Ο
τραγικός πεζογράφος μας που διώχθηκε, εξορίστηκε και έχασε την ελληνική
ιθαγένεια για τα πολιτικά του φρονήματα
Ένας βαθύτατα κοινωνικός συγγραφέας που παρέμεινε ρομαντικός και γεμάτος πίστη στους ανθρώπους παρά τις πολιτικές περιπέτειες της δικής του ζωής,.....
ο Λουντέμης διαψεύστηκε από την πραγματικότητα και οργίστηκε από την κοινωνική αδικία, αν και δεν έχασε ποτέ την πληθωρικότητα της γραφής του.
Γεμάτο αυτοβιογραφικές αναφορές και όνειρα, το πλούσιο συγγραφικό του έργο των 48 βιβλίων καλύπτει όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική λογοτεχνία, μετάφραση κ.ά.), κάνοντάς τον έναν από τους πλέον παραγωγικούς αλλά και διαβασμένους έλληνες λογοτέχνες.
Η αμεσότητα της πένας του, ο λυρισμός, ο ρεαλισμός και η δύναμη της περιγραφής του θα λειτουργήσουν ως καταφύγιο για τα νιάτα των δεκαετιών του 1950, του 1960 και του 1970, την ίδια ώρα που τα βιβλία του μεταφράζονται σε πάμπολλες γλώσσες και αποσπούν βραβεία στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ.
Ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας (αλλά και Έλληναw Κνουτ Χάμσουν), που μας χάρισε αθάνατα μυθιστορήματα όπως τα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ του «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα», ήταν ένας φτωχός και ταλαιπωρημένος νέος, κατά κόσμον Δημήτρης Βαλασιάδης, που είχε έρθει από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922 και ζούσε έπειτα από περιπέτειες στην περιοχή της Έδεσσας επιβιώνοντας με όποια δουλειά του τύχαινε: λούστρος, σερβιτόρος, υπάλληλος δικηγορικού γραφείου.
Ο νεαρός γράφει παράλληλα και γράφει πολύ. Όταν θα δημοσιευτεί σε λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», η ζωή του Λουντέμη αλλάζει μονομιάς: βρίσκει δουλειά βιβλιοθηκάριου στην Αθηναϊκή Λέσχη και λίγο αργότερα, το 1938, τυπώνεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».
Με το βιβλίο αυτό ο 27χρονος Λουντέμης μοιράζεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας κατά την πρώτη απονομή στην ιστορία του θεσμού και καθιερώνεται στον χώρο. Αν και οι αναποδιές καραδοκούν στη γωνιά. Την ώρα που γράφει τα περίφημα διηγήματά του «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» (1940) και «Γλυκοχάραμα» (1944), αλλά και το μυθιστόρημα «Έκσταση» (1943), οργανώνεται στην Αντίσταση με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής και γίνεται παθιασμένος αγωνιστής, αν και η ένταξή του στο ΚΚΕ τού κοστίζει μετά τον Εμφύλιο μια μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη (πλάι στον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη).
Ο Λουντέμης συνεχίζει να γράφει τα πάντα: «Αυτοί που φέρανε την καταχνιά» (1946), «Καληνύχτα ζωή» (1946), «Συννεφιάζει» (1948), «Βουρκωμένες μέρες» (1953), «Οι κερασιές θ' ανθίσουν και φέτος» (1956), «Ένα παιδί μετράει τ' άστρα» (1956), «Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους» (1956), η φαρμακερή του πένα θα του φέρει όμως κι άλλες περιπέτειες.
Το 1956 δικάζεται για τα διηγήματα της συλλογής «Βουρκωμένες μέρες» με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας! Καταδικάζεται και απαγορεύεται η κυκλοφορία των βιβλίων του. Φεύγει για το Βουκουρέστι και το 1967, ενώ βρίσκεται σε ταξίδι στην Άπω Ανατολή, του αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια βάσει παλιού εμφυλιοπολεμικού ψηφίσματος. Πλέον ζει εκπατρισμένος στη Ρουμανία, αν και η εξορία του χαρακτηρίζεται «χρυσή»: έχει χρήματα, ζει άνετα, παίρνει τιμές, αν και εκείνος θέλει να γυρίσει στην Ελλάδα.
