει στη φωλιά και δεν την παρατάει λένε στα χωριά μας), καθώς επίσης οι γίδες και οι προβατίνες δέχονται και δεν κλωτσούν τα μικρά τους στο βύζαγμα.
Το σπούρνη είναι μεταφορική έννοια της λέξεως πλήθος - αφθονία. Τα παιδιά μόλις τελείωναν φιλευόντουσαν με νομίσματα και καμία τηγανίτα, που απαραιτήτως φτιάχνουν όλα τα σπίτια αυτή τη μέρα, και έφευγαν να παν αλλού.
· Το σπάσιμο του ροδιού
Το ρόδι ή ρόιδου, αφού έκανε μιμεγάλη διαδρομή στο χρόνο έφτασε στις μέρες μας να είναι ένα από τα πιο γνωστά Πρωτοχρονιάτικα έθιμα.
Εδώ και χιλιάδες χρόνια το ρόδι θεωρείται, από διαφόρους λαούς και πολιτισμούς ως σύμβολο γονιμότητας, αφθονίας και καλοτυχίας.
Οι αρχαίοι Έλληνες πριν κατοικίσουν σε ένα νέο σπίτι έσπαγαν στο κατώφλι του ένα ρόδι, πράγμα που συνεχίζουμε να κάνουμε ακόμα και στις μέρες μας.
Όμως το σπάσιμο του ροδιού γίνεται κατά βάση, κάθε Πρωτοχρονιά. Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδος σπάνε το ρόδι αμέσως μετά την αλλαγή του χρόνου. Αφού προηγουμένως βγουν όλοι έξω από το σπίτι, και έχοντας σβήσει όλα τα φώτα, λίγα λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος.
Με την αλλαγή του χρόνου και αφού ανταλλάξουν ευχές, ο νοικοκύρης ή κάποιος άλλος από τα μέλη της οικογένειας, που θεωρείται τυχερός, σπάει ένα ρόδι στο κατώφλι και μπαίνει μετο δεξί πρώτος μέσα στο σπίτι. Ύστερα τον ακολουθούν και οι άλλοι βάζοντας το δεξί τους πόδι.
Σε κάποιες άλλες περιοχές το σπάσιμο του ροδιού γίνεται είτε τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς είτε αμέσως μετά την Θεία Λειτουργία την ίδια μέρα. Στις περιοχές που σπάνε το ρόδι μετά τη Θεία Λειτουργία, το έχουν πάρει μαζί τους στην εκκλησία για να ευλογηθεί.
Στα χωριά της Γούρνας, οι γεωργοί έσπαγαν ρόδι όταν άρχιζαν τη σπορά. Και έλεγαν:
- «Ούσα σπ’ριά έχ’ του ρόιδου, τόσα καλά να ‘χουμι τουν κινούργιου χρόνου».
Από αυτό το έθιμο του σπασίματος του ροδιού βγαίνει και η λαϊκή έκφραση:
«Έσπασε το ρόδι» που σημαίνει ότι έκαμε καλό ξεκίνημα. Στον αντίποδα αυτής της έκφρασης βρίσκεται η φράση «Θα σε φωνάξω να μου σπάσεις το ρόδι την Πρωτοχρονιά» την οποία λέμε κοροϊδευτικά σε άνθρωπό που θεωρούμε καντέμη (γρουσούζη).
Αξίζει να αναφέρουμε ότι σε πολλές περιοχές της πατρίδος μας, το ρόδι που σπάζεται την Πρωτοχρονιά, έχει φυλαχτεί στα εικονίσματα του σπιτιού από την μέρα του Σταυρού στις 14 Σεπτεμβρίου.
· Η επίσκεψη στον τσοπάνη
Τα σπίτια, που είχαν επί πληρωμή τσοπάνηδες να τους φυλάνε τα γιδοπρόβατα. Έπρεπε την μέρα αυτή, να τους πάνε την κουλούρα, γλυκά, κρασί και κα ‘να κουψίδ’ γουρνίσιου κρέας. Και να του ευχηθούν:
«Καλή χρουνιά. Σιρν’κά πιδγιά κι θηλ’κά αρνιά ή κατσίκια»
Την μέρα του Αγίου Βασιλείου, όλα χαρούμενα, με γλυκασμούς χειλιών και στομάχου με τις πατροπαράδοτες τηγανίτες, το μεσημεριανό οικογενειακό τραπέζι, το κόψιμο του βασιλόψωμου, από τον αρχηγό της οικογένειας κλπ. Τ’ απόγευμα θα γίνουν και οι απαραίτητες επισκέψεις σε εορτάζοντας και μη.
Με την Πρωτοχρονιά είναι συνδεδεμένες πολλές προλήψεις. Τη μέρα αυτή αποφεύγουν να πληρώνουν χρέος, να δανείσουν λεφτά, να δουλέψουν ή να δώσουν φωτιά.
Όλα αυτά ξεκινούν από την προληπτική σκέψη: ότι κάνει και πάθει κανείς αυτή τη μέρα θα εξακολουθεί να συμβαίνει όλο το χρόνο
Το νέο έτος δεν δίνουν τίποτα από το σπίτι, γιατί πιστεύουν ότι θα δίνουν όλο το χρόνο.
1 Ζακόνι, συνήθεια, έθιμο Ι < μσν. ζακόνιν < σλαβ. zakonu
2 Κωθώνα, το αντίστοιχο τσουρέκι. Για φίλεμα από τις θχειάδες των μικρών παιδιών και των βαπτιστικών από τις νουνές.
3 Κακάβι, καζάνι. Από το αρχ. κακκάβιον, υποκρ. του κακκάβι.
4 Κατρίθρα, ουροδόχος κύστη.
5 Μαγουλίθρες, μαγουλάδες, παρωτίτιδα.
6 Μπουμπάρι, το παχύ έντερο.
