Μια συνέντευξη - ποταμός του Μίκη Θεοδωράκη, με αλήθειες που δημοσιεύονται για πρώτη φορά.
Είναι πολύ δύσκολο να συζητήσεις μ’ έναν άνθρωπο του οποίου το όνομα είναι ταυτισμένο με την ιστορία και τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας, όπως αυτά διαμορφώθηκαν από τη Μικρασιατική καταστροφή και μετά. Έναν άνθρωπο που εκτός από την τεράστια πολιτιστική του προσφορά στον τόπο, συνέδεσε άρρηκτα το όνομά του με τους αγώνες αυτού του λαού για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη. Και είναι δύσκολο γιατί, πολύ απλά, δεν ξέρεις τι να πρωτορωτήσεις…
Μετά από τις επισκέψεις του στην Καλαμαριά το 1998 και 2002, ο Μίκης Θεοδωράκης«επέστρεψε» στην πόλη μας, μέσα από μια μεγάλη συνέντευξη που μας παραχώρησε τον Νοέμβρη του 2007 στο σπίτι του, στη σκιά της Ακρόπολης και δημοσιεύθηκε τον Απρίλη του 2008 στο περιοδικό «Πολίτης Κ» που εκδίδει ο Δήμος Καλαμαριάς.
Στην κουβέντα μας με τον Μίκη Θεοδωράκη προσπαθήσαμε να εστιάσουμε περισσότερο στην καλλιτεχνική πλευρά του, προσπαθώντας συγχρόνως να κάνουμε ένα ταξίδι στον κόσμο της ελληνικής μουσικής των τελευταίων 80 χρόνων.
Τα πρώτα χρόνια
Κύριε Θεοδωράκη, αφού σας ευχαριστήσω για την αποδοχή της πρόσκλησης, θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα πρώτα παιδικά σας χρόνια, από το 1925 που γεννηθήκατε στη Χίο, μέχρι και το 1940, που ξέσπασε ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος. Τι θυμάστε από εκείνα τα χρόνια; Ποια μουσική άκουγαν τότε οι Έλληνες και ποια είναι τα πρώτα δικά σας μουσικά ακούσματα και ερεθίσματα;
Μου προσφέρετε την ευκαιρία να υπενθυμίσω στο αναγνωστικό σας κοινό, ότι έχω μιλήσει για τα παιδικά μου χρόνια -και όλα τα υπόλοιπα- σε πολλά βιβλία δικά μου και άλλων, ώστε να μου είναι λίγο δύσκολο να επανέρχομαι. Θα πω μόνο ότι δεν υπήρχαν συστηματικά είτε κυρίαρχα ακούσματα αλλά λίγο απ’ όλα. Δηλαδή παραδοσιακά, εκκλησιαστικά, τραγούδια της εποχής που άρχισαν τότε να κυκλοφορούν σε δίσκους όπως και πολλά ξένα που τα ακούγαμε στον κινηματογράφο.
«Μαθητής του Τσιτσάνη και του Μάρκου»
Λίγο πριν τον πόλεμο έκαναν την εμφάνισή τους οι μεγάλοι λαϊκοί συνθέτες. Ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Παπαιωάννου, ο Χιώτης ενώ αμέσως μετά εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο και ο Καλδάρας, ο Μητσάκης, ο Δερβενιώτης και όλοι οι άλλοι. Ο ίδιος έχετε δηλώσει «μαθητής του Τσιτσάνη και του Μάρκου». Πείτε μας τη γνώμη σας για το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Πόσο σας επηρέασαν όλοι αυτοί oι συνθέτες;
Στις πόλεις που έζησα, δεν θυμάμαι να άκουσα ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια. Και νομίζω ότι και γενικότερα δεν ήταν γνωστά. Όπως και τα ονόματα των λαϊκών συνθετών που αναφέρετε. Πάντως εγώ προσωπικά ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή μαζί τους στα 1947-48, όταν ήμουν εξόριστος στην Ικαρία. Λίγο πιο πριν, στα 1945, γνώρισα τον Μάνο Χατζιδάκι, που μου έπαιζε συχνά στο πιάνο 5-6 απ’ αυτά, όμως τότε ήμουν χωμένος ως τα «μπούνια» στην Εθνική Αντίσταση και στη Συμφωνική Μουσική. Αργότερα στο Παρίσι (1954-60) τα άκουσα πιο προσεκτικά και πάλι λόγω της «Στέλλας» με μουσική Χατζιδάκι. Ειδικά το τραγούδι «Γαρούφαλλο στ’ αυτί» μου αποκάλυψε τη φωνή του Μπιθικώτση. Και νομίζω ότι κάτω απ’ αυτές τις νωπές τότε για μένα επιδράσεις έγραψα τον «Επιτάφιο» με την απόφαση να τον τραγουδήσει ο Γρηγόρης και να τον συνοδεύσει ο Χιώτης. Στη συνέχεια και όταν στα 1960 ήρθα για πρώτη φορά ελεύθερος στην Αθήνα, ανακάλυψα τον πλούτο της λαϊκής μας μουσικής. Η δήλωσή μου ότι νοιώθω μαθητής του Μάρκου και του Τσιτσάνη ήταν ειλικρινής, γιατί για μένα τότε το λαϊκό τραγούδι ήταν καινούριος χώρος και από την άλλη πλευρά θέλησα να δώσω ένα μάθημα σεμνότητας και ήθους σε ένα χώρο που σφαδάζει από μικροπρέπειες και γελοίους εγωισμούς.
«Κάποια μάνα αναστενάζει»
Συνεχίζοντας την κουβέντα μας για το ρεμπέτικο, θέλω να σας θυμίσω το καλοκαίρι του 1983, όταν σε μια συναυλία του Βασίλη Τσιτσάνη στα Νταμάρια Νίκαιας (νυν Κατράκειο) τραγουδήσατε μαζί ένα σπουδαίο τραγούδι δικό του και του Μπάμπη Μπακάλη, το «Κάποια μάνα αναστενάζει». Γιατί διαλέξατε ειδικά αυτό το τραγούδι; Αληθεύει ότι κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, το τραγουδούσαν τόσο οι αριστεροί στα βουνά όσο και οι ταγματασφαλίτες, με τροποποιημένους στίχους;
Την συναυλία για τον Τσιτσάνη στην Κοκκινιά την οργάνωσα εγώ, για να δώσω ακόμα ένα μάθημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μια κοινωνία θα πρέπει να συμπεριφέρεται στα όποια άξια τέκνα της. Και πρώτα απ’ όλα να μάθει να τους τιμά όταν ακόμα βρίσκονται εν ζωή και όχι μετά θάνατον, όπως συμβαίνει ανέκαθεν με την -πολλές φορές- μυωπική και αχάριστη ελληνική κοινωνία. Όπως μου είπε και ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης με τον οποίο είχαμε γίνει φίλοι, ποτέ δεν αισθάνθηκε τόσο βαθειά χαρά, μιας και η ανταπόκριση του κόσμου σε πλήθος και σε πάθος ήταν συγκλονιστική.
