Ενδιαφέρον παρουσιάζει για τον καθένα από εμάς, η επιμέρους ιστορία του τόπου που γεννήθηκε, γιατί όποιος την ιστορία του τόπου του δεν γνωρίζει, το πώς και το γιατί από την πανάρχαια εποχή, στις αμάθειας το σκοτάδι μένει, και ζει μονάχα το πέρασμα του από τη μια μέρα στην άλλη της ζωής του.
Βίκτωρ Παν Σαμπώ......
Με συνεχόμενες δημοσιεύσεις κάθε Δευτέρα, θα σας παρουσιάσουμε το πόνημα του Βίκτωρα Π. Σαμπώ από το Παλαιοχώρι ΄΄ ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ και η πολις αυτων ΚΥΤΙΝΙΟΝ ΕΚ ΛΙΘΩΝ ΦΘΕΓΓΟΜΕΝΟ΄΄.
Μετά την τελευταία δημοσίευση στην δεξιά στήλη θα μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το πόνημα.
2ο μέρος:
- ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ(Α’ η κάθοδος και η πορεία τους στον τότε ελλαδικό χώρο καιΒ’ τα ψεύδη που λέγονται γι’ αυτούς)......
ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ
Η Κάθοδος και η
πορεία των Δωριέων στον τότε ελλαδικό χώρο
και τα ψεύδη που
λέγονται γι’ αυτούς
Βέβαια η προσπάθειά μας δεν είναι να παρουσιάσουμε απλώς κάποιο θέμα για
τους Δωριείς, αλλά ταυτόχρονα να λάβουμε και θέση πάνω σε διφορούμενα ζητήματα,
ιδιαιτέρως σε εκείνα στα οποία θεωρούμε ότι υποκρύπτεται και κάποια σκοπιμότητα.
Ένα από αυτά είναι και η λεγόμενη «Κάθοδος
των Δωριέων». Γνωστή σε όλους μας ήδη από τα σχολικά μας χρόνια, αποτελεί
κατά την γνώμη μας, και στο πόνημα το αποδεικνύουμε, μία πλάνη.
«Κάθοδος Δωριέων», δηλαδή ενός
ξεχωριστού και νέου φύλου, το οποίο ήλθε από τον βορρά για να κατακτήσει τον
χώρο της Ελλάδος, ουδέποτε συνέβη.
Στη
πραγματικότητα δεν συνέβη τίποτε περισσότερο από εσωτερικές μετακινήσεις ελληνικών φυλών, τα οποία προϋπήρχαν στην
περιοχή από το απώτερο παρελθόν.
Η
θεωρία περί της υποτιθεμένης αυτής «Καθόδου»
ήταν πολύ βολική σε όλους όσους είχαν προαποφασίσει ότι οπωσδήποτε οι Έλληνες
δεν ήταν, όπως οι ίδιοι πάντοτε πίστευαν, αυτόχθονες.
Ευτυχώς η Ιερά Ελληνική Γη, φέρνει συνεχώς στο φως νέα αρχαιολογικά ευρήματα,
τα οποία αποδεικνύουν ότι οι Έλληνες και αυτόχθονες
είναι, αλλά -και αυτό είναι και το
κυριότερο- ότι κάθε φορά που δηλώνουν κάτι για την ιστορία τους έχουν δίκαιο.
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ
ΔΩΡΙΕΩΝ
Μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς βλέπουμε ότι οι Δωριείς ήταν ένα από τα μεγαλύτερα φύλα που αποκόπηκε από τους αρχεγόνους
Πελασγούς1 και αποτέλεσε
ξέχωρο έθνος, το ΕΛΛΗΝΙΚΟ, όμως, με
το πέρασμα του χρόνου, συγχωνεύτηκαν σ’
αυτό και οι υπόλοιποι Πελασγοί καθώς και μερικά άλλα ξένα φύλα (οι Καδμείοι ή
Θηβαίοι, οι Πέλοπες, οι Δαναοί κ.α.).
Ειδικότερα δε και σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Α, 57), οι Δωριείς αρχικά κατοικούσαν στην
αρχαία Φθία2.
Αριστερά: Ο χάρτης της
Αρχαίας Φθίας
Από εκεί, και επί βασιλείας του Δώρου – που από το όνομά του
ονομάστηκαν Δωριείς – πήγαν στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου, στη χώρα
που ονομαζόταν Ιστιαιώτιδα. Εκεί
τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι και ένα
μεγάλο κομμάτι πήγε προς τα βόρεια (στην
Πίνδο σε μια περιοχή που εκτείνεται από την περιφέρεια Καστοριάς, Γρεβενών έως
και την επαρχία Μετσόβου, όπου ονομάστηκαν Μακεδνοί)
και ένα άλλο ήρθε στη Δρυοπία (της Στερεάς Ελλάδος) απ’ όπου πήγαν και στην
Πελοπόννησο και ονομάστηκαν έθνος δωρικό,
ενώ μια σημαντική ομάδα Δωριέων παρέμεινε στην αρχαία Δωρίδα (πρώην Δρυοπία)
ιδρύοντας την Δωρική Τετράπολη . «Οι
Αθηναίοι ποτέ ως τώρα δεν ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι άλλοι, οι
Λακεδαιμόνιοι, ήταν πολυπλάνητοι. Γιατί όσο βασίλευε Δευκαλίων3, κατοικούσαν στη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι
του Δώρου, του γιου του Έλληνα, τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου
που τη λεν Ιστιαιώτιδα. Και αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι
Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος Μακεδνόν. Από εκεί πάλι
άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από εκεί έφτασαν πια εκεί που είναι,
δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος Δωρικό. (Ηρόδοτος Α, 57).
Ο Θουκυδίδης,
ασχολούμενος με τους Δωριείς και τα πράγματα στην Ελλάδα μετά τα Τρωικά, αναφέρει
(σε
μετάφραση Ελ. Βενιζέλου)
τα εξής: «Καθόσον και μετά τα Τρωικά
ακόμη αι μεταναστεύσεις και νέαι εγκαταστάσεις εξηκολούθησαν εις την Ελλάδα,
εις τρόπον ώστε δι’ έλλειψιν ησυχίας, δεν ημπόρεσεν αύτη να αναπτυχθή. Τωόντι,
η μεγάλη βραδύτης της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροίαν είχε προκαλέσει
πολλάς πολιτικάς μεταβολάς, καθ’ όσον συχναί στάσεις εγίνοντο εις τας πόλεις
και όσοι συνεπεία αυτών εξωρίζοντο ίδρυαν νέας τοιαύτας. Και οι σημερινοί
Βοιωτοί, εκδιωχθέντες το εξηκοστόν έτος μετά την άλωσιν της Τροίας υπό των
Θεσσαλών από την Άρνην4,
εγκατεστάθησαν εις την χώραν, η οποία σήμερον καλείται Βοιωτία, ενώ πρότερον
εκαλείτο Καδμηΐς (μέρος, άλλωστε,
αυτών ήτο ήδη εγκατεστημένον από πριν εκεί, και από αυτούς προήρχοντο οι
Βοιωτοί που έλαβαν μέρος εις την εκστρατείαν κατά της Τροίας). Και οι Δωριείς
με τους Ηρακλείδας κατέλαβαν την
Πελοπόννησον το ογδοηκοστόν έτος. Ως εκ τούτου, μόλις μετά παρέλευσιν πολλού
καιρού ησύχασεν οριστικώς η Ελλάς και ο πληθυσμός της έπαυσεν υποκείμενος εις
βιαίας μετακινήσεις, οπότε και ήρχισε ν’ αποστέλλη αποικίας. Και οι μεν
Αθηναίοι απώκισαν τας Ιωνικάς πόλεις της Μικράς Ασίας και τας περισσοτέρας
νήσους του Αιγαίου πελάγους, οι δε Πελοποννήσιοι το πλείστον της Ιταλίας και
Σικελίας και μερικά άλλα μέρη της λοιπής Ελλάδος. Όλαι αυταί άλλωστε αι αποικίαι
ιδρύθησαν μετά τα Τρωικά». (Θουκυδίδης Α 12)
Επομένως ο Θουκυδίδης (Α 3 – 19) λέει ότι : α) Η
καθυστέρηση της επιστροφής των Ελλήνων από την Τροία είχε προκαλέσει πολλές
πολιτικές μεταβολές, επειδή οι συχνές στάσεις στις πόλεις είχαν ως συνέπεια να εξορίζονται
οι στασιαστές και αυτοί να ιδρύουν νέες πόλεις, β) Ογδόντα (80) χρόνια μετά τα
Τρωικά ( δηλαδή κάπου το 1129 π. Χ.) οι Δωριείς με τους Ηρακλείδες (βλέπε πιο
κάτω) έφυγαν από τη Στερεά και πήγαν και κατέλαβαν την Πελοπόννησο και αυτό το
γεγονός ήταν η τελευταία μετακίνηση ελληνικών φύλων, αφού έκτοτε ησύχασε
οριστικά η Ελλάδα και άρχισε να κάνει αποικίες και οι μεν Αθηναίοι αποίκησαν
τις ιωνικές πόλεις της Μ. Ασίας και στα νησιά, οι Πελοποννήσιοι στην Ιταλία και
Σικελία κ.α.
Ο αρχαίος δάσκαλος της ρητορικής Ισοκράτης (436 π. Χ. – 338 π. Χ.), σχετικά με τους
Ηρακλείδες, αναφέρει ότι όταν πέθανε ο Ηρακλής, οι γιοί και οι απόγονοί του (οι
καλούμενοι Ηρακλειδείς), φοβούμενοι μήπως τους δολοφονήσει ο Ευρυσθέας (ο σφετεριστής του Θρόνου των
Αργείων), κατέφυγαν στη Στερεά Ελλάδα. Αργότερα ήρθε εκεί ο Ευρυσθέας, για να
τους βρει και να τους σκοτώσει, φοβούμενος και κείνος μήπως γυρίσουν εκείνοι
και του πάρουν τη βασιλεία. Ωστόσο οι Αθηναίοι βοήθησαν τους Ηρακλειδείς και
σκότωσαν τον Ευρυσθέα. Στη συνέχεια οι Ηρακλειδείς μαζί με Δωριείς κατέβηκαν
από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο (εξ ου και «Κάθοδος Δωριέων με τους
Ηρακλειδείς») και κατέλαβαν όλες σχεδόν τις πόλεις της Πελοποννήσου (Σπάρτη,
Μεσσήνη, Άργος κ.α.), με το αιτιολογικό ότι η περιοχή αυτή ήταν βασιλική
κληρονομιά των γιων του Ηρακλή. Ακολούθως και αφού οι Δωριείς εγκατέστησαν τους
απόγονους του Ηρακλή στο θρόνο, αντί να γυρίσουν πίσω μοίρασαν μεταξύ τους την
Πελοπόννησο και έκτοτε αρχίζει η δωρική περίοδος της Πελοποννήσου. Και
παρουσιάζεται πανίσχυρη η πόλης Σπάρτη, η αντίζηλος της Αθήνας για την ηγεμονία
των Ελλήνων.
Αναφέρει ακόμη ο Ισοκράτης για τους
Ηρακλειδείς (σε
νέα Ελληνική από τις εκδόσεις «Κάκτος» (Ισοκράτης,
Αρχίδαμος 16 – 19)):
«Καταρχάς, νομίζω, ότι πρέπει να σας
υπενθυμίσω με ποιο τρόπο κατακτήσατε τη Μεσσήνη και για ποιους λόγους
εγκατασταθήκατε στην Πελοπόννησο, τη στιγμή που είστε Δωρικής καταγωγής…. Όταν
ο Ηρακλής πέρασε στην άλλη ζωή και από θνητός έγινε θεός, στην αρχή τα παιδιά
του, λόγω της δύναμης των εχθρών του αναγκάστηκαν να περιπλανώνται εδώ κι εκεί
και να εκτίθενται σε πολλούς κινδύνους. Μετά το θάνατο του Ευρυσθέα έζησαν
κοντά στους Δωριείς. Η Τρίτη γενιά των απογόνων τους πήγε στους Δελφούς, για να
ζητήσει από το Μαντείο χρησμό για κάποια ζητήματα. Ο θεός απάντησε στις
ερωτήσεις που του έγιναν, αλλά τους διέταξε και να γυρίσουν πίσω, στη γη των
προγόνων τους. Μελέτησαν το χρησμό και βρήκαν πρώτα ότι το Άργος είχε περιέλθει
στην κατοχή τους με βάσει τη συγγένεια (γιατί μετά το θάνατο του Ευρυσθέα ήταν
οι μόνοι επιζώντες από το γένος των Περσειδών) και ότι η Λακεδαίμονα ανήκε
επίσης σ’ αυτούς από δωρεά (όταν ο Τυνδάρεως5
έχασε την εξουσία και αφού προηγουμένως ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης6
έπαψαν να βρίσκονται ανάμεσα στους ανθρώπους, ο Ηρακλής εγκατάστησε και πάλι
στην εξουσία τον Τυνδάρεω, ο οποίος έδωσε τη Λακεδαίμονα ως ανταμοιβή για την
ευεργεσία που του προσέφερε και λόγω της συγγένειας του με τους γιους του[…]
Ενώ είναι πολλές οι ευεργεσίες που κάμαμε, εμείς οι Αθηναίοι και οι πρόγονοί
μας, στην πόλη των Λακεδαιμονίων, εγώ θέλησα να μιλήσω μόνο για τούτη.