7 Τσικρίκι, πολύ μικρό τσεκουράκι.
8 Πασταριά, κομμάτι κρέατος που προορίζεται για πάστωμα.
9 Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα. Αυτά τα κάλαντα μας είχε μάθει ο αείμνηστος δάσκαλός μας Περικλής Αντωνίου, που πολλοί, από τα παιδιά που ήμασταν τότε στο σχολείο του χωριού πρέπει να τα θυμούνται.
10 Ικαναλούσαν, έτρεχαν νερό
11 Πατ’λιά, πατουλιά ή βατουλιά, τόπος με βάτα ή άλλα θάμνα. Η λέξη προέρχεται από το βατουλιά αρχ. η βάτος.
12 Σπούρνη, η μετά το κάψιμο των ξύλων απομένουσα θερμή ύλη, που αποτελείται από στάχτη και μικρά κάρβουνα
13 Πρατσάλιζαν, ο ήχος πρατς - πρατς που έκαναν τα καιόμενα φύλλα του πουρναριού. Ηχοποιημένη λέξη
Καλικάτζαροι
Μέσα στις λαϊκές μας παραδόσεις για το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, έχουμε και μια κατηγορία αλλόκοτων όντων, τους Καλικάτζαρους.
Η φαντασία του λαού μας σχετικά με το πώς είναι αυτά τα όντα, πραγματικά οργιάζει.
Κάποιοι θέλουν τους καλικάτζαρους να έχουν ανθρώπινο σουλούπι, αλλά ταυτόχρονα να είναι κακάσχημοι, μαύροι και ψηλοί. Άλλοι τους θέλουν μαλλιαρούς, με κόκκινα μάτια και με πόδια τράγου.
Όπως όμως και να είναι, όλοι συμφωνούν σε ένα ότι: Οι καλικάτζαροι είναι κακά όντα, που προκαλούν καταστροφές και εμφανίζονται πάνω στη γη κατά τη διάρκεια το Δωδεκαημέρου (δηλαδή τις μέρες μεταξύ Χριστουγέννων και των Αγίων Θεοφανείων).
Οι καλικάντζαροι όλες αυτές τις μέρες τη βασιλεία τους, παντού στους μύλους, στα τζάκια, στους δρόμους και σ‘ όλα τα σκοτεινά σημεία γλεντοκοπούν και πηγαινοέρχονται και δεν αφήνουν τον κόσμο σε ησυχία.
Ο θρύλος των καλικαντζάρων ή παγανών κυριαρχεί και ούτε πλύσεις, ούτε σφουγγαρίσματα, ούτε βαφτίσια, έως ότου φύγουν οι καλικάτζαροι, που φεύγουν, με τον αγιασμό των υδάτων των Θεοφανείων.
Ο λαός πιστεύει πως οι καλικάτζαροι ήταν άνθρωποι, οι στρατιώτες του αιμοβόρου βασιλιά Ηρώδη, που ήθελε να σφάξει τον Χριστό, και βρικολάκιασαν ή ήταν άγγελοι που παράκουσαν τις εντολές του Θεού και Αυτός τους τιμώρησε και τους μεταμόρφωσε σε καταραμένα όντα.
Τα καμπούρικα και στραβά, κουτσά και κακομούτσουνα αυτά όντα, έρχονται από τα έγκατα της γης, όπου κατά την παράδοση ζουν όλο το χρόνο πριονίζοντας το δέντρο που τη στηρίζει για να τη γκρεμίσουν. Δεν προλαβαίνουν, γιατί το δωδεκαήμερο που ανεβαίνουν στον επάνω κόσμο, το δέντρο ξαναθρέφει. Και έτσι όταν ξανακατέβουν κάτω ξεκινά άλλος ένας κύκλος «πριονίσματος» του δέντρου μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα.
Τίποτα δεν τα φοβίζει παρά μόνο, ο παπάς, η φωτιά, και ο μαύρος κόκορας. Την μέρα είναι άφαντα και άχνα δεν βγάζουν να μην ακουσθούν τα δαιμονικά αυτά, που όλο το χρόνο κατοικούν στον κάτω κόσμο και μόνο το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων μένουν ελεύθερα και ξεχύνονται στον επάνω κόσμο με τον φοβερό αρχηγό τους τον αρχικαλικάτζαρο Μαντρακούκο.
Τίποτα στους καλικάτζαρους δεν μένει κρυφό, είτε ανοιχτές, είτε κλειστές είναι οι πόρτες. Θα εισχωρήσουν αυτοί μέσα, από το μπουχαρή, από τις χαραμάδες, θα χώσουν τη μούρη τους, θα χύσουν τα νερά από τις στάμνες, θα σκορπίσουν τ’ αλεύρι της νοικοκυράς από το σακάλευρο και άλλες ζημιές θα κάνουν, αφού με δαιμονικά τεχνάσματα και τη φωνή του ανθρώπου παίρνουν. Φωνάζουν από μακριά τη νοικοκυρά στο όνομά της και κείνη αν ξεχαστεί και απλουηθεί1, πάει χάθηκε. Θα χάσει τη φωνή της.
Άτιμα αυτά τα τελώνια και δαιμόνια και μέσα στη στάχτη ακόμα κρύβονται, μα οι καλές νοικοκυράδες τα γνωρίζουν καλά τα τερτίπια2 τους και τη στάχτη του Δωδεκαήμερου την πετούν, δεν κάνει ούτε για αλ’σίβα3 της μπουγάδας.
Φόβος και τρόμος τα σημαδεμένα αυτά όντα, όλοι τους καμπούρηδες, στραβοπόδηδες, ασχημομούρηδες, στραβοχέρηδες, στραβολαίμηδες, στραβομύτηδες, με νύχια μεγάλα, με σιδερένια παπούτσια στα πόδια τους.