Όσον αφορά το τραγούδι που αναφέρετε, πράγματι κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου τα λαϊκά τραγούδια κυριαρχούσαν στον Ραδιοφωνικό Σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων και μεταξύ τους φυσικά και αυτό. Τότε κι εγώ ως στρατιώτης στο Α' Τάγμα της Μακρονήσου, έγινα αναγκαστικός ακροατής, μιας και τα μεγάφωνα μας βομβαρδίζανε μ’ αυτά τα τραγούδια. Και εμείς οι κομμουνιστές που είχαμε μεταφερθεί για να μας «αναμορφώσουν» με τις γνωστές μεθόδους, δεν μπορώ να πω ότι τα ακούγαμε με ευχαρίστηση, μιας και τα είχαμε συνδέσει με τον Εθνικό Στρατό και ειδικά εμείς οι Μακρονησιώτες με το Α2, δηλαδή τους βασανιστές μας.
Πάντως για το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει μια μικρή προσωπική ιστορία. Στη Μακρόνησο μας μεταφέρανε από την Ικαρία στα 1948 στο Τέταρτο Τάγμα των πολιτικών κρατουμένων, στα βόρεια του νησιού. Από κει διάλεξαν τριακόσιους της ηλικίας μου (24 χρονών) στις 26 Μαρτίου του 1949 και μας πήγαν στην χαράδρα του Α' Τάγματος, όπου μας περίμεναν οι Αλφαμίτες βασανιστές μας. Μετά από λίγες μέρες, χτυπημένος και αναίσθητος μεταφέρθηκα στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο, στην Αθήνα, στο θάλαμο-φυλακή (Κωστόπουλου). Όταν συνήλθα και έφτασα στο σημείο να μπορώ να βαδίσω με πατερίτσες, θα ήταν μέσα Μαΐου, μάθαμε ότι πρόκειται να μας ξαναπάνε στο νησί μέσω του Κέντρου Διερχομένων στο Σταθμό Λαρίσης. Μπόρεσα να ειδοποιήσω τη Μυρτώ για τη μέρα και την ώρα της μεταφοράς κι έτσι μπήκαμε στο ίδιο τραμ, απ’ αυτά τα κίτρινα, εγώ πίσω με τους φρουρούς μου κι αυτή μπροστά. Έτσι βλεπόμαστε σε όλη τη διαδρομή. Κατεβήκαμε στην Ομόνοια και μετά πήραμε με τα πόδια το δεξί πεζοδρόμιο της Αγίου Κωνσταντίνου. Η Μυρτώ βάδιζε στο απέναντι πεζοδρόμιο κι έτσι εξακολουθήσαμε να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν απόγευμα και ο Σταθμός Ενόπλων Δυνάμεων μετέδιδε το «Κάποια μάνα αναστενάζει», που ακουγόταν από όλα τα καταστήματα και τα ταξί. Σε μια στιγμή οι φρουροί μου μας αντιλήφθηκαν και έσπευσαν να τη συλλάβουν. Έτσι την έχασα ξανά… Καταλαβαίνετε λοιπόν για ποιο λόγο το τραγούδι αυτό χαράχτηκε για πάντα μέσα μου…
Όσο για τους αριστερούς του βουνού (θέλετε να πείτε τους μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού) είχαν τα δικά τους τραγούδια, τα Εαμικά, που τραγουδούσαμε κι εμείς στις φυλακές και στις εξορίες. Άλλωστε δεν ήξεραν τα ρεμπέτικα. Αλλά κι αν τα γνώριζαν, δεν θα τα τραγουδούσαν, γιατί αγωνιστής και ρεμπέτης, δηλαδή αγώνας και χασίσι ήταν πράγματα εντελώς αντίθετα με την αγωγή μας εκείνου του καιρού.
Τα συμφωνικά έργα
Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της μουσικής σας πορείας, που αναπτύσσεται στα χρόνια του ’50 στο Παρίσι, είναι η συμφωνική μουσική. Γιατί, ενώ στην Ευρώπη τα συμφωνικά σας έργα κυκλοφορούν εδώ και πολλά χρόνια, στην Ελλάδα κυκλοφόρησαν πολύ αργότερα; Πρόσφατα μάλιστα η εταιρία Legend εξέδωσε έξι cd’s με κάποια από αυτά. Δεν υπήρχε στη χώρα μας το ανάλογο ενδιαφέρον;
Ξεκίνησα γράφοντας τραγούδια (1937-43). Στα 1943 άρχισα στο Ωδείο Αθηνών μουσικές σπουδές ακολουθώντας από τότε μέχρι το 1960 τον δρόμο της συμφωνικής μουσικής. Κάτω από δύσκολες συνθήκες, παρανομία, φυλακή, εξορία, Μακρονήσι, δεν έπαψα ποτέ να γράφω μουσική, κυρίως για συμφωνικά όργανα και συμφωνική ορχήστρα. Λ.χ. την Πρώτη Συμφωνία μου άρχισα να την γράφω στην Ικαρία (1948) και συνέχισα τη σύνθεσή της στην σκηνή μου στο Δ' Τάγμα. Στην Μακρόνησο έχασα δυο φορές τα χειρόγραφα, όμως οι νότες υπήρχαν πάντοτε μέσα στο μυαλό μου κι έτσι μπόρεσα να την ξαναγράψω στα επόμενα χρόνια. Θα μου πείτε «γιατί έγραφες συμφωνική μουσική και μάλιστα μέσα σε κείνα τα χρόνια της φωτιάς;» Γιατί τότε παλεύαμε για να χτίσουμε μια καινούρια κοινωνία που θα προσέφερε γνώσεις και πολιτισμό σε όλο τον Λαό. Και ένας λαός με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο θα είχε ανάγκη από έργα με υψηλό πνευματικό επίπεδο, όπως είναι τα έργα της συμφωνικής μουσικής.
Γι’ αυτό κι εγώ, όταν μπήκα στον στίβο του λαϊκού μας τραγουδιού, δεν είδα το τραγούδι μόνο σαν ένα στοιχείο μιας απλής διασκέδασης αλλά σαν βάση για το χτίσιμο μιας συμφωνικής μουσικής καινούριου είδους, που την ονόμασα «μετασυμφωνική». Το πάντρεμα των τραγουδιών μου με στίχους και ποίηση υψηλού επιπέδου έγινε επίσης γι’ αυτό τον σκοπό. Να ενώσω δηλαδή τα λαϊκά στοιχεία με τα λόγια, τα έντεχνα, ώστε μέσα από έναν άλλο δρόμο, οικείο στον λαό, δηλαδή το τραγούδι, να τον οδηγήσω όσο γίνεται πιο ψηλά στην περιοχή της πνευματικότητας. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι ξεκίνησα με την απλή μορφή του Κύκλου Τραγουδιών για να πάω στην φόρμα της Λαϊκής Τραγωδίας (Το τραγούδι του νεκρού αδελφού) και των Λαϊκών Ορατορίων («Το Άξιον Εστί»). Όπως γνωρίζετε, η αποδοχή αυτής της προσπάθειας από τον Λαό μας και ειδικά την νεολαία μας, υπήρξε πάνδημη. Δυστυχώς μας σταμάτησε η Χούντα και το γεγονός ότι κατά την Μεταπολίτευση κυριάρχησε μέσα στον λαό μας το τραγούδι αποκλειστικά για διασκέδαση.