πραγματικά χάρη στη σωτηρία που προσφέραμε οι απόγονοι των σημερινών βασιλιάδων
της Λακεδαίμονος, οι απόγονοι του Ηρακλή, κατέβηκαν στην Πελοπόννησο, κατέλαβαν
το Άργος, τη Λακεδαίμονα και τη Μεσσήνη, ίδρυσαν τη Σπάρτη»…
Φωτ. Ορειχάλκινο
αγαλματίδιο Σπαρτιάτη πολεμιστού.
Ο Ισοκράτης, στον «ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟ» του λόγο (αποσπάσματα από τις
εκδόσεις «Κάκτος» σε νέα Ελληνική βλέπε πιο κάτω), επισημαίνει και ταυτόχρονα
στηλιτεύει ότι οι Σπαρτιάτες ναι μεν ήσαν Έλληνες, όμως από τη μια ήταν επήλυδες7 (επειδή πήγαν στην
Πελοπόννησο από τη Στερεά) και αχάριστοι ( γιατί, ενώ τους βοήθησαν οι Αθηναίοι
να νικήσουν τον Ευρυσθέα, δεν τους το αναγνώρισαν ποτέ) και από την άλλη ότι
δεν είναι ούτε καλοί Έλληνες, γιατί πήγαν και κατέλαβαν άλλες ελληνικές πόλεις
(τις πόλεις των Αχαιών στην Πελοπόννησο) ούτε και καθαρόαιμοι Έλληνες, γιατί
κατέλαβαν και στην συνέχεια αναμείχθηκαν στην Πελοπόννησο με βάρβαρους (τους
Πέλοπες και τους Δαναούς). Λέει επίσης ότι οι Σπαρτιάτες δεν έπρεπε να
καταλάβουν και να οικειοποιηθούν τον πλούτο των πόλεων της Πελοποννήσου (της
Λακεδαίμονας ή Σπάρτης, της Μεσσήνης, του Άργος κ.τ.λ.), γιατί αφενός καμιά
παράδοση δεν αναφέρει ότι οι επήλυδες μπορούν να διοικούν τους αυτόχθονες και
αφετέρου αυτούς που κατέλαβαν ήσαν Έλληνες και μάλιστα με πολύ μεγάλη προσφορά
στον Ελληνισμό. Ήταν στρατιώτες και πρωταγωνιστές στη νικηφόρα εκστρατεία της
Τροίας, που έκτοτε η Ελλάδα ησύχασε από τους βάρβαρους και αναπτύχθηκε.
«Αντίθετα,
εκείνοι (οι Σπαρτιάτες), αφού κατέστρεψαν τις μεγαλύτερες και τις σπουδαιότερες
από κάθε άποψη πόλεις της Πελοποννήσου, οικειοποιήθηκαν τον πλούτο τους. Και
όμως, οι πόλεις αυτές, ακόμη κι αν δεν είχαν στο ενεργητικό τους μέχρι τότε
τίποτε σπουδαίο, άξιζαν να τύχουν πιο μεγάλης ευγνωμοσύνης εκ μέρους των
Ελλήνων για την εκστρατεία της Τροίας…. Η Μεσσήνη έστειλε τον Νέστορα, τον πιο σώφρονα άνθρωπο της
εποχής του, η Λακεδαίμονα τον Μενέλαο…
Η πόλη του Άργους τον Αγαμέμνονα, ο
οποίος έκανε τις πιο πολλές, τις τόσες ωραίες και τόσο μεγάλες ωφέλειες για
τους Έλληνες… (Ισοκράτης
Παναθηναϊκός 72-77)
«Οι
Λακεδαιμόνιοι δεν αρκέστηκαν να συμπεριφερθούν άσχημα απέναντι σ’ αυτές τις
πόλεις και σε τέτοιους άνδρες, αλλά στράφηκαν και εναντίον εκείνων που είχαν
κοινή καταγωγή με αυτούς και που συμμετείχαν στην κοινή εκστρατεία και
αντιμετώπισαν τους ίδιους κινδύνους, εννοώ τους Αργείους και τους Μεσσηνίους..» (Παναθηναϊκός 91-94)
«Από τότε που οι
Σπαρτιάτες πήγαν στην Πελοπόννησο δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να σχεδιάζουν
πώς θα υποτάξουν όλη την Ελλάδα» (Παναθηναϊκός 98-99).
«Εξαιτίας
αυτών (των Τρωικών, της νικηφόρου εκστρατείας των Ελλήνων στην Τροία) επήλθε τόσο μεγάλη μεταβολή, ώστε ενώ
προηγουμένως οι βάρβαροι, που ζούσαν δυστυχισμένοι στους τόπους τους, και ο
Δαναός, αφού έφυγε από την Αίγυπτο, κατέλαβε το Άργος, ο Κάδμος ο Σιδώνιος
έγινε βασιλιάς της Θήβας, οι Κάρες αποίκησαν τα νησιά και ο Πέλοπας κυρίευσε
την Πελοπόννησο και μετά από αυτόν τον πόλεμο, το γένος μας γνώρισε τόση ακμή
ώστε κατάφερε να αφαιρέσει από τους βάρβαρους μεγάλες πόλεις και τεράστιες
εδαφικές εκτάσεις» (Ισοκράτης Ελένης
εγκώμιο 68 – 69)
Ο λόγος για τον οποίο ο Ισοκράτης κατηγορεί τόσο σκληρά τους Σπαρτιάτες
είναι το ότι δεν ήθελε οι Σπαρτιάτες να
ηγεμονεύουν των Ελλήνων, αλλά οι συμπατριώτες του Αθηναίοι.
Σημειώνεται επίσης
ότι:
1) Οι Δωριείς που εισέβαλαν στην Πελοπόννησο
ήταν τρεις φυλές, οι Πάμφιλοι8,
οι Υλλείς9 και οι Δυμάνες. Μόλις οι Δωριείς κατέλαβαν την
Πελοπόννησο, οι Ηρακλειδείς την μοίρασαν μεταξύ τους με κλήρο διαιρώντας την σε
τρία μέρη: στο Άργος, που δόθηκε στον Τήμενο10,
στη Μεσσήνη, που έλαβε ο Κρεσφόντης11
και στη Λακεδαίμονα που πήραν τα δυο αδέλφια Ευρυσθένης και Πρόκλης12.
Στους δυο τελευταίους ανήγαγαν την καταγωγή τους οι βασιλείς της Σπάρτης και γι
αυτό, άλλωστε, ήσαν δύο στον αριθμό. Μετά την καταστροφή των Μυκηνών και της Τίρυνθας από τους εισβολείς, το Άργος έγινε η βάση των εξορμήσεων
του μυθικού Δωρικού ήρωα Τέμενου,
απόγονου του Ηρακλή, και ο
μεγαλύτερος των τριών αδελφών, του Κρεσφόντη
και Αριστόδημου, οι οποίοι κυρίευσαν
την Πελοπόννησο. Οι γιοι και οι
γαμπροί του διαδοχικά (Δειφόντης, Φαλκής, και Κεισός) κατέλαβαν την Τροιζήνη,
Επίδαυρο, Αίγινα, Σικυών13
και Φλιούντα14, οι οποίες
έγιναν Δωρικές αποικίες.
2) Οι Δωριείς μέχρι να καταλάβουν την
Πελοπόννησο προκειμένου να επανέλθουν οι Ηρακλειδείς στο θρόνο του Άργους (αλλά
και για να βρουν οι Δωριείς καλύτερα μέρη απ’ αυτά που έμεναν στα βουνά του
Ολύμπου) έκαναν αρκετές επιχειρήσεις. Την αρχή έκαναν με τους Ηρακλειδείς Κρεσφόντη,
Τέμενο και Αριστόδημο. Ο Αριστόδημος πέθανε στην Ναύπακτο, χτυπημένος από
κεραυνό, αφήνοντας πίσω του τα δίδυμα παιδιά του, Ευρυσθένη και Πρόκλη. Τα
αδέλφια του, πέρασαν τον κόλπο και αποβιβάστηκαν στην Αχαΐα, όπου και πολέμησαν νικώντας τον άρχοντα της Πελοποννήσου,
Τισαμένη. Όταν η Δωρική φάλαγγα έφθασε στην περιοχή της Λακωνίας και Μεσσηνίας,
επικεφαλής ήταν ο Κρεσφόντης, ο οποίος κατοίκησε την εύφορη πεδιάδα της Πάμισου.
Ο Όμηρος στην Ιλιάδα
δεν αναφέρει τους Δωριείς
ως ένα οργανωμένο βασίλειο π.χ. μια θέση (κοιτίδα)]
κατά την προτρωική περίοδο, συνεπώς δεν
συμμετείχαν ως ξεχωριστό φύλο στον Τρωικό πόλεμο. Αντίθετα
τους κατονομάζει στην Οδύσσεια (Τ176) μαζί
με άλλους λαούς να κατοικούν στην Κρήτη!
Στη
Κρήτη είχαν πάει οι Δωριείς πριν από τα Τρωικά με αρχηγό τον Τέκταμο (παππού
του Μίνωα) όπου και ενώθηκαν με τους εκεί κατοίκους, τους Ετεόκρητες.
Πιθανόν αυτή η
παράλειψη των Δωριέων, να μην οφείλεται
στον Όμηρο, αλλά στους Αθηναίους που
διαχειρίστηκαν τα έπη του, οι οποίοι ίσως να
το έπραξαν λόγω της πατροπαράδοτης έχθρας
με την Σπάρτη.
Βέβαια δεν πρέπει να
λησμονούμε ότι η εικόνα της Ελλάδος
κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν κυρίως Δωρική, (κυριαρχούσε το
δωρικό στοιχείο) ενώ άφθονες υπήρξαν οι
παραδόσεις που μιλούσαν για τους «Ηρακλειδείς» (τους
διωγμένους γιους του Ηρακλή), οι οποίοι
επέστρεψαν στην Πελοπόννησο.
1
ΠΕΛΑΣΓΟΙ:
Πολυπλάνητος πολυπληθής προϊστορικός λαός, που είχε επεκταθεί στην ΝΑ Ευρώπη,
και κυρίως στην Ελληνική χώρα, στη Μ. Ασία, την Κρήτη, τη Κύπρο κ. α. (βλέπε
Θουκυδίδης IV 109, Ηρόδοτος IV
145-150 και VI 137, Πλούταρχος Ηθικά 305-365 και Θωμόπουλος Πελασγικά
σελίς 3).
Ο Ηρόδοτος στην Ιστορία του (Ι-56, Ζ-95,
Η-23) συγκεκριμένα αναφέρει: «…ΤΗΣ ΝΥΝ ΕΛΛΑΔΟΣ, ΠΡΟΤΕΡΟΝ ΔΕ ΠΕΛΑΣΓΙΗΣ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ».
Μτφρ. (την τωρινή Ελλάδα, προηγούμενα την αποκαλούσαν Πελασγική). Ακόμη αναφέρει
ότι και οι Δωριείς παλαιά εκαλούντο Έλληνες και ότι στην Πελοπόννησο
ονομάσθηκαν Δωριείς («ΕΟΝΤΑ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ, ΤΟ ΜΕΝ (ΙΩΝΙΚΟΝ) ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΝ
ΤΟ ΔΕ (ΔΩΡΙΚΟΝ) ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΕΘΝΟΣ»).
Ο δε Στράβων στα Γεωγραφικά του (τόμος Α’
σελίδες 294-296 και 331) αναφέρει, «ΑΡΧΑΙΟΝ ΦΥΛΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΠΑΣΑΝ ΕΠΙΠΟΛΑΣΑΝ», ήταν διασκορπισμένοι,
και βρισκόντουσαν «ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΑΙΟΛΕΥΣΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΘΕΤΤΑΛΙΑΝ… ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΕΠΟΙΚΟΙ ΓΕΓΟΝΑΣΙ ΩΣ
ΦΗΣΙΝ ΟΜΗΡΟΣ…ΚΑΙ ΠΕΛΑΣΓΙΚΟΝ ΑΡΓΟΣ, Η ΘΕΣΣΑΛΙΑ ΛΕΓΕΤΑΙ…ΠΟΛΛΟΙ ΔΕ ΚΑΙ ΤΑ
ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΑ ΕΘΝΗ ΠΕΛΑΣΓΙΚΑ ΕΙΡΗΚΑΣΙ…» τον Δία τον Δωδωναίον αυτός ο
ποιητής (ο Όμηρος) ονομάζει Πελασγικόν. «ΖΕΥ ΑΝΑ ΔΩΔΩΝΑΙΕ ΠΕΛΑΣΓΙΚΕ». Και
συνεχίζει ο Στράβων στα Γεωγραφικά του, (τόμος Θ’ σελίς 60, εκδ. Κάκτος 1994)
ότι καθώς προείπε στον τόμο Ε, ΙΙ, 4, στην Αττική οι κάτοικοί της λόγω της
περιπλανήσεως των Πελασγών, τους ονόμασαν Πελαργούς. «ΕΙΡΗΤΑΙ Δ’ ΟΤΙ ΚΑΝΤΑΥΘΑ ΦΑΙΝΕΤΑΙ
ΤΟ ΤΩΝ ΠΕΛΑΣΓΩΝ ΕΘΝΟΣ ΕΠΙΔΗΜΗΣΑΝ, ΚΑΙ ΔΙΟΤΙ ΥΠΟ ΤΩΝ ΑΤΤΙΚΩΝ ΠΕΛΑΡΓΟΙ
ΠΡΟΣΗΓΟΡΕΥΘΗΣΑΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΛΑΝΗΝ». (Μτφρ. Έχω ήδη αναφέρει ότι το γένος
των Πελασγών έχει παραμείνει εδώ και ότι, επειδή οι κάτοικοι της Αττικής τους
έβλεπαν να περιπλανιούνται, τους είπαν Πελαργούς).