Ωστόσο όμως φοβούνται και αυτοί τα θυμιάματα και τα ξόρκια, ώσπου να έλθει ο παπάς την παραμονή των Φώτων με την αγιαστούρα του και τότε αρατίζουντι 4, κατά τη συνηθισμένη Ρουμελιώτικη φράση του σε τέτοιες περιπτώσεις, γκρεμοτσακίζονται, φωνάζοντας:
«μαύρος κόκορας λαλεί,
φεύγεστε να φεύγουμε,
έφτασε ο τρελοπαπάς,
με την αγιαστούρα του και με την βρεχτούρα του».
Σημάδι για να εξαφανισθούν από προσώπου γης οι καλικάτζαροι, έχουν το λάλημα του μαύρου κόκορα τα ξημερώματα του Σταυρού5.
Οι χωρικοί μας, κείνα τα χρόνια, εκτός από τα ξόρκια και τα λιβάνια, τους ξόρκιζαν και τους έδιωχναν ρίχνοντας τα παληοτσάρουχά τους στη φωτιά να καούν. Η οσμή του καμένου είχε αποτρεπτικές ιδιότητες.
Στον «πόλεμο» εναντίον των καλικαντζάρων εκμεταλλευόντουσαν και τις κακές τους επιδόσεις στην αριθμητική. Οι καλικάτζαροι ξέρουν να μετράνε μέχρι το δύο.
Έτσι τους έβαζαν ένα κόσκινο στην εξώπορτα του σπιτιού, και με δεδομένο την περιέργεια των καλικατζάρων τους άφηναν να μετράνε τις τρύπες του. Αυτό θα τους καθυστερούσε μέχρι να ξημερώσει και τότε θα πάνε να κρυφτούν αφήνοντας το σπίτι ήσυχο.
Οι καλικάντζαροι είχαν και διακριτικά ονόματα:
Ο Μαντρακούκος, ο φοβερός τους αρχηγός.
Ο Μαγάρας, με την τουμπανιασμένη κοιλιά που …καταλαβαίνεται τι κάνει και ζέχνει ο τόπος.
Ο Καταχανάς, που βρωμάει και ζέχνει.
Ο Μαλαπέρδας, που κατουράει τα φαγητά, σοδιές και σύκα.
Ο Κοψαχείλης, με τεράστια κοφτερά δόντια.
Ο Κωλοβελόνης, ψηλόλιγνος σαν μακαρόνι.
Ο Κατσιπόδης ή Κατσιποδιάρης, με το τραγίσιο πόδι.
Ο Παρωρίτης, με τη μακριά και μαλακιά μύτη σαν προβοσκίδα.
Ο Παγάνας, με τα κουνελήσια αυτιά.
Ο Τρικλοποδιάς, με το χταποδίσιο χέρι του, που κάνει να πεδικλώνεται.
Ο Σιφώτης με την στρογγυλή μούρη.
Ο Τρικέρης και Μαλαγάνας, που ξεγελούν τα παιδιά και τους παίρνουν τις λιχουδιές.
Ο Βατρακούκος που μοιάζει με γιγάντιο βάτραχο.
Ο Περίδρομος, ο Ξεφτέρης και ο Βραχνάς κ.ά.
Στο Δωδεκαήμερο οι παλιοί χωρικοί της Γούρνας, τότε, τόσο φοβόντουσαν τους καλικάτζαρους, που ούτε λούζονταν, γιατί φοβόντουσαν μην τους κατουρήσουν, ούτε ρούχα άπλωναν, γιατί πίστευαν ότι θα τους τα πετσοκόψουν. Το λούσιμο θα γινόταν την παραμονή των Φώτων, του Σταυρού. Και μετά το πέρασμα του παπά από τα σπίτια, που θα τα άγιαζε με το «εν Ιορδάνη βαφτιζομένου σου Κύριε». Τότε όλοι θα λουζόντουσαν για να διώξουν τους… καλικατζάρους, στην πραγματικότητα να ξεβρομίσουν λίγο, γιατί από τη γουρονόλιπα και την κάπνα των τζακιών, είχαν γίνει πιο λέτσοι και από τα βρωμερά παγανά και μόνο τα μάτια τους γυάλιζαν.
Έτσι οι συντοπίτες μας έδιωχναν τα καλικατζούρια, αλλά έδιωχναν και τη λέρα που είχε γεμίσει τα χέρια και το κεφάλι τους η γουρουνόλιπα και η καπνιά από τη φωτιά. Όσο όμως και αν είναι φαντασία και ψέμα οι καλικάτζαροι, οι καλοί μας συντοπίτες, όσο και αν δεν τα πιστεύουν, όλο και δεν είναι απαλλαγμένοι από τις προλήψεις του Δωδεκαήμερου και τις μεταφέρουν από γενιά σε γενιά.
1 Απλουηθεί, απολογηθεί, απαντώ, αποκρίνομαι, δίνω λόγο για κάτι. Από το αρχ. απολογούμαι.
2 Τερτίπι, τέχνασμα για αποπλάνηση, κόλπο. από το τουρκ. tertip.
3 Αλισίβα, σταχτόνερο (νερό βρασμένο με στάχτη) χρησίμευε παλιότερα στο πλύσιμο των ασπρορούχων.
Από το Ιταλ. lisciva < λατ. lixivia.
4 Αρατίζω, αναγκάζω κάποιον να φύγει, να εξαφανισθεί, να γίνει άφαντος. Από το αρχ. επιθ. αόρατος > αορατίζω
» αρατίζω. Ή από την εκκλ. Φρ. άρατε (πύλας).
5 Σταυρού, έτσι λέμε στο χωριό την παραμονή των Φώτων γιατί την μέρα αυτή γίνεται στην εκκλησία ο Μεγάλος Αγιασμός.
