Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου....

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Εν μέσω καύσωνος – Της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου στην ¨Εν Δελφοίς¨


 

Είπαμε, να έρθει καλοκαίρι. Να μείνει, να σταθεί μετά από τόση κακοκαιρία, που πέταξε καρπούς και κηπευτικά θυσία στις χωματερές. Κάηκαν και όσα ξύλα ήταν καβάτζα για τον επόμενο χρόνο, μιας και το πετρέλαιο θέρμανσης δεν έκανε τη χάρη να γίνει προσιτό. Όσο για το ρεύμα, ακόμα ο κόσμος πλήρωνε τις δόσεις από τα τελευταία χιόνια στα βουνά....

Για ποιο απ’ όλα να πρωτομαζέψουν απόθεμα, για να ζεσταθούν το χειμώνα ή για να δροσιστούν το καλοκαίρι. 42,5 βαθμούς χτύπησε ο υδράργυρος μέσα Ιουλίου. Καίγονται οι πόλεις, καίγονται τα χωριά, καίγονται και τα δάση. Μόνα τους! * Κάποτε, οι δραγάτες επόπτευαν τα χωράφια, τα σπαρτά, τα γεννήματα. Έσβηναν τις φωτιές κι έπιαναν τους φταίχτες. Άλλοι καιροί. Έμπαινες στο κατώι κι ανάσαινες μια δροσιά –πες το και μούχλα, πάντως κάτι ανάσαινες– μαζί με τα σώσματα των βαρελιών. Τώρα, τι τα θες, ούτε σώσματα, ούτε βαρέλια, ούτε δροσιές.

Έρχεται καύσωνας, έσκουζε η τηλεόραση του διπλανού. Εκείνος δεν είχε, από ένα βράδυ εκλογών, που την έριξε απ’ το μπαλκόνι δυσαρεστημένος από τα αποτελέσματα. Ο γείτονας την άφηνε να παίζει δυνατά, μπας και αποτρέψει τους κλέφτες, που αλώνιζαν μόνοι τους πλέον στα σκοτάδια. Σιγά να μην κόλωναν, τρία σπίτια είχαν ανοίξει τελευταία στη γειτονιά. Οι αστυνομικοί δεν έκαναν περιπολίες. Ολόκληρες περιοχές έμεναν αφύλακτες, με δύο άτομα μόνο στα Αστυνομικά Τμήματα. Πριν λίγο καιρό είχαν μπουκάρει σε ένα από αυτά, στο κέντρο της πόλης. Μία βδομάδα το έκρυβαν οι εφημερίδες μέχρι να διαρρεύσει. Έψαχναν, είπαν για κάνα όπλο κι αφού δεν βρήκαν κάτι τις προκοπής τελικά πήραν τα σάντουιτς των αστυνομικών. Ζήτησαν και συγνώμη που δεν προτίμησαν τα όπλα αλλά χωρίς σφαίρες τι να τα έκαναν; Ρητορικό το ερώτημα αφού, κατά βάθος, και οι αστυνομικοί ήθελαν να τα ξεφορτωθούν μήπως και η Υπηρεσία τούς έστελνε άλλα, νεότερης τεχνολογίας και καλύτερα κατασκευαστικά.

Έτυχε εκείνη τη μέρα να πάει ν’ ανανεώσει το διαβατήριο, που είχε λήξει, και δεν τον άφηναν να μπει μέσα. Συγχυσμένη η «Αστυνομική υπάλληλος» από την εισβολή των «κακούργων» διόρθωνε συνεχώς το «μπάτσος» που της απηύθυναν –τώρα οι αστυνομικοί μπαίνουν στο Σώμα με πανελλαδικές εξετάσεις. Σκιάχτηκε όταν είδε τους κλέφτες να βγαίνουν από το Τμήμα. Παράτησε τα χαρτιά του στο φυλάκιο κι εξαφανίστηκε. «Καλέ κύριε, δεν θα σε πειράξουμε, μην κάνεις έτσι» είπε ένας από τους παράνομους. Πώς να μην κάνει, ρε φίλε, έτσι; Που σε είδε, σαν τον Βελουχιώτη να κατεβαίνεις τη Γκιώνα, και πλάνταξε; Ας είναι, ευτυχώς που είχε την τσάντα περασμένη χιαστί σαν φυσιγγιοθήκη αλλιώς θα την είχε παρατήσει και αυτή πίσω του. Δεν βαριέσαι δεν είχε μέσα και κάτι σημαντικό. Ένα πεντάευρο και μισό πακέτο πανάκια με αντισηπτικό. Α, και μία μάσκα χρησιμοποιημένη.