Στην Αθήνα, στην Ακρόπολη αυτής, υπάρχει
ακόμη και σήμερα το Πελασγικό τμήμα του τείχους, κτισμένο κατά τον τρόπο των Κυκλώπειων
τειχών. Το εδώ αναφερόμενο Πελασγικό ή Πελαργικό ήταν ευρύς χώρος κάτωθεν της Ακροπόλεως
συνεχόμενος προς το πελασγικό τείχος, ίσως δε περικλειόμενος υπό κτιστού
περιβόλου.
Η Θεσσαλία ήταν πυκνότατα κατοικημένη από
τους παλαιοτάτους χρόνους και οι κάτοικοι της εποχής εκείνης, ονομαζόμενοι
συνήθως Πελασγοί, ήταν, για μερικούς ιστορικούς, συγγενείς των Ελλήνων και
ανήκαν στην ίδια ομοφυλία.
Ως αρχαιότατοι κάτοικοι της Βοιωτίας, προτού
λάβει το όνομα τούτο, αναφέρονται υπό της παραδόσεως οι Πελασγοί και διάφορα άλλα
συγγενή προς αυτούς φύλα.
Και τη «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΝ ΔΕ ΠΕΛΑΣΓΙΑ ΦΗΣΙ ΕΦΟΡΟΣ
ΚΛΕΙΘΗΝΑΙ» λέγει ο ιστορικός Έφορος ότι ονόμαζαν.
Η Αρκαδία, σύμφωνα με τις παραδόσεις και
τους μύθους ήταν πατρίδα των Πελασγών και το πρώτο όνομα αυτής ήταν Πελασγία,
καθώς και ο πρώτος βασιλιάς και γενάρχης της ονομαζόταν Πελαργός, ο οποίος,
μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα, θεοποίησε τον Δία και ίδρυσε στο όρος
Κυλλήνη τον πρώτο ναό του πατέρα των θεών.
Στην Πελοπόννησο επίσης οι αρχαιότατοι
κάτοικοι της Αργολίδας ήταν Πελασγοί, και η αρχαία ακρόπολη του Άργους
ονομάζεται Λάρισα. Ο ποταμός που χωρίζει την
Ηλεία από την αρχαία πόλη της Αχαΐας Δύμη
λέγεται Λάρισος. Ο Θεόπομπος γνωρίζει και πόλη Λάρισα σε αυτά τα σύνορα.
Ακόμη αναφέρει ο Στράβων στα Γεωγραφικά του,
τόμος Θ’ (Ανατολική Ελλάδα εκδ. Κάκτος) στη σελίδα 191 σε μετάφραση τα εξής: … «Λάρισα λέγεται και τόπος στην Όσσα. Υπάρχει και η Κρεμαστή που μερικοί
τη λένε και Πελασγία. Υπάρχει και στην Κρήτη πόλη, που σήμερα έχει μεταφερθεί
στην Ιεράπυτνα (η σημερινή Ιεράπετρα). Από αυτή λέγεται η πεδιάδα Λαρίσια. Στην
Ασία επίσης υπάρχει η Λάρισα Φρικωνίας, στην Κύμη, καθώς και στην Αμαξιτό της
Τρωάδας. Λάρισα είναι και στην Έφεσο, στη Συρία, ενώ πενήντα στάδια από τη Μυτιλήνη
απέχουν οι Λαρισαίες πέτρες, στο δρόμο προς τη Μήθυμνα. Λάρισα υπάρχει και στην Αττική. Στις
Τράλλεις υπάρχει μια κώμη, που απέχει τριάντα στάδια πάνω από την πόλη, στην
πεδιάδα του Καΰστρου, στο δρόμο που οδηγεί μέσα από τη Μεσωγίδα προς το ιερό
της Ισόδρομης Μητρός (θεά Κυβέλη), σε τόπο που μοιάζει σε θέση και οχυρότητα με
την Κρεμαστή Λάρισα. Έχει πολύ νερό
και αμπέλια. Ίσως και ο Λαρίσιος Δίας να ονομάστηκε από αυτό τον τόπο. Και στα
αριστερά του Πόντου (Εύξεινος) υπάρχει μια κώμη που τη λένε Λάρισα, ανάμεσα σε
Ναύλοχο και Οδησσό, κοντά στα πέρατα του Αίμου…». Όπως βλέπουμε, ο
πολυπλάνητος αυτός αρχαιότατος ελληνικός λαός από όπου πέρασε και κατοίκησε
άφησε τη σφραγίδα του με τη λέξη ΛΑΡΙΣΣΑ
(ΛΑΡΙΣΑ), που σημαίνει ακρόπολης.
Οι Πελασγοί έδωσαν πρώτοι τα ονόματα των
θεών εκτός του Ποσειδώνα. Από τους Πελασγούς ορίσθηκαν και τα αρχαία μυστήρια. Οι
Πελασγοί είχαν δική τους γλώσσα, η οποία θεωρείται πρωτοελλαδική παλαιοτάτη
γλώσσα. Μερικές λέξεις ως καθαρώς της πελασγικής γλώσσας διέσωσαν οι αρχαίοι
γλωσσογράφοι, π. χ. Λάρισσα, Παρνασσός, Κηφισσός, Ιλισσός, Λυκαβηττός, Υμηττός, Βριλησσός, Κορυδαλλός, Πάμισος, Άργος,
Κόρινθος, Απύρανθος κ. λ.. Το κατά τον Ηρόδοτο ότι η Πελασγική γλώσσα ήταν
ακατάληπτη από τους άλλους Έλληνες, δεν είναι ευσταθές. Γιατί το γλωσσικό
δεδομένο των κοινών λέξεων και τοπωνυμιών, με θέμα που λήγει σε –νθ ή σσ ή ττ,
σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές, όπου κατοικούσαν ελληνικά φύλα, οδηγεί
στο συμπέρασμα ότι οι φυλές αυτές χρησιμοποιούσαν την ίδια γλώσσα, χωρισμένη σε
διάφορες διαλέκτους, που ωστόσο δεν εμπόδιζαν τη μία περιοχή να κατανοεί εύκολα
τη διάλεκτο της άλλης.
Ο πολιτισμός των Πελασγών εξεταζόμενος ως
προς τα μέσα τα οποία διέθεταν, ήταν πάρα πολύ προηγμένος, πολύ περισσότερο
προηγμένος από κάθε άλλον λαό στον τότε γνωστό κόσμο κατά τους αιώνας του
λίθου.
2 ΦΘΙΑ: Ονομαζόταν κατ’
αρχάς αρχαιότατη πόλη στη Θεσσαλία, έπειτα και γύρω από τη πόλη αυτή τοποθεσία
και ήταν το βασίλειο του Δευκαλίωνα, του Έλληνα, του Πηλέα και του Αχιλλέα. Πείραι
το όνομα, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Φθίο επώνυμο ήρωα της πόλεως Φθίας
Θεσσαλίας, της χώρας Φθιώτιδος και του λαού των Φθίων που μαζί με τους αδελφούς
του Αχαιό και Πελασγό, γιούς του Ποσειδώνα και της Λαρίσης, οδήγησαν τους Πελασγούς
από την Πελοπόννησο στην Θεσσαλία και ίδρυσαν έτσι τις ομώνυμες περιοχές της
Φθιώτιδος, Αχαΐας και Πελασγιώτιδος. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις ήταν γιός του
Αχαιού και πατέρας του Αρχάνδρου (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς Ι, 17, ετυμ. Μεγ.
793, 12, Ευστάθιος σελ. 320, 24 και Στέφανος Βυζάντιος).
Η Φθία αργότερα μετονομάσθει σε Φθιώτιδα «ΕΛΛΗΝΟΣ
ΔΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΙΔΩΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΦΘΙΩΤΙΔΙ ΙΣΧΥΣΑΝΤΩΝ». [Μτφρ. Όταν δε ο Έλλην
και οι παίδες αυτού έγιναν ισχυροί εις την Φθιώτιδα. (Θουκ. Α, 3)].
Πόλη Φθία ότι υπήρχε στην αρχαιότατη εκείνη
εποχή πουθενά δεν αναγράφεται στα Ομηρικά Έπη, για το λόγο αυτό ο Στράβων (ΙΧ
431) παραβάλλοντας μερικούς στοίχους του Ομήρου, στους οποίους εκ παραλλήλου
αναγράφονται τα ονόματα Ελλάς και Φθίη, καταλήγει λέγοντας: «Ο ΜΕΝ
ΟΥΝ ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΥΟ ΠΟΙΕΙ, (ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΗΛΑΔΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΘΙΑ), ΠΟΤΕΡΟΝ ΔΕ ΠΟΛΕΙΣ Η
ΧΩΡΑΣ ΟΥ ΔΗΛΟΙ».
Αν και σε μερικούς στίχους δεν φαίνεται με
ποιο τρόπο ο Όμηρος εννοεί πόλη παρά χώρα, ενώ σε άλλους με επάρκεια δηλώνει
ότι εννοεί μάλλον πόλη παρά χώρα.
Η πόλης Φθία υπονοείται στους στοίχους Β 681
Της Ιλιάδος σε μετάφραση «αυτοί τώρα που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος, την
Αλό, την Αλόπη, την Τραχίνα, τη Φθίη και την Ελλάδα, που γεννάει τις ωραίες
γυναίκες, και έφεραν το όνομα Μυρμιδόνες, Έλληνες και Αχαιοί, είχαν πενήντα
πλοία με αρχηγό τον Αχιλλέα…».
Στο Α’ της Ιλιάδος στοίχος 169 αναφέρει, ο
Όμηρος, ότι ο Αχιλλέας στη διαμάχη που είχε με τον Αγαμέμνονα του είπε: «ΝΥΝ
Δ’ ΕΙΜΙ ΦΘΙΗΝΔ’, ΕΚΕΙ Η ΠΟΛΥ ΦΕΡΤΕΡΟΝ ΕΣΤΙΝ…». (Μτφρ. Τώρα όμως θα γυρίσω πίσω στην Φθία είναι το καλύτερο που
έχω να κάνω).
Την εποχή εκείνη η Φθίηδ’, δηλαδή η Φθία
ήταν περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας, κοντά στον Σπερχειό ποταμό και τον
Μαλιακό κόλπο. Μαζί με την Ελλάδα, που την εποχή του Ομήρου ήταν κι αυτή μέρος
της Θεσσαλίας, αποτελούσαν την επικράτεια του Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα. Οι
κάτοικοί των περιοχών αυτών ονομάζονταν Μυρμιδόνες,
Έλληνες και Αχαιοί.
Σημείωση: Οι Μυρμιδόνες ήταν αρχαίος
πολεμικός λαός που κατοικούσε, σύμφωνα με τον Όμηρο, στη Φθία, τη
σημερινή ανατολική Φθιώτιδα, και ήταν υπήκοοι του Αχιλλέα, γιού του Πηλέα και
της Θέτιδος και εγγονού (από πατέρα) του Αιακού κριτή του Άδη, και πρώτου
βασιλιά της νήσου Αίγινας, που πρώτα ονομαζόταν Οινώνη
αλλά και Μυρμιδονία. Οι Μυρμιδόνες, δημιουργήθηκαν από το Δία, μεταμορφώνοντας
σε ανθρώπους τα μυρμήγκια του νησιού, για να μην είναι μόνος εκεί ο γιος του
Αιακός χωρίς υπηκόους. Και όταν ο γιός του Αιακού Πηλέας κατέφυγε στη Φθία μαζί με πολλούς από
τους Μυρμιδόνες ίδρυσε εκεί το κράτος των Μυρμιδόνων.
3
ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ:
Γιός του Προμηθέα και της Κλημένης, σύζυγος της Πύρας, κόρης του Επιμηθέα και
της Πανδώρας. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις για τη καταγωγή και τον τόπο όπου
βασίλευσε «πρώτος των ανθρώπων» ο
Δευκαλίων, όλες όμως τον συνδέουν με τον μεγάλο κατακλυσμό και τη σωτηρία της
ανθρωπότητας.