ΤΟ ΤΡΙΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ Η ΦΩΤΩΝ
Η παραμονή των Θεοφανείων ή των Φώτων (5 Γενάρη), η μέρα των Θεοφανείων ή Φώτων (6 Γενάρη) και η γιορτή του Αϊ Γιάννη του Πρόδρομου (7 Γενάρη) ονομάζεται «τριήμερο των Φώτων». Κατά την διάρκεια αυτού του τριημέρου γίνονται στην εκκλησία μας διάφορες τελετές οι οποίες συνδιασμένες με τα έθιμα του λαού μας δημιουργούν ένα γιορταστικό κλίμα.
Παραμονή των Φώτων
Στις εκκλησιές ψάλλεται η ακολουθία των «Μεγάλων Ωρών» και γίνεται ο «Μέγας Αγιασμός» που τη μέρα αυτή τελείται μέσα στο ναό. Οι χωριανοί μας αφού έπαιρναν Αγιασμό και Αντίδωρο γύριζαν στα σπίτια τους. Εκεί οι νοικοκυράδες θα ετοίμαζαν το νηστίσιμο φαγητό για το μεσημέρι, ενώ τα παιδιά ξεχυνόντουσαν στα σπίτια, του χωριού, από το πρωί ανεμοτουρλιάζοντας τα σκυλιά για να ψάλουν τα κάλαντα των Φώτων.
«Σήμιρα τα Φώτα κι ου φουτισμός,
Κι η χαρά μιγάλη στουν Κύριο μας.
Κάτου στουν Ιουρδάνη τουν πουταμό,
καθετ’ η κυρά μας η Παναγιά.
Όργανου βαστάει, κιρί κρατεί,
κι τουν Αϊ – Γιάννη παρακαλεί,
Αϊ – Γιάννη αφέντη κι βαπτιστή,
βάπτισι κι ιμένα Θεού πιδί.
Ν’ ανιβώ ιπάνου στουν ουρανό
Να μαζέψου ρόδα κι λίβανου».
Τα σπίτια του χωριού, τότε, δεν τα επισκεπτόντουσαν μόνο τα παιδιά για τα κάλαντα. Αλλά και ο παπάς. Γιατί τη μέρα αυτή ο παπάς, σύμφωνα με το έθιμο, έπρεπε να περάσει να αγιάσει όλα τα σπίτια και να τα ευλογήσει, αλλά και… να διώξει και τα παγανά.
Έπαιρνε λοιπόν σβάρνα ο παπάς τα σπίτια έμπαινε μέσα, βουτούσε στο παγκράτσι που κρατούσε ένα παιδί το σταυρό με τον βασιλικό, έλεγε το «εν Ιορδάνη…» ραίνοντας όλους τους χώρους του σπιτιού. Οι παρευρισκόμενοι νοικοκύρης, νοικοκυρά, παππούς, γιαγιά, παιδιά με τη σειρά ασπαζόντουσαν το σταυρό και ραινόντουσαν με τον αγιασμό.
Μόλις τελείωνε ο παπάς τον αγιασμό ο νοικοκύρης έδινε ένα μικρό φιλοδώρημα στο παιδί για τον παπά.
Παλιότερα συνηθιζόταν τα χρήματα αυτά να ήταν μεταλλικά κέρματα τα οποία έριχνε ο νοικοκύρης μέσα στο παγκράτσι ώστε να αγιασθούν ακόμη και τα λεφτά, όπως έλεγαν.
Μετά την αποχώρηση του παπά άρχιζε και ο καθαρισμός και το συγύρισμα του σπιτιού, τώρα βλέπεις… είχαν καταχωνιασθεί οι καλικάτζαροι…δεν υπήρχε φόβος να το βρωμίσουν…του χρόνου πάλι. Μαζευόταν η στάχτη και σκορπιζόταν γύρω από το σπίτι στους στάβλους και στα χωράφια αφού όπως πιστεύεται διώχνει το κακό.
Από τα Χριστούγεννα ως τα Φώτα τη νύχτα, δεν έπιναν νερό. και αν έμεναν χόρτα από το βράδυ, δεν τα έτρωγαν την άλλη μέρα.
Τα έθιμα της μέρας έληγαν τα μεσάνυχτα. Που όπως πιστεύουν από παλιά οι Χριστιανοί ότι τότε ανοίγουν οι ουρανοί και αγιάζονται τα νερά. Γι’ αυτό τα παλιά χρόνια οι Χριστιανοί έπαιρναν, με την ευκαιρία αυτής της γιορτής, νερό, από τις πηγές την ώρα αυτή και το φύλαγαν ως αγιασμό για έναν ολόκληρο χρόνο.
Ακόμη πιστεύουν ότι την ώρα αυτή, καθώς λέει η παράδοση, που οι ουρανοί είναι ανοιχτοί, όποιος ευχηθεί κάτι με όλη του την καρδιά, αυτό θα πραγματοποιηθεί.
Και ξημερώνουν τα Άγια Θεοφάνεια η Φώτα.
Θεοφάνεια ή Φώτα
Τα Άγια Θεοφάνεια, είναι η γιορτή που επιφάνη1 ο ίδιος ο Θεός, με την τρισυπόστατη μορφή του και έφερε το φως γι’ αυτό λέγονται και Φώτα και τα νερά αγιάζουν. Τα κατσαρόλια παν και έρχονται στην εκκλησία να αϊασθεί2 το νερό, γιατί μ’ αυτό, θα αγιάσουν και το σπίτι και τον στάβλο με τα ζώα και τους κήπους και τα δέντρα και τα χωράφια και τ’ αμπέλια και ότι άλλο.
