Παύλος Μεθενίτης
Φανταστείτε πως ζείτε σ’ ένα χωριό. Όπου κάνουν κουμάντο οι Δημογέροντες. Αυτοί λοιπόν, διαχειρίζονται τα εδάφη που ανήκουν στην Κοινότητα, τα βοσκοτόπια, ας πούμε. ....
Σ’ αυτά ο κάθε χωρικός μπορεί να βοσκήσει το κοπάδι του, εάν βέβαια καταβάλλει στο Ταμείο του χωριού ένα λογικό νοίκι, το οποίο οι Προεστοί του χωριού, οι Δημογέροντες που λέγαμε, θα διαθέσουν επ’ωφελεία όλων: θα ντύσουν και θα ταΐσουν τα ορφανά, ας πούμε, θα φροντίσουν για τον φωτισμό, την ύδρευση και τους δρόμους του χωριού, θα πληρώσουν τον παπά και τον δάσκαλο, κλπ.
Ωραία; Εντάξει. Πάνε λοιπόν μια μέρα οι τρεις-τέσσερις πλουσιότεροι νοικοκύρηδες του τόπου, και λένε στους Δημογέροντες, με τους οποίους, σημειωτέον, πίνουν κάθε μέρα καφέ και τσίπουρο στον καφενέ, φουμέρνοντας το ναργιλέ τους: «δώστε στον καθένα μας από ένα βοσκοτόπι, να βοσκήσουμε τα ζωντανά μας!... Θα κάνετε καλό στον τόπο: θα μπει περισσότερο χρήμα στο χωριό, από το γάλα, το τυρί, το μαλλί και το κρέας, πολύς κόσμος θα βρει δουλειά, όλοι θα είναι ευχαριστημένοι. Κι εμείς δεν θα ξεχάσουμε το καλό που μας κάνατε – τί λέτε;»
Δεν το σκέφτονται και πολύ οι Προεστοί. Έτσι, δίνουν στους χοντρονοικοκύρηδες, χωρίς να ζητήσουν κανένα νοίκι, τα καλύτερα βοσκοτόπια, με το πιο παχύ χορτάρι, ένα στον καθένα, για να βοσκήσουν τα κοπάδια τους. Κι έτσι, σχεδόν όλοι είναι ευχαριστημένοι. Οι Δημογέροντες λαβαίνουν τακτικά τα πεσκέσια που τους στέλνουν οι μεγαλοτσελιγκάδες, που έχουν θησαυρίσει. Κάμποσος κόσμος έχει βρει δουλειά, και ο παράς κινείται γενικώς – εκτός από αυτόν που θα έπρεπε να μπαίνει στα Ταμείο της Κοινότητας ως νοίκι. Και να ξοδεύεται για τα ορφανά, τους ανήμπορους, το σχολειό, κλπ.
Σε καμιά τριανταριά χρόνια, αλλάζει η σύνθεση της Δημογεροντίας. Οι νέοι Προεστοί λοιπόν, επανεξετάζουν τις αποφάσεις των προηγουμένων, ξανακοιτάνε την υπόθεση με τα βοσκοτόπια, και λένε στους πρώτους νοικοκύρηδες του τόπου: «α, για να συνεχίσετε να βοσκάτε τα ζώα σας στα βοσκοτόπια της κοινότητας, πρέπει να πληρώνετε νοίκι από δω κι εμπρός, όπως όλος ο κόσμος.» Αυτό δεν αρέσει καθόλου στους μεγαλοτσελιγκάδες, που βγαίνουν στο κλαρί, που σηκώνουν μπαϊράκι. Οι Προεστοί, απ’ την άλλη, τα στυλώνουν κι αυτοί: «Πληρώστε ο καθένας για το βοσκοτόπι του, κι ευχαριστημένοι να’ στε που δεν σας ζητάμε τα νοίκια των 30 χρόνων αναδρομικά!»
Όμως, οι μεγάλες φαμίλιες των τσελιγκάτων, οι πραγματικοί Άρχοντες του χωριού, είναι ισχυροί, είναι πλούσιοι, έχουν στρατιές δικών τους ανθρώπων, και πολεμούν με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους τους νέους δημογέροντες. Βάζουν, ας πούμε, τους παλιούς Δημογέροντες να χτυπήσουν τους νέους – η αλήθεια είναι πως οι παλιοί δεν θέλουν και πολύ για να επιτεθούν, καθώς έχασαν τα πεσκέσια των τσελιγκάδων...
...Που είναι έξαλλοι, έχει γυαλίσει το μάτι τους, όχι μόνο για τα λεφτά, αλλά για την τιμή τους! Είναι δυνατόν οι νέοι Προεστοί να τους υποχρεώνουν να συμπεριφερθούν όπως η πλέμπα, όπως ο κάθε κοινός θνητός, όπως ο κάθε παρακεντές, που τους προσκυνά, καθώς αυτοί διαβαίνουν κορδωμένοι στην πλατεία του χωριού; « Ίσα κι όμοια γίναμε;», αναρωτιούνται. «Τα ύστερα του κόσμου!», αναφωνούν.
Ναι, οι Τσελιγκάδες είναι πυρ και μανία εναντίον της νέας Δημογεροντίας, γιατί τους αναγκάζει να πληρώσουν νοίκι για το δημόσιο αγαθό που χρησιμοποιούν, όπως είναι τα δημοτικά βοσκοτόπια. Σε μια άλλη, φανταστική κοινωνία, αυτά τα βοσκοτόπια θα ήταν οι τηλεοπτικές συχνότητες.
*Ο Παύλος Μεθενίτης είναι δημοσιογράφος του Ραδιοφώνου 24/7.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.