Σημείωση: Στο σημείο αυτό θα ήταν
σκόπιμο να γράψουμε δύο λόγια γι’ αυτό το γεωλογικό φαινόμενο του κατακλυσμού,
όπως μας το παρουσιάζει η παράδοση.
-
Αγανακτισμένος
ο Δίας για την εσχάτη παρακμή της «χαλκής γενεάς», την ασέβεια και την
κακοήθεια των ανθρώπων εκείνης της εποχής, αποφάσισε να τους καταστρέψει και
ανοίγοντας τους καταρράκτες του ουρανού να πνίξει κάθε σημάδι ζωής. Ο μεγάλος
όμως φίλος των ανθρώπων, ο Προμηθέας, που χάρισε στους θνητούς τη φωτιά και
τους δίδαξε κάθε τέχνη, αγρυπνούσε και τώρα. Μαθαίνοντας από τη Γη την απόφαση
του Δία, κάλεσε τον γιό του, τον Δευκαλίωνα, και του δίδαξε τη ναυπηγική. Με
τις οδηγίες του κατασκεύασε ο άξιος γιός πλοίο περίκλειστο, κάτι σαν την κιβωτό
της Π. Διαθήκης και κλείσθηκε μέσα με την γυναίκα του Πύρα, αποφασισμένος να
επιζήσει, δημιουργώντας και πάλι το ανθρώπινο γένος. Έτσι σαν άρχισε η
νεροποντή που κράτησε ασταμάτητα εννέα ημερόνυχτα, το ζευγάρι μέσα στη
«λάρνακα», υψωνόταν από τα κύματα και φερόταν εδώ και εκεί από τους ανέμους,
ώσπου προσάραξε η κιβωτός σε υψηλή κορυφή, όταν πια και η θεομηνία είχε
κοπάσει. Κατ’ άλλους στον Παρνασσό και κατ’ άλλους – κάθε τόπος υποστηρίζει την
εκδοχή του – στον Όρθυ, στον Άθω, στη Δωδώνη και αλλού. Οι λεπτομέρειες όμως
του μύθου συνηγορούν για τον Παρνασσό.
-
Όταν
σταμάτησε πια η νεροποντή που είχε μεταβάλει σε θάλασσα όλη τη Ελλάδα και είχε
πνίξει κάθε ζωή, ο Δευκαλίων και η Πύρα βγήκαν από τη λάρνακα και περίτρομοι
μέσα στην απόλυτη ερημιά και σιωπή που τους περικύκλωνε, στάθηκαν με δέος και
προσευχήθηκαν, κάνοντας θυσία στον Φύξιο Δία (επίκληση του Δία και του Απόλλωνα
ως προστατών των φυγάδων και των εξόριστων). Συγκινημένος από τη μεγάλη εκείνη
ευλάβεια, ο πατέρας θεών και θνητών, έστειλε στους δύο ναυαγούς παρηγορητή τον
Ερμή.
«Διατυπώνετε μια ευχή», τους συμβούλευσε
ο Ερμής, «και ο Δίας υπόσχεται να την εισακούσει». «Μία είναι η επιθυμία
μας», είπε ο Δευκαλίων, «να
ξαναπλασθεί το ανθρώπινο γένος». Ο Ερμής
τους συμβούλευσε τότε να κατέβουν στους Δελφούς, να ζητήσουν χρησμό από τη Θέμη
(εκπρόσωπο της θείας δικαιοσύνης, θυγατέρα του Ουρανού και της Γαίας και
σύζυγος του Δία), που είχε τότε στην κατοχή της το ιερό. Έτσι έκαναν και να τι
χρησμό πήραν από τη Θέμη: «Πηγαίνετε και με σκεπασμένα τα πρόσωπά σας,
ρίχνετε πίσω σας τα οστά της μητέρας μας». Απορημένοι
δεν ήξεραν τι να κάμουν. Ποια ήταν μητέρα και ποια τα οστά της; Και ξαφνικά το
μυαλό τους φωτίσθηκε. Μητέρα όλου του κόσμου, πηγή ζωής είναι η Γη και οστά της
οι πέτρες. Βγήκαν λοιπόν από το ιερό και σκεπάζοντας το κεφάλι με το ιμάτιό
τους, βάδιζαν, ρίχνοντας πίσω τους πέτρες που μάζευαν από τη Γη. Και οι πέτρες
που έριχνε ο Δευκαλίων γίνονταν άνδρες και τα λιθάρια που έπεφταν από το χέρι
της Πύρας γυναίκες. Και όταν τέλος σταμάτησαν κάπου, ένας ολόκληρος λαός τους
ακολουθούσε και υψώνοντάς τους στα χέρια τους όρισε βασιλείς του. Και
ονομάσθηκε, λέει, ο λαός από το «λάας», όπως
λεγόταν ο λίθος εκείνη την εποχή (Απολλόδωρος Α, 72). Ποια ήταν όμως η χώρα της βασιλείας τους; Κάθε τόπος τους
θέλει δικούς του. Στη Λυκώρεια, άκρη του
Παρνασσού, στην Οπούντα τη Λοκρική και το πιο παραδεδεγμένο στη Φθία της
Θεσσαλίας, «Βασιλέα των περί την Φθίαν τόπων», τον θέλει ο Απολλόδωρος
(Α, 72). Υπάρχει όμως παράδοση και για
την Αθήνα, όπου λέγεται ότι πρώτος ο Δευκαλίων ίδρυσε ναό στον Ολύμπιο Δία. Στο
προαύλιο του ο Παυσανίας (Παυσ. Α, 18,8), είδε τον τάφο του Δευκαλίωνα και ρωγμή του εδάφους, έναν πήχυ πλατιά,
από όπου χύθηκαν στα βάθη της Γης τα νερά του κατακλυσμού…Και στο Πάριο χρονικό
είναι χαραγμένα τα εξής: «ΑΦ’ ΟΥ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟΣ ΕΠΙ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝΟΣ ΕΓΕΝΕΤΟ,
ΚΑΙ ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ ΤΟΥΣ ΟΜΒΡΟΥΣ ΕΦΥΓΕΝ ΕΓ ΛΥΚΩΡΕΙΑΣ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΡΟ[Σ ΚΡΑΝΑ]ΟΝ, ΚΑΙ
ΤΟΥ ΔΙΟ[Σ ΤΟ]Υ Ο[ΛΥ]Μ[ΠΙ]ΟΥ ΤΟ Ι[Ε]ΡΟΝ ΙΔ[ΡΥΣΑΤ]Ο [ΚΑΙ] ΤΑ ΣΩΤΗΡΙΑ ΕΘΥΣΕΝ, ΕΤΗ
ΧΗΗΓΔΠ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΡΑΝΑΟΥ». Μτφρ. Όταν έγινε ο κατακλυσμός
στην εποχή του Δευκαλίωνος, και ο Δευκαλίων έφυγε με τα νερά από την
Λυκώρεια στην Αθήνα στον Κραναό, ίδρυσε
το ιερό του Ολυμπίου Διός και θυσίασε για την σωτηρία του, έτος ΧΗΗΓΔΠ, (1265
π. Χ.), όταν ο Κραναός βασίλευε στην Αθήνα.
-
Όσο για τον κατακλυσμό, δεν ήταν ολότελα
μύθος. Απηχεί την ανάμνηση γεωλογικού φαινομένου που έγινε, όπως σε όλον τον
κόσμο και στην Ελλάδα, σε μια προϊστορική εποχή, όμως αρκετά προηγμένη για να
κρατήσει και να φυλάξει από γενιά σε γενιά, την παράδοση του κατακλυσμού. Ο
Πλάτων στον «Τίμαιο» αναφέρει αυτόν τον κατακλυσμό στην Θεσσαλική πεδιάδα.
Άλλες παραδόσεις τοποθετούν τη θεομηνία αυτή στην Αθήνα, στα Μέγαρα, στην
Αρκαδία, στο Άργος, στην Ήπειρο, ακόμη και στα νησιά Λέσβο, Ρόδο, Χίο και Κρήτη.
Ίσως όμως να πρόκειται για απλή συνωνυμία, για άλλο πρόσωπο μυθικό.
4 ΑΡΝΗ: Κόρη του Αίολου και
μητέρα του Βοιωτού από τον Ποσειδώνα. Το όνομά της πήραν οι ομώνυμες αρχαίες πόλεις
της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας (Παυσανίας Θ,40,5 και Διόδωρος Δ, 67,2). Η πρώτη
βρίσκεται παρά τη σημερινή κωμόπολη Σοφάδες. Διατηρούσε το όνομα τούτο μέχρι
την εισβολή των Θεσσαλών κατά το 1100-1000 π. Χ., περίπου, αλλά με την αλλαγή
των κατοίκων άλλαξε και όνομα ονομασθείσα από τους εισβολείς Κιέριον. Οι πρώτοι
κάτοικοι της Άρνης φαίνεται ότι ήταν οι Αιολείς, οι οποίοι ανέπτυξαν από πολύ
νωρίς σημαντικό πολιτισμό. Πρώτοι εισβολείς, οι οποίοι μάλλον ειρηνικά
αναμείχθησαν μετά των παλαιοτέρων πεδινών κατοίκων, ήταν οι Βοιωτοί. Τέλος δε
οι Θεσσαλοί επικρατήσαντες οριστικώς εγκαταστάθηκαν πυκνότατα, γιατί έκτοτε και
κατά τους ιστορικούς χρόνους ή περί την Άρνην, ως πρωτεύουσα χώρα, η Αρναία,
καλείται ειδικώς Θεσσαλιώτις. Οι δε Βοιωτοί, απεχώρησαν νοτιότερα και
κατέκτησαν την εξ αυτών ονομασθείσα Βοιωτία, ιδρύσαντες εκεί ομώνυμο πόλη Άρνη
με όλα τα παλαιά στοιχεία λατρείας, πολιτισμού και εθνικών παραδόσεων. Η
Βοιωτική Άρνη είναι η αναφερθείσα από
τον Όμηρο (Ιλιάδα Β. 495-516), στον κατάλογο των βοιωτικών πόλεων που έλαβαν
μέρος στον Τρωικό πόλεμο. Σήμερα η αρχαιότατη Ομηρική Βοιωτική Άρνη ονομάζεται
Χαιρώνεια.
5 ΤΥΝΔΑΡΕΩΣ: Βασιλέας της
Σπάρτης, πατέρας της ωραίας Ελένης
6 ΚΑΣΤΩΡ
ΚΑΙ ΠΟΛΥΔΕΥΚΗΣ ή ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ (Διός + κούροι): Έτσι τους ονόμαζαν και τους θεωρούσαν
γιούς του Δία γεννημένους από τη Λήδα. Οι Διόσκουροι ήταν αδέλφια της ωραίας
Ελένης και της Κλυταιμήστρας. Οι Διόσκουροι λογίζονται ήρωες των Δωριέων και
έτσι εξηγείται η αντιμαχία τους με τον Αθηναίο ήρωα Θησέα.
7
ΕΠΗΛΥΔΕΣ:
Αλλοδαποί, ξένοι.
8 ΠΑΜΦΙΛΟΙ (οι): Μία των τριών
κοινών φυλών σε άπαντες τους Δωριείς (Υλλείς, Δυμάνες, Πάμφιλοι), των Παμφίλων
επώνυμος ήρωας ελογίζετο ο γιός του Αιγιμίου και εγγονός του Δώρου Πάμφυλος, ο
οποίος φονεύθηκε μαχόμενος ως σύμμαχος των Ηρακλειδών κατά του Τισαμενού.
Οι Πάμφυλοι είχαν δική τους διάλεκτο την
παμφυλική διάλεκτο, που ήταν ένα μείγμα αχαϊκών και δωρικών στοιχείων.
9 ΥΛΛΕΙΣ: Η πιο εξέχουσα από
τις άλλες Δωρική φυλή, ονομασθείσα έτσι από τον ήρωα Ύλλο γιό του Ηρακλή και
της Δηιάνειρας.
10 ΤΗΜΕΝΟΣ: Ηρακλείδης, γιός του
Αριστομάχου, ο οποίος μαζί με τους Δωριείς ήλθε στη Πελοπόννησο, κατά τη
διανομή της κτηθείσης χώρας έλαβε με κλήρο την Αργολίδα. Εκεί έγινε βασιλιάς
και νομοθέτης. Ίδρυσε στο Άργος την οικογενειακή του δυναστεία των Τημενιδών. Ο
τάφος αυτού βρισκόταν στο Τημένιο οχυρό επίνειο του Άργους προς Β και παρά την
Λάρνα. Υπάρχει θεατρικό δράμα του Ευριπίδη επιγραφόμενο Τήμενος.
11 ΚΡΕΣΦΟΝΤΗΣ: Ηρακλείδης, γιός του
Αριστομάχου, εγγονός του Κλεοδαίου, δισέγγονος του Ύλλου. Εκ των Δωριέων
οικιστών της Πελοποννήσου. Όταν έγινε ο καταμερισμός της χώρας, επέτυχε με δόλο
να του δώσουν την Μεσσηνία. Για τον Κρεσφόντη ο Ευριπίδης έγραψε τραγωδία με
τίτλο «Κρεσφόντης» της οποίας το περιεχόμενο έχει διασωθεί.
