Του "Γ" {Επιλογή και σύνδεση κειμένων, εικόνων και βίντεο}
Ο τραγουδοποιός Νίκος Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος.
Ο τραγουδοποιός Νίκος Άσιμος γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος.
"Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988, .....
καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς... Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...(πρόλογος σε αφιέρωμα του tvxs το 2012).
καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς... Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...(πρόλογος σε αφιέρωμα του tvxs το 2012).
Χάρις Αλεξίου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου και Νικόλας Άσιμος καθιστοί στο πάτωμα και όρθιος από πάνω ο Θανάσης Μπίκος.
Η καταγωγή του ήταν απο την Κοζάνη όπου και τελείωσε το σχολείο . Όταν ήταν έφηβος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό. Διακρίθηκε στο άλμα εις ύψος, καταλαμβάνοντας την τρίτη θέση στους μαθητικούς αγώνες σχολείων της Μακεδονίας το 1965, καθώς και στο ποδόσφαιρο. Η ομάδα της Κοζάνης μάλιστα του έκανε και επίσημη πρόταση, αλλά τελικά η συμφωνία ναυάγησε.
ΑΣΙΜΟΣ- ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΓΩΓΟΥ
ΤΑ "ΑΤΙΘΑΣΑ ΠΑΙΔΙΑ" Η ΟΙ..." ΑΓΙΟΙ" ΤΩΝ ΕΞΑΡΧΕΙΩΝ" ΟΠΩΣ ΚΑΠΟΙΟΙ ΤΟΥΣ ΟΝΟΜΑΣΑΝ
Στα δεκαοχτώ του έφυγε για τη Θεσσαλονίκη, για να σπουδάσει στο Νεοελληνικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής. Στόχος του ήταν να περάσει στο τμήμα δημοσιογραφίας, την οποία άσκησε ερασιτεχνικά παράλληλα με τις σπουδές του. Σε κάποιο άρθρο του σε εφημερίδα της Θεσσαλονίκης χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Άσιμος κι έκτοτε το καθιέρωσε. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με το θέατρο. Έφτιαξε ένα φοιτητικό θεατρικό εργαστήρι, παίζοντας Αριστοφάνη, Μένανδρο, Μολιέρο.
Τότε αγόρασε και την πρώτη του κιθάρα. Σχεδόν από την Α' Γυμνασίου έγραφε στιχάκια και ποιήματα, αλλά ποτέ δεν είχε εκδηλώσει καμία έφεση προς τη μουσική.
Μπουλάς και Άσιμος, όμως, όπως και Ζουγανέλης, Σιδέρη, Χαρβάς και Αδριανός έστησαν από κοινού εν έτει 1975 το περιβόητο πολιτικό καφενείο "Σούσουρο".
Αυτοδίδακτος μουσικός, άρχισε εμφανίσεις σε μικρές μπουάτ. Ανυπότακτος, αγνόησε όλες τις προειδοποιήσεις της λογοκρισίας για τα τραγούδια του και τα λεγόμενά του. Συνελήφθη και κρατήθηκε στην Ασφάλεια. Όταν τον άφησαν, η ταυτότητά του είχε χαθεί. Δεν έβγαλε άλλη, παρά μόνο 18 χρόνια αργότερα, οπότε κατάφερε να του εκδώσουν μία ταυτότητα στο όνομα Άσιμος, με τη «διευκρίνιση» στο σημείο του θρησκεύματος: Άνευ θρησκεύματος.
Ήταν ένας επαναστάτης που ήθελε να αλλάξει όλον τον κόσμο, την ίδια στιγμή που αδυνατούσε να σώσει τον εαυτό του. Την περίοδο της Χούντας μπαινόβγαινε στις φυλακές.
Ήταν οι πόρτες μου δίχως μπαχτσέδες
και μεντεσέδες κρατάνε τη γη
γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες
και στον κουβά τους αράζεις εσύ
αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή
αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί
και η ελπίδα μας έχει θαφτεί
σαν τον Ντορή μέσ' στο παχνί.
Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα
μ' ένα τικ τακ μου ματώνει τ' αυτιά
όλα με πρόγραμμα όλα με σχέδιο
πρωτοκολλήσανε τον έρωτα
και θες να πετύχω με μια μπαταριά
χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
για να σου χαρίσω μαντάτα καλά
να 'χεις αγάπη μου λεφτά.
Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους
και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους
και θυσιάστηκες πατριωτικά
σου στέλνω μύνημα μ' ένα ταμ ταμ
να μαγειρεύεις με βιτάμ
κι ήσουνα γόησα κι έκανες μπαμ
κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ.
Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας
στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
συνηθισμένοι ο καθένας στο ρόλο του
κι η φαντασία μας έχει χαθεί
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ.
