"...Την τετάρτη γεμίζανε
τα στρώματα και τα προσκέφαλα με
χορτάρ' απ' την Αλεγούσα και
φλούδια , το βαμπάκι το πουλάγανε να πάρνε κάνα φράγκο για την
προίκα".
"Γ"
Οι Σουβαλιώτισσες θυμούνται, η Βασιλική Χριστοπούλου-
Μερτζάνη τις καταγράφει στο συλεκτικό βιβλίο της "Μια Σουβαλιώτισσα
θυμάται", ο Λαογραφικός Σύλλογος Πολυδρόσου χρησιμοποιεί αποσπάσματα από
αυτές τις αφηγήσεις στο ημερολόγιό του του 2009 και εμείς κάθε μήνα σας
τα παρουσιάζουμε όλα
"φροντισμένα" με φωτογραφίες
και στίχους. Αυτό το μήνα η
Μητρού Ευστ Ανάγνου αφηγείται...." Προξενιά(και γάμος)".
ρόκες με μάλλινο, άλλες με
πάνινο, οι πιο νέες κεντάγανε
την προίκα τους
και συζητάγανε πολλά
, όχι κουτσομπολιά.
Λέγανε εκείνος είναι
άρρωστος, εκείνος έχει
ανάγκη να τον
βοηθήσουμε. Προπαντός οι ηλικιωμένες
και οι μεσόκοπες
συζητάγανε τα συμπεθεριά. Λέγανε αυτός ταιριάζει να
πάρει την τάδε ,
πως θα
γίνει? Θα πάω να
του το πω εγώ έλεγε
μία. Ναι , αλλά πρέπει
να κουβεντιάσουμε και
για την προίκα. Ήταν
το πρώτο που
ξεκίναγε. Άν θέλανε
οι γονείς, την κοπέλα ποιός
τη ρώταγε. Κάμποσες φορές
ούτε τ' αγόρι δεν ρωτάγανε. 'Επρεπε να πάνε
στον πατέρα της, αυτός
ήτανε ο κηδεμόνας
και ο προστάτης μέσα στο σπίτι.
Λέγανε , το τάδε κορίτσι σ' αρέσει να το κάνεις
νύφη? Μ' αρέσει , αλλά να
δούμε τι προκοπή έκανε
η μάνα της, αν
είναι καλή μάνα θα
είναι καλό και
το κορίτσι, κι αν είναι από σόι
, από νοικοκυρόσπιτο. Το κυριότερο
το θέμα ήταν η
προίκα. Τι χωράφια δίνει? Ήταν
καμιά δεκαριά που
ήταν νοικοκυροπούλες και είχανε
χωράφια στη Λιαγκουρίτσα και στο Πριότικο, ήταν τα καλύτερα
χωράφια και σηκώνανε
λεφτά. Έχει χωράφια-μανάδες λέγανε
αυτή, πόσα όμως δίνει?
Συζητάγανε, θα δώσει
εκείνο το χωράφι, το άλλο και
κανένα μετρητό για
τα έξοδα του
γάμου, γιατί τότε ακόμα
είχανε αξία τα
λεφτά. Ύστερα χαλάσανε, με τον
πόλεμο. Κάποιος είχε τάξει
καμιά τριανταριά χιλιάδες
και του είπε
ο συμπέθερος, τι να τα
κάμω τώρα , είναι
άχρηστα κι αυτός ο φουκαράς
τα μάζευε...
" .....Η νύφη
ανέβγαλτη όπως ήταν
τότε , δεν ήξερε σχεδόν ποιός
ήταν ο γαμπρός για
να τον χαιρετήσει."
Που θα σμίξουμε
για την κουβέντα? Σε άλλο σπίτι
βέβαια. Άν είχανε ελπίδα
να το τελειώσουν, κάνανε στο
σπίτι του κοριτσιού ετοιμασία , πλένανε
τα ποτήρια, ανάβανε τις
λάμπες με πετρέλαιο στη σάλα , στο
καλό δωμάτιο. Η
γειτονιά έλεγε , έχουνε φώς απόψε στη
σάλα , θα έχουνε κανένα
προξενειό.
Αλλά ερχότανε σε μερικά
συνοικέσια και τα
χαλάγανε για ένα
στρέμμα χωράφι. Άν συμφωνάγανε
σε όλα και
το κορίτσι καλό, φέρε απαν' , φέρε κατ', τα χαλάγανε. Για
την κουβέντα πααίνανε
ο πατέρας της νύφης, του
γαμπρού και άλλοι συγγενείς
κοντινοί.