12 ΕΥΡΥΣΘΕΝΗΣ
και ΠΡΟΚΛΗΣ:
Γιοι του Αριστοδήμου του Ηρακλείδου, οι οποίοι τον 12ο αιώνα π. Χ., κατάκτησαν την Λακωνία με τους Δωριείς
και έγιναν αρχηγοί των δύο βασιλικών οίκων της Σπάρτης. Οι απόγονοι του Ευρυσθένη
εκπροσωπούντες τον ένα βασιλικό οίκο λεγόντουσαν Ευρυσθενείδες ή Αγιάδες. Οι
απόγονοι του Πρόκλη, ονομάστηκαν Προκλείδαι και εκπροσωπούσαν τον έτερο
βασιλικό οίκο της Σπάρτης.
13 ΣΙΚΥΩΝ: Αρχαία πόλης της
Πελοποννήσου επί του Κορινθιακού κόλπου, πρωτεύουσα της Σικυωνίας. Η πόλης
Σικυών κτίσθηκε σε μυθικούς χρόνους. Περί το 1100 π. Χ., η Σικυών υποτάχθει
στους Δωριείς οι οποίοι είχαν έλθει από το Άργος, με αρχηγό τον Ηρακλείδη Φάλκη
και κατέκτησαν ολόκληρη τη βόρειο Πελοπόννησο. Η αρχαία Σικυών βρίσκεται πολύ
κοντά στο σημερινό Κιάτο.
14 ΦΛΙΟΥΝΤΑ: Η θέση του αρχαίου Φλιούντα απέχει από τη
σημερινή Νεμέα 3,5 χλμ ΒΔ. Υπό το
όνομα Νεμέα στην αρχαιότητα δεν υπήρχε οικισμός. Ο χώρος που περιβάλλει το ιερό
με το στάδιο , τον ιππόδρομο και τα οικήματα που εξυπηρετούσαν τους αγώνες
ζωντάνευε κάθε δυο χρόνια με τα πλήθη που συνέρρεαν από τις πόλεις με τα Νέμεα.
Η περιοχή, αλλά και οι γιορτές, πήραν το όνομά τους από τη Νεμέα, κόρη του Δία
και της Σεμέλης.
Ιστορικό κέντρο της περιοχής ήταν η Αρχαία
Φλιούς που έζησε από τα μυθικά βάθη των προϊστορικών χρόνων μέχρι και τον 10ο
αιώνα μ. Χ.
Τη Φλιούντα, λέγεται ότι την έκτισε ο
αυτόχθων Άρας (σύγχρονος του Προμηθέα και κατά τρεις γενεές προγενέστερος του
Πελασγού), όπου αρχικά ονομάσθηκε Αραντία, και κατόπιν Αραιθυρέα (θελκτική),
που κατά την μυθολογία ήταν κόρη του γενάρχη ‘Αραντα και μεταγενέστερα
μετονομάσθει Φλιούντα από τον Φλία, γιό του Διονύσου και της Αριάδνης , που είχε πάρει μέρος στην Αργοναυτική
εκστρατεία.
Στους Ομηρικούς χρόνους η Φλιούς ήταν γνωστή
με το όνομα Αραιθυρέα.
Ο Παυσανίας βρήκε τον Φλιούντα σε μέτρια
ακμή με πολλούς ναούς , αγάλματα και ιερά , μάρτυρες πανάρχαιας λατρείας όπως ο
ναός της Δήμητρας και της κόρης.
Ο Δωριεύς Ρηγνίδας δια να υποτάξει τους
Φλιάσιους, υπεσχέθη να ξαναμοιράσει τα χωράφια. Ο Ίππασος αντέδρασε, αλλά
τελικά αναγκάσθηκε να φύγει με μερικούς άλλους για τη Σάμο.
Όλοι
οι δρόμοι για την Αρκαδία περνούσαν από την Φλιούντα. Στην ακμή του αριθμούσε
περίπου 15.000 κατοίκους. κατά το δωρικό παρελθόν ήταν προσκολλημένος στη
Σπάρτη. Δύσκολα ο περαστικός από τον εγκαταλελειμμένο αρχαιολογικό χώρο του
Φλιούντα μπορεί να υποθέσει την μακραίωνη ιστορία και την παλιά αίγλη αυτού.
Β. ΤΑ ΨΕΥΔΗ ΠΟΥ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΩΡΙΕΙΣ
Το σχολικό βιβλίο της Α’ τάξης Γυμνασίου «Ιστορία
αρχαίων χρόνων ως το 300 π. Χ.» (Λ. ΤΣΑΚΤΣΙΡΑ, Μ. ΤΙΒΕΡΙΟΥ) αναφέρει (στις σελίδες 8 και
60) τα
εξής: «Τα πρώτα ελληνικά φύλα υπολογίζεται ότι έφτασαν στον ελληνικό χώρο γύρω
στις αρχές της 2ης χιλιετίας π. Χ.,….. Τα ελληνικά φύλα που έφτασαν στην Ελλάδα
ήταν τμήμα της ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας στην οποία ανήκαν και τα
ιταλικά, οι Κέλτες, οι Γερμανοί, οι Σλάβοι, οι Μήδοι και οι Πέρσες, οι Ινδοί…..
Οι Μυκηναίοι ανήκουν στα ινδοευρωπαϊκά φύλα που με αφετηρία τα Ουράλια όρη
εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη και μέχρι την Ινδία…».
Άλλοι λένε και ότι οι Δωριείς ήρθαν στην Ελλάδα από το βορρά, από τις πεδιάδες της
σημερινής Ουγγαρίας ή τα Ουράλια όρη, το 1100 κατασφάζοντας όσους λαούς βρήκαν
στο διάβα τους, καθώς και ότι μετά τη κατάκτηση της Ελλάδας από τους Δωριείς δημιουργήθηκε ο πρώτος
ελληνικός πολιτισμός. Λένε επίσης ότι όταν οι Δωριείς κατέβηκαν στην Kρήτη,
οι Kρήτες αντιστάθηκαν, μπροστά όμως στα σιδερένια όπλα των αντιπάλων, αντί των
χάλκινων δικών τους, υπέκυψαν. Ακολούθως
η δομή λέει της κοινωνίας της Κρήτης ακολούθησε τα πρότυπα της Κοινωνίας της
Σπάρτης, χώρισαν τους κατοίκους της σε διάφορες κατηγορίες υποτελών κατά τα
Σπαρτιατικά έθιμα, τους περίοικους, μνωίτες,
αφαμιώτες ή κλαριώτες κ.λπ.
Ωστόσο όλα αυτά είναι
κακοήθειες ανθελληνικών κέντρων, γιατί:
1.
Τα
ως άνω δεν αναφέρονται σε κανένα αρχαίο συγγραφέα.
2.
Στην
αρχαία Κρήτη υπήρχαν κοινωνικές τάξεις, όπως μας πληροφορούν ο Αριστοτέλης1 κ.α. « Τη γη
στη Σπάρτη την καλλιεργούν είλωτες, στην Κρήτη οι περίοικοι». Ωστόσο οι
μειωνίτες και όχι μνωίτες και οι
περίοικοι της Κρήτης δεν ήταν οι Μινωίτες2,
όπως κακώς λένε μερικοί, αφού αφενός παλιά δεν υπήρχε η ονομασία Μινωίτες (
αυτή είναι νεώτερη την οποία έδωσε ο αρχαιολόγος Evans3) και αφετέρου οι περίοικοι ήσαν είτε φτωχοί
άνθρωποι, κάτι ως σήμερα οι υπηρέτες, είτε αιχμάλωτοι πολέμου, οι οποίοι
μάλιστα διέπονταν με νομοθεσία που προέβλεπε ακόμη και πως αυτοί οι δούλοι
μπορούσαν να γίνουν ελεύθεροι. Έπειτα, αν οι Δωριείς είχαν κάνει δούλους τους
Μινωίτες, οι Δωρικές πόλεις, δεν θα αντέγραφαν τους Μινωικούς νόμους και τα μινωικά ήθη και έθιμα.
3. Το ελληνικό έθνος,
όπως είδαμε πιο πάνω, σχηματίστηκε μετά το Τρωικό πόλεμο από τους αυτόχθονες Πελασγούς (τους Δωριείς, τους Ίωνες,
τους Αχαιούς και τους Αιολείς ), καθώς και μερικά άλλα βάρβαρα φύλα (τους Καδμείους
ή Θηβαίους, τους Δαναούς, τους Πέλοπες κ.α.) που ήρθαν άλλα από την Ασία, άλλα
από την Αφρική και άλλα από τη Θράκη. Επομένως
αυτά τα περί Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας απ΄ όπου κατάγονται οι
Έλληνες είναι αν μη τι άλλο εμετικά.
4.
Σύμφωνα
με το Πάριο χρονικό4, και τους Διόδωρο, Στράβωνα κ.α., ο σίδηρος είχε βρεθεί στο όρος Ίδη της
Κρήτη ήδη επί Μίνωα A’ = το 15 αι. π. Χ.. Έπειτα τα αρχαία όπλα (δόρυ, ξίφος,
ασπίδα κ.τ.λ.) είτε είναι από χαλκό είτε είναι από σίδερο δεν διαφέρουν σε
τίποτα ως προς την απόδοση. Απλώς τα χάλκινα είναι πιο ελαφριά και γι αυτό
πάντα ήταν από χαλκό ή προσμίξεις του. Επομένως αυτά τα περί σιδερένιων όπλων
των Δωριέων που κατάσφαξαν τους Μινωίτες κ.α. είναι αν μη τι άλλο κωμικά.
5.
Ο
Ηρόδοτος (Α 56-58, Ε 17 και Η
43) λέει
ότι η Κάθοδος των Δωριέων έγινε όχι
από τα Ουράλια ή την Ουκρανία, αλλά από τον ελληνικό βορά (από την Πίνδο της
Μακεδονίας) και αφού πρώτα έκαναν εκεί άνοδο,
δηλαδή πήγαν από τη Δωρίδα της Θεσσαλίας στη Μακεδονία και από εκεί μερικοί
μετά κατέβηκαν στην Πελοπόννησο. Επομένως αυτά τα περί καθόδου των Δωριέων από τα Ουράλια όρη είναι αν μη τι άλλο φαντασίες.
6.
Όχι
μόνο οι Δωριείς, αλλά και οι Ίωνες και οι Αχαιοί είχαν έρθει σε πόλεμο με
κάποια άλλο από τα ελληνικά φύλα είτε για συνοριακούς είτε για ηγεμονικούς λόγους.
7.
Οι
Δωριείς μόνο μετά την κάθοδό τους στη Πελοπόννησο έθεσαν εαυτούς υπό τη σκέπη
της θεάς Ήρας. Αν πράγματι ήταν κατακτητές, θα ήταν λογικό να υποταχθούν οι
ίδιοι στην πολιούχο θεά των ηττημένων ή θα ήταν λογικότερο να επιβάλουν στους
ηττημένους την δική τους πολιούχο θεά; Κάτι τέτοιο όμως, όπως είναι γνωστό, δεν
συνέβη ποτέ και στους ιστορικούς χρόνους οι Δωριείς, Αργείοι, ή και
Λακεδαιμόνιοι ακόμα, είχαν ως πολιούχο θεά την Ήρα.
Η «θεολογική» αυτή ταύτιση,
ίσως δεν έχει εξετασθεί με την δέουσα
προσοχή από τους συγχρόνους μελετητές. Βάρυνε όμως εξαιρετικά στους
ανθρώπους της μυκηναϊκής εποχής.
8.
Αυτοί που υποστηρίζουν τη θεωρία, ότι οι Δωριείς ενεφανίσθησαν
στον ελλαδικό χώρο περί το 1100 π. Χ., θα πρέπει να εξηγήσουν πρώτα το πώς
αυτοί κατόρθωσαν να φθάσουν ως τη Πελοπόννησο και την Κρήτη –πολεμώντας όλους
όσους βρήκαν μπροστά τους; -και γιατί πάνω απ’ όλα επέλεξαν να κατοικήσουν στην
Πελοπόννησο και δεν εγκαταστάθηκαν, για παράδειγμα , στην εύφορη Θεσσαλία; Η
αδυναμία απάντησης στα ερωτήματα αυτά θεμελιώνει την άποψη ότι οι Δωριείς
συνυπήρχαν με τους Αχαιούς. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του καταρρίπτει την
θεώρησή τους ως των αιμοδιψών και με σιδηρά όπλα οπλισμένων πολεμιστών.
Άλλωστε, σύμφωνα με το Πάριο Χρονικό, η κατεργασία του σιδήρου στην Ελλάδα
άρχισε 248 χρόνια πριν από τα Τρωικά, δηλαδή το έτος 1474 π. Χ.
9.
Οι εκφράζοντες φαντασίες, χάρις στην αποκρυπτογράφηση της
Γραμμικής Γραφής Β, τίμησαν τους Αχαιούς με ελληνική υπηκοότητα.
10.
Ο Ισοκράτης (Παναθηναϊκός 46 – 56,
204 – 206 κ.α.),
σχετικά με τη κάθοδό Δωριέων με τους Ηρακλειδείς και τον πολιτισμό τους (και
απαντώντας -προσέξτε - σ’ αυτούς που λένε ότι τους καλύτερους θεσμούς στην
Ελλάδα τους δημιούργησαν οι Δωριείς ), απαντά τα εξής: α) Οι Δωριείς (Σπαρτιάτες κ.α.) το μόνο που ήξεραν να κάνουν καλά ήταν ο
πόλεμος και συνάμα να φέρουν τα πράγματα έτσι ώστε να ηγούνται άλλων ελληνικών
πόλεων. β) Οι Δωριείς (Σπαρτιάτες
κ.α.) δεν είναι καλοί Έλληνες και συνεπώς δεν πρέπει να ηγεμονεύουν των
Ελλήνων, γιατί αφενός έφυγαν από τον
τόπο τους στην Στερεά Ελλάδα και πήγαν στην Πελοπόννησο προκειμένου να
αποκαταστήσουν στην εκεί βασιλεία του Άργους τους εξόριστους βασιλιάδες του
οίκου των Ηρακλειδών και αφού το έκαναν δεν ξαναγύρισαν στον τόπο τους και
αφετέρου κατά την κάθοδό τους δεν σταμάτησαν να πολιορκούν και να λεηλατούν τη
μια μετά την άλλη, τις πόλεις της Πελοποννήσου (Μεσσήνη, Λακεδαίμονα, κ.α.)
παρά μόνο αφού τις υπέταξαν όλες, εκτός από το Άργος, αν και δεν έπρεπε να
κάνουν κάτι τέτοιο, γιατί αφενός εκείνους που λεηλάτησαν και κατέστρεψαν ήσαν ίδιας καταγωγής μ’ αυτούς, ήσαν και
αυτοί Έλληνες, και αφετέρου άξιζαν να τύχουν ευγνωμοσύνης εκ μέρους όλων των
Ελλήνων επειδή έκαναν την εκστρατεία της Τροίας. γ) Αν δεχτούμε ότι οι Δωριείς υπήρξαν οι δημιουργοί του πολιτισμού, τότε
τι να πουν αυτοί που δημιούργησαν τους καλύτερους θεσμούς στην Ελλάδα, δηλαδή ο
Μίνωας5 με το Ραδάμανθυ6, ο Αιακός7, οι σύγχρονοι του
Θησέα και του Ηρακλή και όσοι εκστράτευσαν στην Τροία; Και συνεχίζει ο
Ισοκράτης στον Παναθηναϊκό του παρ.205.
11. «Αν είναι έτσι τα πράγματα, ας δεχτούμε ότι έχεις δίκιο, όταν λες ότι οι
άνθρωποι αυτοί (οι Σπαρτιάτες) υπήρξαν οι δημιουργοί των καλύτερων θεσμών,
τότε, αναγκαστικά, όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έζησαν πολλές γενιές πριν οι
Σπαρτιάτες εγκατασταθούν στην Πελοπόννησο, πρέπει να μη διέθεταν κανένα από
αυτά τα προσόντα, δηλαδή ούτε οι στρατιώτες που εκστράτευσαν στην Τροία, ούτε
οι σύγχρονοι του Ηρακλή και του Θησέα, ούτε ο Μίνωας, ο γιος του Δία, ούτε ο
Ραδάμανθυς, ούτε ο Αιακός ούτε κάποιος από τους μεγάλους άνδρες που υμνούνται
γι αυτές τις αρετές, οπότε κακώς έχουν τη φήμη που απολαμβάνουν»…
Επομένως οι Δωριείς δεν είναι οι ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ
του ελληνικού πολιτισμού, αλλά οι άλλοι Έλληνες και ειδικότερα ο Μίνωας με το
Ραδάμανθυ, ο Αιακός, οι σύγχρονοι του Θησέα και του Ηρακλή και όσοι εκστράτευσαν
στην Τροία.
Σημειώνεται όμως ότι όλα αυτά τα λέει ο
Ισοκράτης παραφουσκωμένα και αυτό γιατί ήθελε να κατηγορήσει τους Δωριείς προκειμένου οι Αθηναίοι να ηγεμονεύουν των
Ελλήνων. Και προ τούτο αναφέρει ότι ο Πλάτωνας
στον Πρωταγόρα λέει ότι πρώτοι που ασχολήθηκαν με την φιλοσοφία ήσαν οι Κρήτες και οι
Λακεδαιμόνιοι και από την Λακεδαίμονα ήταν ο σοφός Χείλων ο Λακεδαιμόνιος. Δεν ξεκαθαρίζει όμως αν ο Χείλων ήταν
Αχαιός ή Δωριέας Λακεδαιμόνιος.
Οι αρχαίοι συγγραφείς ( Όμηρος, Πλάτωνας,
Διόδωρος, Παυσανίας κ.α.), όπως είδαμε στα προηγούμενα, λένε ξεκάθαρα ότι ο Μίνωας και οι αρχαίοι Κρήτες ήσαν Έλληνες,
άρα ο πρώτος πολιτισμός, ο Μινωικός πολιτισμός, ήταν ελληνικός.
12. Η αλήθεια είναι ότι
οι Σπαρτιάτες αντέγραψαν τους νόμους και τα ήθη και έθιμα των Κρητών και όχι οι
Κρήτες των Σπαρτιατών. πρβ: «Υποστηρίζουν
κάποιοι ότι τα περισσότερα ήθη και έθιμα που θεωρούνται κρητικά είναι Λακωνικά.
Στην πραγματικότητα είναι Κρητικά, μόνο που οι Σπαρτιάτες τα εφήρμοσαν, ενώ οι
Κρήτες σταμάτησαν να ασχολούνται με τα πολεμικά και οι πόλεις τους παρήκμασαν»
(Στράβωνας,
Γεωγραφικά Ι, C 481 – 483, 17 – 20)
13. «Γι αυτό το λόγο ο Μίνωας θέσπισε αυτούς τους Νόμους για τους πολίτες
του, εξαιτίας των οποίων η Κρήτη ευημερεί ανέκαθεν, καθώς και η Σπάρτη από τότε
που άρχισε να τους χρησιμοποιεί, επειδή οι νόμοι αυτοί είναι θεϊκοί». (Πλάτων, Μίνως, 320 b)
14.
«Και φαίνεται και λέγεται ότι οι Λάκωνες μιμήθηκαν το
κρητικό πολίτευμα στα περισσότερα σημεία……… Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Λυκούργος8 άφησε την
επιτροπεία του βασιλιά Χαρίλλου9
και έφυγε, έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα στην Λύττο ή Λύκτο της Κρήτη
λόγω της μεταξύ τους συλλογικότητας, γιατί οι Λύκτιοι ήταν Λάκωνες άποικοι, κι
όταν πήγαν στη Λύκτο και την έκαναν αποικία, διατήρησαν τη νομοθεσία των
κατοίκων της πόλης. Γι αυτό και τώρα οι περίοικοι έχουν τους ίδιους νόμους,
επειδή πρώτος θέσπισε τη νομοθεσία ο Μίνως. .(
Αριστοτέλης Πολιτικά Β, 1271, 10)
15. Η Λύκτος,
μεταγενέστερα Λύττος υπήρξε μία από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας
Κρήτης, βρισκότανε ανατολικά της Κνωσού. Η περίοπτη και υπερήφανη πόλη
αναφέρεται από αρχαίους συγγραφείς ως αποικία των Λακεδαιμονίων. Ο Πολύβιος (9, 54) την αναφέρει ως την παλαιότερη δωρική πόλη του νησιού, όπου τα πρώτα
δείγματα εγκατάστασης ανάγονται στους αρχαϊκούς χρόνους.
Σημειώνεται επίσης
ότι:
1)
Ο
Διόδωρος Σικελιώτης λέει ότι μετά
την κάθοδο των Ηρακλειδών Αργείοι και Λακεδαιμόνιοι κατέκτησαν και την Κρήτη,
κάτι που δεν πρέπει να είναι αληθές, γιατί οι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς λένε ότι
αυτοί πήγαν στην Κρήτη και απλώς έκαναν αποικία τους τη Λύκτο. Άλλωστε ένα άλλο
φύλο των Δωριέων βρισκόταν ήδη στην Κρήτη. Είχε πάει εκεί με τον Τέκταμο10 πριν από τα Τρωικά
και το Μίνωα.
2)
Για
την αποίκηση και εγκατάσταση των Δωριέων
στο νησί της Κρήτης αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ηροδότου Ιστορία Ζ, 169-7):
3)
Οι
Αχαιοί, οι Δωριείς και οι Πελασγοί
της Κρήτης δεν πήγαν στο νησί ως κατακτητές νικώντας τους ντόπιους κλπ, αλλά ως
μετανάστες από το Πελασγικό Άργος (= η Θεσσαλία) μετά
από τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και πριν από την εποχή του Μίνωα, με αρχηγό
τον Τέκταφο
ή Τέκταμο
(γιο του Δώρου του Έλληνα και παππού του Μίνωα) και οι αυτόχθονες, οι
καλούμενοι Ιδαίοι δάκτυλοι ή Ετεόκρητες
τους δέχτηκαν, επειδή η Κρήτη τότε είχε πάθει μεγάλη ερήμωση, πρβ :
«Σύμφωνα με
την ιστορία των Πραισίων (Ετεοκρήτες), όταν ερημώθηκε
η Κρήτη, άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά κυρίως Έλληνες ήρθαν και
εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη. Έπειτα στην Τρίτη γενιά μετά το θάνατο του Μίνωα,
ξέσπασε ο Τρωικός πόλεμος.….».
Φωτ. Ερείπια από την
αρχαία Πραισό
4)
Ο
Στράβωνας αναφέρει για την
εγκατάσταση των Δωριέων στη Κρήτη: « Είναι εμφανές ότι Ετεοκρήτες και Κύδωνες
είναι αυτόχθονες, ενώ οι άλλοι επυλίδες.
Ο Άνδρων λέει ότι οι επυλίδες Κρήτες ήρθαν από τη Θεσσαλία, από την περιοχή που
παλιά λεγόταν Δωρίδα και σήμερα Ισταιώτιδα». «και οι Κρήτες Δωριείς εκαλούντο.
«ΔΩΡΙΕΕΣ ΤΕ ΤΡΙΧΑΙΚΕΣ, ΔΙΟΙ ΤΕ ΠΕΛΑΣΓΟΙ» (OD. XIX,177).
ΠΕΡΙ ΩΝ ΙΣΤΟΡΕΙ ΆΝΔΡΩΝ, ΚΡΗΤΟΣ
ΕΝ ΤΗ ΝΗΣΩ ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ, ΤΕΚΤΑΦΟΝ ΤΟΝ ΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΈΛΛΗΝΟΣ, ΟΡΜΗΣΑΝΤΑ ΕΚ ΤΗΣ ΕΝ ΘΕΤΤΑΛΙΑ ΤΟΤΕ ΜΕΝ ΔΩΡΙΔΟΣ, ΝΥΝ ΔΕ
ΙΣΤΙΑΙΩΤΙΔΑ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΣ, ΑΦΙΚΕΣΘΑΙ
ΕΙΣ ΚΡΗΤΗΝ ΜΕΤΑ ΔΩΡΙΕΩΝ ΤΕ ΚΑΙ ΑΧΑΙΩΝ ΚΑΙ ΠΕΛΑΣΓΩΝ,
ΤΩΝ ΟΥΚ ΑΠΑΡΑΝΤΩΝ ΕΙΣ ΤΥΡΡΗΝΙΑΝ» (Στράβων, Ι, ΙV 6-7). Σχετικά με το αν
πήγαν ή όχι οι Δωριείς με τους Ηρακλειδείς στην Κρήτη, λέει ότι επειδή ο Όμηρος
αναφέρει τη μια ότι η Κρήτη είχε 100 πόλεις και την άλλη ότι η Κρήτη είχε 90
πόλεις, ο ιστορικός Έφορος
ισχυρίζεται ότι τις 10 παραπάνω πόλεις τις έκτισαν μετά από τα Τρωικά οι
Δωριείς με τον Αλθαιμένη τον Αργείο,
πρβ: « ο ποιητής μια φορά αναφέρει την
Κρήτη με 100 και μια φορά με 90 πόλεις. Ο Έφορος υποστηρίζει πως οι δέκα
χτίστηκαν μετά τα Τρωικά από τους Δωριείς από τον Αλθαιμένη τον Αργείο. Πάντως
ο Οδυσσέας την ονομάζει νησί με 90 πόλεις». (Στράβων 10 c 479, 15). Πέραν όμως αυτών ο
Στράβωνας αναφέρει επίσης και τα εξής: « Ο
Σπαρτιάτης νομοθέτης Λυκούργος ήταν πέντε γενιές νεότερος από τον Αλθαιμένη,
που δημιούργησε την πρώτη αποικία στην Κρήτη. Τον θεωρούν παιδί του Κίσου που
ίδρυσε το Άργος το ίδιο καιρό που ο Προκλής συνοίκιζε τη Σπάρτη…» (Στράβων 10 c 481, 18). Επομένως ο Στράβων
θεωρεί τελικά ότι οι Δωριείς με τους Ηρακλειδείς πήγαν στην Κρήτη, όμως όχι ως
κατακτητές, αλλά ως άποικοι.
5)
Ο
Αριστοτέλης αναφέρει και αυτός ότι
οι Σπαρτιάτες πήγαν στην Κρήτη ως άποικοι και όχι ως κατακτητές όλης της
Κρήτης, πρβ: «Σύμφωνα με την παράδοση, όταν ο Λυκούργος άφησε την επιτροπεία του βασιλιά Χαρίλ(α)ου και έφυγε, έμεινε το μεγαλύτερο διάστημα στην Κρήτη λόγω
της μεταξύ τους συγγένειας, γιατί οι Λύκτιοι
ήταν Λάκωνες άποικοι κι όταν πήγαν στη Λύκτο και την έκαναν αποικία, διατήρησαν
τη νομοθεσία των κατοίκων της πόλης. Γι αυτό και τώρα οι περίοικοι έχουν τους
ίδιους νόμους, επειδή πρώτος θέσπισε τη νομοθεσία ο Μίνωας» (Αριστοτέλης Πολιτικά
Β 1271b).
6)
Ομοίως
ο Διόδωρος Σικελιώτης (βίβλος 16,
62) αναφέρει ότι μετά τον καλούμενο Φωκικό
πόλεμο κάποιοι Κνώσιοι πήγαν στη Λακωνική Μαλέα και βρήκαν μισθοφόρους με
αρχηγό το Φάλαικο και μ’ αυτούς
κατέλαβαν τη Λύκτο. Κατόπιν αυτού οι Λύκτιοι ζήτησαν την βοήθεια των
Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες με στρατηγό τον Αρχίδαμο
ήταν τότε έτοιμοι με στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις να πάνε στην Ιταλία
προκειμένου να βοηθήσουν τους Ταραντίνους
που ήταν σε πόλεμο με τους Λευκαντούς,
αντί αυτού προτίμησαν να πάνε να βοηθήσουν τους Λύκτιους ως συγγενείς, κάτι που
έκαναν. Ο Φάλαικος και οι μισθοφόροι του ήταν από τη Φωκίδα-Λοκρίδα και είχαν
πάει στην Πελοπόννησο, γιατί είχαν κάνει συμφωνία με το Φίλιππο να φύγουν από
εκεί για να μη τους σκοτώσει, επειδή λεηλάτησαν το μαντείο των Δελφών. Ωστόσο ο
Φάλαικος μετά σκοτώθηκε στην Κυδωνία, όταν πήγε να την καταλάβει και δεν το
κατόρθωσε.
7)
Επομένως
και σύμφωνα με όσα λέει και ο Στέφανος
Βυζάντιος ( «Η Λύκτος είναι πόλη
της Κρήτης, η οποία πήρε το όνομά της από το Λύκτο, το Λυκάονα.
Μερικοί πιστεύουν ότι πήρε αυτό το όνομα επειδή βρίσκεται σε υψηλό τόπο. Το
εθνικό είναι Λύκτιος και το θηλυκό Λυκτηίς»), η πόλη Λύκτος, όπως και η Γόρτυνα
και η Κυδωνία ήταν πόλη των Αχαιών που είχαν έρθει από την Πελοπόννησο. Ωστόσο
αυτή, μετά την κάθοδο των Δωριέων με τους Ηρακλειδείς από την Πελοπόννησο,
συνεργάστηκε με τους Ηρακλειδείς, για να ανταγωνιστεί τη γείτονα Κνωσό, και
έτσι η Λύκτος έγινε το κέντρο του Δωρισμού
στην Κρήτη.
Και ρωτάμε, αν όλα αυτά τα σαθρά
επιχειρήματα που προβάλουν οι αντιρρησίες για τους Δωριείς δεν είναι αντιφατικά
μεταξύ τους, τότε πως αλλιώς θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν;
Τέλος έχοντας εξετάσει, στα περιοριστικά
πλαίσια του παρόντος πονήματος, τις βασικές παραμέτρους που αφορούν τη λεγόμενη
«Κάθοδο των Δωριέων», ήμαστε στη
θέση να παραθέσουμε τα κύρια σημεία, στα οποία εστιάζονται τα επιχειρήματα, τα
οποία αποδεικνύουν ότι η «Κάθοδος»
αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ
τουλάχιστον με τον τρόπο που αναφέρεται. Σκοπός της παράθεσης είναι η απόδοση
επιχειρημάτων αντικρούσεως των οπαδών της τετριμμένης θεωρίας.
1.
Οι
Δωριείς ήταν νομάδες, πρόγονοι ίσως των σημερινών Σαρακατσάνων, οι οποίοι
διαβιούσαν πρώτα ως ποιμένες στις περιοχές της Ηπείρου, της βορείου Θεσσαλίας
και της νοτίου Μακεδονίας.
2.
Γενάρχης
τους ήταν ο Δώρος, γιός του Έλληνα, γιός με τη σειρά του του Δευκαλίωνα. Άρα οι
Δωριείς ήταν φύλο γηγενές.
3.
Κατοικούσαν
σε περιοχές όπου ζούσαν και οι Αχαιοί, με τους οποίους συνυπήρχαν ειρηνικά.
4.
Από
πολύ νωρίς συνδέθηκαν με τον Ηρακλή και τους απογόνους του και ενεπλάκησαν στις
δυναστικές διαμάχες μεταξύ των αχαϊκών δυναστικών οίκων, ως σύμμαχοι των
Ηρακλειδών.
5.
Σε
καμία περίπτωση δεν συνδέονται με την εισαγωγή του σιδήρου στην Ελλάδα, η
κατεργασία του οποίου πραγματοποιείτο ήδη από τα μέσα του 15ου π. Χ.
αιώνα.
6.
Ελάχιστα
συνδέονται με την καταστροφή των μυκηναϊκών κέντρων στην Πελοπόννησο.
7.
Σε
καμία περίπτωση δεν διέθεταν τον πληθυσμιακό όγκο ούτε ήταν γνώστες της
πολεμικής τέχνης, σε βαθμό ώστε να μπορούν να πνίξουν την Πελοπόννησο ή άλλον
ελλαδικό χώρο στο αίμα.
8.
Με
εξαίρεση την μάχη την οποία έδωσαν, ως σύμμαχοι των Ηρακλειδών κατά των
Μυκηναίων και των συμμάχων τους, δεν αναφέρονται συγκρούσεις αυτών με τους
Αχαιούς κατοίκους της Πελοποννήσου.
9.
Δεν
συνδέονται με τους Μεσσηνιακούς πολέμους, οι οποίοι ξεκίνησαν τρεις σχεδόν
αιώνες μετά από την κάθοδο των Ηρακλειδών στη Πελοπόννησο.
10. Δεν συνδέονται, όσο
πιστεύεται, με τους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες.
1 ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ:
Έλλην φιλόσοφος, που γεννήθηκε στα Στάγιρα της Μακεδονίας το 384 π. Χ.
και πέθανε το 322 π. Χ. στην Χαλκίδα. Ο νεκρός του Αριστοτέλη μετακομίσθη από
τη Χαλκίδα στη γενέτειρα αυτού τα Στάγιρα.
2 ΜΙΝΩΙΤΕΣ: Συμβατική ονομασία των κατοίκων της Κρήτης,
των δημιουργών του εκπληκτικού Μινωϊκού
Πολιτισμού (2800-1450 π. Χ.). Η λέξη Μινωίτες, για πρώτη φορά
αναφέρθηκε από τον Έβανς και με αυτή εννοούνται οι κάτοικοι της Κρήτης στην
εποχή του Μίνωα και πιο πριν. Ο Όμηρος και οι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, Παυσανίας,
Στράβων κ.ά. αναφέρουν ότι ήταν από τη μία μεριά οι αυτόχθονες Ετεοκρήτες και
από την άλλη οι επήλυδες Πελασγοί, Δωριείς, Αχαιοί και Κύδωνες της Κρήτης.
3 EVANS (Έβανς Αρθούρος
(1851-1941), Άγγλος αρχαιολόγος, που για 40 ολόκληρα χρόνια ασχολήθηκε με
ανασκαφές στη Κρήτη και ειδικότερα στη Κνωσό. Γενικά χάραξε το δρόμο για την
έρευνα του προελληνικού πολιτισμού.
4 ΠΑΡΙΟ ΧΡΟΝΙΚΟ: «ΑΦ’ ΟΥ ΜΙΝΩΣ [Ο] ΠΡΟΤΕΡΟΣ Ε]ΒΑ[ΣΙΛΕΥΣΕ
ΚΡΉΤΗΣ ΚΑΙ Α[ΠΟΛ]ΛΩΝΙΑΝ ΩΙΚΙΣΕ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟΣ ΗΥΡΕΘΗ ΕΝ ΤΗι ΙΔΗι, ΕΥΡΟΝΤΩΝ ΤΩΝ
ΙΔΑΙΩΝ ΔΑΚΤΥΛΩΝ ΚΕΛΜΙΟΣ Κ[ΑΙ ΔΑΜΝΑΜΕΝΕΩΣ, ΕΤΗ ΧΗ* *, ΒΑΣΙ]ΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ
ΠΑΝΔΙΟΝΟΣ». Μτφρ. (Όταν ο Μίνως ο πρώτος βασίλεψε στην Κρήτη και έκανε
οικισμό στην Απολλωνία, σίδηρος ευρέθη στην Ίδη, βρέθηκε από τους Ιδαίους
Δακτύλους Κέλμιο και Δαμναμενέω, έτος .., όταν ο Πανδίων βασίλευε στην Αθήνα.
Σύμφωνα π.χ. με το Πάριο Χρονικό: Το
έτος 1582 π. Χ. έγινε η κτίση της
Αθήνας, Ο Μίνωας Α’ οικίζει την
Απολλώνια, βρίσκει σίδηρο στην Ίδη Κρήτης
το έτος 1474 π. Χ. Ο Μίνωας Β’ βασίλευε όταν
ήταν βασιλιάς στην Αθήνα ο Αιγέας το έτος 1295 π. Χ. Η Τροία αλώθηκε
το έτος 1209
π. Χ).
«ΑΦ’
ΟΥ ΑΘΗΝΗΣΙ [ΣΠΑΝΙ]Σ ΤΩΝ ΚΑΡΠΩΝ ΕΓΕΝΕΤΟ ΚΑΙ ΜΑΝΤΕΥΟΜΕΝΟ<Ι>Σ [..]
ΑΘΗΝ[ΑΙΟΙΣ ΑΠΟ]ΛΛΩΝ ΕΧΡΗ[ΣΕ ΔΙΚΑ]Σ ΥΠΟΣΧΕ<Ι>Ν […..] Α[Σ] ΑΜ ΜΙΝΩΣ
ΑΞΙΩΣΕΙ, ΕΤΗ ΧΔΔΔΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΑΙΓΕΩΣ». Μτφρ. (Όταν στην Αθήνα
υπήρξε έλλειψη καρπών οι Αθηναίοι συμβουλεύτηκαν το μαντείο και ο Απόλλων
έχρησε να ορίσει ποινή ο Μίνως ότι θεωρεί σωστό, έτος 1031, όταν ο Αιγέας
βασίλευε στην Αθήνα).
«ΑΦ’
ΟΥ ΟΙ [ΕΛΛΗ]ΝΕΣ ΕΙΣ ΤΡΟΙΑΝ Ε[ΣΤ]ΡΑΤΕΥΣ[ΑΝ], ΕΤΗ ΓΗΗΗΗΓΙΙΙΙ, ΒΑΣΙΛΕΥΟΝΤΟΣ
ΑΘΗ[ΝΩΝ ΜΕΝ]ΕΣΘΕΩΣ ΤΡΕΙΣΚΑΙΔΕΚΑΤΟΥ ΕΤΟΥΣ». Μτφρ. (Όταν οι Έλληνες
εκστράτευσαν εναντίον της Τροίας, έτος 954, όταν ο Μενεσθέας βρίσκονταν στο 13ο
έτος της βασιλείας του στην Αθήνα).
Επομένως και σύμφωνα με το Πάριο Χρονικό:
Α) Ο
Μίνωας Β’ ήταν βασιλιάς όταν ήταν
βασιλιάς στην Αθήνα ο Αιγέας και αυτό ήταν το έτος 1031 πριν από το Διόγνητο
(άρα το 1295 π. Χ.)
Β)
Ο Μίνωας Α’ ήταν βασιλιάς όταν ήταν βασιλιάς στην Αθήνα ο
Πανδίονας, το έτος ΧΗ.. πριν από το Διόγνητο.
Στο Πάριο χρονικό δε διακρίνονται τα δυο τελευταία ψηφία της χρονολογίας
του Μίνωα Α, όμως αυτά πρέπει να είναι σε δεκάδες ή εκατοντάδες τα εξής: ΧΗΔΔ ή
ΧΗΗΔ ή ΧΗΗΗ, δηλαδή είτε 1120 είτε 1210 είτε 1300 (διότι έτσι μολογά η αρίθμηση
με γράμματα). Όμως επειδή ο Μίνωας Α’
τοποθετείται μετά από το γεγονός του 1242 και πριν από το γεγονός του 1146 πριν
από το Διόγνητο, άρα ο Μίνωας Α’ ήταν βασιλιάς το 1210 πριν από το Διόγνητο =
το 1474 π. Χ.
5 ΜΙΝΩΑΣ: Ο Μίνωας στην ελληνική μυθολογία ήταν βασιλιάς
της Κρήτης. Το βασίλειο του Μίνωα περιελάμβανε ολόκληρη την Κρήτη, που είχε
εκατό πόλεις, και τις Κυκλάδες, που λέγονταν Μινωίδες. Πρωτεύουσα του μινωικού
βασιλείου ήταν η Κνωσός, που βρίσκεται 6 χλμ έξω από το Ηράκλειο Κρήτης. Εκεί
ήταν τα περίφημα ανάκτορα του Μίνωα, που μέρος τους σώζεται ακόμα σήμερα. Σύμφωνα
με την ελληνική μυθολογία, ο Μίνωας ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Σε αυτόν
αποδίδονταν η δωρική νομοθεσία. Το
ότι ο Μίνωας και οι Κρήτες ήταν Έλληνες φαίνεται και από το ότι:
1.
Ο
Μίνωας αναφέρεται μόνο στην Ελληνική Μυθολογία
2.
Ο
Μίνως και ο Ραδάμανθυς έγιναν κριτές του Άδη των Ελλήνων.
3.
Οι
αρχαίοι Κρήτες αφενός ελάμβαναν μέρος στους Αγώνες των άλλων Ελλήνων και
αφετέρου φέρονται ως ιδρυτές των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με τον Παυσανία
(Ηλιακά) οι πρώτοι που αγωνίστηκαν στην Ολυμπία και αυτοί που ίδρυσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν οι Κρητογένης
Δίας ( ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων) και ο Ιδαίος Ηρακλής (όχι ο συνώνυμος ήρωας), που σύμφωνα με το ίδιο μύθο,
ο Ιδαίος Ηρακλής ήταν εκείνος που έδωσε το όνομα Ολύμπια στους αγώνες
αυτούς. Οι αγώνες αυτοί θεωρούνται έτι είναι η μυθική παράδοση των Ολυμπιακών
αγώνων και χρονολογούνται στα τέλη της 2ης χιλιετίας π. Χ.
Σημειώνεται
επίσης ότι:
1) Κάποιοι λένε
ότι το όνομα Μίνωας ήταν τίτλος, κάτι
που δεν ευσταθεί, γιατί κάποιος αρχαίος συγγραφέας θα έλεγε π.χ. «ο Μίνωας
Ιδομενέας», «ο Μίνωας Δευκαλίων» κ.α.
2) Ο Ιδομενέας στην
Ιλιάδα και Οδύσσεια λέει «ο Δίας γέννησε το Μίνωα, ο Μίνωας τον
Δευκαλίωνα και κείνος εμένα», δηλαδή χωρίς να αναφορά στο όνομα Μίνωας Β’.
Επομένως υπάρχει ερώτημα ως προς το αν υπήρξε ή όχι ο Μίνωας Β’. Το πιο πιθανόν
όμως είναι να υπήρξε και η ζωή και το
έργο του να μπερδεύεται από τους νεότερους συγγραφείς με αυτό του Μίνωα Α’
3) Ο Διόδωρος λέει ότι
ο Μίνωας Β’ είναι αυτός που είναι γνωστός από του μύθους κ.τ.λ., κάτι που ίσως
να έχει δίκιο, αφού: α) Ο Όμηρος και ο Ηρόδοτος
λένε ότι ο Μίνωας (= ο γιος του Δία και νομοθέτης και θαλασσοκράτορας)
έζησε 3 γενιές πριν από τον Τρωικό πόλεμο ( αρχικά ήταν λέει
βασιλιάς της Κρήτης ο Μίνωας, μετά ο Δευκαλίωνας και μετά ο Ιδομενέας που πήρε
μέρος στον Τρωικό πόλεμο β) Ο Ηρόδοτος
(Α 32) λέει ότι ο μέσος όρος ζωής των ανθρώπων είναι 70 χρόνια, άρα ο Μίνωας
πρέπει να έζησε μέχρι το πολύ 3Χ70 = 210 χρόνια πριν από τον Τρωικό πόλεμο και
λογικά περίπου 120, γιατί τα παιδιά γεννιούνται κάθε 18 – 42 χρόνια, γ) το Πάριο Μάρμαρο λέει για
το Μίνωα Β’ ότι περίπου και οι μύθοι,
δηλαδή ότι ήταν σύγκαιρος του Αιγέα, ότι επί εποχής του παρατηρήθηκε έλλειψη
καρπών στην Αττική κτλ., πρβλ: «Όταν στην Αθήνα υπήρξε έλλειψη καρπών οι
Αθηναίοι συμβουλεύτηκαν το μαντείο και ο Απόλλων έχρησε να ορίσει ποινή ο Μίνως
ότι θεωρεί σωστό, έτος 1031, όταν ο Αιγέας βασίλευε στην Αθήνα.»
Ο Μίνωας εκστράτευσε
εναντίον του Αιγέα, επειδή οι πολιτικοί αντίπαλοι του Αιγέα δολοφόνησαν τον
Ανδρόγεω, γιο του Μίνωα, στα Παναθήναια για πολιτικούς λόγους (προκειμένου να
κάνουν το ισχυρό τότε Μίνωα να στραφεί εναντίον του Αιγέα και έτσι αυτοί να
έρθουν στα πράγματα).
Ακολούθησε έλλειψη καρπών στην Αττική λόγω της
πολιορκίας του Μίνωα (την οποία οι θεοσεβούμενοι-θεοφοβούμενοι Αθηναίοι
απέδωσαν στην αδικία που είχε γίνει στο Μίνωα) και γα να λύσει την πολιορκία ο
Μίνωας απαίτησε και του παρέδωσαν οι Αθηναίοι κάποιους νέους και νέες προκειμένου να κάνουν καταναγκαστικά έργα
στην Κρήτη (η αιτία που βγήκε ο μύθος του Μινώταυρου).
6 ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ: Ο Ραδάμανθυς
στην ελληνική μυθολογία ήταν ήρωας της Κρήτης, ένας από τους γιούς του Δία και
της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Κατά τον Έφορο (Στραβ. 476)
υπήρξε Ραδάμανθυς προγενέστερος του ομώνυμου αδελφού του Μίνωα «ΔΙΚΑΙΟΤΑΤΟΣ
ΑΝΗΡ, ΟΣ ΔΟΚΕΙ ΤΗΝ ΝΗΣΟΝ (ΚΡΗΤΗ) ΕΞΗΜΕΡΩΣΑΙ ΝΟΜΙΜΟΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΙΣ ΠΟΛΕΩΝ
ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΙΣ».Τον
Ραδάμανθυ σαν πρώτο συστηματικό νομοθέτη, κατά τον Αριστοτέλη, μιμήθηκε ο
Μίνωας. Ο Ραδάμανθυς εξορίστηκε από τον αδελφό του Μίνωα και ίδρυσε αποικία
κοντά σε νησιά, όπου βασίλεψε και εγκατέστησε ηγεμόνες. Έτσι έγινε ο αρχηγός
των πολλών κατόπιν κρητικών αποικιών στα παράλια των ελληνικών χωρών. Αυτός δε
αποκαταστάθηκε στην Βοιωτία, όπου νυμφεύθηκε στην Θήβα την χήρα του Αμφιτρύωνα
Αλκμήνη και έγινε διδάσκαλος του υιού της Ηρακλή. Όταν πέθανε μεταφέρθηκε από
τον Δία στα Ηλύσια πεδία, φυλάγοντάς τα. Ως εκ τούτου νεώτεροι μύθοι αναφέρουν
αυτόν, βασιλιά στα νησιά των Μακάρων, όπου λέγεται πως τελέσθηκε ο γάμος του,
και δικαστή στον Άδη με τους αδελφούς του Μίνωα και Αιακό. Οι μύθοι, οι ποιητές
και οι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο Ραδάμανθυς υπήρξε από όλους τους ανθρώπους ο
πιο δίκαιος. Από όσα γενικά παραδίδονται γι’ αυτόν, εξάγεται ότι θεωρούνταν το
ιδανικό της απόδοσης της δικαιοσύνης.
7 ΑΙΑΚΟΣ: Ο Αιακός Όπως και τόσοι άλλοι θεοί και ήρωες
(Απόλλων, Διόνυσος, Ηρακλής, Διόσκουροι κ.λπ.) ο Αιακός ήταν καρπός ων ερώτων
του Δία με θνητή γυναίκα, είναι υιός του Δία και της Αιγίνης (κατά άλλης
παράδοση της Ευρώπης) μιας από τις 20 θυγατέρες του ποταμού Ασωπού, ο οποίος
ρέει δίπλα στην Φλία της Αργολίδας. Η Αιγίνη αρπάχθηκε από τον Δία που είχε
μεταμορφωθεί σε αετό, και δια μέσω του αιθέρα μεταφέρθηκε στο νησί Οινώνη, όπου
από αυτήν μετονομάσθηκε Αίγινα, ο δε πατέρας της, αν και έμαθε στην Κόρινθο από
τον Σίσυφο ότι ο άρπαγας είναι ο Ζευς, επέμεινε στην καταδίωξή του και
κεραυνώθηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει στα ρείθρα του (στις κοίτες του) και από τότε έφερε, κατά την παράδοση, σε
αυτά άνθρακες (Απολ. 111, 12, 6). Η σοφία του ήρωα και η δικαιοσύνη του είχαν
καταστεί πολυθρύλητοι, δια αυτό και όταν κατέβηκε στον Άδη, τιμήθηκε για την
δικαιοσύνη πολύ από τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, γενόμενος ως ένας από τους
τρεις κριτές των ψυχών των πεθαμένων και κλειδούχος του Άδη. Επί ενός αμφορέα
που βρίσκεται στο Μουσείο Μονάχου, εικονίζονται και οι τρεις του Άδη κριτές,
Μίνως, Αιακός και Ραδάμανθυς. Άλλη απεικόνιση του Αιακού σώζεται επί έτερου
αγγείου, όπου δίπλα στο κεφάλι του ήρωα αναγράφεται και το όνομά του.
Η σχέση της ρίζας της λέξης Αιακός με την λέξη
Αία (γη), όπως και της λέξης Ενδηίς, υποδεικνύει πως ο Αιακός ήταν χθόνια
θεότητα, δηλαδή ήρωας με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως.
[Βλ. Απολ. ΙΙΙ, ΧΙΙΙ, 6 - 7. Στρ. 8, 6, 16,
και 9, 5, 9. Οβιδ. Μεταμ. 7, 622. Πλουτ. Θησ. Μυθολ. Descharmes. Αδαμ. 44, 418,
486, 488 και 586].
8 ΛΥΚΟΥΡΓΟΣ: ο
ξακουστός νομοθέτης της Σπάρτης. Σύμφωνα με την παράδοση, έζησε γύρω στα 800 π.
Χ. Τη ζωή
και το νομοθετικό έργο του περίφημου αρχαίου Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργου,
την καλύπτει η ομίχλη των μύθων και των θρύλων της αρχαιότητας και μερικοί
ιστορικοί των νεότερων χρόνων υποστήριξαν ότι αυτός δεν ήταν ιστορικό πρόσωπο
αλλά συμβολική μορφή.
9 ΧΑΡΙΛΛΟΣ ή ΧΑΡΙΛΑΟΣ: Ο Χαρίλος ήταν ο 7ος
βασιλιάς στη Σπάρτη, γιός του Πολυδέκτη και ανεψιός του Λυκούργου. Όταν πέθανε
ο πατέρας του ο Χαρίλαος δεν είχε γεννηθεί ακόμα κι η μητέρα του ζήτησε από τον
θείο του Λυκούργο όταν γεννηθεί να τον σκοτώσει και να την παντρευτεί . Ο
Λυκούργος της είπε ότι δέχεται αλλά όταν γεννήθηκε ο Χαρίλαος τον πήρε και το
πήγε στην αγορά και τον ανακήρυξε βασιλιά με το όνομα Χαρίλαος (Χαρά του λαού)
. Ο Λυκούργος πριν φύγει από την Σπάρτη έγραψε τους γνωστούς του νόμους τους
οποίους ο Χαρίλαος ήταν ο πρώτος που τους εφάρμοσε.
10 ΤΕΚΤΑΜΟΣ: «Ο Τέκταμος του Δώρου, του γιου του Έλληνα που ήταν
γιος του Δευκαλίωνα, κατέπλευσε στην Κρήτη μαζί με Δωριείς, Αχαιούς και Πελασγούς κι έγινε βασιλιάς του νησιού,
παντρεύτηκε την κόρη του Κρηθέα κι απόκτησε τον Αστέριο..». (Διόδωρος, βίβλος 4, 60)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.