Γεννήθηκα στα υψώματα. Δεν ξέρω τόπο ακριβώς. Η φαμίλια μου μετακινιόταν συνεχώς στα βουνά, αναζητώντας βοσκοτόπια. Το χειμώνα κατεβάζαμε τα κοπάδια μας στα χαμηλά και μόλις έφτιαχνε ο καιρός ξαναπαίρναμε το δρόμο για τα ψηλώματα.....
Σε κάθε μας μετακίνηση, μέχρι να στήσουμε λημέρι στον Παρνασσό, ακολουθούσα τα βήματα της μάνας μου κρεμασμένος από την ποδιά της. Όταν πήρα κάπως τ’ απάνω μου και ξεθάρρεψα έτρεχα πίσω από τα νιογέννητα ζωντανά μαζί με τους συνομήλικους συντρόφους μου. Αυτά θυμάμαι από το πριν· για το μετά έχω πολλά.Την πρώτη αντρίκια μέρα της ζωής μου την
έζησα απ’ τη μεριά του Δαδιού –στη Βίγγλα ή Πυρσεία της αρχαίας Αμφίκλειας– πέρα
απ’ του Καραμαντά το λιθάρι στο πλάι του βουνού πάνω απ’ το χωριό, όταν
πρωτοπήρα το κοπάδι μοναχός μου. Ήμουνα δεν ήμουνα δέκα χρονώ. Από τότε, κάθε
μέρα, έπιανα τα υψώματα, κι έστηνα καραούλι μην τυχόν και πάρουνε τα ζωντανά
τον κατήφορο μέχρι το Δαδί και ρημάξουνε περιβόλια και σοδιές. Για όποιον δεν
γνωρίζει αυτόν τον τόπο είναι «η αρχαία Οφιτεία και Αμφίκαια του Ηροδότου, η
Αμφίκλεια του Παυσανία»[1]. Αυτά δεν τα ήξερα τότε.
Τα έμαθα αργότερα, όντας Αναγνώστης στο αντρικό Μοναστήρι τής Παναγιάς τής
Γαυριώτισσας, που είναι χτισμένο στα οχτακόσια μέτρα υψόμετρο, στον τόπο που η
ίδια η Παναγιά ορμήνεψε με όνειρο το τσοπανόπουλο να βρει την εικόνα της. Κι
αφού όλα τα έχασα κι άλλα δεν έχω, γράφω για όσα έγιναν πριν μας χαλάσουνε ούλους
οι Τούρκοι και δεν μείνει πλέον μαρτυριά γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν ενάντιά
τους.
Όλη τη μέρα έβοσκα τα κοπάδια μας στα
βακούφικα[2] λιβάδια, που μας είχαν
παραχωρηθεί απ’ το Μοναστήρι με ενοίκιο. Σαν άρχιζε να πέφτει ό ήλιος, έμπαζα
τα πρόβατα στο μαντρί κι αφού τα άρμεγα έπαιρνα την κατηφόρα προς το Μοναστήρι,
για να προλάβω να κολλήσω ένα κερί στο προσκυνητάρι της Παναγιάς πριν σφαλίσουν
οι πόρτες του. Άφηνα λίγο γάλα ή τυρί δίπλα στην εικόνα για πληρωμή και ύστερα
γύριζα πίσω να ξεκουραστώ, μέχρι τα χαράματα πού θα έβγαζα τα πρόβατα και πάλι
για βοσκή. Όταν χάθηκαν οι δικοί μου και το βιός μας εκεί ήμουνα. Ό,τι είχα ανάψει
το κερί μου, άκουσα το χαλασμό και είδα φλόγες και καπνό απ’ τη μεριά που
είχαμε τις στάνες μας. Όλη τη νύχτα πάλευα ν’ ανακόψω τη φωτιά. Τίποτα δεν
έμεινε. Οι Τούρκοι με ρήμαξαν, σκότωσαν τους δικούς μου, έκαψαν το κονάκι μας
και πήρανε μαζί τους τα κοπάδια μας. Όσοι από τους συγγενείς μου γλύτωσαν φύγανε
γι’ άλλα βουνά, νομίζοντάς με πεθαμένο. Έμεινα φτωχός και παντόρφανος. Ευτυχώς,
με μάζωξαν οι καλόγεροι και μ’ έβαλαν τσοπανάκο στο κοπάδι τού Μοναστηριού. Από
τότε, κάθε βράδυ μετά το άρμεγμα πήγαινα κι άναβα δυο κεριά στη χάρη τής Παναγιάς,
ένα γιατί με κράτησε ζωντανό κι ένα γιατί με πήρε στην προστασία Της.