Αυτή τη μέρα, που τα πάντα βαφτίζονται, αφού βαφτίζεται ο Χριστός, θα προσέξουν οι χωριανοί μας τι καιρό έχει. Για να προδούν τις καιρικές μεταβολές και τη μέλλουσα ευφορία του υπόλοιπου χρόνου και λένε. «Αν τα Φώτα είναι στεγνά μεγάλη προμηνύεται σοδειά», «καλώς τα Φώτα τα στεγνά και τη Λαμπρή βρεγμένη». Θα δουν και τι αέρας φυσάει κείνη την μέρα, Βοριάς ή Νοτιάς, γιατί αυτός ο αέρας θα είναι ο επικρατέστερος όλη τη χρονιά.
Η γιορτή των Θεοφανείων είναι από τις αρχαιότερες της εκκλησίας μας, έχει την αρχή της τον 2ο μ. Χ αιώνα και γιορταζόταν μαζί με τα Χριστούγεννα, επειδή κατά τη γέννηση του Σωτήρα Χριστού φανερώθηκε υπό μορφή ανθρώπου ο Υιός και Λόγος του Θεού.
Στα μέσα του Δ’ αιώνα η γιορτή των Χριστουγέννων χωρίστηκε από τη γιορτή των Θεοφανείων και οριστικά γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου.
Τα Άγια Θεοφάνεια γιορτάζονται ιδιαίτερα στις 6 Ιανουαρίου και αναφέρονται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδος κατά το βάπτισμα του Ιησού στον Ιορδάνη.
Κατά την μεγάλη αυτή γιορτή θεώρησε καλό η εκκλησία μας να βαπτίζει τους κατηχουμένους, δίκαια δε σήμερα αποτελεί μια από τις λαμπρότερες πανηγύρεις της Ορθοδοξίας, ονομαζόμενη και γιορτή των Φώτων, γιατί της Αγίας Τριάδος η φανέρωση έφερε τον φωτισμό της ανθρωπότητας, που βρισκόταν πριν στο σκοτάδι και στην σκιά. Θέλοντας ή μη να πιστέψουν αυτό οι πολέμιοι της εκκλησίας του Χριστού.
Η γιορτή των Θεοφανείων κλείνει μέσα της και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν συνέχεια αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο Αγιασμός στους Ορθόδοξους Χριστιανούς έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγή των από την επίδραση των δαιμονικών. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική λατρεία.
Η κατάδυση του Σταυρού, κατά την λαϊκή πίστη, δίνει στο νερό καθαρτικές και εξυγιαντικές ικανότητες. Οι κάτοικοι πολλών περιοχών της Ελλάδος μετά την κατάδυση του Σταυρού τρέχουν στις παραλίες ή στις όχθες ποταμών και λιμνών για να πλύνουν τα αγροτικά τους εργαλεία, ακόμα και εικονίσματα. Κατά τη λαϊκή δοξασία, ακόμα και τα εικονίσματα με το πέρασμα του χρόνου χάνουν την αρχική δύναμη και αξία τους, που την αποκτούν όμως εκ νέου από το αγιασμένο νερό. Αυτή ακριβώς η διαδικασία δεν αποτελεί παρά διατήρηση της αρχαίας αθηναϊκής γιορτής των «πλυντηρίων».
Εκτός από τη γνωστή χριστιανική γιορτή των Θεοφανείων της Βάπτισης δηλ. του Χριστού και την φανέρωση του Θεού. Τα Θεοφάνια ήταν και αρχαία γιορτή που γινόταν μόνο στους Δελφούς, όπου οι ιερείς έδειχναν στους λάτρεις του Απόλλωνα το ξόανο3.
1 Επιφάνη, παρουσιάστηκε ξαφνικά. Από το αρχ. ρήμα επιφαίνομαι.
2 Αϊασθεί, αγιαστεί.
3 Ξόανο, ξύλινο άγαλμα ιδίως ομοίωμα αρχ. θεού ΙΙ άνθρωπος κουφός, αναίσθητος ΙΙ άνθρωπος κακοφτιαγμένος, άσχημος ΙΙ κούτσουρο. Από το αρχ. ξόανον < ξέω.
Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού
Ο Αϊ - Γιάννης ο Πρόδρομος είναι το ορόσημο και ταυτόχρονα η γέφυρα μεταξύ της Παλαιάς και την Καινής Διαθήκης. Είναι ο τελευταίος προφήτης που γνωστοποίησε τον ερχομό του Χριστού. Υπήρξε δε ο μοναδικός από τους προφήτες που αξιώθηκε να συναντήσει τον Χριστό αφού έζησε στα χρόνια Του.
Πατέρας του Αϊ - Γιάννη ήταν ο ιερέας Ζαχαρίας και μητέρα του η Ελισάβετ. Το ζευγάρι ήταν άτεκνο και σε μεγάλη ηλικία όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στον Ζαχαρία ότι θα αποκτήσει με την Ελισάβετ ένα αρσενικό παιδί το οποίο πρέπει να το βαπτίσει Ιωάννη. Ο Ζαχαρίας δεν πίστεψε στα λόγια του Γαβριήλ και γι’ αυτό τιμωρήθηκε να μείνει μουγκός ως την μέρα που θα βαπτιζόταν το παιδί που θα έφερνε στον κόσμο η Ελισάβετ. Και έτσι έγινε.
Γεννήθηκε το παιδί και οκτώ μέρες μετά την γέννηση του όταν ζητήθηκε από τον πατέρα να φανερώσει το όνομα του παιδιού, εκείνος έγραψε σε μία πινακίδα «Ιωάννης» και αμέσως επανήλθε η λαλιά του.
Ο Αϊ - Γιάννης από μικρή ηλικία αποσύρθηκε στην έρημο όπου ζούσε ασκητικά. Τρεφόταν σαν πουλί με ακρίδες1 και μέλι άγριο. Για τον λόγο αυτό πολλές εικόνες τον παρουσιάζουν με φτερούγες.