Έτσι, αφού προσπάθησα απεγνωσμένα να συνεχίσω προς την κατεύθυνση που είχα χαράξει από το 1960 έως το 1974, αυτοεξορίστηκα στο Παρίσι (1980) για να συνεχίσω βασικά το συμφωνικό μου έργο με βάση πλέον την Ευρώπη. Όπου αντίθετα με όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα, η συμφωνική μου μουσική έγινε ευθύς αμέσως αποδεκτή. Δεκάδες ορατόρια και συμφωνικά μου έργα παίζονται σχεδόν καθημερινά σε δεκάδες χώρες, ενώ παράλληλα κυκλοφορούν σε CD. Δεν φταίω λοιπόν εγώ που στην πατρίδα μου έφτασαν και κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά τώρα συγκεντρωμένα -βασικά οι πέντε Συμφωνίες μου- από την Legend. Μακάρι να σχηματισθεί κι εδώ ένα κοινό, έστω και μικρό, για να ακούσει έστω και από απλή περιέργεια μερικά από τα έργα που συνέθεσε ένας ονειροπόλος και τελικά ουτοπιστής οραματιστής-αγωνιστής σε μια εποχή σκεπασμένη από αίμα και στάχτες.
Οι λαϊκοί στιχουργοί
Θα επιστρέψω στο λαϊκό τραγούδι, για να σας ρωτήσω γιατί δεν συνεργαστήκατε περισσότερο με τους λαϊκούς στιχουργούς όπως η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, ο Κώστας Βίρβος ή ο Χρήστος Κολοκοτρώνης αλλά προτιμήσατε, κυρίως, τη μελοποίηση των μεγάλων μας ποιητών;
Κατ’ αρχήν υπήρξε μια μυστική από μένα πολιτική της Εταιρίας, να αποτρέπει συνεργασίες μου με λαϊκούς ποιητές και άλλους τραγουδιστές πλην του Μπιθικώτση. Αυτό το έμαθα μετά την πτώση της Χούντας. Η βραχυχρόνια συνεργασία μου με τον Χρ. Κολοκοτρώνη, την Πόλυ Πάνου, την Γιώτα Λύδια και τον Πάνο Γαβαλά υπήρξε μια πρωτοβουλία του δικηγόρου της Εταιρίας σε μια εποχή που ο Διευθυντής - Ιδιοκτήτης ήταν στις ΗΠΑ, δηλαδή έγινε πίσω από την πλάτη του, γι’ αυτό και όταν γύρισε, φρόντισε να «θάψει» τα τραγούδια αυτά.
Τα οποία όμως ηχογραφήθηκαν πριν από λίγο καιρό με την ορχήστρα μου και τη φωνή της Γλυκερίας. Ο Πασχάλης Τερζής πήρε «άδεια» από την Εταιρία του και είπε 6 τραγούδια. Υπάρχουν φυσικά και δεκάδες άλλα αμιγώς λαϊκά τραγούδια μου που παραμένουν άγνωστα στο μεγάλο κοινό και το αν θα συνεχίσουμε με την Γλυκερία θα εξαρτηθεί από την απήχηση του εγχειρήματος.
Όμως εκτός της Εταιρίας που δεν ήθελε τη συνεργασία μου με τους «λαϊκούς», είχα κι εγώ την τάση να συνεργάζομαι με λόγιους ποιητές, μιας και όπως σας είπα, την εποχή εκείνη οι στόχοι μου για το τραγούδι που άλλωστε το θεωρούσα έντεχνο-λαϊκό, ήταν να αυξάνω τη δόση του έντεχνου εις βάρος του λαϊκού, ανάλογα με την δεκτικότητα του κοινού της μουσικής μου.
Όσο για την Ευτυχία, με επισκεπτόταν συχνά, συνήθως πρωινά, μετά την ολονύχτια χαρτοπαιξία, όπου συνήθως έχανε και την τελευταία της πεντάρα και μου πρόσφερε κάθε φορά ένα μάτσο στίχους για πενήντα-εκατό δραχμές. Το θεωρούσα ντροπή να εκμεταλλευτώ μια τέτοια δύσκολη στιγμή της, της έδινα ένα ποσόν φιλικά και τη συμβούλευα να τα κρατήσει, ώστε να τα πουλήσει ακριβά. Ήξερα λ.χ. ότι για το «Δυο πόρτες έχει η ζωή» είχε πάρει πενήντα δραχμές όλο κι όλο. Πόσο μετανιώνω τώρα που ούτε καν διάβαζα τα αριστουργήματά της και ποιος ξέρει ποια μουσική θα έγραφα τότε. Από κάποιο βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου έμαθα ότι του εμπιστεύτηκε ότι το «Είμαι αητός χωρίς φτερά» το προόριζε για μένα. Δεν πειράζει όμως, γιατί ο Μάνοςέγραψε ένα αριστούργημα, που μάλιστα σήμανε την στροφή του προς τον καθαρά λαϊκό ήχο: Πράγματι το τραγούδι αυτό το διηύθυνα με την λαϊκή μου ορχήστρα και με σολίστ τον τραγουδιστή «μου» Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Καζαντζίδης, Μπιθικώτσης και «Άξιον Εστί»
Δυο από τους πρώτους ερμηνευτές των τραγουδιών σας ήταν συγχρόνως και δυο από τους μεγαλύτερους λαϊκούς μας τραγουδιστές. Ο Στέλιος Καζαντζίδης και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Αν δεν απατώμαι το 1961 εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μαζί στη σκηνή του θεάτρου «Κεντρικόν» υπό τη διεύθυνσή σας. To 1964 ηχογραφείτε ένα από τα μεγαλύτερα έργα της Ελληνικής μουσικής ιστορίας, το «Άξιον Εστί» σε ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Θα ήθελα να μας πείτε για τις περιπέτειες που πέρασε αυτό το έργο μέχρι την έκδοσή του αλλά και στη συνέχεια μέχρι να παρουσιαστεί ζωντανά. Είναι αλήθεια πως είχατε προτείνει στο Στέλιο Καζαντζίδη να τραγουδήσει στο δίσκο τα μέρη του ψάλτη αλλά εκείνος αρνήθηκε;
Βεβαίως. Ήταν εποχή που όλοι μαζί, Χιώτης, Μαίρη Λίντα, Στέλιος, Μαρινέλλα και Μπιθικώτσης, κλεισμένοι στο μικρό στούντιο της Κολούμπια στην οδό Λυκούργου, κάναμε εντατικές πρόβες για «Επιτάφιο», «Πολιτεία» και «Αρχιπέλαγος». Από κει πηγαίναμε κατ’ ευθείαν στο μεγάλο στούντιο στον Περισσό. Γράφαμε μαζί, τρώγαμε μαζί στα ταβερνάκια της Νέας Ιωνίας και τα βράδια πότε στη Δροσιά για πεϊνιρλί και πότε φτάναμε ως το Κιάτο, όπου ο Στέλιος είχε ένα σπιτάκι στην αμμουδιά για να ψαρεύει. Πολύ συχνά κοιμόμαστε κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ειδικά ο Στέλιος μαζί μου έκανε σαν παιδί, γιατί είχε μια κρυφή δίψα για την Αριστερά και του άρεσε να παίρνουμε οι δυο μας το αυτοκίνητο και να βγαίνουμε απ’ την Αθήνα να τραγουδήσουμε δυνατά Εαμίτικα τραγούδια. Είχε περάσει, όπως κι ο Γρηγόρης απ’ τη Μακρόνησο, ενώ η μάνα του ζούσε σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στη Νέα Φιλαδέλφεια με τις αναμνήσεις της. Ήταν λοιπόν φυσικό να κάνουμε όχι μια αλλά δύο συναυλίες με την Ορχήστρα της Ελαφράς Μουσικής της ΕΡΤ, μια στο Κεντρικό και μια στον Πειραιά. Σχεδιάζαμε μάλιστα να κάνουμε όλοι μαζί μια Νέα Δισκογραφική Εταιρία, όμως κάποιος μας μαρτύρησε στην Εταιρία που πήρε αμέσως τα μέτρα της, από τα οποία πρώτο και καλλίτερο ήταν το να μας χωρίσει.