Μία διαδήλωση δέκα μικρόφωνα
και τα μεγάφωνα στη διαπασών
χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα
κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
ξεπουληθήκαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
κι ο εαυτούλης σας πέταξε βζούμ
ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ.
Ω εποχή μού θυμίζεις τον Καίσαρα
κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα
τα τροχοφόρα με προσπερνούν
φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ
τον σύντροφό μου τον Κινκ-Κονκ
μές στο μυαλό μου βαράνε τα γκόγκ
μοιάζω με μπάλα του πινκ-πογκ
Μας εκτελούνε με σφαίρες ντούμ-ντούμ
σφαίρες ντούμ-ντούμ, σφαίρες ντούμ-ντούμ
κι εμείς ξεπουλιώμαστε στο γιουσουρούμ
ταρατατατζούμ για ένα κουστούμ.
γίναν οι φτέρνες μου σαν τροχαλίες
και στον κουβά τους αράζεις εσύ
αλλάζεις συχνά κάθε τόσο στολή
αλλάζεις οσμή, αλλάζεις σασί
και η ελπίδα μας έχει θαφτεί
σαν τον Ντορή μέσ' στο παχνί.
Πάγωσε η ψείρα μου και παραπαίουσα
μ' ένα τικ τακ μου ματώνει τ' αυτιά
όλα με πρόγραμμα όλα με σχέδιο
πρωτοκολλήσανε τον έρωτα
και θες να πετύχω με μια μπαταριά
χίλια φλουριά, χίλια φλουριά
για να σου χαρίσω μαντάτα καλά
να 'χεις αγάπη μου λεφτά.
Ποντικοφάρμακο για τους μεγάλους
και μουρουνόλαδο για τα παιδιά
κι έπλεξες σώβρακα για τους φαντάρους
και θυσιάστηκες πατριωτικά
σου στέλνω μύνημα μ' ένα ταμ ταμ
να μαγειρεύεις με βιτάμ
κι ήσουνα γόησα κι έκανες μπαμ
κι εγώ σε ψάχνω στο χαμάμ.
Άδειο το βλέμμα σου, κούφιες οι ώρες μας
στα ενυδρεία σε χώσαν ζωή
συνηθισμένοι ο καθένας στο ρόλο του
κι η φαντασία μας έχει χαθεί
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
την ξεπουλήσαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ.
Μία διαδήλωση δέκα μικρόφωνα
και τα μεγάφωνα στη διαπασών
χιλιάδες δίποδα με μαγνητόφωνα
κι έχουν λουστεί με την ίδια λοσιόν
ξεπουληθήκαμε στο γιουσουρούμ
για ένα κουστούμ, για ένα κουστούμ
κι ο εαυτούλης σας πέταξε βζούμ
ταρατατατζούμ, ταρατατατζούμ.
Ω εποχή μού θυμίζεις τον Καίσαρα
κι οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν
κι όσο γερνώ μπουσουλώ με τα τέσσερα
τα τροχοφόρα με προσπερνούν
φεύγω να πάω να βρω στο Μπανκόγκ
τον σύντροφό μου τον Κινκ-Κονκ
μές στο μυαλό μου βαράνε τα γκόγκ
μοιάζω με μπάλα του πινκ-πογκ
Μας εκτελούνε με σφαίρες ντούμ-ντούμ
σφαίρες ντούμ-ντούμ, σφαίρες ντούμ-ντούμ
κι εμείς ξεπουλιώμαστε στο γιουσουρούμ
ταρατατατζούμ για ένα κουστούμ.
Το 1973, και χωρίς πτυχίο, κατέβηκε στην Αθήνα. Εμφανίστηκε σε αρκετές μπουάτ στην Πλάκα, σε συνεργασία με τραγουδιστές, ηθοποιούς και συνθέτες, παρουσιάζοντας ένα πρόγραμμα με μουσική, κείμενα, σκετς και ντοκουμέντα κόντρα στο κατεστημένο: «5η εποχή», «11η εντολή», «Χνάρι», «Μουσικό Θέατρο Φτώχειας», «Σούσουρο». Ανάμεσα στους τότε συνεργάτες και φίλους του, πολλά και γνωστά ονόματα: Γκαϊφύλιας, Ζουγανέλης,Μπουλάς,Τραντάλης, Πανυπέρης, Φινίκης, Μουζακίτης, Σπυρόπουλος,Θάνος Ανδριανός κ.α.
.............................. .....
Στους λαβύρινθους που πάτε
Μάθετε να μην βρωμάτε
Καταναγκασμό
Ίσια το κορμί κρατάτε
Μάθετε να πολεμάτε
Το ραγιαδισμό......
Μάθετε να μην βρωμάτε
Καταναγκασμό
Ίσια το κορμί κρατάτε
Μάθετε να πολεμάτε
Το ραγιαδισμό......