Αφού είχε περάσει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέχρι τότε ζωής του στην έρημο την εγκαταλείπει και σε ηλικία τριάντα χρονών έρχεται στις όχθες του Ιορδάνη ποταμού, στη θέση Σαλείμ.
Εκεί άρχισε το κήρυγμα για τον ερχομό του Σωτήρα Χριστού και συγχρόνως βάπτιζε πολλούς από αυτούς που ερχόντουσαν να τον ακούσουν. Ενεργούσε δηλαδή ως Πρόδρομος του ενανθρωπήσαντος Θεού.
Στον Ιορδάνη πήγε και τον συνάντησε ο Χριστός ζητώντας του να Τον βαπτίσει.
Ο Αϊ - Γιάννης αναγνωρίζοντας ποιος έχει απέναντί του, αρνείται να τον βαπτίσει λέγοντας ότι δεν είναι άξιος ούτε τα λουριά από τα σανδάλια Του να λύσει.
Ο Χριστός του λέει ότι έτσι πρέπει να γίνει και τότε ο Αϊ - Γιάννης βάπτισε τον Χριστό στα νερά του Ιορδάνη ποταμού.
Μετά την βάπτιση αλλά και τον καιρό που ακολούθησε ο Αϊ - Γιάννης «δείχνει» τον Χριστό λέγοντας σε όσους τον ακούν ότι Αυτός είναι ο αμνός του Θεού που κουβαλάει στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του κόσμου.
Παράλληλα συνεχίζει να εκφράζει την αντίθεσή του στις πράξεις του ηγεμόνα Ηρώδη Αντύπα. Ο Ηρώδης Αντύπας ήταν γιός του Ηρώδη του Μεγάλου που διέταξε την σφαγή των βρεφών κατά την γέννηση του Χριστού.
Μεταξύ των πράξεων του Ηρώδη Αντύπα, που κατάγγειλε ο Αϊ - Γιάννης, ήταν και η μοιχεία που διέπραξε έχοντας σχέση με την γυναίκα του αδελφού του την Ηρωδιάδα.
Η Ηρωδιάδα ήταν που παρακίνησε τον Ηρώδη να φυλακίσει τον Άγιο. Βρίσκοντας μάλιστα πρόσφορο έδαφος κατά την διάρκεια μιας γιορτής καταφέρνει να «ανταλλάξει» τον αποκεφαλισμό του Αϊ - Γιάννη με ένα χορό της κόρης της Σαλώμης.
Έτσι ο Αϊ - Γιάννης ο Πρόδρομος βρήκε τραγικό θάνατο και παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο.
Το σώμα του Αϊ - Γιάννης ενταφιάστηκε από τους μαθητές του. Το δε κεφάλι του, μετά από εντολή της Ηρωδιάδας, ενταφιάστηκε κοντά στο ανάκτορο του Ηρώδη στην Μαχαιρούντα.
Εκεί βρέθηκε από δύο μοναχούς στους οποίους είχε εμφανιστεί, σε όνειρο, ο Αϊ - Γιάννης ο Πρόδρομος. Η Τίμια Κεφαλή του Αγίου χάθηκε μετά τον θάνατο των μοναχών και βρέθηκε πάλι στην Μαχαιρούντα.
Η Κεφαλή όμως με το πέρασμα των χρόνων ξαναχάθηκε και τελικά βρέθηκε για Τρίτη φορά στην πόλη Κόμανα της Καππαδοκίας από έναν ιερέα. Από εκεί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Η εκκλησία μας τιμά τον Αϊ - Γιάννη τον Πρόδρομο αναφέροντας το όνομά του μετά από την Παναγία στις προσευχές και στις δεήσεις.
Στον Αϊ - Γιάννη τον Πρόδρομο είναι αφιερωμένες έξι μέρες του χρόνου:
Στις 7 Ιανουαρίου είναι η γιορτή προς τιμή του.
Στις 24 Φεβρουαρίου εορτάζουμε την 1η και 2η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του.
Στις 25 Μαΐου εορτάζουμε την 3η εύρεση της Τίμιας Κεφαλής του.
Στις 24 Ιουνίου εορτάζεται η γέννησή του.
Στις 29 Αυγούστου τιμούμε την αποτομή της Τίμιας Κεφαλής του.
Στις 23 Σεπτεμβρίου εορτάζεται η σύλληψή του.
Η γιορτή του Αϊ - Γιάννη καθιερώθηκε κατά τον 5ο μ. Χ. αιώνα.
Ο Αϊ - Γιάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των Αγίων.
Έξι φορές τον γιορτάζουμε, μέσα στον χρόνο, σε έξι διαφορετικούς μήνες . Αν τώρα προσθέσουμε σ’ αυτές και τις άλλες των τριάντα ένα μεγάλων και μικρών αγίων, που έχουν το ίδιο όνομα και που γιορτάζουν όλοι μαζί ογδόντα δύο ημέρες το χρόνο. Τότε καταλαβαίνουμε γιατί ο λαός λέει ότι: «Κάθε μέρα δεν έχουμε τ’ Αγιαννιού».
Στην πατρίδα μας, το όνομα Γιάννης, είναι από τα πιο κοινά αντρικά ονόματα με ποσοστό 9% - τα πρωτεία κατέχει ο Γιώργος με ποσοστό 11%.
1 Ακρίδες, είδη ακριδών, τα οποία επιτρεπόταν στους Ιουδαίους να τρώνε κατά τον νόμο (Λευϊτικό ΙΑ’ 22).
Παροιμίες που αναφέρονται στο όνομα Γιάννης
- «Κάψε πρίνο, καμ’ Αντώνη και από κουμαριά Μανώλη, και αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ό,τι ξύλο κόψεις κάνει» ή «Κόψε ξύλο καμ’ Αντώνη και άλλο για Μανώλη, και τον άτυχο το Γιάννη κάθε ξύλο τον φτιάνει» (δηλαδή τα ευτελή πράγματα γίνονται από οποιοδήποτε υλικό).
- «Ούτε ποτέ χαρά στον Γιάννη, ούτε τώρα στα παιδιά του», που λέγεται γι’ αυτούς που κατατρέχει η τύχη.
- «Κατά το μαστρο - Γιάννη και τα κοπέλια του», γι’ αυτούς που κάνουν στραβές δουλειές.
- «Όπου γάμος και τραπέζι και ο Γιάννης μέσ’ τη μέση», γι’ αυτούς που δεν λείπουν από καμία περίπτωση, αν και είναι παρείσακτοι.
- «Όλη μέρα καλό-Γιάννης και το βράδυ κακό- Γιάννης», γι’ αυτούς που μας καλοπιάνουν για να πετύχουν το σκοπό τους και όταν γίνεται η δουλειά τους δε μας δίνουν σημασία.
- «Κάλλια καλό - Γιάννης παρά κακό - Γιάννης» «Όχι Γιάννης μόνο Καλό - Γιάννης» γι’ αυτούς που προτιμότερο είναι να επαινείς παρά να κατηγορείς.
- «Τα ίδια Γιάννη μου, τα ίδια Παντελή μου» γι’ αυτούς που ταυτολογούν.
- «Αδελφός του Γιάννη είναι ο Αλέκος» γι’ αυτούς που ταιριάζουν.
- «Ήβρε ο Χατζή - Γιάννης τον καημένο Παπαγιάννη» γι’ αυτούς που βρήκαν τον όμοιό τους.
- «Πιάσ’ τον Γιάννη τον άπιαστο» γι’ αυτά που είναι αδύνατον να γίνουν.
- « Αυτός είναι για τον Αϊ - Γιάννη» αυτός είναι για το μοναστήρι (του Αϊ - Γιάννη), το λένε για κάποιον κάνει παλαβά πράγματα. (αυτό έχει επικρατήσει από παλιά για κάποιον, που αν δεν έστεκε καλά στα μυαλά του, τον πήγαιναν σε μοναστήρι μήπως και βρει την υγειά του. Και επειδή υπήρχαν πολλά μοναστήρια στο όνομα του Αϊ - Γιάννη το ταίριασαν).
- «Γιάννη γύρευε και Νικολό καρτέρει» αυτό το λένε για όσους περιμένουν κάτι μάταια.
- «Ακόμα δεν τον είδαμε και Γιάννη τον βαφτίσαμε» το λένε γι’ αυτούς που περνάνε τα αβέβαια για σίγουρα.
- «Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη» το λέμε όταν έχουμε μια αμφίρροπη αναμέτρηση.
- «Να σε κάψω Γιάννη μ’, να σ’ αλείψω λάδι» το λέμε όταν η ζημιά που κάνουμε σε κάποιον δεν επανορθώνεται ή για διφορούμενη συμπεριφορά.
- «Γκιάξε με Γιάννη μ’, γκιάξε με» ένδειξη υπερβολικής ευαισθησίας.
- «Γιάννη ν’ είχα, Γιάννη ν’ έχω κι αν ξαναχηρέψω πάλι Γιάννη θα γυρέψω» η δύναμη της συνήθειας.
- «Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί» το λέμε για τους οκνηρούς, που προκειμένου να αποφύγουν την δουλειά προφασίζονται διάφορες δικαιολογίες. «Σαν τον Αϊ – Γιάννη τον Πρόδρομο» για φτωχοντυμένους, κουρελήδες.
- «Τι έχεις Γιάννη; Τι είχα πάντα» το λέμε για αθεράπευτα αδιόρθωτους.
- «Γιάννης κερνάει, και Γιάννης πίνει» το λέμε όταν κάποιος ενεργεί για πάρτη του.
- «Γεια σου Γιάννη κουκιά σπέρνω» το λέμε όταν δεν παίρνουμε σαφή απάντηση από κάποιον ή είναι αδιάφορος.
- « Ο Γιάννης καβάλα στ’ άλογο και τ’ άλογο αραδούσε» το λέμε ειρωνικά για τις πολλές διατυπωμένες και συνάμα ανόητες απόψεις.
- «Δεν είναι Γιάννης - είναι Γιαννάκης» ή « Γιάννης πήγες, Γιάννης ήρθες» το λέμε για όποιον δεν είχε μυαλό να επωφεληθεί από την ευκαιρία που του δόθηκε.
- «Όλοι μιλούν για τ’ άρματα και ο Γιάννης για την πίτα» το λέμε για όσους καταγίνονται με ότι τους ενδιαφέρει αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο.
- «Άλλη καμιά δεν γέννησε μόνο η Μαργιώ τον Γιάννο»το λέμε για τους κομπορρήμονες και καυχησιάρηδες για συνηθισμένα πράγματα.
- «Έξω Γιάννης μέσα Σουλεϊμάνης» το λέμε για διπρόσωπους.
- «Μπρος Μαργιά και πίσω Γιάννος» το λέμε για ενοχλητικούς επισκέπτες.
- «Τα καλά του Γιάννη θέλουν, και τον Γιάννη δεν τον θέλουν» αυτό το είπε επιγραμματικά και χαρακτηριστικά ο Καποδίστριας για τον εαυτό του, όταν ήταν Κυβερνήτης: Γιατί ενώ ο κορβανάς του Δημόσιου Ταμείου ήταν κενός χρημάτων, αυτός πλήρωνε από δικά του χρήματα μισθούς, τροφοδοσία κλπ. Καπεταναίοι και λαός δέχονταν όλα αυτά, σαν να τους τα «χρωστούσε» και συγχρόνως ολοένα πιο πολύ, οι περισσότεροι τον μισούσαν και τον επιβουλεύονταν.
