του Eυθύμιου Βαζαίου
Το επίπεδο ικανοποίησης των χιονοδρόμων, αλλά και η οικονομική βιωσιμότητα των Χιονοδρομικών Κέντρων (ΧΚ) εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την «αξιοπιστία χιονοκάλυψης». ....
Σε περιόδους φτωχών χιονοπτώσεων ο αριθμός επισκεπτών μπορεί να πέσει ακόμη και κάτω από το 50% του ιστορικού μέσου όρου, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες στα οικονομικά των επιχειρήσεων της περιοχής (Εικ. 1). Ένας στους τέσσερις χειμώνες είναι φτωχός σε χιονοπτώσεις.Ο επιστημονικός ορισμός της ‘αξιοπιστίας χιονοκάλυψης’ βασίζεται στον κανόνα των 100 ημερών, όπως αυτός διατυπώθηκε από τον Abegg (1996), που χαρακτηρίζει ένα ΧΚ χιονοδρομικά αξιόπιστο, εάν επτά στους δέκα χειμώνες υπάρχει αρκετή χιονοκάλυψη κατά τη διάρκεια 100 τουλάχιστον ημερών, από την 1ηΔεκεμβρίου ως και τη 15η Απριλίου. Υπάρχει και ο «κανόνας των Χριστουγέννων» που απαιτεί αδιάληπτη λειτουργία κατά το δεκαπενθήμερο των εορτών, χρονικό διάστημα κρίσιμο για την επιτυχία ολόκληρης της σεζόν.
Η ‘αξιοπιστία χιονοκάλυψης’ αυξάνεται με το υψόμετρο. Το επαρκές κατώτερο υψόμετρο για τις βόρειες Άλπεις είναι 1050 m, ενώ για τις νότιες 1500 m.
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν μετρήσεις, εμπειρικά όμως και με αρκετά μεγάλη βεβαιότητα μπορούμε να πούμε ότι το υψόμετρο αξιόπιστης χιονοκάλυψης είναι γύρω στα 2000 m, κριτήριο που πληρούν λιγότερα από τα μισά ΧΚ στην Ελλάδα – Εικ. 2. Εκτιμάται ότι για κάθε βαθμό ανόδου της μέσης θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη, το υψόμετρο αξιόπιστης χιονοκάλυψης θα ανεβαίνει κατά 150 m. Το μέλλον επομένως των ΧΚ βρίσκεται στα ψηλότερα υψόμετρα, όσο αυτό είναι φυσικά δυνατό σε μια χώρα που η κορυφή του Ολύμπου, 2918 m, είναι και η απόλυτη οροφή!
Η κυρίαρχη στρατηγική που υιοθετούν τα ΧΚ για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεπαρκούς χιονοκάλυψης και των επιπτώσεων της υπερθέρμανσης του πλανήτη προσφέρεται από την τεχνολογία και ακούει στο όνομα τεχνητή χιόνωση (ΤΧ). Οι πίστες «ραντίζονται» με χιόνι που παράγεται από τα «κανόνια χιονιού» που με τη σειρά τους τροφοδοτούνται με νερό μέσω ενός εκτεταμένου δικτύου σωληνώσεων από την πηγή του νερού μέχρι τα σημεία που είναι εγκατεστημένα τα ‘κανόνια’ στις πίστες. Το τεχνητό, σαν συμπλήρωμα του φυσικού χιονιού, βελτιώνει την ‘αξιοπιστία χιονοκάλυψης’, εξασφαλίζοντας κατά το δυνατόν ένα ικανοποιητικό υπόστρωμα πριν την έναρξη, καθώς και καλύτερη και πιο συνεπή κάλυψη των πιστών κατά τη διάρκεια της περιόδου λειτουργίας. Η ΤΧ ενσαρκώνει τις ελπίδες για ανεξαρτησία από τις μετεωρολογικές συνθήκες, πράγμα που εξασφαλίζει προκαθορισμένη ημερομηνία έναρξης λειτουργίας, σταθερή περίοδο χιονοδρομίας, προγραμματισμό εκδηλώσεων και ενεργειών marketing. Η καθιέρωση της ΤΧ άπτεται μιας πολύπλοκης δέσμης οικονομικών, τουριστικών και κλιματολογικών ζητημάτων. Τα σημεία που πρέπει να εστιάσουμε κατά το σχεδιασμό είναι η αποτελεσματικότητα, καθώς και η περιβαλλοντική και οικονομική βιωσιμότητα.