.............................. .........
Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση "παράνομων" κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια(όπου και έμενε), στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Δημιούργησε την «Exarchia Square Band» και συμμετείχε σε συναυλίες, κοινωνικοπολιτικές εκδηλώσεις, μουσικοθεατρικά σχήματα, θέατρο του δρόμου, διάφορα δρώμενα. Κατά καιρούς, συνεργάστηκε με πολλά σχήματα και καλλιτέχνες.
Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες - συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: "εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο". Το 1981 έγραψε το βιβλίο "Αναζητώντας Κροκανθρώπους" και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο "Ξαναπές το", σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
να μου κάνει πα, πα, πα
Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει
που όλο μου κουνάει τ’ αφτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ
ΤΟ "ΠΑΠΑΚΙ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΑΣΙΜΟΥ
Λυκαβητός 2008.Αλεξίου, Ιωαννίδης και Μάλαμας στη συναυλία για τα 15 χρόνια του Μελωδία.
Έχω ένα παπάκι να μου κάνει πα
Και ένα κουνελάκι που όλο μου κουνάει
που όλο μου κουνάει τ’ αφτιά
Και δε μου καίγεται καρφί
αν εσύ περνάς και δε μου ξαναμιλάς
Ίσως να ξανάρθεις όταν θα έχω πια
όταν, θα έχω πια χαθεί
κι ή θα μ’ έχουν θάψει ή θα έχω μα
ή θα έχω μαραθεί
Και ας μη σου καίγεται καρφί
Και ας συνήθισες και ας συνήθισες και εσύ
Περίπου ένα χρόνο αργότερα άνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου. Ήταν ο "Χώρος Προετοιμασίας" όπως το ονόμασε, αλλά και διαμονής, αφού αυτό ήταν και το σπίτι του. Εκεί έγραφε, συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές του κυρίως, φωτιστικά, πήλινα, κάρτες παλιές και πολλά άλλα.
Για του κνίτες της εποχής του Πολυτεχνείου ήταν ο «χαφιές», για τους αναρχικούς ο «συμβιβασμένος», για την αστυνομία ο «επικηρυγμένος». Για τους λίγους δικούς του, ομοϊδεάτες Αγίους των Εξαρχείων, ο ανένταχτος, ο χειμαρρώδης και ο αχαλιναγώγητος
"Ράγκα παράγκα"
Ανδρέας Ταρνανάς και Νικόλας Άσιμος στα φωνητικά, κιθάρα Παύλος Σιδηρόπουλος, ηχογράφηση Κατερίνα Γώγου
Ανδρέας Ταρνανάς και Νικόλας Άσιμος στα φωνητικά, κιθάρα Παύλος Σιδηρόπουλος, ηχογράφηση Κατερίνα Γώγου
Δηλαδή και οι τρείς...."Άγιοι των Εξαρχείων " μαζί!
Το 1987 οδηγήθηκε βιαίως σε ψυχοθεραπευτική κλινική και για απόπειρα βιασμού.Υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ. Τα μισούσε τα "τρελάδικα". Έτσι τα ονόμαζε. "Τον πλανήτη προσπαθώ να ελευθερώσω. Να διαλύσω όλες τις πολεμικές βιομηχανίες, να γκρεμίσω τα τρελάδικα και να κάνω τις εκκλησίες μαγειρεία", δηλώνει μόλις βγει από την κλινική.
Αποφυλακίστηκε με χρηματική εγγύηση, αλλά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τη μεγάλη του πίκρα γι' αυτή την αβάσιμη κατηγορία, που δεν τεκμηριώθηκε ποτέ. Η εκκρεμούσα δίκη, μαζί με τ' άλλα προβλήματα που ήταν πολλά, συσσωρεύτηκαν μέσα του... Μετά από δύο ανεπιτυχείς απόπειρες αυτοκτονίας, στις 17 Μαρτίου του 1988 βρέθηκε απαγχονισμένος στο σπίτι του.
"...Ήταν σαν να πέρασε από δώ ο Έτσι και να μας έδωσε ζωή, και να γινήκαμε όλοι έτσι, και ξαναφεύγοντας οΈτσι ρούφηξε όλη τη ζωή, παίρνοντας πίσω ό,τι είχε δώσει. Μαζί και μια σταγόνα απ' τον καθέναν. Ίσως του χρειαζόταν για να 'χει τη δύναμη να περπατά, για το αίμα που 'χε χάσει. Ίσως αυτό νομίζουν όλοι. Κι ίσως γι' αυτό τον αποφεύγουν, τον βρίζουν και τον θεωρούν αλήτη. Ίσως το πήρα κι εγώ έτσι. Αλλά τον ξέρω 'γώ τον Έτσι. Και ήμουν πριν κι εγώ σαν Έτσι. Θέλει κουράγιο να 'σαι Έτσι. Για να μπορείς να παραμένεις έτσι, πρέπει να παίζεις την ψυχή σου. Κι εγώ το ξέρω, δεν είν' έτσι. Και ο καθένας είν' ο Έτσι..."Νικόλας Άσιμος"
(απο το κλείσιμο του εξαιρετικού αφιερώματος πάλι από το tvxs ).