Άλλος σήκωνε το
ποτήρι κι έλεγε, άντε να τελειώσουμε, άλλος τσακωνότανε απάν στο
έτοιμο! Γενέτανε παζάρι .
Όποια είχε προίκα
προτιμιότανε, εκτός αν βάραγε
το ποδάρι ο
γαμπρός κι έλεγε, εγώ θα την
πάρω! Αλλά σπάνια χωρίς
προίκα.
Μια φορά συζητάγανε
κάνα χρόνο και δεν
τα βρίσκανε. Είπανε ν' αλλάξουν σπίτι μπάς και τα βρούνε, τους
συμπιβάζαν άλλοι συγγενείς.
Όχι θα
μας αλλάξετε τούτο
το χωράφι, όχι το άλλο , για ένα στρέμμα διαφορά
πάλι χάλαγε και στ' άλλο
σπίτι. Πείσμωσε ο πατέρας
της νύφης κι όπως
τότε φοράγαν την
πατατούκα με ένα μανίκι, τον τράβηξε η
προξενήτρα να μην φύγει, αυτός
άφησε την πατατούκα και
έφυγε και χάλασε
οριστικά το συνοικέσιο.
Μείνανε τα ποτήρια
πλυμένα , οι λάμπες σβήσανε,
η γειτονιά που
παρακολούθαγε κατάλαβε. Άμα τα
τελειώνανε πααίνανε στο
σπίτι της νύφης. Η
νύφη ανέβγαλτη όπως
ήταν τότε , δεν ήξερε σχεδόν
ποιός ήταν ο
γαμπρός για να τον
χαιρετήσει. Και της λέγανε
αυτός είναι. Χωρίς να
ματάχουνε ανταμώσει. Άν ήταν καμιά
κοινωνικιά, τάξερε τα παιδιά, άμα
ήταν καμιά μοναχά
στον αργαλειό, στη δουλειά , στο σπίτι, δεν ήξερε
ποιόν έπαιρνε.
Τελείωνε το
συνοικέσιο και την
άλλη βραδιά πάαινε
ο γαμπρός και
κρέμαγε την πατατούκα
του. Η νύφη ντρεπότανε , δεν το
ήξερε , την πααίνανε
σκουντώντας στο δωμάτιο, ήταν
στρωμένο κάτω , δεν είχανε
κρεβάτια, κλείνανε την πόρτα
και φεύγανε οι
γονείς. Αυτός είναι ο άνδρας
σου, θες δε θες, μ' αυτόν θα
ζήσεις.
Τουφεκάγανε κιόλας
στα τελειώματα, ρωτάγανε οι χωριανοί άμα ακούγανε
ντουφεκιές, που τελείωσε απόψε. Άλλοι λέγανε να
ζήσουν , άλλοι ρωτάγανε τι προίκα
πήρε. Το πρώτο ήταν αυτό.
Πηγαίνανε ύστερα
στο Δαδί να ψωνίσουνε
τα δαχτυλίδια., κόπτσες για
τα συγκούνια, κρεμαστές καρφίτσες
, μενταγιόν. Απο ψηλά για το
Δαδί με τα ποδάρια
ο γαμπρός, η νύφη , ο
γαμπρός, τα συμπεθέρια. "Τ
άρματα της νύφης" τα λέγανε.
Εκεί γενότανε
και το προικοσύμφωνο,
γενότανε και καμιά
φασαρία, αλλά σπάνια τα
χαλάγανε.
Τοιμαζόντουσαν
για το γάμο
ύστερα. Θέλα πάει η
πεθερά να μετρήσει
τα προικιά, οι πεθερές είχανε
απαιτήσεις τότε, τον πρώτο λόγο στην
προίκα είχε ο πεθερός, στα προικιά η
πεθερά.
'Ενας σπούδαξε ,
αλλά ο
πατέρας τούκανε προξενιά και
ήθελε να καθήσει
να συζητήσει, κράταγε από τους
παλιούς, το πήρε βαριά
ο πατέρας , άμα ο γιός του θύμισε
ότι αλλάξαν οι καιροί. Τι να
κάμει συμορφώθηκε. Άμα τα
τελειώνανε τραγδάγανε.....
Ένα τραγούδι
θενά πω απάνω
στο κεράσι
τ'
αντρόγυνο που γίνηκε
να ζήσει να
γεράσει
να γίνει
χρόνους εκατό και να
τους διαπεράσει
να κάμει γιούς
αρματωλούς και γιούς καπεταναίους.
Στίχοι από το
Πανελλήνιο τραγούδι του γάμου.Από τό CD Ο παραδοσιακός γάμος τών Ελλήνων,του
Ομίλου Ερευνών Πηλίου-Αγριά Βόλου.Τραγουδά: Η παραδοσιακή χορωδία γυναικών του
Ομίλου.
Ωραία που 'ναι η νύφη μας ,ωραία τα προικιά της
ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.
Νύφη μου να τα χαίρεσαι τα δέκα δακτυλά σου
που κόψανε και ράψανε τα ωραία τα προικιά σου.
Ενα τραγούδι θα σας πώ, απάνω στο λεμόνι
να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός κι οι συμπεθέροι όλοι.
Ενα τραγούδι θα σας πω , απάνω στη δεκάρα
να ζήσει η νύφη και ο γαμπρός,κουμπάρος και κουμπάρα
Ενα τραγούδι θα σας πω, απάνω στο ρεβύθι
χαρά στα μάτια του γαμπρού που διάλεξαν τη νύφη.
Ενα τραγούδι θα σας πω , απάνω στο κεράσι
τ' αντρόγυνο που έγινε να ζήσει , να γεράσει.
Μάνα μ' στο περιβόλι
μας και στη
κληματαριά μας
εκεί καθόμουν κι
έπλεκα κι έραβα τα
προικιά μου.
πέρασε ένας αιτός , ένας
καλός λεβέντης.
ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΕ
ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ
"ΔΗΜΗΤΡΩ"
{εκπομπή "Ρίζες Ελλήνων" στην
δημοτική ραδιοφωνία Πρέβεζας . Τραγούδι -Διαλεχτή. Κλαρίνο-Λαμπάκης Δημήτρης}
Μάνα μ' στο περιβόλι μας και στην κληματαριά μας
εκεί καθόμουν κι έπλεκα και κένταγα μαντήλι.
'Πο κει περάσαν τρεις αετοί και τρεις καλολεβέντες.
Ένας με μήλο με βαρεί κι άλλος με πορτοκάλι,
κι ο τρίτος ο καλύτερος με ρίχνει δαχτυλίδι.
Μάνα μ' το μήλο το' φαγα, το πορτοκάλι τό' χω,
το δαχτυλίδι το φορώ, νά' ναι η αρρεβώνα."
-Πέτα το κόρη μ', πέτα το,
είσαι μικρή ακόμα.
Η ετοιμασία για το γάμο άρχιζε τη Δευτέρα. Μαζευόντουσαν και
πλένανε , σιδερώνανε τα προικιά. Την
τετάρτη γεμίζανε τα στρώματα και τα
προσκέφαλα με χορτάρ' απ' την Αλεγούσα και φλούδια , το βαμπάκι το πουλάγανε να πάρνε
κάνα φράγκο για την προίκα.
Την Παρασκευή πιάνανε τα
προικιά, περιμένανε την πεθερά και αρχίζανε το οίκιασμα. Μαζευόντουσαν
όλα τα κορίτσια του χωριού , χορεύανε , τραγδάγανε.
ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Τότε τα παίρνανε την Κυριακή μαζί με το γάμο. Μπροστά τα
παιδαρέλια με τα δώρα, τα ταψιά, τα κανάτια, τα μαξιλάρια στο κεφάλι τους. Οι
πιό άξιες θέλα έχουν 6 στρώματα, 5 γινομένες,καραμελωτές, στρούμπες, σακιά,
τράστα.
Εκεί που τα φορτώνανε πηγαίνανε οι γυναίκες και
μετράγανε, τόσα σεντόνια, τόσα
τόνε , τόσα τ' άλλο , για να ξέρουν! Την
Κυριακή γενότανε ο γάμος στο σπίτι της νύφης, ξεκινάγανε τα συμπεθέρια με τα
τραγούδια του γάμου.....
ΦΩΤΟ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ
Μια Παρασκευή πρωί κι ένα Σαββάτο βράδυ
η μαναμ' μ' έδιωχνε κι ο πατέρας μου μου λέει φεύγα,
φεύγω κλαίγοντας, φεύγω μοιρολογώντας.
ΚΑΙ ΤΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ"ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ" ΑΠΟ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ ΠΡΕΒΕΖΑΣ. ΣΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Η ΠΑΓΩΝΑ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ.
Και όταν έφτανε στο
σπίτι του γαμπρού.......
Εδώ φωλιά να φκιάξεις και πουλιά να ξεπετάξεις
και άλλα.
Γλέντι γινότανε και στης νύφης και στου γαμπρού το σπίτι, ύστερα πααίνανε
στην πλατεία να χορέψουνε όλοι αντάμα. Καμιά φορά τσακωνόντουσαν ποιός θα
χορέψει μπροστά, ποιός έχει
σειρά.
Και ζήσανε αυτοί καλά
κι εμείς καλύτερα.
"Γ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.