Αποτελεσματικότητα
Η παραγωγή καλής ποιότητας τεχνητού χιονιού απαιτεί χαμηλές θερμοκρασίες υγρού θερμομέτρου(συνδυασμός θερμοκρασίας και υγρασίας αέρα περιβάλλοντος), από -6 oC και κάτω. Σε υψηλότερες θερμοκρασίες, είτε η παραγωγή χιονιού είναι αδύνατη (> -2 oC), είτε το χιόνι που παράγεται δεν είναι καλής ποιότητας και η απόδοση του συστήματος μικρή. Τα συστήματα ΤΧ σχεδιάζονται συνήθως με κριτήριο την ικανότητα δημιουργίας ενός υποστρώματος διαστρωμένου τεχνητού χιονιού ύψους 20 εκ. μέσα σε διάστημα 5 ημερών πλήρους λειτουργίας (ΤΧ 5ΗΜ). Προκειμένου για τεχνητό χιόνι, ο κανόνας των 100 ημερών χιονοδρομίας γίνεται αυστηρότερος, η χιονοκάλυψη πρέπει να είναι επαρκής κατά τους 9 και όχι 7 στους 10 χειμώνες, αφού οι εγκαταστάσεις ΤΧ πρέπει να είναι αποτελεσματικές (σχεδόν) κάθε χρόνο.
Η ΤΧ καλύπτει περιόδους φτωχής φυσικής χιονόπτωσης, με λίγο υετό και μεγάλες για την εποχή θερμοκρασίες. Το σύστημα πρέπει να παράγει χιόνι αρκετό για να καλύψει και τις απώλειες τήξεως που είναι αναπόφευκτες, όταν οι θερμοκρασίες του περιβάλλοντος είναι πάνω από το μηδέν. Θα δούμε αν αυτό είναι εφικτό εξετάζοντας τρεις αποδεδειγμένα «κακούς» Δεκεμβρίους (2009, 2010, 2015). Κριτήριο είναι η ικανότητα του συστήματος ΤΧ να δημιουργήσει και να συντηρήσει συνθήκες χιονοδρομίας κατά τη διάρκεια των εορτών. Η περιγραφή της τεχνικής της προσομοίωσης που επιχειρήθηκε υπερβαίνει το παρόν, θα αρκεστούμε λοιπόν στο σχολιασμό των αποτελεσμάτων – Εικ. 3 & 4:
- Η ΤΧ λειτουργεί σαν συμπλήρωμα του φυσικού χιονιού. Χωρίς το έστω λιγοστό φυσικό χιόνι, η ΤΧ από μόνη της αδυνατεί να δώσει ικανοποιητική χιονοκάλυψη.
- Μόνο σε μια από τις τρεις περιπτώσεις που εξετάστηκαν (2010) φαίνεται ότι θα μπορούσε να έχει εξασφαλιστεί χιονοκάλυψη δυο εβδομάδων κατά την περίοδο των εορτών.
- Μόνο σε μια από τις τρεις περιπτώσεις (2015) η έναρξη λειτουργίας φαίνεται ότι θα μπορούσε να έχει μεταφερθεί νωρίτερα, χωρίς όμως και πάλι να έχει επιτευχθεί ικανοποιητική διάρκεια.
- Οι προηγούμενες αδυναμίες θεραπεύονται σε μεγάλο βαθμό, όχι όμως πάντα, από την εγκατάσταση μεγαλύτερου συστήματος ΤΧ – συστήματος δηλαδή με μεγαλύτερη πυκνότητα ‘κανονιών’, ικανότητας δημιουργίας κατάλληλου υποστρώματος σε διάστημα τριών, αντί πέντε, ημερών πλήρους λειτουργίας (ΤΧ 3ΗΜ).
- Σε υψόμετρα χαμηλότερα από τα 2000 m μπορεί να είναι κάπως δυνατή η παραγωγή τεχνητού χιονιού, αλλά με αρκετά υψηλότερο κόστος.
Περιβάλλον
Η κατανάλωση ενέργειας και νερού είναι κρίσιμα ζητήματα στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την εγκατάσταση συστήματος ΤΧ. Η ενέργεια που απαιτείται για την παραγωγή τεχνητού χιονιού κυμαίνεται από 0,33 έως 1,13 kWh για κάθε m2 πίστας εφοδιασμένης με ΤΧ, με τη μεγαλύτερη κατανάλωση να αντιστοιχεί σε χαμηλότερα υψόμετρα. Η κατανάλωση νερού κυμαίνεται από 0,14 έως 0,20 m3 για κάθε m2 πίστας και μπορεί να φτάσει σε ποσοστό 20-30% της συνολικής κατανάλωσης σε πόσιμο νερό της ευρύτερης περιοχής. Λιμνοδεξαμενές μεγάλης χωρητικότητας, που τροφοδοτούνται με νερό από την τήξη των χιονιών κατά τη θερινή περίοδο, μετριάζουν το ζήτημα επάρκειας νερού και δίνουν λύση στο πρόβλημα ανταγωνισμού για τις ίδιες πηγές νερού ανάμεσα στις διαφορετικές, εξ’ ίσου ζωτικής σημασίας, δραστηριότητες της περιοχής.