Τον Στέλιο και την Μαρινέλλα τους προόριζαν για τον Χατζιδάκι, τον οποίο ο Λαμπρόπουλος μόλις είχε αποσπάσει από τον Πατσιφά. Εγώ τότε (1961) συνέθετα το «Άξιον Εστί» έχοντας στη σκέψη μου τις δυο φωνές -Στέλιο και Γρηγόρη- να εναλλάσσονται. Ένα λαϊκό ο ένας, ένα βυζαντινό ο άλλος. Δεν τους είχα πει όμως ακόμα τίποτα. Μια μέρα κατά το μεσημέρι καταφθάνει το ζεύγος στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη, για να μου μιλήσει για κάποιο σοβαρό θέμα. Τους είδα πολύ σκεφτικούς και στεναχωρημένους. Σε λίγο άρχισε να μιλά ο Στέλιος:
«Ο κ. Τάκης, (Λαμπρόπουλος), μας είπε ότι ο κ. Χατζιδάκις έχει γράψει ορισμένα τραγούδια για μας και μας περιμένει να πάμε στο σπίτι του για να μας τα παίξει. Πήγαμε σήμερα στις δέκα, χτυπήσαμε το κουδούνι και μας άνοιξε η μητέρα του, η οποία μας οδήγησε στο σαλόνι. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και είχε ημίφως. Αφού περιμέναμε πάνω από μισή ώρα, μπαίνει ο κ. Μάνος, ο οποίος φορούσε μια μαύρη ρόμπα και μαύρα γυαλιά. Μας χαιρέτησε ευγενικά και κάθισε στο πιάνο. Φαινόταν πως δεν είχε ξυπνήσει ακόμα, γιατί έπαιζε πολύ σιγά, τα δε τραγούδια του ήταν πολύ παράξενα για μας. Πώς να σας το πούμε κύριε Μίκη, μαύρισε η ψυχή μας. Και γι’ αυτό μόλις φύγαμε, τρέξαμε σε σας. Θέλουμε να τραγουδήσουμε τραγούδια σας…».
- «Και ποιος σας εμποδίζει», τους ρωτώ. «Ο κ. Τάκης; Άμα θέλω εγώ, δεν μπορεί να κάνει τίποτα.
- Δεν είναι αυτό, κ. Μίκη.
- Τότε τι είναι;
- Να… Είναι ο «άλλος».
- Ποιος «άλλος»; Ο Γρηγόρης;
- Θέλουμε να γράφετε μόνο για μας…
- Βρε παιδιά… Εσείς είστε αυτοκράτορες. Ο καημένος ο Γρηγόρης μόλις τώρα κατάφερε να τρώει γλυκό ψωμάκι. Άλλωστε δόξα τω Θεώ, μπορώ να γράψω πολλά τραγούδια και για σας και για κείνον…
- Θέλουμε μόνο για μας.
- Και να σας πω και κάτι άλλο. Τώρα γράφω ένα νέο έργο, ένα Ορατόριο, που σκέφτομαι να το τραγουδήσετε μαζί. Εσύ Στέλιο είσαι λαϊκός και βυζαντινός. Το ίδιο και ο Γρηγόρης. Θέλετε ν’ ακούσετε λίγο;
- Όχι κ. Μίκη. Εάν κρατήσετε τον Γρηγόρη, τότε θα φύγουμε εμείς…»
Ανένδοτοι. Ιδίως ο Καζαντζίδης, που τον είχε πιάσει ξαφνικά μια φοβερή αντιπάθεια και δεν ήθελε ν’ ακούσει ούτε το όνομα του Μπιθικώτση. Και έτσι χωρίσανε οι δρόμοι μας και το «Άξιον Εστί» το τραγούδησε μονάχα ο Μπιθικώτσης. Όσο για την Εταιρία, πράγματι δεν ήθελε να το βγάλει λόγω κόστους. Τελικά βέβαια αναγκάστηκε και… γέμισε τα ταμεία της και μάλιστα διαχρονικά, αφού ο δίσκος πουλάει ακόμα και σήμερα.
Ξανασμίξαμε με τον Στέλιο στα 1974, στην «Ανατολή» και εκεί που όλοι περίμεναν το μεγάλο ΜΠΑΜ, ο δίσκος πήγε… άπατος. Τι να συνέβη άραγε; Εγώ πάντως έμαθα μετά από την Εταιρία ΜΙΝΩΣ ότι οι πλασιέ της είχαν εντολή να «πνίγουν» τις παραγγελίες για τον νέο δίσκο. Έτσι μόνο εξηγείται το γεγονός, γιατί και ο Στέλιος κανονικά, ύστερα από σιωπή ετών, θα έπρεπε να κάνει φοβερές πωλήσεις αλλά κι εγώ τότε πουλούσα εκατοντάδες χιλιάδες, οπότε θα έπρεπε κι οι δυο μαζί να σπάσουμε όλα τα ρεκόρ, μιας και τα τραγούδια ήταν λαϊκά, ο δε Καζαντζίδης υπέροχος… Τώρα, μετά 32 χρόνια θα ξανακουστούν από την Γλυκερία τέσσερα τραγούδια από την «Ανατολή» και θέλω να μου πείτε πώς ήταν δυνατόν τέτοια τραγούδια και μάλιστα με την φωνή του Καζαντζίδη να μην πάνε κατ’ ευθείαν στον λαό από τον πρώτο κιόλας μήνα. Είπαμε όμως. Εταιρίες είναι αυτές, που με τα καμώματά τους καταφέρανε να βγάλουν από τη μέση το γνήσιο ελληνικό τραγούδι.
Η «Ανατολή» και η «Αμερική»
Πραγματικά, είναι «απορίας άξιον», το ότι μετά την πτώση της χούντας κυκλοφορεί ένα τέτοιο, σπουδαίο έργο, όπως η «Ανατολή» με τραγούδια του Θεοδωράκη και ερμηνευτή τον Καζαντζίδη κι αυτά δεν καταφέρνουν να φθάσουν στο πλατύ κοινό, όπως και πολλά από τα νέα έργα σας που κυκλοφόρησαν στη μεταπολίτευση…
Χαίρομαι που κι εσείς βρίσκετε πολύ αφύσικο το γεγονός. Η εξήγηση που δίνω εγώ είναι πρώτα πολιτική και μετά οικονομική (STAR SYSTEM).
Στα 1974, ο Κίσινγκερ δημοσίευε την οδηγία του που έλεγε περίπου ότι για να εξουδετερωθεί αυτός το «ατίθασος λαός» που με τον αντιαμερικανισμό του στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά μας, πρέπει να χτυπηθεί στο πιο ευαίσθητο σημείο του, δηλαδή στον Πολιτισμό του. Τι να εννοούσε άραγε τότε ένας ξένος, στα 1974, με την λέξη«Πολιτισμός»; Την αρχαία Ελλάδα, την ελληνική λογοτεχνία ή τους δημοτικούς χορούς; Ήταν η εποχή που οι Έλληνες μέσα κι έξω από την Ελλάδα είχαν για πολεμική σημαία στον αγώνα τους κατά της Χούντας και των Αμερικανών το ζωντανό τραγούδι εκείνης της εποχής.
Τα στάδια σε όλο τον κόσμο -και μέσα στις ΗΠΑ- γέμιζαν με Έλληνες και ξένους που το τραγούδι τους φλόγιζε και τους εμψύχωνε με ένα σύνθημα «Κάτω η Χούντα» και όχι μόνο η Χούντα στην Ελλάδα (αλλά και στην Ισπανία, Πορτογαλία, Τουρκία, Ιράν, Παλαιστίνη, Αργεντινή, Βραζιλία, Βολιβία, Χιλή). Παντού όπου πηγαίναμε, ανέβαιναν εκπρόσωποι της κάθε χώρας να καταγγείλουν τις αμερικανόδουλες χούντες. Και στη συνέχεια, μετά το 1974, όχι μόνο εγώ αλλά και άλλοι Έλληνες συνθέτες γεμίζαμε για πολλά χρόνια τα στάδια στην ίδια γραμμή δηλαδή με στόχο τους Αμερικανούς. Αν δει κανείς ψυχρά και αντικειμενικά τον δικό μου ρόλο ως συνθέτη αλλά και ως πολίτη και ως πολιτικού-αντιστασιακού-αντιαμερικανού, είμαι βέβαιος ότι θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είχα γίνει ένας από τους κύριους στόχους των Αμερικανών και των φίλων τους στη χώρα μας. Και ποια ήταν η δική μου αχίλλειος πτέρνα; Το τραγούδι! Σ’ αυτή τη γραμμή νομίζω ότι στοιχήθηκαν όχι μόνο οι Εταιρίες Δίσκων, τα Ραδιόφωνα και οι Τηλεοράσεις (Κρατικές και Ιδιωτικές), τα κρυφο-αμερικανόφιλα κόμματα, ο Τύπος, η πλειοψηφία των πολιτικών, το Ελληνικό Κράτος και τα όργανά του, αλλά δυστυχώς και όλοι οι Star τραγουδιστές, από τους οποίους όσοι συνεργάστηκαν περιστασιακά μαζί μου, το έκαναν για άλλοθι και για να ρίξουν στάχτη στα μάτια του κόσμου.
Μια εποχή, στη δεκαετία του '80, θυμάμαι ότι είχαν κυκλοφορήσει τρεις καινούριοι δίσκοι μου σχεδόν μαζί και κατά σύμπτωση και οι τρεις τραγουδιστές εμφανίζονταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Ξέρετε πόσα έλεγαν από τα 36 ολοκαίνουρια τραγούδια μου; Το πολύ 5. Συχνά μόνο 3 και κάποτε κανένα… Πώς λοιπόν να γίνουν τα νέα μου τραγούδια γνωστά, όταν η ίδια η Εταιρία τα σαμποτάρει, οι Σταθμοί δεν τα μεταδίδουν και οι Star δεν τα τραγουδούν (ακόμα κι αυτοί που τα ηχογράφησαν!). Και μη μου πείτε ότι όλα αυτά αποτελούν μια απλή σύμπτωση. Κάποιος αόρατος μαέστρος μάλλον κατευθύνει όλη αυτή την κακοφωνία-δολοφονία..
Και να που μόλις η LEGEND έκανε (αποτελώντας εξαίρεση μετά από 30 και πάνω χρόνια) μερικά σποτάκια της «Οδύσσειας» στην διαφημιστική ζώνη που διαθέτει στον Alter, το CD έγινε ευθύς χρυσό. Γιατί ό,τι και να κάνουν, φαίνεται ότι ο λαός μας εξακολουθεί να διαθέτει μνήμες και δεν ξεχνά εύκολα…
Η Columbia
Θα ήθελα τώρα που μιλάμε για εκείνη την εποχή με τις ιστορικές ηχογραφήσεις, να ρωτήσω τη γνώμη σας για ένα θέμα που απασχόλησε πρόσφατα τόσο τον τύπο και τον καλλιτεχνικό κόσμο όσο και τους απλούς ανθρώπους που αγαπούν το ελληνικό τραγούδι. Την κατεδάφιση του μεγαλύτερου μέρους του ιστορικού εργοστασίου της Columbia. Eκεί που γράφτηκαν όλα τα μεγάλα τραγούδια, ενός από τα μεγαλύτερα κομμάτια του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού…
Με ρωτάτε εμένα, που πέρασα εκατοντάδες ώρες εκεί μέσα. Βέβαια οι συνθήκες ήταν πρωτόγονες -κρύο τον χειμώνα, ζέστη το καλοκαίρι- όμως εκείνο που μένει είναι το τι γράψαμε, με ποιους και πώς, ποιες μεγάλες ικανοποιήσεις δοκιμάζαμε κάθε φορά που ξέραμε πόσο μακριά θα φτάσει το κάθε τραγούδι… Με λίγα λόγια: μερικά από τα πιο γόνιμα και συγκινητικά χρόνια της ζωής μας… Μήπως όμως το γκρεμίσανε ακριβώς γι’ αυτό;
O Xιώτης στον Ωρωπό και το «Ροδόσταμο»
Nομίζω επίσης πως αξίζει τον κόπο να μας αφηγηθείτε ένα περιστατικό που συνέβη όταν ο Μανώλης Χιώτης και η παρέα του σας επισκέφθηκαν στις φυλακές του Ωρωπού, όπου ήσασταν κρατούμενος, το 1970, και σας τραγούδησαν το «Ροδόσταμο».
Για μένα που πιστεύω στην θεωρία της Συμπαντικής Αρμονίας, δηλαδή μιας μυστηριακής σχέσης στην οποία πιστεύω ότι οφείλεται η μουσική που γράφω, φαινόμενα όπως αυτό και πολλά άλλα, εξηγούνται, παρά το ότι για τους άλλους ακούγονται παράλογα.