Στο Μοναστήρι έμεινα δόκιμος αρκετά χρόνια.
Κάθε πρωί έβγαζα τα πρόβατα για βοσκή κι όταν ο ήλιος έφτανε ένα καλάμι τα πήγαινα
στο πλάτωμα, που είναι στενόμακρο σαν βουνίσια κοιλάδα και έχει χορτάρι
μπόλικο, αφού το βλέπει ολημερίς ο ήλιος. Έβρισκα τον ίσκιο μου κάτω από τα
μεγάλα έλατα, έστρωνα πευκοβελόνες γι’ αφρατοσιά και παίζοντας τη φλογέρα μου χάζευα
τον κάμπο, χωρισμένο στα δύο από τον βοιωτικό Κηφισό, ν’ απλώνεται ως εκεί που
έκλεινε ο ορίζοντας. Άλλες φορές κατέβαινα μέχρι τον Κοκκινόβραχο[3], πέρναγα τον πύργο της Κυριάς[4] κι όταν άκουγα την καμπάνα
του Μοναστηριού που έκρουε «Α-δάμ, Α-δάμ», έπαιρνα με το κοπάδι το δρόμο της
επιστροφής. Με τις ζέστες, ανέβαζα τα ζωντανά στο Βοϊδολίβαδο και κάποιες φορές,
έφτανα μέχρι το Μπογντάνι, εκεί που αρχίζει το Σπανό του Παρνασσού.
Ένας κόσμος ολόκληρος αυτός ο τόπος –ο
μόνος που γνώρισα– με τα πολλά ξωκλήσια, τις πέτρινες βρύσες, τα περιβόλια, τ’ αλώνια
και το πυκνά δάση, γεμάτα από έλατα, πεύκα, κέδρα, βελανιδιές, αλλά και γαύρους[5], που έδωσαν το προσωνύμι
στην Παναγιά του Μοναστηριού. Στο Δαδί κατέβηκα μια φορά από τις σάρες της
Βίγλας, πριν με χρήσουνε μοναχό. Τα σπίτια του ήταν κρεμασμένα πάνω απ’ τα ριζά
τού Παρνασσού για τον φόβο των Τούρκων· ολόκληρη πολιτεία μού φάνηκε. Έτυχα στο
μεγάλο πανηγύρι, που ξεκίναγε στις 8 κάθε Σεπτέμβρη, ανήμερα στο Γενέσιο της
Θεοτόκου, και κράταγε πέντε μέρες. Ο κόσμος πολύς κι ο θόρυβος μεγάλος από τα
κάρα και τις οπλές των αλόγων στο λιθόστρωτο. Μπροστά-μπροστά, γεωργοί και έμποροι
διαλαλούσαν δυνατά τα γεννήματα και τις πραμάτειες τους και πίσω από όλη αυτή
τη φασαρία γίνονταν παζαρέματα για κάθε λογής ζωντανό. Ήταν η πρώτη φορά, που
πάτησα το ποδάρι μου σε μεγάλο πανηγύρι βουερής πόλης κι ακόμα θυμάμαι τα μάτια
των ατίθασων αλόγων την ώρα που άλλαζαν χέρια, μετά από σκληρά παζάρια.