Το κόστος λειτουργίας εξαρτάται από τοπικούς παράγοντες, όπως ο καιρός και η τοπογραφία του συστήματος, κυμαινόμενο από 3 έως 5 € ανά m2 πίστας. Σε αυτό το κόστος περιλαμβάνονται έξοδα ενέργειας, νερού, προσωπικού, συντήρησης, κλπ. Το αυξημένο κόστος μετακυλίεται αναπόφευκτα στους καταναλωτές, η αντίδραση των οποίων πρέπει οπωσδήποτε να προσμετρηθεί σε όποια απόφαση. Ένα σύστημα ΤΧ που καλύπτει μόλις 10% των πιστών, δημιουργεί αυξημένο κόστος λειτουργίας που μετακυλιόμενο στην κατανάλωση, συνεπάγεται αύξηση στην τιμή του εισιτηρίου του ΧΚ κατά 15% (αν το ημερήσιο εισιτήριο ενηλίκου κοστίζει π.χ. 30€, με την ΤΧ η τιμή πρέπει να φτάσει τα 34,5€). Το κόστος είναι υψηλό ακόμη και όταν έχουμε χαμηλές θερμοκρασίες και αρκετές φυσικές χιονοπτώσεις, αφού κατά την έναρξη ιδίως της σεζόν, μπροστά στην αβεβαιότητα του τι θα επακολουθήσει, και προκειμένου να επιτευχθεί η πολυπόθητη λειτουργία των Χριστουγέννων, το σύστημα ΤΧ τηρείται σε πλήρη λειτουργία για παν ενδεχόμενο.
Οικονομική βιωσιμότητα
Τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εγκατάσταση ΤΧ υπολογίζοντα σε 10-30 € ανά m2 πίστας που θα εφοδιαστεί με ένα τέτοιο σύστημα. Η διακύμανση εξαρτάται από την τοπογραφία, την ανάγκη ή όχι κατασκευής λιμνοδεξαμενής, τον απαιτούμενο ρυθμό σχηματισμού υποστρώματος και πολλούς άλλους παράγοντες. Η επένδυση για ΤΧ που θα καλύψει πίστες μήκους π.χ. 2 Km, μπορεί να ανέλθει στο ποσό των 1-3 εκ €, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο για επιχειρήσεις που τα οικονομικά τους ευρίσκονται επί ξυρού ακμής. Είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί η επίδραση της επένδυσης στη συνολική οικονομία της περιοχής, αφού μικρή χιονοκάλυψη έχει δυσμενή επίδραση στην επισκεψιμοτητα της περιοχής και συνεπώς στο εισόδημα ενός φάσματος τοπικών επιχειρήσεων, όπως διαμονή, εστίαση, μεταφορές, εκπαίδευση, λιανεμπόριο, υπηρεσίες, κλπ. Η μείωση του εισοδήματος λόγω μειωμένης χιονοκάλυψης μπορεί να αγγίξει 3-10% του συνολικού ετήσιου επιχειρηματικού εισοδήματος της περιοχής. Είναι αυτονόητο ότι το βάρος της επένδυσης πρέπει να καταμεριστεί δίκαια, κατ’ αναλογία του προσδοκώμενου οφέλους, στον επιχειρηματικό κόσμο εν συνόλω, ή, που είναι προτιμότερο, να βρεθεί τρόπος να αντληθούν περιφερειακά, εθνικά ή κοινοτικά κονδύλια.
Εν κατακλείδι,
Η ΤΧ μπορεί να αποτελέσει λύση στο πρόβλημα ανεπαρκούς χιονοκάλυψης, όμως το μεγάλο κόστος επένδυσης σε συνδυασμό με το κόστος του χρήματος και το πολλές φορές υπερβολικά μεγάλο κόστος λειτουργίας απαιτούν προσεκτική ανάλυση όλων των πιθανών επιπτώσεων, οικονομικών, τεχνικών και περιβαλλοντικών. Δεν είναι συνετό να καταφύγουμε σε πανάκριβες επενδύσεις και να αυξήσουμε υπέρμετρα το κόστος λειτουργίας, αν δεν έχουμε πρώτα εξαντλήσει βασικά θέματα, όπως η εξομάλυνση των πιστών, η κατασκευή χιονοφραχτών, η εκπαίδευση του προσωπικού, τα μέσα διάστρωσης πιστών, κλπ.
Η ΤΧ αποτελεί πιθανώς λύση σε μεγάλα υψόμετρα, αρκεί η σχετική απόφαση να βασίζεται σε εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση που να δείχνει ότι η αύξηση των εσόδων (αύξηση εισιτηρίου, αύξηση επισκεψιμότητας, ή και τα δυο) θα είναι μεγαλύτερη από τη συνολική οικονομική επιβάρυνση του συστήματος. Σε χαμηλότερα υψόμετρα πρέπει να διερευνηθούν δυνατότητες στροφής σε άλλα μοντέλα βιώσιμης ανάπτυξης, όχι τόσο εξαρτώμενα από τον καιρό και το χιόνι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.