Επιστρέφει τελικά τον Μάρτιο του 1976 και δίνει σειρά συνεντεύξεων για τα βιβλία του, τη ζωή του, την πολιτική, αν και δεν προλαβαίνει να χαρεί το γεγονός ότι ξαναπάτησε τα ελληνικά χώματα, καθώς πεθαίνει αιφνιδίως στις 22 Ιανουαρίου 1977 από καρδιακή προσβολή την ώρα που οδηγεί το αυτοκίνητό του. Η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα στη Μητρόπολη Αθηνών και η νεκρώσιμος ακολουθία μετατρέπεται σε κραυγή ελευθερίας: «Αθάνατος» φωνάζει στην κηδεία του ο Ρίτσος και το πλήθος επαναλαμβάνει!
Ο άνθρωπος που έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια, αγωνίστηκε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών, πέρασε από εξορία για τα πολιτικά του φρονήματα και έζησε στη Ρουμανία ως πολιτικός πρόσφυγας ήταν φυσικό να μετατραπεί σε έναν οξύ κοινωνικό αναλυτή που έγραψε για τον φτωχό και καταφρονεμένο: «Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».
Ο Βασίλης Βασιλικός εκτίμησε ότι ο Λουντέμης είναι ο πιο πολυδιαβασμένος έλληνας συγγραφέας μετά τον Νίκο Καζαντζάκη ως ένας ογκόλιθος της λογοτεχνίας του Μεσοπολέμου αλλά και ο κυριότερος εκπρόσωπος του κοινωνικού ρεαλισμού. Η ίδια του η ζωή εξάλλου παρέχει άφθονο υλικό για ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα, καθώς συγκεφαλαιώνει τη μετεμφυλιακή περιπέτεια της αριστερής διανόησης αλλά και τα μίση που δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν…
Πρώτα χρόνια
Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννιέται ως Δημήτρης «Τάκης» Βαλασιάδης (Μπαλάσογλου στην αρχική του μορφή) το 1912 πιθανότατα (κάποιες βιογραφικές πηγές παραθέτουν ως ημερομηνία γέννησης το 1906) σε χωριό της Κωνσταντινούπολης. Προερχόταν από εύπορη οικογένεια της Πόλης, η οποία χρεοκόπησε ωστόσο μετά την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά στον ελλαδικό χώρο (Αίγινα και Έδεσσα) μέχρι να εγκατασταθεί μόνιμα το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας. Χάνοντας τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, η πολυμελής φαμίλια μαστίζεται από τη φτώχεια και ο μοναχογιός της Δημήτρης βγαίνει στη βιοπάλη για να συμβάλει στο πενιχρό εισόδημα και να θρέψει τις τέσσερις αδερφές του.
Εργάζεται σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, γραμματοδιδάσκαλος και επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδία (απ’ όπου θα εμπνευστεί εξάλλου και το φιλολογικό του ψευδώνυμο «Λουντέμης»). Η στράτευσή του όμως στην Αριστερά και η έντονη πολιτική του δράση μέσα από τις τάξεις του ΚΚΕ θα του στοιχίσει την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας («απεσύρθη» από την τέταρτη τάξη του εξατάξιου γυμνασίου)!
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίζεται πολύ νωρίς, ήδη από το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε τοπικές εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ωστόσο ποιήματα και διηγήματά του θα βρουν τον δρόμο για το λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», στα οποία υπογράφει ακόμα με το βαφτιστικό του…
Προσωπικές περιπέτειες και συγγραφική καριέρα
Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων (Κοζάνη και Βόλος) και αφού περάσει από την πρώτη εξορία του στη Γαύρο το 1933 (ένα μέρος όπου «σπανίζουν οι άνθρωποι και τα ζα και τα δέντρα») ο Λουντέμης θα εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, μεταξύ αυτών και οι διακεκριμένοι ομότεχνοί του Κώστας Βάρναλης, Άγγελος Σικελιανός και Μιλτιάδης Μαλακάσης. Ο τελευταίος θα του βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριο στην Αθηναϊκή Λέσχη, δίνοντάς του οικονομικές ανάσες.
Παρά το γεγονός ότι δεν μπορεί να πάει στο πανεπιστήμιο τόσο λόγω των πολιτικών φρονημάτων του όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν είχε απολυτήριο Γυμνασίου, ο Λουντέμης παρακολουθεί διαλέξεις αριστερών καθηγητών στη Φιλοσοφική, καθώς το 1934 υπογράφει το πρώτο του διήγημα ως «Μενέλαος Λουντέμης» και αποσπά διθυραμβικές κριτικές.
Το «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια» θα του ανοίξει διάπλατα τις λογοτεχνικές πόρτες και τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν κυκλοφορεί η συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν», αποσπά το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας!
Το 1940 παντρεύτηκε την Έμμυ Μαυρογιάννη (κουμπάρος ήταν ο Άγγελος Σικελιανός), με την οποία απέκτησε μία κόρη, τη Μυρτώ. Καθιερωμένος πια γραφιάς, παίρνει ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση και εντάσσεται στο ΕΑΜ, όπου διατελεί γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Στον εθνικό μας σπαραγμό συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη, όπου συνεχίζει να γράφει σαν δαιμονισμένος.
Έχοντας ήδη συμπληρώσει οχτώ χρόνια στην εξορία, ο Λουντέμης μεταφέρεται το 1956 στην Αθήνα για να δικαστεί εκ νέου, με την κατηγορία «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας», για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του, απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».
Στη συνέχεια καταθέτουν μάρτυρες κατηγορίας (που υποστήριξαν ότι το βιβλίο του «προπαγανδίζει τας πολιτικάς του ιδέας, θίγει την έννοια του κράτους, κλονίζει την εμπιστοσύνη του λαού στη Δικαιοσύνη και καλλιεργεί το μίσος») και υπεράσπισης, ανάμεσά τους και οι Κώστας Βάρναλης και Γιώργος Θεοτοκάς. Ο Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, περιγράφοντας το δράμα του, που δεν είναι παρά το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να μιλήσει για το παιδί του, τη Μυρτώ, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας».
Ο Λουντέμης του απαντά αποστομωτικά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ»!
Από το 1958 ως τη Μεταπολίτευση (1974), ο Λουντέμης έζησε αυτοεξόριστος στη Ρουμανία για να αποφύγει τα χειρότερα. Το 1962, τη χρονιά που δημοσιεύεται το «Οδός Αβύσσου αριθμός 0» και ο λογοτέχνης συγκλονίζει με τις περιγραφές του για τα βασανιστήρια της Μακρονήσου («Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι»), είναι πια εχθρός του κράτους. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1967, το καθεστώς του δικτάτορα Παπαδόπουλου θα του αφαιρέσει την ελληνική ιθαγένεια!
Ό,τι άγγιζε ο Λουντέμης γινόταν στάχτη και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εδώ η Ρίκα Διαλυνά! τότε φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών και μετέπειτα ηθοποιός ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον Λουντέμη και το 1954, λίγο πριν από τη συμμετοχή της στα καλλιστεία, εκπλήρωσε το όνειρό της. Η γνωριμία τους οδήγησε σε συνεργασία, καθώς η Ρίκα φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του «Κραυγή στα Πέρατα». Λίγους μήνες μετά, πήρε μέρος στα καλλιστεία και στέφθηκε Σταρ Ελλάς, αν και όταν ως εστεμμένη χρειάστηκε να επισκεφτεί τις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η είσοδός της στη χώρα απαγορευόταν. Η συνεργασία της νεαρής με τον αριστερό συγγραφέα θεωρήθηκε ύποπτη στην εποχή του μακαρθισμού!
Στη Ρουμανία συνεχίζει το πολυγραφότατο συγγραφικό του έργο, αλλά νοσταλγεί την πατρίδα («ένα ελληνικό καφεδάκι... μιά ρετσίαν», γράφει σε έναν φίλο του). Μετά τη Μεταπολίτευση του επιτρέπεται ο επαναπατρισμός, αν και το θέμα της ιθαγένειας παραμένει θολό. Ο ίδιος εξομολογείται σε ανοιχτή επιστολή του στην εφημερίδα «Τα Νέα» τον Απρίλιο του 1975: «Αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!».
«Ακούω μηνύματα. Φωνές απ’ την Ελλάδα. Ελληνικά καλέσματα. ‘‘Έλα! Ο επαναπατρισμός σου είναι ελεύθερος”. Μα εγώ ρωτώ: Ο επαναπατρισμός μου ναι είναι ελεύθερος. Εγώ όμως θα είμαι ελεύθερος μετά τον επαναπατρισμό μου; Ένας αγαπητός μου φίλος μου τηλεφώνησε. “Έχεις το κλειδί της πατρίδας στο χέρι σου! Άνοιξε και μπες”. Μα εγώ θέλω ν’ ανοίξω την πόρτα της πατρίδας μου μ’ ελληνικό χέρι, ενώ η επίσημη δήλωση είναι κάπως θολή. Τέλος πάντων, τι μου προσφέρουν, ιθαγένεια ή επαναπατρισμό; “Επαναπατρισμόν” μου απαντούν “χωρίς Ιθαγένεια”. Και τότε αποφασίζω να πεθάνω στα ξένα!
Γιατί νάρθω στην Ελλάδα. Για ν’ ανεβοκατεβαίνω τις σκάλες των υπηρεσιών ζητιανεύοντας πατρίδα. Η πικρή μου εμπειρία με προφύλαξε από τέτοιες ταπεινώσεις. Είμαι πολύ άρρωστος, πολύ κουρασμένος και προ πάντων πάρα πολύ κακοπαθημένος για να παίξω εθελοντικά την κωμωδία του Δημοσίου κινδύνου. Προτιμώ να ζήσω εκπατρισμένος και ελεύθερος παρά επαναπατρισμένος και επιτηρούμενος.
Είμαι πικραμένος αφάνταστα για τη μεταχείριση των αρχών απέναντί μου. Μα είναι απελπιστικό. Η Ελλάδα που γεννήθηκε για να προσφέρει την ελευθερία στους άλλους ν’ αρνείται να την προσφέρει στα παιδιά της. Η πατρίδα μας από φριχτά ολισθήματα, λάθη και προδοσίες άλλων, μπήκε στον κυκλώνα μιας αληθινής τραγωδίας. Και να γιατί σαστίζω. Πώς σε μια τόσο μεγάλη Ελλάδα δεν μπορούν να χωρέσουν στον κόρφο της μερικές χιλιάδες ορφανεμένα της παιδιά.
Δεν ξέρω τι με περιμένει στο μέλλον. Αύριο ξαναμπαίνω στο Νοσηλευτήριο, πολύ μακριά από το Βουκουρέστι και δε θα μπορώ να λέω πια τα παράπονά μου στον αγαπημένο μου Ελληνικό Τύπο. Έτσι λυπούμαι που δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω ούτε ένα από τα χρέη μου. Περιορίζομαι μόνο ν’ απευθύνω τις ολόθερμες ευχαριστίες μου που με τόση γενναιοφροσύνη και ανθρωπιά μου συμπαραστάθηκαν στον ανέλπιδο αγώνα μου. Σφίγγω με αγάπη στο στήθος μου την παλλόμενη ελληνική καρδιά του Κέβιν Άντριους. Χαιρετώ όλους όσοι με σκέπτονται και με καρτερούν».
Παραμένοντας σταθερά στο Βουκουρέστι, ο Λουντέμης μεταφράζεται σε πλήθος γλωσσών και κάνει διεθνή συγγραφική καριέρα, αποσπώντας πλήθος βραβείων και επαίνων. Το 1956 εκλέγεται μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου της Ειρήνης και πραγματοποιεί πλήθος ταξιδιών στα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, φτάνοντας μέχρι τη Ρωσία, τη Μογγολία, την Κίνα και το Βιετνάμ (οδοιπορικό που αποτυπώθηκε το 1966 στο βιβλίο του «Μπατ-Τάι»).
Αυτή την περίοδο της ζωής του αφοσιώθηκε ταυτόχρονα με πάθος στη συγγραφή, ολοκληρώνοντας 30 από τα 48 του βιβλία! Τελικά ανέκτησε την ελληνική ιθαγένεια και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1976. Όπως μαθαίνουμε από την εφημερίδα «Μακεδονία» τον Δεκέμβριο του 1976: «Όπως εγνώσθη το συμβούλιο ιθαγενείας του υπουργείου εσωτερικών ενέκρινε την απόδοση της ελληνικής ιθαγενείας στον λογοτέχνη Μενέλαο Λουντέμη. Η απόφαση ελήφθη μετά από επιστολή-αίτηση του αρχηγού της “Ενώσεως Κέντρου-Νέων Δυνάμεων” κ. Γ. Μαύρου».