Στο προκείμενο τώρα: Όσοι «κακούργοι» πήγαιναν να κλέψουν στο σπίτι του γείτονα άκουγαν τις Ειδήσεις κι έφευγαν. Υπολόγιζαν πως θα χρειάζονταν ώρες μέχρι να τα καταφέρουν και αυτά πρέπει να γίνονται γρήγορα. Αν είναι να περιμένεις να τελειώσει ο τάδε φλύαρος εκφωνητής τις ειδήσεις, δεν συμφέρει. Το αποτέλεσμα με την καθυστέρηση γίνεται πολύπλοκο κι επικίνδυνο. Φαντάζονταν τον οικοδεσπότη με τετράγωνα μάτια, εκνευρισμένο με όσα άκουγε στις Ειδήσεις, έτοιμο να πετάξει τη σκούφια του για καυγά κι έκαναν πίσω. Άσε που με τα νεύρα τσίτα θα ξεσπούσε πάνω

τους και θα τις έτρωγαν κι από πάνω. Κακός ανταγωνιστής το κράτος. Μήπως και αυτούς τους καταλάβαινε; Δεν ήταν εξ αρχής παράνομοι. Από αντίδραση έγιναν. Αν το κράτος δεν είχε κακή συμπεριφορά προς του πολίτες του, και δεν έκανε αυτά που κάνει, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνουν «κακούργοι».

Η ψυχολογία του «κακούργου» διαμορφώνεται από διάφορες καταστάσεις μη διαχειρίσιμες. Δεν ξυπνάει μια μέρα και λέει είμαι κακούργος. Δουλεύουν διάφορα μέχρι την πρώτη παρανομία που θα κάνει. Η διαφορά του από τους υπόλοιπους ανθρώπους είναι ότι στην πρώτη παρανομία του δεν έκανε πίσω ούτε για να το σκεφτεί. Δεν φοβήθηκε την τιμωρία; δεν τη σκέφτηκε; Η ουσία είναι ότι αντιμετώπισε πολύ ψύχραιμα την κοινή γνώμη και απομονώθηκε κοινωνικά για να μην αναγκαστεί ν’ αναθεωρήσει. Έκτοτε, αποστασιοποιήθηκε από την νομιμότητα και έχτισε έναν νέο κόσμο. Όμοιος τον όμοιο, μαζεύτηκαν και άλλοι γύρω του και έβαλαν κοπριά στα λάχανα. Έτσι γίνεται με τις παρέες που γράφουν κακές ιστορίες. Γιατί η ιστορία του καθενός δεν είναι πάντα καλή. Κι αν στη φάρα σου είσαι αποδεκτός δεν σημαίνει ότι όλοι ασπάζονται τις απόψεις σου.

Αυτά και άλλα πολλά παρόμοια τον απασχολούσαν. Έπειτα, παραβατικότητα ξεπαραβατικότητα δεν φταίει ο κλέφτης αν ο νοικοκύρης αφήνει την πόρτα του διάπλατα ανοιχτή και πάει για καφέ στην πλατεία. Και μπορεί να ησύχασαν οι νοικοκυραίοι από τότε που μπήκαν τα κλιματιστικά στα σπίτια κι έκλεισαν από μέσα ερμητικά τα παραθυρόφυλλα. Αλλά, είναι βλέπεις και αυτό το ακατανόμαστο, το διαδίκτυο, που σε μαθαίνει ο ντουνιάς όταν αναγγέλλεις πότε και πού θα πας διακοπές, Λίγο το έχεις; Με την πληροφορία, οι «κακούργοι» σου αδειάζουν το σπίτι στο πι και φι. Εκείνοι φταίνε ή εσύ που κοκορεύεσαι; Και δώστου φωτογραφίες, που επιβεβαιώνουν πόσο μακριά βρίσκεσαι, και δώστου λίγες μέρες έμειναν ακόμη, δίνεις απερίσκεπτα το σήμα: το σπίτι είναι αφύλακτο, τρέξτε να προλάβετε.

Όσο προσπαθούσε ν’ αποδεχτεί την αναγκαστική παραμονή του στην πόλη, επανερχόταν το βασανιστικό «αν» ενός εκνευριστικού καραγκιόζη: Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις το κακό, ας γίνει τουλάχιστον όταν λείπεις μακριά. Στη Γαλλία, να πούμε, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και όχι την ώρα που πέφτει ο ήλιος κι εκτονώνεσαι τρέχοντας προς εξυπηρέτηση του εθισμού σου. Kαι μπορεί η έξαρση των ενδορφινών, που οδηγούν στο δρομικό «φτιάξιμο», να χρειάζεται όλο και περισσότερη δόση όπως τα ναρκωτικά, όμως κάθε χαμένη προπόνηση δημιουργεί ενοχές πολύ περισσότερες από την εγκατάλειψη του σπιτιού σου στα χέρια των επιτηδείων «εκκαθαριστών». Άσε που μετά θα σκέφτεσαι συνέχεια πως αν είχες επιστρέψει στο σπίτι νωρίτερα, πιθανόν μετά από κάποιο μικροτραυματισμό, ίσως να έπεφτες πάνω σε πολλές εκπλήξεις. Υπάρχει μάλιστα μεγάλη πιθανότητα αυτές να σε έστελναν στο νοσοκομείο, χωρίς αυτό να αποκλείει την μετάβασή σου απευθείας στα άνωθεν Ιλίσια Πεδία.