- « Όπου Γιάννης και μάλαμα» το λέμε για άνθρωπο καλόβολο.
- «Σπίτι δίχως Γιάννη, προκοπή δεν κάνει» το λέμε γι αυτόν που ενσαρκώνει όλα τα ανθρώπινα προτερήματα
Πολλές παροιμίες παρουσιάζουν τους Γιάννηδες ανεπαρκείς στο μυαλό και πρωτόπειρους. Ακόμη και τους κληρωτούς τους λέμε Γιάννηδες. Μήπως επειδή το όνομα «Γιάννης» είναι πολύ συνηθισμένο στην Ελλάδα, γι’ αυτό το βρήκαν και πιο πρόχειρο, για να σκαρώσουν τόσα εις βάρος του; Φαίνεται όμως πως, τελικά εκεί θα καταλήξουμε. Σε κάθε χώρα υπάρχει κάποιο όνομα, που συνδέεται στενά με τις φράσεις και τα παθήματα.
Στη Γαλλία τον Φρανσουά, στην Αμερική τον Τζον, στην Τουρκία τον Αλί κλπ.
· «Αν είχαν οι Γιάννηδες γνώση, θα μας δάνειζαν καμπόση» .
· «Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση».
Παρ’ όλα αυτά που έχουν αναφερθεί, τα καλά και τα κακά, για το όνομα του Γιάννη. Σ’ αυτό το όνομα αναφέρεται ο καημός και τα βάσανα του ξενιτεμένου, που χαρακτήρισαν όλο τον Ελληνισμό από τους ιστορικούς χρόνους μέχρι τη δεκαετία του ’60.
«Γιάννη μου, το μαντήλι σου τι το ‘χεις λερωμένο,
Γιάννη, Γιαννάκη μου
Τι το ‘χεις λερωμένο. Βρε παλικαράκι μου;
Το λέρωσε η ξενιτιά, τα έρημα τα ξένα…
Βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου.
Πέντε ποτάμια το πήραν. Και βάψαν και τα πέντε
Βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου».
Δωδεκαήμερο
Το όνομα δωδεκαήμερο χρησιμοποιείται από τους Βυζαντινούς χρόνους για το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανίων, κατά το οποίο απαγορευόταν κάθε νηστεία.
Το δωδεκαήμερο είναι λαογραφικός αξιοσημείωτο γιατί συνδέονται με αυτό πλήθος δεισιδαιμονικών δοξασιών και εθίμων.
Είναι άλλωστε και περίοδος κατ’ εξοχήν επικίνδυνη, αλλά προπάντων, για την εμφάνιση μέσα σ’ αυτή διαφόρων δαιμονικών και ιδίως των καλικαντζάρων (Ελλάδα).
Όπου απαγορεύεται στις γυναίκες σχεδόν κάθε εργασία:
- Δεν μπαλώνουν για να μην μπαλώσουν τα σύννεφα.
- Δεν υφαίνουν και δεν αλέθουν στον χειρόμυλο για να μην φέρουν βροντές.
- Αντιθέτως πρέπει κάθε μέρα να κλώθουν από ένα αδράχτι και να το κρεμούν στην γωνιά, για να το βλέπουν οι καλικάντζαροι και να μην τις πειράζουν.
- Την στάχτη του τζακιού δεν την σήκωναν (έπαιρναν), παρά αφού περάσουν τα Φώτα, και τότε την έριχναν στα αμπέλια ως προφυλακτικό από κάθε ασθένεια.
- Επίσης ακόμα πίστευαν ότι ο Χριστός και ο Άγιος Βασίλης επισκεπτόντουσαν τα ποιμνιοστάσια και τους στάβλους και ευλογούσαν τα ζώα των οποίων η γλώσσα κατά την νύχτα του Αγίου Βασιλείου λύνεται και ομιλούν σαν άνθρωποι.
- Όσα παιδιά γεννιόνται ή συλλαμβάνονται αυτέ τις μέρες είχαν την ιδιότητα να μεταβάλλονται σε καλικαντζάρους.
Όπως στην Ελλάδα, έτσι και στους δυτικούς λαούς το δωδεκαήμερο αποτελεί το χρονικό διάστημα για την παρουσίαση διαφόρων δαιμονίων.
Στην Γαλλία των λυκανθρώπων (Loups - garous), στις Σκανδιναβικές χώρες των Alfe, Trolla, Televaetter κ. λπ. Στην Γερμανία του αγρίου κυνηγού, (Wilde Jager), Της λυσσαλέας στρατιάς (Wuthendew Heer), των μαγισσών (Hexen), των Truten, Alben, Wilden Weibet.
Φαίνεται δε ότι όλα αυτά έχουν άμεση σχέση με τις χειμερινές τροπές εορτές και μάλιστα τις ρωμαϊκές, οι οποίες κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας είχαν κατακτήσει ολόκληρο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.
Οι εορτές αυτές άρχιζαν από τα Σατουρνάλια την 17η Δεκεμβρίου ακολουθούσε κατά την 25η Δεκεμβρίου γιορτή της γεννήσεως του Ηλίου (hatalis invicti solis), ερχόντουσαν κατόπιν οι καλένδες του Ιανουαρίου, ακολουθούσαν τα Βοτά την 3η Ιανουαρίου, τα Λορεντάλια την 4η και 7η, τελείωνε η περίοδος των εορτών με την γιορτή του Ιανού.
Τις γιορτές αυτές η Χριστιανική εκκλησία αντικατέστησε με την γιορτή των Χριστουγέννων την 25η Δεκεμβρίου, την γιορτή του Αγίου Βασιλείου την 1 Ιανουαρίου, των Θεοφανίων την 6 Ιανουαρίου και του Αγίου Ιωάννου την 7η Ιανουαρίου.
Χρόνια πολλά. Καλά Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά και καλή λευτεριά από τα δεινά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.