Aφήνω πίσω τις αγορές και τα παζάρια.
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις.
Πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρα κοστήσει.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν
Aφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πως να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου `ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.
Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
Θέλω να τρέξω στις καλαμιές και τα λιβάδια,
να ξαναγίνω καβαλάρης
και ξαναέλα να με πάρεις ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και τη χρειάζομαι τη χάρη σου μωρέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Μιαν ανάσα γυρεύω για να γιάνω.
Δεν το πιστεύω να με χλευάζεις
σαν σε χαζεύω δε χαμπαριάζεις.
Πρότεινέ μου κάποια λύση
δε θα σου παρα κοστήσει.
Και θα σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν
Aφήνω πίσω το σαματά και τους ανθρώπους.
Έχω χορτάσει κατραπακιές και ψάχνω τρόπους
πως να ξεφύγω από τη μοίρα
κι έχω μέσα μου πλημμύρα ουρανέ,
για δεν υπήρξα κατεργάρης
και θα το θες να με φλερτάρεις γαλανέ.
Ρε μπαγάσα! Περνάς καλά εκεί πάνω;
Κάνε πάσα καμιά ματιά και χάμω.
κει που κοιμάσαι και αρμενίζεις
ξάφνου αστράφτεις και μπουμπουνίζεις
κι ότι σου `ρθει κατεβάζεις
μην θαρρείς πως με ταράζεις.
Γιατί σου φτιάχνω τραγουδάκια
με τα πιο όμορφα στιχάκια στο ρεφρέν.
Για το χαμένο μου αγώνα
που τ’ αστεράκια μείναν μόνα να τον κλαιν.
"Γ"
ΑπάντησηΔιαγραφή"Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμο"
Νικόλας Άσιμος
Ποιητής, αναρχικός, αντισυμβατικός, μποέμ και επαναστάτης, ο Νικόλας Άσιμος, δεν μπήκε ποτέ σε καλούπια και πεπατημένες. Χάραξε το δικό του μοναχικό δρόμο, έκανε τις ιδέες του τρόπο ζωής και τους στίχους του αλήθειες, προδόθηκε και βάδισε ως το τέλος της ζωής του αυθεντικός και πιστός στις δικές του αναφορές. Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Ασημόπουλος.
«Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θ ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα μαι πια εγώ. Θα ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν την δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα. Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με τη φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαινόταν γελοίο».
Το 1975 κυκλοφόρησε τα πρώτα του τραγούδια σ' ένα δισκάκι 45 στροφών (Ρωμιός- Μηχανισμός). Παράλληλα άρχισε την έκδοση «παράνομων» κασετών, που ηχογραφούσε και διακινούσε μόνος του στα Προπύλαια, στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια, στο Μοναστηράκι, στο Λυκαβηττό. Το 1977 φυλακίστηκε για δύο μήνες, μαζί με άλλους πέντε εκδότες - συγγραφείς, με επίσημη κατηγορία: «εξέχουσες προσωπικότητες που επηρεάζουν αρνητικά το κοινωνικό σύνολο». Το 1981 έγραψε το βιβλίο «Αναζητώντας Κροκανθρώπους» και το 1982 κυκλοφόρησε τον πρώτο του μεγάλο δίσκο, με τίτλο «Ξαναπές το», σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο "Αναζητώντας Κροκανθρώπους" 1981
"Θέλεις να πατάς σταθερά
Σ αρέσουν οι ρηχές θάλασσες
Σ αρέσει να γυρνάς τον κόσμο
αλλά πάντα στα ρηχά
Εμένα μ αρέσουν οι βαθιές θάλασσες
Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο
Κι ας μη με νομίζει κολλημένο
στο ίδιο αυτό σημείο.
Δεν υπάρχει σύμπαν
υπάρχουν μόνο στιγμές
συμπαντικές στιγμές
Αν φτάσεις στην ακινησία
Μπορείς παντού να ταξιδέψεις
Γι αυτό το ξέχασες που σου λεγα
μωρό μου εκείνο το πρωινό
δίπλα στην σκάλα, πως η ζωή
κι ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος.
Είναι θέμα αντοχής στην ίδια πλευρά πλεύσης.
Εγώ δε χρειάζομαι τον κόσμο
κακώς έχεις νομίσει
Για μένα δεν υπάρχει κόσμος
Χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμο".