Η διάσημη έκφραση που έγινε και ταινία με τον Θανάση Βέγγο, προέρχεται από την δράση ενός εμφανίσιμου και δαιμόνιου άνδρα από τα Μέγαρα, που αναστάτωσε με τα καμώματα του όλα τα χωριά της Αττικής τη δεκαετία του ΄40. .....
Βέβαια η πραγματική ιστορία δεν μοιάζει με την κινηματογραφική.
Ωστόσο, η δράση του νεαρού διαδόθηκε στο λαό που χρησιμοποίησε την έκφραση «μην είδατε τον Παναγή» για να υποδηλώσει τον απατεώνα που κάνει βρωμοδουλειές και εξαφανίζεται.
Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ο Παναγής περιόδευε στα χωριά ως έμπορος, έκλεινε συμφωνίες με τους αγρότες σε καλές τιμές και όταν κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους, αρραβωνιαζόταν την πιο πλούσια κοπέλα της περιοχής.
Μέχρι να εξαφανιστεί είχε καταφέρει να αποσπάσει από τα πεθερικά του πολλά χρήματα ως δανεικά και συνήθως άρπαζε και μεγάλες ποσότητες προϊόντων.
Στη κινηματογραφική σκηνή ο Θανάσης δανείζεται χρήματα , αλλά με κωμικό τρόπο.
Το σενάριο δεν ακολουθεί το λαϊκό μύθο του δαιμόνιου νεαρού από τα Μέγαρα, ο οποίος έγινε συνώνυμο του απατεώνα. Τα πειστήρια του εγκλήματος Περισσότερα στοιχεία εντόπισε ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς μέσα από το χρονογράφημα του σπουδαίου συγγραφέα Ασημάκη Γιαλαμά στις σελίδες της εφημερίδας Βραδυνή. Αναδημοσιεύουμε μέρος του απολαυστικού κειμένου. «Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνιση του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος.
Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σε κάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές: -Πόσο θέλεις την οκά; -Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός. -Ωραία. Τις αγοράζω. Κι’ έδινε μια προκαταβολή. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ότι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!… Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Πάνω από δέκα αρραβώνες έκανε ο Παναής μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι υποψήφιες νύφες όμως το αγνοούσαν. Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος». Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του: -Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά. -Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά. Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του. Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των. Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα: -Πότε ο γάμος, Παναγή;
Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους.
Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του: -Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο. Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής. Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Κοπέλλες απο τα Μέγαρα. Καμία δεν έμαθε που πήγε ο Παναγής...
Κοπέλλες απο τα Μέγαρα. Καμία δεν έμαθε που πήγε ο Παναγής. Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα.
Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε. Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν: -Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι: -Μην είδατε τον Παναγή; Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν: -Μην είδατε τον Παναγή;
Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι.
Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε: -Μην είδατε τον Παναγή;».
Με πληροφορίες από Παλιά Αθήνα...
mixanitouxronou.gr
Πρωτοφανές μας φάνηκε, γαμπρός μεσ’ στην Ελλάδα, /ο πονηρός ο Παναής, και του ζητούνε αράδα./ Για να τον επαντρέψουνε με όμορφες κοπέλες, / του δίνουνε πολλά προικιά, αμπέλια και μπαξέδες. /Κορίτσια τον περίμεναν,/ ρωτούσαν τους διαβάτες, μην είδατε τον Παναή,/ να ‘ρχεται απο τις στράτες. /Σ’ ένα χωριό τον πιάσανε, /πούλαγε κομπολόγια και γέλαγε τις κοπελιές,/ με τα γλυκά του λόγια. / Που είναι ο Παναής, /που είναι ο Παναής, / μην τον είδατε παιδιά τον Παναή
Βέβαια η πραγματική ιστορία δεν μοιάζει με την κινηματογραφική.
Ωστόσο, η δράση του νεαρού διαδόθηκε στο λαό που χρησιμοποίησε την έκφραση «μην είδατε τον Παναγή» για να υποδηλώσει τον απατεώνα που κάνει βρωμοδουλειές και εξαφανίζεται.
Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά; Ο Παναγής περιόδευε στα χωριά ως έμπορος, έκλεινε συμφωνίες με τους αγρότες σε καλές τιμές και όταν κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους, αρραβωνιαζόταν την πιο πλούσια κοπέλα της περιοχής.
Μέχρι να εξαφανιστεί είχε καταφέρει να αποσπάσει από τα πεθερικά του πολλά χρήματα ως δανεικά και συνήθως άρπαζε και μεγάλες ποσότητες προϊόντων.
Στη κινηματογραφική σκηνή ο Θανάσης δανείζεται χρήματα , αλλά με κωμικό τρόπο.
Το σενάριο δεν ακολουθεί το λαϊκό μύθο του δαιμόνιου νεαρού από τα Μέγαρα, ο οποίος έγινε συνώνυμο του απατεώνα. Τα πειστήρια του εγκλήματος Περισσότερα στοιχεία εντόπισε ο Αθηναιογράφος Θωμάς Σιταράς μέσα από το χρονογράφημα του σπουδαίου συγγραφέα Ασημάκη Γιαλαμά στις σελίδες της εφημερίδας Βραδυνή. Αναδημοσιεύουμε μέρος του απολαυστικού κειμένου. «Προ κάμποσων μηνών έκαμε την εμφάνιση του στα χωριά της Αττικής ένας κομψός και δραστήριος νέος.
Ήταν ο Παναγής. Παρίστανε τον μεγαλέμπορο απ’ την Αθήνα και σε κάθε χωριό που πήγαινε ζητούσε ν’ αγοράση όσες ποσότητες τροφίμων υπήρχαν. Έλεγε φερ’ ειπείν σ΄ένα χωρικό που είχε για πούλημα φακές: -Πόσο θέλεις την οκά; -Τέσσερες χιλιάδες, έλεγε αίφνης ο χωρικός. -Ωραία. Τις αγοράζω. Κι’ έδινε μια προκαταβολή. Δεν έκανε ποτέ παζάρια. Σ’ ότι κι’ αν ζητούσαν, συμφωνούσε. Ιδεώδης αγοραστής!… Έκαμε μερικές τέτοιες γενναίες εμπορικές χειρονομίες σ’ όλα τα γύρω χωριά κι’ έτσι εκέρδισε την εμπιστοσύνη των χωρικών. Κατόπιν προχώρησε στο δεύτερο στάδιο του κατεστρωμένου σχεδίου του. Ευρήκε στο κάθε χωριό κι’ από μια κοπέλλα όμορφη, δροσερή και προ παντός ευκατάστατη. Και την αρραβωνιάστηκε.
Πάνω από δέκα αρραβώνες έκανε ο Παναής μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Οι υποψήφιες νύφες όμως το αγνοούσαν. Απάνω από δέκα αρραβώνες συνήψε κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Κάθε κορφούλα και κλαρί, κάθε κλαρί και κλέφτης» λέγει για τον Όλυμπο το δημοτικό τραγούδι. Κάτι παρόμοιο μπορούσε να λεχθή και για τον Παναγή: «Κάθε χωριό και μια μνηστή. Κάθε μνηστή και… μεζές σπουδαίος». Διότι αμέσως ο Παναγής έβαλε σ’ ενέργεια την οικονομική εκμετάλλευσι των αρραβώνων του. Κάθε τόσο αρριβάριζε στο κάθε χωριό και έλεγε στα μέλλοντα πεθερικά του: -Δώστε ένα τσουβάλι κουκιά ή ένα τουλούμι τυρί που θέλει κάποιος πελάτης μου στην Αθήνα κι’ αργότερα σας φέρνω τα λεφτά. -Δεν πειράζει για τα λεφτά, απαντούσαν γενναιοφρόνως τα πεθερικά. Κι’ έδιναν προθύμως τα κουκιά, το τυρί, τα πάντα. «Ό,τι θέλει ο γαμπρός μας. Ό,τι θέλει το παιδί μας». Κι’ όλο και τσιμπούσε ο Παναγής. Κι’ αυτό το τσίμπημα ήταν… δεκαπλούν. Συνέβαινε δηλαδή και με τις δέκα αρραβωνιαστικές. Αφήνω τις γενναίες προκαταβολές που έπαιρνε ο πολυσύνθετος αυτός αρραβωνιαστικός από τις εκλεκτές του σε φιλιά, αγκαλιάσματα και λοιπά. Από τη μία έφευγε, στην άλλη επήγαινε. Δεν πρόφταιναν να στεγνώσουν τα φιλιά της μιανής, άρχιζε το τρύγημα των φιλιών της άλλης. Κι’ έτσι η ζωή του ευτυχούς Παναγή έρρεε μέσα σε αγκαλιές, φιλιά, γλυκόλογα και εκλεκτά φαγοπότια στο κάθε σπίτι των πεθερικών του. Αλλά τα πράγματα έπρεπε κάποτε να βαδίσουν προς την λύσιν των. Οι γονείς της κάθε μνηστής άρχισαν να θέτουν στον Παναγή όλο και επιτακτικώτερο το ερώτημα: -Πότε ο γάμος, Παναγή;
Ο Παναγής υπεξέφυγε τη μια φορά, υπεξέφυγε την άλλη. Αλλά τέλος κατάλαβε ότι είχαν σωθή τα’ αστεία. Έπρεπε να ορίση τους γάμους.
Και το έκαμε! Είπε στους γονείς όλων των αρραβωνιαστικών του: -Στις τάδε του μηνός θάρθω να κάμουμε το γάμο. Και στις δέκα αρραβωνιαστικές ώρισε την ίδια ημερομηνία. Αυτό ήταν το αποκορύφωμα της φάρσας που εσκηνοθέτησε ο ανεκδιήγητος Παναγής. Δέκα και παραπάνω ίσως σπίτια σε ισάριθμα χωριά της Αττικής ετοιμαζόνταν ταυτοχρόνως να δεχθούν τον πολυπόθητο γαμπρό. Δέκα μωρές παρθένες επερίμεναν τον νυμφίο.
Κοπέλλες απο τα Μέγαρα. Καμία δεν έμαθε που πήγε ο Παναγής...