Το Μοναστήρι έσερνε την αρχή του από τους
βυζαντινούς χρόνους. Είχε καταστραφεί και ξαναχτιστεί από την αρχή αρκετές
φορές. Ο ηγούμενος έλεγε πως οι κατακτητές το είχανε βάλει στο μάτι και του
έβαζαν φωτιά με κάθε ευκαιρία. Ευτυχώς που είχαμε το Σιγίλλιο τού Πατριάρχη,
Γρηγορίου του Ε΄, για τα προνόμιά του[6] και καταφέρναμε να το
ξαναστήνουμε. Όταν έμαθα να διαβάζω ο τότε Αναγνώστης με έβαλε να συλλαβίσω την
επιγραφή, που ήταν εντοιχισμένη στο υπέρθυρο της παλιάς μονής και έγραφε:
«Ανηγέρθη το παρόν κτίριον επί έτους 1755, Σεπτεμβρίου 22»[7]. Το Μοναστήρι, πέρα από τις
φιλανθρωπίες του, ήτανε γνωστό για τις αγιογραφίες και τη φιλοξενία του. Το
γάργαρο νερό της πηγής του έτρεχε ασταμάτητα, δρόσιζε ανθρώπους και αγρίμια κι
έφτανε μέχρι τα περιβόλια. Στη θέση της κτίστηκε αργότερα μια κρήνη, που έμενε
πάντα ανοιχτή. Γέμιζα κι εγώ το λαγήνι μου, κάθε πρωί. Ύστερα έκοβα κάνα καρπό ή
κάνα φρούτο τής εποχής και, κάνοντας το σταυρό μου, έπαιρνα το μονοπάτι για το
μαντρί. Τα δύσκολα χρόνια τής κλεφτουριάς με βρήκανε με το σχήμα τού μοναχού να βάζω τα δυνατά μου να γίνω Αναγνώστης,
αφού για ψάλτης δεν έκανα μιας και ήμουνα παράφωνος. Το κοπάδι πάντως δεν το
παράτησα.
Την εποχή της Επανάστασης, οι κλέφτες και
οι αρματολοί έμπαιναν στον ιερό χώρο απ’ το κρυφό πέρασμα που ένωνε το μαντρί
με τα κελιά. Πρώτοι και καλύτεροι ο Θανάσης ο Διάκος, από τη Μουσουνίτσα της
Φωκίδας, και ο Δυσσέας Ανδρούτσος, από τις Λιβανάτες της Λοκρίδας, έκαναν εκεί τις
συναντήσεις τους μετά από κάθε δυσκολία ή κατόρθωμα. Ποιον να πρωτομνημονεύσω απ’
τους αγωνιστές του Δαδιού στα χρόνια της «κλεφτουριάς»; Ήταν τόσοι πολλοί: Ο
Παπαλουκάς, ο Τσούτσος, ο Γιαννάκης Φλώρος, ο Παπαλυκούρας, ο Σταματόπουλος, ο
Αυγερινός, ο Πρωτόπαπας, ο Μπούσγος, ο
Μπάκας, ο Πεντεδέκας, ο Κοτσάνης, ο Τσολάκος, ο Τσουροπλής, ο Γκιώνης, οι
Σκανδαραίοι, οι Καραμερτζαναίοι, ο Γιάννης από την Ξυλικού, ο Τράκας απ’ την
Αγόριανη και πόσοι ακόμα. Ο Γιώργος Αυγερινός, ο Στάθης Δαδιώτης, ο Λάμπρος
Στρογγύλης και ο Βαγγέλης Γκρινιάτσος στις 23 Απριλίου τού 1821 πολέμησαν με τον
Διάκο στην Αλαμάνα. Μέσα στα παλληκάρια τού Δυσσέα Ανδρούτσου, που αγωνίστηκαν στην
ιστορική μάχη της Γραβιάς, στις 8 Μαΐου τού 1821, ήταν και οι Δαδιώτες Στάθης
Γαβρίλης και Θανάσης Τσούτσος αλλά και αρκετοί άλλοι απ’ τα περίχωρα τού
Δαδιού.
Ο Ανδρούτσος, όταν έφυγε από το Χάνι της
Γραβιάς, στο Μοναστήρι μας ήρθε να κρυφτεί και να ξεκουραστεί[8]. Ακούστηκε, μάλιστα, πως
στη γύρω περιοχή «έψησε στο σουβλί» δύο κακούργους, που λήστεψαν και σκότωσαν
ομοεθνείς μας[9].
Από το Μοναστήρι παρακολουθούσε και τις κινήσεις του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ
πασά (Μεχμέτ Ρουσούτ) στις απέναντι
πλαγιές του Καλλίδρομου. Προσπάθησε μάλιστα να εμποδίσει την κάθοδό τους από τη
Βουδουνίτσα[10]
προς τη Λειβαδιά και τον Μοριά, καταλαμβάνοντας το οχυρό Καστράκι, το αρχαίο
Τιθρώνιο στο Μύλο του Παπαλουκά, αλλά και από το Μετόχι του Μοναστηριού στο
ποτάμι. Σαν να ’ναι τώρα δα, μου ’ρχεται στο μυαλό εκείνο το τραγούδι, που μουρμουρίζαμε
μετά τις μάχες όταν αργούσε να φανεί κάποιο από τα παλικάρια του:
Κύργε
μου, τι να γένηκε ο Γιάννης Ξυλικιώτης;
Στο
Τάλαντι δεν φάνηκε ούτε στην Βουδουνίτσα.
Μας
είπαν πέρα πέρασε και πάει για τον Ανδρούτσο.
Και
πήγε κι ανταμώθηκε ’κει στο Δαδί από πάνω.
Μετά την πανωλεθρία του Δράμαλη στα
Δερβενάκια από τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη, στις 26 Ιουλίου τού 1822, ο Χουρσίτ
πασάς, που είχε καταστείλει εντωμεταξύ την επανάσταση τού Αλή πασά στα Γιάννενα,
έστειλε τον Κιοσσέ πασά με 8 χιλιάδες στρατό στην Ρούμελη, με την εντολή να
περάσει στην Πελοπόννησο και να υποστηρίξει τον Δράμαλη. Αυτός, περνώντας από
τη Λαμία, μάζεψε Κονιαρέους και Τουρκαλβανούς και τους έφτασε 12 χιλιάδες. Με
αυτούς ξεχύθηκε στην Παρνασσίδα και τη Λοκρίδα και κατέλαβε τα Σάλωνα. Όταν οι
κάτοικοι της Αταλάντης και της Λειβαδιάς ζήτησαν βοήθεια από τον Ανδρούτσο, ο
Κιοσσέ το έμαθε, άφησε τα Σάλωνα και πήρε το δρόμο για το Δαδί.
Αυτό ήταν προμήνυμα τού κακού που θα ακολουθούσε[11]. Τα γυναικόπαιδα του
χωριού κατέφυγαν στο Μοναστήρι και στα φαράγγια του Παρνασσού, όπως κάθε φορά
που οι Τούρκοι πλησίαζαν το χωριό μας. Την 1η Νοεμβρίου τού 1822[12], μέρα βροχερή, ο Δυσσέας θα
περνούσε από το Δαδί να συναντήσει τον Νίκο Σαρρή με τους τριακόσιους του, που
είχαν οχυρωθεί εκεί παρά της οδηγίες του[13]. Στη συνέχεια όλοι μαζί θα
πήγαιναν στο Μοναστήρι να συναντήσουν τον Λεπενιώτη και τους δικούς του, που
είχαν πιάσει τα ταμπούρια από την προηγούμενη· από τις αρχές τού Οκτώβρη
περίμεναν το σήμα του στη Δαύλεια, αφού απέναντι στο Μάνεσι είχαν
στρατοπεδεύσει οι Τούρκοι. Ο Σαρρής δεν ακολούθησε τελικά αλλά ήρθαν άλλα
παλικάρια από την Αράχωβα και το Καστρί, «δια της κορυφής του Παρνασσού προς συνάντησίν
του»[14].
Λίγο πριν το Μοναστήρι, στο ύψος του Αη
Θανάση, ο Δυσσέας είδε τους Τούρκους τού Κιοσσέ πασά να κατεβαίνουν από τη
Γραβιά, ακολουθώντας τη δημοσιά πλάι στο ποτάμι. Τους είδα κι εγώ· εκείνη την
ώρα ήμουνα στη Βίγλα και τον περίμενα να κοντοζυγώσει με τα παλικάρια του για
ν’ ανοίξω το κρυφό πέρασμα. Αντίς γι’ αυτό έστριψε
απ’ τη Λιθαρόστρουγγα και τους ρίχτηκε στα Καλογερικά Δέντρα, αλλά τον
αντιμετώπισαν όλοι μαζί και τον ανάγκασαν να οπισθοχωρήσει. Τότε ήταν που από
την υγρασία τον έπιασε η καταραμένη η ποδάγρα[15] και παραλίγο να
συλληφθεί. Τον έσωσαν τρία παλληκάρια από το Δαδί, ο Στάθης ο Γαβρίλης, ο
Γιάννης ο Φλώρος και ο Δήμος Κλησάρης ή Αράπης. Τον πήρανε στον ώμο και
τράβηξαν κατά δω στο Μοναστήρι. Πάνω από την Αγιά Μαρίνα, ο Δυσσέας αντελήφθη
ότι έλειπε από τη θήκη της η αρχιστρατηγική σπάθα του, δώρο της Αικατερίνας της
Ρωσίας στον πατέρα του[16], και είπε στον Γαβρίλη: «Το
σπαθί ή το κεφάλι σου». Εκείνος ροβόλησε στη ρεματιά και τη βρήκε κοντά στο
Πηγαδάκι, όπου έταξε να χτίσει την Αγιά Τριάδα για τη διπλή του σωτηρία.
Τον Δυσσέα εγώ τον έμπασα στο Μοναστήρι,
όπου συντόνισε τα παλικάρια του. Παρέταξε το στρατό του σε τρία μέρη, με
κατεύθυνση το Δαδί: Στη δεξιά πτέρυγα έβαλε αρχηγούς τον Στάθη Κατζικογιάννη
και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη, στην αριστερά τον Γεώργιο Λεπενιώτη και στο κέντρο
μπήκε αυτός με τον Μήτσο Κατζικογιάννη, τον αδελφό του Στάθη[17]. Το τούρκικο ιππικό
χτύπησε πρώτα το Δαδί κι έτρεψε σε φυγή τους τριακόσιους τού Σαρρή, που άφησαν
πίσω τους δέκα οκτώ σκοτωμένους και τον αρχηγό τους, ασάλευτο στη θέση του. Οι
Τούρκοι τον έπιασαν αιχμάλωτο και ύστερα, αφού έκαναν ανασύνταξη, στράφηκαν με
το πεζικό τους προς το Μοναστήρι.
«Η μάχη έγινε ανάμεσα Δαδιού και
Μοναστηριού και βάστηξε τέσσερις ώρες, από τις 10 το πρωί έως τις 2 το
απόγευμα»[18].
Οι Τούρκοι ήταν περισσότεροι κι έκαναν πολλά γιουρούσια, όμως ο Δυσσέας
εμψύχωνε τα παλικάρια του φωνάζοντας τον καθένα με το όνομά του. Όταν έφτασε το
ιππικό των Τούρκων όσοι δικοί μας πολεμούσαν από δεξιά οπισθοχώρησαν, ο Μήνιος
Κατζικογιάννης σκοτώθηκε, ο Αλέξης Ταργατζίκης ή Τσαούσης λαβώθηκε και οι
υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή προς την Αράχωβα.. Το σχέδιο των Τούρκων ήταν να
κυκλωθεί ο Ανδρούτσος από πίσω για να πιαστεί ζωντανός. Εκείνος όμως κατάφερε να
σωθεί πείθοντας κάποιους Τουρκαλβανούς, που δεν τον γνώριζαν, ότι είναι δικός τους
και αυτοί τον υπερασπίστηκαν διώχνοντας τους άλλους Τούρκους. Εκεί τους άφησε
τρέχοντας πρώτος κατά το Μοναστήρι, να του φωνάζουν: «Στάσου, μωρέ, μην τρέχεις
μόνος σου εμπρός. Θα σε σκοτώσουν οι Ρωμιοί» [19].
Εγώ άνοιξα την πόρτα στον Δυσσέα για να
μπει μέσα και του έδωσα το ταψί με την πετσέτα και κάμποσα μπακίρια για να δείχνει
πως είχε κάνει πλιάτσικο. Βγήκε ξυπόλυτος με το ταψί στο κεφάλι, κάνοντας τον
αμέριμνο. Πως κατάφεραν οι Τούρκοι και μπήκαν στο Μοναστήρι, ούτε που το
κατάλαβα. Είχα ασφαλίσει τη μεγάλη πόρτα του με τη βαριά
αμπάρα πριν μπω στο κρυφό μονοπάτι, φράζοντας όπως έκανα κάθε φορά την έξοδο με
τα χαράρια που ήταν γεμάτα με μαλλιά προβάτων. Το ρήμαξαν το Μοναστήρι οι
αντίχριστοι· κατάσφαξαν καλόγερους και γυναικόπαιδα, έκαναν ασχημίες και
βανδαλισμούς, δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά του, μέχρι και τα μάτια των Αγίων
έβγαλαν από τις εικόνες και ύστερα έβαλαν φωτιά. Την ίδια τύχη είχε και το
Δαδί. Σκότωσαν όσους άντρες πρόφτασαν, άρπαξαν όσα γυναικόπαιδα βρήκαν και το
έκαψαν. Εγώ κούρνιαξα σ’ ένα κούφωμα του βουνού κι έγινα ένα με τον βράχο του.
Άμα σταμάτησε ο χαλασμός και είδα τους Τούρκους να κατεβαίνουν την πλαγιά, περίμενα
να πέσει ο κουρνιαχτός κι επέστρεψα στο Μοναστήρι. Τους είδε κι ο Ανδρούτσος
από τη Γλούνιστα, απέναντι, να φεύγουν προς τη Βελίτσα και ήρθε κι αυτός. Είδε
το αίμα, που κύλαγε στα σκαλοπάτια ανάμεσα από τους σφαγμένους κι έφτανε μέχρι
την εκκλησιά και δάκρυσε. Άφησε εμένα να θάψω τους νεκρούς κι αυτός, με όσους
του είχαν απομείνει, τράβηξε για την Αράχωβα να συνεχίσει τον αγώνα. Τότε
ορκίστηκα να αναστήσω το Μοναστήρι τής Παναγιάς της Γαβριώτισσας, που μ’ έσωσε
τόσες φορές, λες και ήμουνα ταμένος γι’ αυτόν το σκοπό.
Οι Δαδιώτες με έκαναν δικό τους και με βοηθούν
να τα καταφέρω. Όταν πέρασε η πρώτη μπόρα της Επανάστασης, μάζεψα όσους λερούς
και πληγιασμένους είχαν απομείνει, από τον χαλασμό, όσοι άντεξαν δηλαδή μετά
από τόσους μήνες κακουχίες στις σπηλιές και στα γκρεμνά της Βαρσάμως, και
ξαναστήνουμε από την αρχή και το Δαδί και το Μοναστήρι. Συγκεντρώσαμε όσα
ζωντανά βρήκαν το δρόμο του γυρισμού και ξεκινήσαμε τα χωράφια μας από την
αρχή. Πορευόμαστε με την Παναγία τη Γαυριώτισσα στο πλευρό μας. Στις σχόλες,
μετά την Εκκλησιά στεριώνουμε τα χαλάσματα. Κάθε φαμελιά χτίζει κι από ένα
ξωκλήσι για τη σωτηρία της· ο Γαβρίλης ξεπλήρωσε το τάμα του με την Αγιά Τριάδα.
Η Αγιαρσαλή[20]
ανακαινίστηκε κι όπως ήταν σκαμμένη μέσα στο βράχο της βλέπει όλο το φαράγγι
και μας προστατεύει· μέχρι τώρα ποτέ δεν πατήθηκε από τους άπιστους. Όσοι από
αυτούς περνούν δεν φτάνουν σε μας, τους χαλάνε οι δικοί μας από τα καραούλια.
Το Μοναστήρι μας θα ξαναγίνει όπως ήτανε
και κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου, που είναι η γιορτή του, ο κόσμος θα έρχεται και
θ’ ανάβει κεριά για όσους σφάχτηκαν άδικα. Το έχομε λημέρι μας κι ευγνωμονούμε
την Παναγιά, που μας βοήθησε να ορθοποδήσουμε. Οι Τούρκοι δεν ξαναφάνηκαν μέχρι
τώρα, ίσως να μας θεωρούνε ξοφλημένους. Όμως, έχομε και το νου μας γιατί μ’
αυτούς ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Αν χρειαστεί θα πολεμήσουμε ξανά.
Εγώ έγινα Αναγνώστης τελικά, με χειροθεσία
από τον Επίσκοπο. Διαβάζω τις προφητείες, τους ψαλμούς και άλλα ιερά κείμενα
στην εκκλησία και παρακαλάω για τον τόπο και τους ανθρώπους του. Τα βράδια,
όταν γέρνω στο κελί μου να ξαποστάσω, έρχεται μπροστά μου ολοζώντανη η
καταστροφή εκείνης της μέρας, που όσο νερό κι αν έριχνε ο Θεός δεν ξεπλενότανε
η σφαγή από τις πλάκες τού Μοναστηριού. Γι’ αυτό, έχω και το νου μου μην
ακουστεί κανένας θόρυβος παράξενος. Κι αν αγριέψω και δεν με κολλάει ο ύπνος,
παίρνω τον κοντυλοφόρο και μέχρι να ξημερώσει στοιβάζω τις σκέψεις μου στο
χαρτί.
Όσα έγραψα κι όσα θα γράψω τ’ αφήνω στους νεότερους μαρτυριά για ’κείνους που αγωνιζόμενοι άφησαν τα κορμιά τους σ’ αυτά τα χώματα, πληρωμή για τη λευτεριά τού τόπου.
[1]Παυσανίας (Χ. 33,5). Χρήστου Μ.
Ενισλείδου, Η Αμφίκλεια, Αθήνα 1938.
Χρ. Μ. Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ.
Παπαλιάκου, Το Μοναστήρι του Δαδιού
(Παναγία η Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964.
[2] Βακούφι, επί τουρκοκρατίας, ονομαζόταν η γη που είχε αφιερωθεί σε φιλανθρωπικά ιδρύματα (τζαμιά, πτωχοκομεία, νοσοκομεία, μονές, σχολεία, τεμένη), καθώς και οι περιφέρειες, των οποίων οι πρόσοδοι ήταν αφιερωμένοι στα ανωτέρω ιδρύματα (Νικόλαου Σιάκκουλη, Η Ιστορία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης επί τουρκοκρατίας).
[3] Τοπωνυμία της περιοχής, όπου ήταν
το αρχαίο μαντείο του θεού Διονύσου, δίπλα στον Πύργο της Κυριάς (Χρ. Μ.
Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ. Παπαλιάκου, Το Μοναστήρι του Δαδιού (Παναγία η
Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964).
[4] Μεσαιωνικός πύργος (Χρήστου Μ.
Ενισλείδου, η Αμφίκλεια, Αθήνα 1938).
[5]Λαϊκή ονομασία του Carpinus betulus.
Φυλλοβόλο δέντρο ύψους έως 25m, με οδοντωτά, οξυκόρυφα φύλλα, κίτρινα αρσενικά
και πράσινα θηλυκά άνθη. Η ανθοφορία γίνεται από τον Απρίλιο έως τον Μάιο και η
καρποφορία από τον Σεπτέμβριο έως τον Οκτώβριο.
[6] Μαρτυρία από το Σιγίλλιο του
Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου του Ε΄, γραμμένο περί το 1798. Αναφέρει
ότι το Μοναστήρι ήταν Σταυροπηγιακό και εφοδιασμένο με πολλά προνόμια, πριν την
αποτέφρωσή του, πολύ πριν το 1798.
[7]Χρ. Μ. Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ.
Παπαλιάκου, Το Μοναστήρι του Δαδιού (Παναγία η Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964).
[8] Αν. Γούδας, Βίοι Παράλληλοι, τομ. Η΄, σελ. 139. Το Μοναστήρι του Δαδιού, Αθήνα 1964, των Χρ. Μ. Ενισλείδου και
Γεωργίου Ευστ. Παπαλιάκου.
[9] Το Μοναστήρι του Δαδιού, Αθήνα 1964, των Χρ. Μ. Ενισλείδου και
Γεωργίου Ευστ. Παπαλιάκου.
[10]Μενδενίτσα, ό.π.
[11] «Η μάχη του Δαδιού», Κάρπος
Παπαδόπουλος, Ανασκευή, 1837.
Σπυρίδων Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής
Επανάστασης 1821, τόμος Β΄, Στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Αθήνα 1907, τόμος Β΄.
[12] Πληροφορίες καταγεγραμμένες από
τον Σπύρο Τρικούπη (1788-1873).
[13]Αναφορές: Κάρπου Παπαδόπουλου (1790-1871,
λοχαγός του τακτικού Ελληνικού στρατού, «αυτόπτις μέτοχος του Ανδρούτσου», Ανασκευή, 1837). Χρ. Μ.
Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ. Παπαλιάκου, Το
Μοναστήρι του Δαδιού (Παναγία η Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964.
[14] ό.π.
[15] Έτσι λέγανε στο Δαδί την κράμπα.
[16] Είχε περιέλθει και στα χέρια του
Ομέρ Βρυώνη, αλλά του την πήρε πίσω ο Αθηναίος Άγγελος Έγγελης. Αργότερα ο
Ανδρούτσος χάρισε το σπαθί στον Θ. Κολοκοτρώνη ( Δ. Σουρμελής, Ιστορία Αθηνών, Αθήναι 1834).
[17]Αναφορές: Κάρπου Παπαδόπουλου (1790-1871),
σελ. 14. Χρ. Μ. Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ. Παπαλιάκου, Το Μοναστήρι του Δαδιού (Παναγία η Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964.
[18] Χρ. Μ. Ενισλείδου-Γεωργίου Ευστ.
Παπαλιάκου, Το Μοναστήρι του Δαδιού
(Παναγία η Γαυριώτισσα), Αθήνα 1964.
[19] ό.π.
Θερμές ευχαριστίες
ΑπάντησηΔιαγραφή