ΜΑΡΙΑ ΤΟΠΑΛΗ
Υπάρχει άραγε κοινός ευρωπαϊκός «κανόνας» στον πολιτισμό; ρωτήσαμε τον Ούγγρο μαέστρο Ivan Fisher, ιδρυτή και διευθυντή του Budapest Festival Orchestra; «Οπωσδήποτε ναι», απάντησε, έσπευσε όμως να διαφωνήσει.....
ο Γερμανός εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού δικτύου Ιστορικών Θεάτρων: «Μπορεί να ισχύει αυτό στην όπερα, δεν όμως έτσι π.χ. στη λογοτεχνία». Για του λόγου το ασφαλές απηύθυνε προς όλους μας το ερώτημα (που φυσικά έμεινε αναπάντητο): «Ποιος γνωρίζει το ιδρυτικό λογοτεχνικό έπος της Πορτογαλίας;». Η ζωηρή συζήτηση με θέμα την ευρωπαϊκή πολιτική για τον πολιτισμό διεξήχθη στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Europe Calling» του γερμανικού ιδρύματος Friedrich Ebert, στις 20 Ιουνίου. Στον ατμοσφαιρικό χώρο του βερολινέζικου Westhafen είχαν προηγηθεί δημόσιες συνεντεύξεις των Σουλτς, Μοσκοβισί, κ.ά.
Παρά την «ανοιχτότητα» του Σουλτς απέναντι στην ευρωπαϊκή υπόθεση, η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, στην οποία ανήκει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μοιάζει να δυσκολεύεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της όσο και με την εύρεση βηματισμού σε εθνικό επίπεδο. Αραγε κάποιοι ονειρεύονται τη δυναμική εποχή του Βίλι Μπραντ; Η τολμηρά συμφιλιωτική προς το «Οστμπλόκ» πολιτική του βρίσκεται, από άποψη ύφους και περιεχομένου, στους αντίποδες της πικρότατης επίγευσης που, σ’ εμένα τουλάχιστον, άφησε η επίσκεψη στο περίφημο «Μουσείο DDR», στο κέντρο του ενωμένου πλέον Βερολίνου. Σε έναν ασφυκτικό χώρο, ανάμεσα σε Αμερικανούς τουρίστες που μασουλάνε ξηρούς καρπούς, καλούμαστε να «αγγίξουμε», όπως διατείνεται η διαφήμιση, την Ιστορία: τις ζωές των Ανατολικογερμανών.
Μαζί με τη δίκαιη κριτική του ανελεύθερου ολοκληρωτισμού, οι ζωές αυτές εκτίθενται σε μια αφόρητη ταλάντωση ανάμεσα στο νοσταλγικό «καλτ» και την καραγκιοζοποίησή τους. Η καταναλωτική ανεπάρκεια διακωμωδείται καθ’ υπερβολήν, μαζί με τα κάθε λογής «επιτεύγματα», όπως το διάσημο αυτοκίνητο «τράμπι». Ο επισκέπτης μπορεί να καθίσει στο γραφείο του γραφειοκράτη και να τον ακούσει, από το χαρακτηριστικό τηλέφωνο της εποχής εκείνης, να μιλά στον Κομισάριο.
«Τα μαύρα χρόνια 1933-45»
Μπορεί να βάλει το χέρι του σε μια τρύπα και να χαϊδέψει… κόκκους καφέ(!), πληροφορούμενος, ταυτόχρονα, τις διακυμάνσεις αυτού του αγαθού πολυτελείας στην πρώην ΛΔΓ. Μπορεί να δει φωτογραφίες νηπίων που υφίστανται καταπιεστική εκμάθηση τουαλέτας καθισμένα δίπλα-δίπλα στο γιογιό του σοσιαλιστικού παιδικού σταθμού αλλά και να παίξει διαδραστικά παιχνίδια με το λεξιλόγιο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα γιογιό και στον ορισμό του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», αισθάνομαι μια κάπως γερασμένη Ευρωπαία που φθάνει στα όριά της. Δεν λογάριασαν, άραγε, οι ιθύνοντες ότι δεν είναι το καθεστώς αλλά ο απλός, καθημερινός άνθρωπος που μέσα από αυτή την επίδειξη γίνεται καρικατούρα; Πώς νιώθουν άραγε οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας, βλέποντας τις ζωές τους να εκτίθενται με αυτόν τον τρόπο στην κοινή θέα, στο «άγγιγμα»;
Πώς αντιδρούν οι πρώην οδηγοί των «τράμπι» γνωρίζοντας πως τα γιαπωνεζάκια και τα αμερικανάκια κάθονται στο βολάν και διασκεδάζουν μέσα στο αντίστοιχο έκθεμα;
Εναν αντίθετο πόλο στο Μουσείο DDR συνιστά η περιστασιακή έκθεση με τίτλο «Τα μαύρα χρόνια. Ιστορίες μιας συλλογής 1933-1945», που λήγει στις 31 Αυγούστου και έχει ήδη συζητηθεί πολύ στον γερμανικό και στον διεθνή Τύπο. Σε έναν περιορισμένο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Hamburger Bahnhof», κοντά στις μόνιμες συλλογές του Μπόις και του Ρίχτερ αλλά και την, επίσης περιστασιακή (μέχρι 23.10) έκθεση της σημαντικής και έντονα πολιτικοποιημένης Τουρκάλας καλλιτέχνιδας Γκιουλσούν Καραμουσταφά (γενν. 1946) φιλοξενείται μια συλλογή έργων που δημιουργήθηκαν, αποκτήθηκαν ή εκποιήθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη τα χρόνια του Γ΄ Ράιχ.
Ιστορίες αντίστασης
Σημαντικότερες από τα ίδια τα εκθέματα, στα οποία περιλαμβάνονται έργα των Πικάσο, Μπέκλιν, Ντε Κίρικο, Χόφερ, Μουνκ, Τέο Μπάλντεν, Μπέλιγκ, Κόλβιτς, Ντιξ (πολλά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά έπειτα από 75 χρόνια) είναι οι ιστορίες πίσω από τα έργα. Μεγάλο μέρος των διάσημων καλλιτεχνών φαίνεται πως επιχείρησε να γλιστρήσει στην γκρίζα ζώνη της συνεργασίας με το καθεστώς.
Η προσπάθεια αυτή δεν στέφθηκε πάντοτε με επιτυχία. Ακόμη κι αν διασώθηκαν προσωρινά, καλλιτέχνες όπως ο Χόφερ δεν άργησαν να πέσουν σε δυσμένεια. Ακόμη κι αν η Πινακοθήκη αγόρασε έργα τους, δεν άργησε να τα κάψει ή να τα εκποιήσει για να πορισθεί χρήματα για τις ανάγκες του πολέμου. Φυσικά, δεν έλειψαν και ιστορίες καλλιτεχνών που αντιστάθηκαν εξαρχής πληρώνοντας το τίμημα, αλλά και τραγελαφικές περιπτώσεις καλλιτεχνών που εκπροσωπήθηκαν ταυτόχρονα, με έργα τους, τόσο στην «εκφυλισμένη τέχνη» όσο και στην τέχνη που προβλήθηκε ως ορθή και αξιέπαινη από το Γ΄ Ράιχ.
Αλλα εκθέματα, τέλος, μας θέτουν ενώπιον ζωντανών ακόμη διλημμάτων, καθώς η εμφανής καλλιτεχνική αξία τους συγκρούεται ευθέως με την αίγλη με την οποία το καθεστώς τα περιέβαλε. Ο ίδιος ο Χίτλερ στοιχειώνει την έκθεση με τρόπο έντονα σωματικό, σχεδόν αβάσταχτο: τον βλέπουμε σε φωτογραφία εποχής να ποζάρει μπροστά στον αγαπημένο του πίνακα του Μπέκλιν «Νήσος των Νεκρών», με τον οποίο η φωτογραφία συνεκτίθεται.
Το στίγμα του σημερινού Βερολίνου δίνει χαρακτηριστικά ο «Ντούσμαν», το πολυώροφο κεντρικό βιβλιοπωλείο με τον υπότιτλο «Εμπορικός Οίκος του Πολιτισμού». Παρά τη χλιδή, που περιλαμβάνει ακόμη και κρεμαστούς κήπους, παρά την επέκταση του ωραρίου μέχρι τα μεσάνυχτα, οι χώροι του είναι άτονοι, σχεδόν άδειοι. Νοσταλγούμε άθελά μας το μελίσσι του λονδρέζικου Φόιλς... Πριν προλάβουμε να επεξεργαστούμε τις αντιφατικές εντυπώσεις, η γερμανική πρωτεύουσα σείεται από ιαχές: οι Βερολινέζοι Τούρκοι πανηγύρισαν με φωνές και κροτίδες τα γκολ της εθνικής τους ομάδας στο Euro 2016. Τρεις Τουρκάλες με τσεμπέρι τύπου «Ελληνίδα γιαγιά» (και όχι τύπου «ισλαμική μαντίλα») σηκώνονται βαριά από παγκάκι του, εξευγενισμένου πλέον, Κρόιτσμπεργκ, της παλιάς γειτονιάς των εναλλακτικών και των Τούρκων και βαδίζουν στηριγμένες στα μπαστούνια τους.
kathimerini.gr
Υπάρχει άραγε κοινός ευρωπαϊκός «κανόνας» στον πολιτισμό; ρωτήσαμε τον Ούγγρο μαέστρο Ivan Fisher, ιδρυτή και διευθυντή του Budapest Festival Orchestra; «Οπωσδήποτε ναι», απάντησε, έσπευσε όμως να διαφωνήσει.....
ο Γερμανός εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού δικτύου Ιστορικών Θεάτρων: «Μπορεί να ισχύει αυτό στην όπερα, δεν όμως έτσι π.χ. στη λογοτεχνία». Για του λόγου το ασφαλές απηύθυνε προς όλους μας το ερώτημα (που φυσικά έμεινε αναπάντητο): «Ποιος γνωρίζει το ιδρυτικό λογοτεχνικό έπος της Πορτογαλίας;». Η ζωηρή συζήτηση με θέμα την ευρωπαϊκή πολιτική για τον πολιτισμό διεξήχθη στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Europe Calling» του γερμανικού ιδρύματος Friedrich Ebert, στις 20 Ιουνίου. Στον ατμοσφαιρικό χώρο του βερολινέζικου Westhafen είχαν προηγηθεί δημόσιες συνεντεύξεις των Σουλτς, Μοσκοβισί, κ.ά.
Παρά την «ανοιχτότητα» του Σουλτς απέναντι στην ευρωπαϊκή υπόθεση, η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, στην οποία ανήκει ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, μοιάζει να δυσκολεύεται με τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της όσο και με την εύρεση βηματισμού σε εθνικό επίπεδο. Αραγε κάποιοι ονειρεύονται τη δυναμική εποχή του Βίλι Μπραντ; Η τολμηρά συμφιλιωτική προς το «Οστμπλόκ» πολιτική του βρίσκεται, από άποψη ύφους και περιεχομένου, στους αντίποδες της πικρότατης επίγευσης που, σ’ εμένα τουλάχιστον, άφησε η επίσκεψη στο περίφημο «Μουσείο DDR», στο κέντρο του ενωμένου πλέον Βερολίνου. Σε έναν ασφυκτικό χώρο, ανάμεσα σε Αμερικανούς τουρίστες που μασουλάνε ξηρούς καρπούς, καλούμαστε να «αγγίξουμε», όπως διατείνεται η διαφήμιση, την Ιστορία: τις ζωές των Ανατολικογερμανών.
Μαζί με τη δίκαιη κριτική του ανελεύθερου ολοκληρωτισμού, οι ζωές αυτές εκτίθενται σε μια αφόρητη ταλάντωση ανάμεσα στο νοσταλγικό «καλτ» και την καραγκιοζοποίησή τους. Η καταναλωτική ανεπάρκεια διακωμωδείται καθ’ υπερβολήν, μαζί με τα κάθε λογής «επιτεύγματα», όπως το διάσημο αυτοκίνητο «τράμπι». Ο επισκέπτης μπορεί να καθίσει στο γραφείο του γραφειοκράτη και να τον ακούσει, από το χαρακτηριστικό τηλέφωνο της εποχής εκείνης, να μιλά στον Κομισάριο.
«Τα μαύρα χρόνια 1933-45»
Μπορεί να βάλει το χέρι του σε μια τρύπα και να χαϊδέψει… κόκκους καφέ(!), πληροφορούμενος, ταυτόχρονα, τις διακυμάνσεις αυτού του αγαθού πολυτελείας στην πρώην ΛΔΓ. Μπορεί να δει φωτογραφίες νηπίων που υφίστανται καταπιεστική εκμάθηση τουαλέτας καθισμένα δίπλα-δίπλα στο γιογιό του σοσιαλιστικού παιδικού σταθμού αλλά και να παίξει διαδραστικά παιχνίδια με το λεξιλόγιο του υπαρκτού σοσιαλισμού. Κάπου εκεί, ανάμεσα στα γιογιό και στον ορισμό του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», αισθάνομαι μια κάπως γερασμένη Ευρωπαία που φθάνει στα όριά της. Δεν λογάριασαν, άραγε, οι ιθύνοντες ότι δεν είναι το καθεστώς αλλά ο απλός, καθημερινός άνθρωπος που μέσα από αυτή την επίδειξη γίνεται καρικατούρα; Πώς νιώθουν άραγε οι άνθρωποι κάποιας ηλικίας, βλέποντας τις ζωές τους να εκτίθενται με αυτόν τον τρόπο στην κοινή θέα, στο «άγγιγμα»;
Πώς αντιδρούν οι πρώην οδηγοί των «τράμπι» γνωρίζοντας πως τα γιαπωνεζάκια και τα αμερικανάκια κάθονται στο βολάν και διασκεδάζουν μέσα στο αντίστοιχο έκθεμα;
Εναν αντίθετο πόλο στο Μουσείο DDR συνιστά η περιστασιακή έκθεση με τίτλο «Τα μαύρα χρόνια. Ιστορίες μιας συλλογής 1933-1945», που λήγει στις 31 Αυγούστου και έχει ήδη συζητηθεί πολύ στον γερμανικό και στον διεθνή Τύπο. Σε έναν περιορισμένο χώρο του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης «Hamburger Bahnhof», κοντά στις μόνιμες συλλογές του Μπόις και του Ρίχτερ αλλά και την, επίσης περιστασιακή (μέχρι 23.10) έκθεση της σημαντικής και έντονα πολιτικοποιημένης Τουρκάλας καλλιτέχνιδας Γκιουλσούν Καραμουσταφά (γενν. 1946) φιλοξενείται μια συλλογή έργων που δημιουργήθηκαν, αποκτήθηκαν ή εκποιήθηκαν από την Εθνική Πινακοθήκη τα χρόνια του Γ΄ Ράιχ.
Ιστορίες αντίστασης
Σημαντικότερες από τα ίδια τα εκθέματα, στα οποία περιλαμβάνονται έργα των Πικάσο, Μπέκλιν, Ντε Κίρικο, Χόφερ, Μουνκ, Τέο Μπάλντεν, Μπέλιγκ, Κόλβιτς, Ντιξ (πολλά από τα οποία εκτίθενται για πρώτη φορά έπειτα από 75 χρόνια) είναι οι ιστορίες πίσω από τα έργα. Μεγάλο μέρος των διάσημων καλλιτεχνών φαίνεται πως επιχείρησε να γλιστρήσει στην γκρίζα ζώνη της συνεργασίας με το καθεστώς.
Η προσπάθεια αυτή δεν στέφθηκε πάντοτε με επιτυχία. Ακόμη κι αν διασώθηκαν προσωρινά, καλλιτέχνες όπως ο Χόφερ δεν άργησαν να πέσουν σε δυσμένεια. Ακόμη κι αν η Πινακοθήκη αγόρασε έργα τους, δεν άργησε να τα κάψει ή να τα εκποιήσει για να πορισθεί χρήματα για τις ανάγκες του πολέμου. Φυσικά, δεν έλειψαν και ιστορίες καλλιτεχνών που αντιστάθηκαν εξαρχής πληρώνοντας το τίμημα, αλλά και τραγελαφικές περιπτώσεις καλλιτεχνών που εκπροσωπήθηκαν ταυτόχρονα, με έργα τους, τόσο στην «εκφυλισμένη τέχνη» όσο και στην τέχνη που προβλήθηκε ως ορθή και αξιέπαινη από το Γ΄ Ράιχ.
Αλλα εκθέματα, τέλος, μας θέτουν ενώπιον ζωντανών ακόμη διλημμάτων, καθώς η εμφανής καλλιτεχνική αξία τους συγκρούεται ευθέως με την αίγλη με την οποία το καθεστώς τα περιέβαλε. Ο ίδιος ο Χίτλερ στοιχειώνει την έκθεση με τρόπο έντονα σωματικό, σχεδόν αβάσταχτο: τον βλέπουμε σε φωτογραφία εποχής να ποζάρει μπροστά στον αγαπημένο του πίνακα του Μπέκλιν «Νήσος των Νεκρών», με τον οποίο η φωτογραφία συνεκτίθεται.
Το στίγμα του σημερινού Βερολίνου δίνει χαρακτηριστικά ο «Ντούσμαν», το πολυώροφο κεντρικό βιβλιοπωλείο με τον υπότιτλο «Εμπορικός Οίκος του Πολιτισμού». Παρά τη χλιδή, που περιλαμβάνει ακόμη και κρεμαστούς κήπους, παρά την επέκταση του ωραρίου μέχρι τα μεσάνυχτα, οι χώροι του είναι άτονοι, σχεδόν άδειοι. Νοσταλγούμε άθελά μας το μελίσσι του λονδρέζικου Φόιλς... Πριν προλάβουμε να επεξεργαστούμε τις αντιφατικές εντυπώσεις, η γερμανική πρωτεύουσα σείεται από ιαχές: οι Βερολινέζοι Τούρκοι πανηγύρισαν με φωνές και κροτίδες τα γκολ της εθνικής τους ομάδας στο Euro 2016. Τρεις Τουρκάλες με τσεμπέρι τύπου «Ελληνίδα γιαγιά» (και όχι τύπου «ισλαμική μαντίλα») σηκώνονται βαριά από παγκάκι του, εξευγενισμένου πλέον, Κρόιτσμπεργκ, της παλιάς γειτονιάς των εναλλακτικών και των Τούρκων και βαδίζουν στηριγμένες στα μπαστούνια τους.
kathimerini.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.