Κοπέλλες απο τα Μέγαρα. Καμία δεν έμαθε που πήγε ο Παναγής. Και ήρθε η μεγάλη ημέρα. Το κάθε σπίτι είχε τελειώσει όλες τις προετοιμασίες του γάμου και περίμενε να καταφθάση ο Παναγής απ’ την Αθήνα.
Αλλά η ημέρα προχωρούσε, ο ήλιος όπως έγραφαν οι παληοί διηγηματογράφοι, έκλινε προς την δύσιν του και ο Παναγής δεν φαινότανε. Τότε οι οικείοι της κάθε νύφης άρχισαν ν’ ανησυχούν. Και κατέβηκαν στην πλατεία του χωριού κι’ όταν έφθανε λεωφορείο απ’ την Αθήνα ρωτούσαν: -Μην τον είδατε τον Παναγή;
Το ίδιο συνέβαινε σ’ όλα τα χωριά εις τα οποία είχε… διαπράξει αρραβώνα ο Παναγής. Όλη δηλαδή σχεδόν η Αττική εδονείτο εκείνη την ημέρα από την ερώτησι: -Μην είδατε τον Παναγή; Η φράσις αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα, απλώθηκε σα βουερό σύννεφο κι’ εκάλυψε όλο το αττικό λεκανοπέδιο. Κι’ αφού ο Παναγής δεν ξαναφάνηκε στα χωριά η φράσις έγινε το σύμβολο ενός θρύλου. Και τώρα όταν βγήτε έξω απ’ την Αθήνα με λεωφορείο, θ’ ακούσετε σ’ όλη τη διαδρομή να σας ρωτούν: -Μην είδατε τον Παναγή;
Η ερώτησις έγινε το σύνθημα της εποχής. Σήμερα που οι απάτες και οι μηχανές είνε το τρέχον νόμισμα και οι Παναγήδες έχουν επικινδύνως πληθυνθή, ήταν αναπόφευκτο να βρεθή μια φράσις προειδοποιητική για τους αφελείς, κάτι σαν το «βάρδα φουρνέλλο» που φωνάζουν οι λατόμοι.
Όταν λοιπόν οσφραίνεσθε του λοιπού κάποια καιομένη θρυαλίδα απάτης, δεν έχετε παρά να φωνάζετε: -Μην είδατε τον Παναγή;».
Με πληροφορίες από Παλιά Αθήνα...
mixanitouxronou.gr
Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Τάσσος Γκρούς
Ερμηνεία: Αργυρώ Καπαρού
Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
Τον ξακουστό τον Παναγή
Καμάρι κι ασικλίκι
Λάζο στη μέση του χωστό
Μουστάκι μαύρο γυριστό
Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι
Μες τα Βουρλά κατιρματζής
αντάμης και κοντραμπατζής
και της τουρκιάς ο τρόμος
καβάλα σε λιγνό φαρί
το μάτι του θόλο βαρύ
πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος
Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
Όταν περνούσε κατσιρμά
Μπροστά απ' το καρακόλι
Για να γλιτώσει τα καπνά
Σκαρφάλωσε από τα βουνά
Και τα φευγάτισε στην Πόλη
Τσακιρισμένος μια βραδιά
Κι ως ήταν άντρας με καρδιά
Τον βάρεσε η τρέλα
Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
Ξεσήκωσε τις γειτονιές
Κι έσπασε δυό μπορντέλα
Φτωχό σαν λάχαινε να δει
Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
Κι ως είχε και παράδες
Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
Στους φτωχομαχαλάδες
Η μάνα μου η Αλισαβώ
Και η νενέ μου η Τζεβώ
είχαν συχνά μπελάδες
γιατί μας βγάζαν αβανιές
Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
Κρύβαμε κατιρμάδες
Και κάποιο δειλινό μουντό
Μας τον εφέραν σηκωτό
Στο σπίτι λαβωμένο
Με ματωμένη τραχηλιά
Σπασμένη ραχοκοκαλιά
Πολύ βαριά μαχαιρωμένο
Και πρίν χάραξει η αυγή
Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
Τον στόλιζαν στη κάσα
Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
Τον μπάρμπα μου τον Παναή
Πήρ' η Τουρκιά ανάσα
Τον έφαγε μια παστρικιά
Μια του παλιά αγαπητικιά
Αχ έρημη αγάπη
Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
Κρυφά της τάχε από καιρό
Με την Αγγέλα του Αράπη
Και την παράλλη την αυγή
Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
Ο κιρχανάς να κλείσει
Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
Απ΄ τα σεκλέτια της καρδιάς
Κι η ρωμιοσύνη σβήσει
Μα σβήστηκε ο Παναής
Απ' τα κιτάπια της ζωής
ας έχει σχώριο η ψυχή του
Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
Τον έφαγε η αγαπητικιά
Και πήγε τσάμπα η ζωή του
(Μεγάλωσα κι εγώ που λες
Κοπέλα μες τις κοπελιές
Και τ' Αϊβαλιού λουλούδι
Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
Κι έκατσα αυτό το δειλινό
Και σας τον έκανα τραγούδι)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.