Τελευταία χρόνια
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Λουντέμης γίνεται δεκτός με πανηγυρισμούς. Όπως θυμόταν η κόρη του, Μυρτώ: «Όταν επέστρεψε, λοιπόν, ήταν ένας θρίαμβος. Και δικαιώθηκε ο Λουντέμης για όσα τράβηξε. Γιατί η αγάπη του κόσμου ήταν δυσβάσταχτη. Εκείνος είχε την καρδιά του, στο αεροδρόμιο τον πνίγανε οι άνθρωποι, να πέφτουν πάνω του, φοιτητές, φίλοι, ένα θέαμα πραγματικά αξιοζήλευτο για κάποιον που θέλει να είναι διάσημος. Να είναι μεγάλος. Για έναν μεγάλο ήταν μια επιστροφή θρίαμβος, όπως ακριβώς θα το ήθελε και όπως ακριβώς του άξιζε.
Εγώ ήμουν έγκυος τότε. Στο μήνα μου σχεδόν. Και μου ήταν δύσκολο να βρεθώ σ’ αυτό το πλήθος. Δε θα άντεχα, βέβαια. Ούτε ήθελα δυνατές συγκινήσεις. Ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι καταϊδρωμένος, χάλια, μου τον λιώσανε τον άνθρωπο, ήτανε τόσο συγκινημένος, σερνότανε κυριολεκτικά. Αλλά ήταν ευτυχισμένος. Ήταν πολύ ευτυχισμένος. Όχι μόνο επειδή γύρισε, αλλά επειδή γύρισε μέσα σε αγκαλιές, στην αναγνώριση».
Περνώντας τα σύνορα, ο Λουντέμης δεν μπορούσε να πιστέψει την υποδοχή που του επεφύλαξε ο κόσμος, καθώς το έργο του ήταν ήδη γνωστό και αγαπητό στο εσωτερικό της πατρίδας του. Αν και δεν έμελλε να το χαρεί.
Οι έντονες συγκινήσεις και τα προβλήματα της καρδιάς του προσυπέγραψαν τον αιφνίδιο χαμό του έναν περίπου χρόνο μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα: το Σάββατο, 22 Ιανουαρίου 1977, ο Λουντέμης παθαίνει καρδιακή προσβολή μέσα στο αυτοκίνητό του, καθώς διασχίζει τη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Η είδηση του θανάτου του ήταν άλλη μια τραγική ειρωνεία, καθώς το παρακάτω περιστατικό το καλοκαίρι του 1965 στο Βουκουρέστι είναι χαρακτηριστικό:
Ο συγγραφέας Δήμος Ρεντής θα βρεθεί μέσα στο αυτοκίνητο του Λουντέμη στο Βουκουρέστι, το οποίο οδηγεί ο μεγάλος μας πεζογράφος με περισσή δεξιοτεχνία. «Καθώς καταλαβαίνω», λέει σε μια στιγμή ο Ρεντής στον Λουντέμη, «είσαι αξιολογότερος σοφέρ από συγγραφέας». «Το παραδέχομαι», απαντά ο Λουντέμης, «σαν οδηγός δεν έχω σκοτώσει κανέναν ως την ώρα, μα σαν συγγραφέας έχω σκοτώσει καμιά τριανταριά»!
Βαθύτατα ανθρώπινος, γνώστης της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης του λαού του και έμπειρος παρατηρητής της συμπεριφοράς και των συναισθημάτων, ο Λουντέμης κατόρθωσε με τον πιο γλαφυρό τρόπο να αποτυπώσει την καθημερινότητα και τα δεινά μιας πολύπαθης εποχής. Τα περισσότερα βιβλία του έχουν εξάλλου χαρακτήρα αυτοβιογραφικό, οι ήρωές του είναι άνθρωποι που συνάντησε, γνώρισε και συναναστράφηκε και οι τόποι δεν είναι παρά τόποι από τους οποίους πέρασε ο ίδιος.
Ο «εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, για τον οποίο πρόσφερε την ψυχή του», όπως τον χαρακτήρισε ο Νικηφόρος Βρεττάκος χάρισε στην ανθρωπότητα τη μοναδική «Τετραλογία του Μέλιου», όπως έγιναν γνωστά τα μυθιστορήματά του «Συννεφιάζει», «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», «Αγέλαστη Άνοιξη» και «Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας», καθώς παρακολουθούν τη ζωή του ήρωά τους, του Μέλιου Καδρά. Το alter ego δηλαδή του ίδιου του συγγραφέα…
newsbeast.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.