Πράγματι τη μέρα που ο Μανώλης Χιώτης θα ξεψυχούσε στο σπίτι του στον Ωρωπό, σπρωγμένος από κάποια μυστηριακή δύναμη, ήρθε να με αποχαιρετήσει με το αγαπημένο μας τραγούδι, το «Ροδόσταμο»… Γνώριζε πως είμαι κλεισμένος στο στρατόπεδο, όπως γνώριζε και ότι η μουσική μου ήταν απαγορευμένη. Εν τούτοις ήρθε με δυο-τρεις φίλους του στον μώλο που βρίσκεται 100-150 μέτρα μακριά και βαδίζοντας τραγουδούσαν όλοι μαζί γυρισμένοι προς εμάς, για να τους ακούσουμε. Εμείς είχαμε πλαγιάσει μετά το μεσημεριανό γεύμα. Ακριβώς πάνω απ’ το κρεβάτι μου ήταν η σκοπιά. Σκύβει λοιπόν ο χωροφύλακας και μου λέει:
«- Κύριε Μίκη, κύριε Μίκη, νομίζω ότι το τραγούδι αυτό είναι δικό σας.
- Ποιο τραγούδι;
- Να, εκεί στον μώλο…»
Αμέσως βγαίνω έξω και πάω στο συρματόπλεγμα για να ακούσω και να δω. Πράγματι ήταν το «Ροδόσταμο». Σιγά-σιγά μαζεύτηκαν κι άλλοι κρατούμενοι.
«- Ποιοι να 'ναι αυτοί;»
Αυτοί προχωρούσαν αργά προς τη θάλασσα με τα πρόσωπα στραμμένα προς το Στρατόπεδο. Τότε αναγνώρισα τη φωνή του Χιώτη.
«- Παιδιά, είναι ο Χιώτης».
Βγήκαν και οι χωροφύλακες και κάποιος βαθμοφόρος φάνηκε στον μώλο για να τους συλλάβει. Φαίνεται όμως, ότι μόλις γνώρισε τον Χιώτη, κάτι τους είπε και γύρισε πίσω. Τώρα η παρέα περπατά πάντοτε αργά προς την ξηρά και πάντοτε τραγουδώντας. Δεν μπορούσαμε φυσικά να δούμε τα πρόσωπά τους. Εγώ όμως με τη φαντασία μου έβλεπα καθαρά το πρόσωπο του αγαπημένου μου φίλου και συνεργάτη. Την άλλη μέρα διαβάσαμε την τραγική είδηση στις εφημερίδες: «Χθες το απόγευμα και ώρα τάδε οΜανώλης Χιώτης άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στον Ωρωπό…»
«Star System»
Από το 1970 και μετά, οι εταιρίες, για οικονομικούς κυρίως λόγους, μετέφεραν το κέντρο βάρους, από τους συνθέτες και τους στιχουργούς, στους τραγουδιστές. Ποιες είναι οι συνέπειες αυτής της κίνησης και ποιος πιστεύετε τελικά πως είναι ο ρόλος που έπαιξαν οι δισκογραφικές εταιρίες στην κατάντια του ελληνικού τραγουδιού που ακούμε και βλέπουμε σήμερα;
Από την πλευρά των Εταιριών, η μεγάλη άνθηση της δεκαετίας του '60 οφείλεται σε δύο πρόσωπα: στον Αλέκο Πατσιφά και στον Τάκη Λαμπρόπουλο. Όταν στα 1966-67 η οικογένεια Λαμπρόπουλου πούλησε την ελληνική Κολούμπια στην πολυεθνική ΕΜΙ, η τελευταία έβαλε όρο να μην ασχοληθεί ξανά ο Τάκης Β. (Λαμπρόπουλος) με την δισκογραφική. Έτσι χάθηκε για τους Έλληνες συνθέτες και τραγουδιστές το βασικό τους «στήριγμα», μιας και οι Άγγλοι διευθυντές δεν είχαν ιδέα από ελληνική μουσική. Απ’ την άλλη μεριά τι να σου κάνει μόνος του ένας Πατσιφάς χωρίς κεφάλαια… Μέσα σ’ αυτό το κενό αναπτύχθηκε μια «τρίτη» εταιρία, που κατόρθωσε να πάρει την πλειοψηφία συνθετών και τραγουδιστών και να τους βάλει όλους στο ίδιο σακούλι. Από κει και πέρα έκανε ό,τι ήθελε. Ανάμεσά τους βρέθηκα κι εγώ από λάθος του δικηγόρου μου, με πρώτο θύμα την «Ανατολή». Έτσι πνίγηκαν όλοι μου οι δίσκοι. Φαίνεται ότι με θεωρούσαν βασικό εμπόδιο στην επιβολή του STAR SYSTEM. Τότε, γύρω στα 1981-83 έψαξα και βρήκα ένα σωρό παραβάσεις φορολογικού και οικονομικού γενικά χαρακτήρα με ντοκουμέντα που δημοσίευσα στο βιβλίο μου «STAR SYSTEM», που γρήγορα εξαφανίστηκε από τις προθήκες.
Όμως οι Εταιρίες δεν έμειναν εκεί. Αποφάσισαν να με θανατώσουν μουσικά και έτσι για μια δεκαετία δεν είχα πρόσβαση στην ελληνική δισκογραφία. Τότε είναι που συνεργάστηκα με τον «ΣΕΙΡΙΟ» του Χατζιδάκι, με τον οποίο κυκλοφόρησα τον «Διόνυσο» και την «Φαίδρα», που φυσικά είχαν άδοξο επικοινωνιακό τέλος. Απ’ την πλευρά μου έκανα κι εγώ τον «ΙΟΥΛΙΑΝΟ» μαζί με κάποιον που είχε κατάστημα δίσκων. Κάναμε μαζί τρεις δίσκους που προβλήθηκαν στις βιτρίνες της οδού Βουλής… Την ίδια εποχή στην Ευρώπη οι πωλήσεις δίσκων μου έφταναν σε δεκάδες χιλιάδες. Αρκεί να σας αναφέρω ότι ο δίσκος μου με την Milva έκανε μόνο στην Γερμανία 500.000 πωλήσεις Long-Play. Στο ίδιο χρονικό διάστημα στη χώρα μου είχα μόνο μια προθήκη για να εμφανίσω τους δίσκους μου.
Δεν μου έφταναν οι απαγορεύσεις της μουσικής μου που ξεκίνησαν αμέσως μετά το 1974 από την Κρατική ΕΡΤ για λόγους κομματικούς, αλλά έπρεπε να δοκιμάσω στο πετσί μου και την πολιτική των Εταιριών, που φυσικά δεν υπήρξα εγώ μόνο το θύμα τους αλλά όπως αποδείχθηκε, οδήγησαν το ελληνικό τραγούδι στα σημερινά αδιέξοδα.
Είναι τόσο μεγάλη η ζημιά, που δεν πιστεύω ότι έγινε μόνο για οικονομικούς λόγους. Πρέπει να υπήρχε και να υπάρχει κάτι βαθύτερο.