Τι λέμε τώρα, αυτά όλα είναι υποθετικά και δεν θα μπορούσαν να συμβαίνουν σ’ εκείνον παρά μόνο στους άλλους. Όπως εκείνα τα περίεργα που άκουγε από σπόντα στις αφηγήσεις των γύρω του. Εκείνος ήταν ερασιτέχνης αθλητής Ολυμπιακών προδιαγραφών. Πίεζε το σώμα του στα επίπεδα του καναπέ, αναμένοντας τους «κακούργους» για να τους απωθήσει. Μερικές φορές, μάλιστα, αυτή η πίεση μαζί με την ασταμάτητη ζέστη μπορούσε να τον οδηγήσει σε επίπεδα σχεδόν διάλυσης –είχε και κάτι αναγούλες τελευταία– και τότε, κλάψ’ τα Χαράλαμπε – έτσι τον έλεγαν. Θα ερχόταν ο γιατρός να γνωματεύσει ότι ο πιθανός εμετός, μετά από τα άλλα συμπτώματα

εξάντλησης όπως η αίσθηση ότι τα μάτια ετοιμάζονται να δραπετεύσουν από το κεφάλι, είναι σημαντική ένδειξη ότι χρειαζόταν νοσηλεία. Μέσα στη ζαλάδα του, δεν θα προλάβαινε να κρύψει και πολλά από τον αρμόδιο της επιστήμης.

Ακριβώς πάνω σε αυτή τη διαπίστωση, σταματούν οι υποθέσεις, καθώς ανοίγοντας τα μάτια αντιλαμβάνεται ότι η αίσθηση της αποκόλλησης των ματιών είχε να κάνει με την υψηλή απ’ ευθείας ψύξη του κλιματιστικού. Και ότι όλα αυτά που μόλις είχε ζήσει τόσο έντονα ήταν είτε μέσα στο όνειρό του είτε στο έργο που παρακολουθούσε λάθρα από την τηλεόραση του γείτονα, πριν πέσει σε λήθαργο. Ευτυχώς δηλαδή που την είχε γλυτώσει και αυτή τη φορά. Ακόμα ένα μεσημέρι, καυτό και ανυπόφορο, εν αναμονή των «κακούργων» που ή είχαν πάρει είδηση την παρουσία του ή πήγαν για μπάνιο λόγω καύσωνα. Έπρεπε να ευχαριστήσει την καλή τύχη του, που τον έστειλε για υπνάκο στον καναπέ και όχι σε κανένα κρεβάτι νοσοκομείου, όπου διαφορετικά θα βρισκόταν, λόγω έξαρσης της λοίμωξης κόβιτ.

Έβγαλε λοιπόν τον αναστεναγμό της ανακούφισης, έσβησε το φως του μπάνιου και βυθίστηκε πάλι στον καναπέ, που είχε προλάβει να δροσιστεί λίγο από τον αποχωρισμό τους. Την κακή του ώρα, που ετοιμαζόταν να κλέψει και πάλι έναν υπνάκο, χτύπησε το τηλέφωνο. Ένας τύπος άγνωστος κατέβαζε πετραχήλια γιατί κάποιος, που δεν είχε δει ποτέ και ούτε ήθελε να γνωρίσει, του είχε στείλει ένα πακέτο δώρο, για να τον υποχρεώσει –έσκουζε έξαλλος– αλλά δεν μπορούσε να εξηγήσει σε τι, γιατί ήταν πολύ εκνευρισμένος. «Όπα, ρε φίλε…» πήγε να προσπαθήσει. «Αυτό που σου λέω» σκύλιασε ο άλλος. Τι να του πει, ότι τράβαγε τα ζόρια αλλουνού; Ο άλλος δεν άκουγε, δεκάρα δεν έδινε, ήθελε να πει το ποίημα, να ξαλαφρώσει. Τον άφησε να μιλάει και πήγε στο ψυγείο. Έβγαλε το μεγάλο μπουκάλι του νερού και το κατέβασε μονομιάς.

*

Τελικά, το καλοκαίρι ήρθε και στάθηκε για καλά ένα μήνα και. Δεν είναι σίγουρο αν θα έχουμε πτώση της θερμοκρασίας ούτε νερό τον χειμώνα αν δεν φέρει κανένα μπουρίνι η αναποδιά του καιρού ή η κλιματιστική αλλαγή. Κι αν όλα αυτά δεν συμβούν, πάρτε κάνα φίλος σας τηλέφωνο να σας κάνει την καρδιά περιβόλι και να ρίξετε το κλάμα της ζωής σας. Αν αυτό συμβεί, ένα είναι σίγουρο: τα δάκρυα θα δροσίσουν το μαραμένο σας πρόσωπο μέχρι να σκάσει και το συκώτι σας ως τον επόμενο καύσωνα.

Άντε, και καλό καλοκαίρι.

Κατερίνα Παναγιωτοπούλο



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου