Του "Γ" {Επιλογή και σύνδεση κειμένων, εικόνων και βίντεο}
Γεννήθηκε στη Λευκάδα, όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια....
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Ο Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Ο Ποιητής από το γένος των Αητών, είχε γράψει η "Ελευθεροτυπία". Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Ο Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Ο Ποιητής από το γένος των Αητών, είχε γράψει η "Ελευθεροτυπία". Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.
ΟΜΠΡΟΣ ΒΟΗΘΑΤΕ.....
"Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
/ ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο! [...] Ομπρός
παιδιά, και δε βολεί μοναχός του ν' ανέβει ο ήλιος, / σπρώχτε με στήθος και με
γόνα, να τον βγάλουμε απ' το γαίμα [...] Ομπρός, οι δημιουργοί... Την αχθοφόρα
ορμή Σας / στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!"
Ο Α. Σικελιανός έδρασε μέσα από το ΕΑΜ Διανοουμένων-Καλλιτεχνών
και για αυτή τη δράση του στη συνέχεια υπονομεύτηκε τρεις φορές στην
υποψηφιότητά του για το βραβείο Νόμπελ. Διατέλεσε επίτιμος πρόεδρος της
Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
ΝΙΚΟΣ
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΓΓΕΛΟΣ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός
μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων
Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός
μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε διέγειρε την παγκόσμια
κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός
διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία
εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το
1943.......
...............................................................................................
"Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες
βροντερές, / δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα... / Βογγήστε, τύμπανα
πολέμου... Οι φοβερές / σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα! / Σ' αυτό το φέρετρο
ακουμπά η Ελλάδα!".
Και τελειώνει:
"Ηχήστε οι σάλπιγγες... Καμπάνες βροντερές, / δονήστε
σύγκορμη τη χώρα πέρα ώς πέρα... / Βόγγα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές / της
Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!".
Όρθιος απαγγέλει ο Άγγελος Σικελιανός,
δεξιά καθήμενος στην πέτρα ο άλλος μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς, ο
Μητροπολίτης τότε Κερκύρας Αθηναγόρας και αμέσως μετά ο Μάρκος Τσαρλαμπάς (Ο
Μάρκος Σ. Τσαρλαμπάς - Λευκάδα 1894-1964- υπήρξε Έλληνας δικηγόρος και
πολιτικός που υπηρέτησε ως βουλευτής
Λευκάδας και βουλευτής
Πρέβεζας. Κατήλθε για πρώτη φορά στην πολιτική το 1920 και ήταν στενός
συνεργάτης του Αλέξανδρου Παπαναστασίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου. )
Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον
Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος
πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών (Δελφική Ιδέα).
Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την
οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει
μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις "Δελφικές Εορτές" στους
Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930)
του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο.
Σύγχρονοι
Δελφικοί Αγώνες
Διοργανωθήκαν
το 1927 και 1930 από τον ο Άγγελο Σικελιανό και τη σύζυγό του Εύα Πάλμερ στους
Δελφούς. Οι γιορτές αυτές ήταν αποτέλεσμα του μεγαλόπνοου οραματισμού του
ποιητή για τη Δελφική Ιδέα και απέβλεπαν στο να ξαναγίνουν οι Δελφοί ¨ομφαλός
της γης¨ όπου το πνεύμα του αρχαίου ελληνισμού μέσα από την αναβίωσή του θα
μπορούσε να αποτελέσει τη βάση της ενότητας του παγκόσμιου πνεύματος, που θα
οδηγούσε την ανθρωπότητα σε ψυχική και πνευματική λύτρωση. Οι πρώτες Δελφικές
εορτές το 1927 διήρκησαν δύο ημέρες κα περιλάμβαναν παράσταση του Προμηθέα
Δεσμώτη του Αισχύλου, γυμνικούς αγώνες, λαϊκούς χορούς και έκθεση λαϊκής
τέχνης. Τις ενδυμασίες τις είχε υφάνει η ίδια Εύα Πάλμερ-Σικελιανού πάνω σε
πρότυπα λαϊκής τέχνης. Παρά την επιτυχία το ζεύγος Σικελιανού καταστράφηκε
οικονομικά και το 1933 η Εύα έκανε πολλές προσπάθειες για να πετύχει οικονομική
ενίσχυση από το κράτος για την συνέχιση των εορτών αλλά δεν τα κατάφερε.
....Η "Δελφική Ιδέα" εκτός από τις αρχαίες
παραστάσεις περιελάμβανε και τη "Δελφική Ένωση", μία παγκόσμια ένωση
για τη συναδέλφωση των λαών και το "Δελφικό Πανεπιστήμιο", στόχος του
οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των
λαών.......
Κι εἶπα:
Τὸ
ξέρω, ναὶ ποὺ κι οἱ Θεοί Σου,
οἱ
Ὀλύμπιοι χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατὶ
τοὺς θάψαμε βαθειὰ
βαθειά, νὰ μὴν τοὺς βροῦν οἱ ξένοι.
Καὶ
τὸ θεμέλιο διπλὸ
στέριωσε κι᾿ ἐτριπλοστεριωσε
ὅλο μ᾿ ὅσα οἱ ὀχτροί μας κόκαλα σωριάσανε ἀποπάνω...
κι᾿
ἀκόμα ξέρω πὼς γιὰ τὶς σπονδὲς καὶ τὸ τάμα
τοῦ
νέου Ναοῦ π᾿ ὀνειρευτήκαμε γιὰ
Σένα, Ἑλλάδα,
μέρες
καὶ νύχτες τόσα ἀδέλφια
σφάχτηκαν ἀνάμεσά τους,
ὅσα δὲ σφάχτηκαν ἀρνιὰ ποτὲ γιὰ Πάσχα...
......Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών
του απένειμε αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών
αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι
Δελφικές Γιορτές, αλλά και αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό
του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και
επέστρεψε μόνο μετά τον θάνατο του ποιητή.......
Στην Άνω Αγόριανη Παρνασσού μαθαίνει τα
νέα για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κλείνεται στο δωμάτιό του και κλαίει,
γράφει ο Μπούρλος (ηθοποιός που υποδύθηκε στις Δελφικές Γιορτές τον Προμηθέα
Δεσμώτη). Συνθέτει το παραπάνω ποιήμα του, τον" Όρκο των Κοινοτήτων στη
Μάνα Ελλάδα".
Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον
τίτλο Λυρικός Βίος (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δε
θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.
Το 1965 άρχισε η έκδοση των "Απάντων" του με
επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο
ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός
του Λυρικού Βίου
Εχει γράψει
πολλα πεζά κείμενα
και τραγωδίες.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΝΗ ΤΟΥ ΑΓΓΕΛΟΥ
ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ.
Τέλος θα προσθέσουμε
ένα απόσπασμα αφηγήματος από
το βιβλίο - αυτοβιογραφία του συγχωριανού
μας Κ.Ι.Κούσουλα που αναφέρεται σε επίσκεψη και
διαμονή στην Πολύδροσο του μεγάλου
μας ποιητή , που μας έστειλε
ο τέως Πρόεδρος
του Λαογραφικού Συλλόγου
Πολυδρόσου Αλέξανδρος Βαλάσκας.
…………………………………………………………………………………..
Χτίστηκε το σπίτι εκεί
στην πλατεία, μεγάλο, κάτω καφενείο και μαγαζί, καλές δουλειές, μονέδα έκοβε,
έλεγε ο πατέ¬ρας. Ως το 1932 , Θυμάμαι αυτό το χρόνο ξεχωριστά. Αυτό το
καλοκαίρι στο μαγαζί μας, που ήταν το καλύτερο του χωριού, φιλοξενήθηκαν ο
Άγγελος Σικελιανός με την Εύα . Είχαν φτάσει με το τραίνο από την Αθήνα στο
σιδηροδρομικό μας σταθμό . Ήταν μεσημέρι όταν ήπιαν τον καφέ τους κι’ήρθαν στο
μεταξύ απ’την Απάνω Αγόριανη οι αγωγιάτες με τα ζώα για να τους πάνε ,
περνώντας πάνω από τον Παρνασσό , στους Δελφούς . Ήταν τότε με τις Δελφικές
γιορτές . Ήμουνα κιόλας εγώ έντεκα χρονών. Τα άλλα αδέλφια μου, ο Στάθης οχτώ,
ο Λουκάς πέντε, η Μήτσα δύο χρονών.
Ένα απο τα κορυφαία
του έργα είναι το
συγκλονιστικό πνευματικό εμβατήριο
που μελοποίησε ο
Μίκης Θεοδωράκης.
Ο Σικελιανός με κατοίκους στην πλατεία του χωριού Αράχωβα (Συλλογή Λ. Παναγάκου).
Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών,
ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ. Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε
στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.
"Γ"
Σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
«Ομπρός, οι δημιουργοί… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογώνι της καινούργιας Λευτεριάς Σου Ελλάδα,
μου αναλαμπάδιασε άξαφνα η ψυχή, σα να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου
όπου χρόνια,
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους λογισμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το Ναό·
γιγάντιες σκέψες
σα νέφη πύρινα ή νησιά πορφυρωμένα
σε μυθικόν ηλιοβασίλεμα
άναβαν στο νου μου,
τι όλη μου καίγονταν μονομιά η ζωή
στην έγνια της καινούργιας Λευτεριάς σου Ελλάδα!
Γι’ αυτό δεν είπα:
Τούτο είναι το φως της νεκρικής πυράς μου.
Δαυλός της Ιστορίας Σου, έκραξα, είμαι,
και να, ας καεί σα δάδα το έρμο μου κουφάρι,
καταβολάδα του Εμπυραίου,
με την δάδα τούτην,
ορθός πορεύοντας ως με την ύστερη ώρα,
όλες να φέξουν τέλος, τις γωνιές της Οικουμένης
ν’ ανοίξω δρόμο στην ψυχή, στο πνέμμα, στο κορμί Σου, Ελλάδα!
Είπα κι εβάδισα
κρατώντας τ’ αναμμένο μου συκώτι
στο Καύκασό Σου
και το κάθε πάτημά μου
ήταν το πρώτο, κι ήταν, θάρρευα, το τελευταίο
τι το γυμνό μου πόδι επάτει μέσα στα αίματά Σου
τι το γυμνό μου πόδι εσκόνταβε στα πτώματά Σου
γιατί το σώμα, η όψη μου, όλο μου το πνέμμα
καθρεφτιζόταν σα σε λίμνη, μέσα στα αίματά Σου.
Εκεί, σε τέτοιον άλικο καθρέφτη, Ελλάδα,
καθρέφτη απύθμενο, καθρέφτη της αβύσσου
της Λευτεριάς Σου και της δίψας Σου, είδα τον εαυτό μου
βαρύ από κοκκινόχωμα πηλό πλασμένο,
καινούργιο Αδάμ της πιο καινούριας πλάσης
όπου να πλάσουμε για Σένα μέλλει, Ελλάδα!
Κ’ είπα:
Το ξέρω, ναι, το ξέρω, που κ’ οι θεοί Σου
οι Ολύμπιοι, χθόνιο τώρα γίνανε θεμέλιο,
γιατί τους θάψαμε βαθιά-βαθιά να μην τους βρουν οι ξένοι.
Και το θεμέλιο διπλοστέριωσε, κι ετριπλοστέριωσε όλο,
μ’ όσα οι οχτροί μας κόκαλα σωριάσανε από πάνω.
Κι ακόμη ξέρω, πως για τις σπονδές και το τάμα
του νέου Ναού π’ ονειρευτήκαμε για Σένα Ελλάδα,
μέρες και νύχτες, τόσα αδέλφια σφάχτηκαν ανάμεσό τους
όσα δε σφάχτηκαν αρνιά ποτέ για Πάσχα!
Μοίρα· κ’ η μοίρα Σου ως τα τρίσβαθα δική μου!
Κι απ’ την Αγάπη, απ’ τη μεγάλη δημιουργόν Αγάπη,
να που η ψυχή μου εσκλήρυνεν, εσκλήρυνε και μπαίνει
ακέρια πια μέσα στη λάσπη και μες στο αίμα Σου να πλάσει
τη νέα καρδιά που χρειάζεται στο νιο Σου αγώνα Ελλάδα!
Τη νέα καρδιά που κιόλας έκλεισα μέσα στα στήθη,
και κράζω σήμερα μ’ αυτή προς τους Συντρόφους όλους:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα,
ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Tι ιδέτε, εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι ά, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος,
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός κ’ η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!»
«Ομπρός, οι δημιουργοί… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με και μένανε αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα!
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση
δικέφαλος αητός κι απάνω μου τινάζει
τις φτέρουγές του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στη ψυχή μου
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός συντρόφοι
βοηθάτε να σηκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι.
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου!
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια,
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη.
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο της ζωής να γένει,
και η Άμπελό μας ν’ απλωθεί ως τα πέρατα της Οικουμένης.
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος.
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα,
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμμα!»
Έτσι σαν έριξα και το στερνό δαυλί στο φωτογώνι
(δαυλί της ζωής μου της κλεισμένης μες στο χρόνο)
στο φωτογόνι της καινούριας λευτεριάς Σου, Ελλάδα,
αναψυχώθηκε άξαφνα τρανή η κραυγή μου, ως να ’ταν
όλο χαλκός το διάστημα, ή ως να ’χα
τ’ άγιο κελί του Ηράκλειτου τριγύρα μου, όπου, χρόνια
για την Αιωνιότη εχάλκευε τους στοχασμούς του
και τους κρεμνούσε ως άρματα
στης Έφεσος το ναό, ως σας έκραζα, συντρόφοι!
"Τη Δευτέρα τ’ απόγεμα 17 Ιουνίου 1940, ημέρα του Αγίου Πνεύματος, φορέσαμε τα νυφικά μας και πήραμε το δρόμο που ’χει “σημάδι του ιερό την Ελευσίνα”.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπήκαμε στον αρχαιολογικό χώρο, λίγο πριν πέσει η νύχτα, κι όχι δεν ήταν όνειρο η “θεία ετούτη μέρα”.Διαβήκαμε το δρομάκι ανάμεσα “σ’ ορατά κι αόρατα”, και φτάσαμε στο εκκλησάκι της Παναγίτσας που βρίσκεται πάνω στο λόφο. Ο παπάς έδειξε έναν μικρό βωμό, ακριβώς έξω από το εκκλησάκι κι είπε στον Άγγελο πως αυτή ήταν η “Αγέλαστη Πέτρα”, όπου κάθισε η Δήμητρα να συλλογιστεί την κόρη της.
Άλλο δεν ήθελε ν’ ακούσει ο Άγγελος, να γεφυρώσει τη ζωή μας με τ’ αόρατα, κι ο γάμος μας δεν έγινε στο εκκλησάκι μέσα, παρά στο βωμό της Δήμητρας. Είχε νυχτώσει πια και μόνο το φεγγάρι μεσούρανα κι οι λαμπάδες που τις κρατούσαμε μόνοι μας, με τρεμάμενη τη φλόγα τους και την καρδιά μας, φωτίζανε το μυστήριο. Και μπροστά στο θάνατο μπορώ να το πω: Δεν έγινε ποτέ ωραιότερος γάμος!»
Άννα Σικελιανού, για το γάμο της με τον Άγγελο Σικελιανό, στον Αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας,στον πρόλογο του βιβλίου με τίτλο «Γράμματα στην Άννα»