Η εταιρεία «Delta»
Θα ήθελα να μας πείτε δυο λόγια για τη δισκογραφική εταιρία Delta η οποία στα χρόνια της επταετίας και λίγο μετά, στη μεταπολίτευση, εξέδιδε τους δίσκους σας στο εξωτερικό. Η εταιρία αυτή εξέδωσε μερικά πραγματικά «διαμάντια», κυρίως από ηχογραφήσεις στο εξωτερικό, τα οποία σήμερα παραμένουν δυσεύρετα. Πώς ιδρύθηκε;
Δέλτα ήταν η κωδική ονομασία που δόθηκε από το Πατριωτικό Μέτωπο (ΠΑΜ) με βάση την ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και τα ΔΥΝΑΜΙΚΑ μέσα που θα ‘πρεπε να χρησιμοποιηθούν για την κατάκτησή της. Έπρεπε όμως να βρεθούν χρήματα για τον σκοπό αυτόν και οι δίσκοι ήταν τότε μια από τις πηγές. Έτσι γεννήθηκε η Εταιρία «Δέλτα» με έδρα το Βέλγιο και επίκεντρο τις συναυλίες μου (έγιναν περίπου 1.000 σε όλες τις ηπείρους), όπου γινόταν η ηχογραφήσεις και στη συνέχεια οι μαζικές πωλήσεις από τα μέλη των τοπικών μας οργανώσεων.
Ο Ρέμος και ο δίσκος που δεν έγινε ποτέ
Έχετε συνεργαστεί με μια σειρά νεοτέρων ερμηνευτών , όπως ο Δημήτρης Μπάσης, ο Γιάννης Κότσιρας και πολλοί άλλοι. Μεταξύ αυτών κι ένας τραγουδιστής της «άλλης όχθης» του τραγουδιού, του πιο εμπορικού, ας πούμε, ο Αντώνης Ρέμος. Είχε μάλιστα δημοσιευθεί στον τύπο πως επρόκειτο να κυκλοφορήσει ένας δίσκος σας με το Ρέμο σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου, κάτι που τελικά δεν έγινε. Αν δεν απατώμαι είναι τα τραγούδια της «Ερημιάς» που είπαν τελικά η Μαρία Φαραντούρη και ο Μανώλης Μητσιάς. Τι ήταν αυτό που σας ώθησε στη συνεργασία με Ρέμο και γιατί τελικά δεν ευοδώθηκε αυτή η συνεργασία με την κυκλοφορία του δίσκου;
Για μένα όλα αυτά δεν είναι καινούρια. Πολλοί από τους τραγουδιστές με τους οποίους συνεργάστηκα στην δεκαετία του '60 τραγουδούσαν σε «εμπορικά» όπως τα αποκαλείτε κέντρα. Και τότε, όταν τους επέλεξα για συνεργάτες μου, είχαν ακουστεί παρόμοιες κραυγές διαμαρτυρίας. Τα αποτελέσματα όμως τις διέψευσαν πανηγυρικά. Φαίνεται ότι οι άνθρωποι δεν διδάσκονται από το παρελθόν. Για μένα η ωραία φωνή και ο γνήσιος καλλιτέχνης είναι υποχρεωμένος να πάει εκεί που θα βρει το μεγάλο κοινό. Εγώ αυτά τα είχα ξεπεράσει προ πολλού παίρνοντας έναν τραγουδιστή από τον «Κήπο του Αλλάχ» όπου έλεγε μόνο βαρειά ρεμπέτικα και του εμπιστεύτηκα το «Άξιον Εστί» και την «Ρωμιοσύνη» μου. Και μάλιστα ύστερα από την πρεμιέρα της τελευταίας στο «Κεντρικό» ήρθε στα παρασκήνια ο Μάνος Χατζιδάκις και σφίγγοντας το χέρι του Γρηγόρη Μπιθικώτση του είπε: «Είσαι ο μεγαλύτερος τραγουδιστής του αιώνα».
Με τον Ρέμο που μου άρεσε γενικά, δηλαδή όχι μόνο η φωνή του αλλά και ο χαρακτήρας, το ήθος και η γνησιότητά του, κάναμε πράγματι πρόβες πάνω από έναν χρόνο. Τις έχει όλες καταγεγραμμένες στο κομπιούτερ του. Στη συνέχεια η ορχήστρα ηχογράφησε τα τραγούδια και έμενε μόνο να βάλει εκείνος τη φωνή. Και ξαφνικά σταμάτησαν όλα. Ο Αντώνης και η SONY εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Και μονάχα κάποιος γνωστός μου που δούλευε εκεί (στη SONY) μου είπε ότι η εντολή να μη γίνει το CD ήρθε από την… Μητέρα Εταιρία (SONY) που βρίσκεται, πού αλλού, στην Αμερική…Όλα δένουν…
«Άξιος Εστί»
Πριν από 2 χρόνια κυκλοφόρησε ένα κουτί με τίτλο «Άξιος Εστί» το οποίο περιέχει 59 cd’s και ένα dvd. Πρόκειται για την εξιστόρηση της ζωής σας στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ και στο δημοσιογράφο Γιώργο Μαλούχο. Το κουτί αυτό εκτός από τη δική σας ιστορία, παρουσιάζει συγχρόνως και την ιστορία της Ελλάδας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από την Μικρασιατική καταστροφή και μετά. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτή είναι μια κατάθεση ψυχής, που θα πρέπει να διανεμηθεί, τουλάχιστον, σε όλα τα σχολεία και τις βιβλιοθήκες της χώρας μας, έτσι ώστε να έχουν πρόσβαση όλος ο κόσμος και πολύ περισσότερο οι νέοι. Έχετε σκεφτεί κάτι τέτοιο; Σας έγινε κάποια πρόταση από το επίσημο κράτος;
Δεδομένων των όσων σας είπα, για ποιο Κράτος μιλάτε; Εδώ η σημερινή κυβέρνηση με αποκλείει από τη Λυρική Σκηνή και το Φεστιβάλ και την Πολιτιστική Αποστολή στο Πεκίνο. Κλείνει την ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» και την αφήνει ξεκρέμαστη με χρέη, χρέη του Κράτους προς την Ορχήστρα που έγιναν χρέη της Ορχήστρας προς τρίτους. Ξέρετε ότι η Λυρική είχε οργανώσει έξοδο από την χώρα με όλο το δυναμικό της (μπαλέτο, ορχήστρα, χορωδία), 200 περίπου άτομα με 40 εμφανίσεις στην Γερμανία, Πολωνία και Ιταλία με ένα ελληνικό έργο, το μπαλέτο «Ζορμπάς» που εκτός από μένα το υπογράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Δηλαδή ένα Κρατικό Ελληνικό Συγκρότημα στην Ευρώπη με μια ελληνική δημιουργία… Και όμως η σημερινή Κυβέρνηση ματαιώνει αυτή τη μοναδική μας παρουσία. Άραγε ποια άλλα έργα παίζονται τόσο πολύ έξω από την χώρα μας, για να ματαιώνει μια τέτοια καλλιτεχνική εξόρμηση; Με αναγκάζετε να πω ότι εξακολουθώ να νοιώθω πενήντα χρόνια μετά τον Εμφύλιο σαν πολίτης Β' κατηγορίας. Όμως εξακολουθώ να ζω εδώ, γιατί είναι ο τόπος μου, που τον αγαπώ και γιατί η ηλικία μου δεν μου επιτρέπει να ζω πια μόνος μακριά από τους δικούς μου.
Σταύρος Κουγιουμτζής
Στη δεκαετία του ’60 και μετά την είσοδό σας στο ελληνικό τραγούδι, εμφανίστηκαν αρκετοί σπουδαίοι συνθέτες, που ακολούθησαν το δρόμο σας. Οι «επίγονοί» σας… Ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Μάνος Λοΐζος, ο Δήμος Μούτσης, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Κουγιουμτζής και άλλοι. Κάποιοι, όπως ο Κουγιουμτζής, είχαν δηλώσει ανοιχτά, ότι είχαν επηρεαστεί από τη μουσική σας… Κάποιοι το απέφυγαν… Θα ήθελα να ρωτήσω τη γνώμη σας για έναν από τους πιο σημαντικούς δημιουργούς, ο οποίος τυχαίνει να έχει γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, ενώ από το 1988 ως το τέλος της ζωής του, το 2005, ζούσε στην Καλαμαριά. Τον Σταύρο Κουγιουμτζή… Είχατε γνωριστεί; Είχατε συνεργαστεί ποτέ;
Εκτιμούσα και αγαπούσα τον ίδιο και το έργο του πάρα πολύ. Βλέπετε, η πιο δημιουργική του περίοδος συνέπεσε με την εποχή που ήμουν εξόριστος και αμέσως μετά που με είχαν ζαλίσει με την στάση τους οι κάθε είδους αντίπαλοι μετά την πτώση της Χούντας. Δύσκολα και άσχημα χρόνια για μένα. Είμαι πάντως ευτυχής, γιατί πριν μας φύγει, ζήσαμε λίγες μέρες μαζί, στο ίδιο ξενοδοχείο στην Ναύπακτο, με την ευκαιρία του Χορωδιακού Φεστιβάλ που γίνεται εκεί κάθε δύο χρόνια. Ήταν ένας άνθρωπος ευγενής, γλυκός, καλλιεργημένος, σεμνός, με πραγματικό, γνήσιο ταλέντο. Ένας γεννημένος μελωδός, που πλούτισε την ελληνική μουσική.
Μουσική αστυνομία
Πριν από μερικά χρόνια είχατε δηλώσει πως στη χώρα μας θα πρέπει να υπάρχει μια «Μουσική αστυνομία» προκειμένου να ελέγχει με κάποιο τρόπο, όλα αυτά τα μουσικά σκουπίδια, που ταλαιπωρούν καθημερινά τα αυτιά μας… Πώς βλέπετε το ελληνικό τραγούδι σήμερα; Εμμένετε στην άποψή σας περί «Μουσικής αστυνομίας», με την οποία, προσωπικά, με βρίσκετε απόλυτα σύμφωνο;
Φυσικά με τον όρο αυτόν εννοούσα και εννοώ την ενεργητική άμυνα και παρέμβαση του ίδιου του λαού απέναντι στα λογής-λογής σκουπίδια που μας ταΐζουν και πρώτιστα απέναντι στο τραγούδι που πάντοτε θεωρώ ότι αποτελεί το «καθημερινό ψωμί» του λαού μας.
«Σε πρώτο πρόσωπο»
Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ελληνικά γράμματα» το βιβλίο του Γιώργου Αρχιμανδρίτη «Μίκης Θεοδωράκης-Σε πρώτο πρόσωπο». Θα ήθελα να μας πείτε τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο; Πώς προέκυψε η έκδοσή του;
Διαβάστε το πρώτα και μετά με ρωτάτε πιο συγκεκριμένα, ώστε να ξέρω κι εγώ πώς να σας απαντήσω. Πάντως εκεί θα μάθετε πολλά πράγματα που ασφαλώς αγνοείτε, όπως και η πλειοψηφία του λαού μας
Ο Μίκης και η Καλαμαριά
Τόσο το 1998, όσο και το 2002 επισκεφθήκατε την Καλαμαριά. Την πρώτη φορά ο Δήμος, σας ανακήρυξε Επίτιμο δημότη του, για την προσφορά σας στον πολιτισμό και την κοινωνία μας ενώ τη δεύτερη επισκεφθήκατε το Δημοτικό Ωδείο Καλαμαριάς, η κεντρική αίθουσα του οποίου φέρει το όνομά σας. Κλείνοντας λοιπόν πιστεύω πως θα ήταν επιθυμία, όλου του λαού της Καλαμαριάς, ο οποίος είμαι βέβαιος πως σας λατρεύει, να μας πείτε δυο λόγια για τις αναμνήσεις σας από τις πρόσφατες αλλά και από παλαιότερες επισκέψεις σας στην πόλη μας. Μιας προσφυγούπολης που στο πέρασμα του χρόνου έμελλε να γίνει μια σύγχρονη πόλη-πρότυπο για πολλές άλλες πόλεις της χώρας μας.
Είμαι βέβαιος ότι ούτε κι εσείς γνωρίζετε πόσο είμαι δεμένος με την Καλαμαριά, ειδικά την εποχή των Λαμπράκηδων, τότε που την επισκεπτόμουν πολύ συχνά. Κι αυτό γιατί στην Θεσσαλονίκη είχαμε την πιο μεγάλη και ζωντανή οργάνωση τόσο στο κέντρο όσο προ παντός στους γύρω Δήμους και ανάμεσά τους πρώτη και καλλίτερη η Καλαμαριά. Δυστυχώς για μένα μέσα στην Χούντα και μετά την Χούντα οι Λαμπράκηδες μαζί με τους τότε Εδαΐτες-Αριστερούς σκορπίστηκαν σε τρία κομμάτια-κόμματα, που γενικά με θεωρούσαν και μου φέρονταν σαν να ήμουν κάποιος ξένος και άσχετος. Και ίσως είχαν δίκιο, γιατί τώρα δεν ήταν πια ενωμένοι αλλά χωρισμένοι με αντιπαλότητες και πάθη που γεννά ο κομματικός ανταγωνισμός. Βλέπετε, εγώ παρέμεινα Ανεξάρτητος, με γνώμονα την ανάγκη ενότητας της Αριστεράς και πάνω απ’ όλα το συμφέρον του Λαού και της Χώρας, όπως πάντα.
Αυτή όμως η στάση δεν άρεσε στα κομματικά ιερατεία της πρώην ενιαίας Αριστεράς κι αυτό μου κόστισε την ουσιαστική αποξένωση από τους τόπους όπου αγωνίστηκα και πάλεψα στα δύσκολα χρόνια, κυρίως στην Β' Πειραιώς και στους Δήμους της Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι η αλήθεια. Μου λέτε πως με αγαπούν κι αυτό με ευχαριστεί. Όμως τα καλλίτερα χρόνια μετά το '74 έως προχτές, πήγαν χαμένα. Όχι πάντως εξ’ αιτίας μου.
Σας ευχαριστώ.
Υ.Γ: Θερμές ευχαριστίες στο φίλο και συνεργάτη Αποστόλη Γιαννακίδη, μελετητή του έργου του Μίκη Θεοδωράκη
Φωτογραφίες
1) Ο Μίκης Θεοδωράκης στο σπίτι του με τον Θανάση Γιώγλου και τον Αποστόλη Γιαννακίδη (30-10-2007)
2) Γράφοντας στο βιβλίο επισκεπτών του Δημοτικού Ωδείου Καλαμαριάς (2-9-2002)
3) Με τον πρώην δήμαρχο Καλαμαριάς Χριστόδουλο Οικονομίδη, κατά την επίσκεψή του στο Δημοτικό Ωδείο Καλαμαριάς (2-9-2002)
VIDEO
ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.