Όπως σε όλα του τα διηγήματa, έτσι & σε τούτο που δημοσιεύουμε σήμερα στο ιστολόγιό μας, ο αείμνηστος συγχωριανός Κώστας Ι. Κούσουλας, με τη γλαφυρή του γραφή & επ’ ευκαιρία μιας γκλίτσας που έλαβε ως δώρο από τον εξάδελφό το Ηλία Καραθάνο,..... περιγράφοντας πρόσωπα & γεγονότα, χαρακτήρες, ήθη , έθιμα , ασχολίες & συνήθειες των συγχωριανών μας, μας μεταφέρει στη Σουβάλα μιας άλλης εποχής. Αυτή του μέσου του προηγούμενου αιώνα & παλαιότερα, τη Σουβάλα του μόχθου, της ανέχειας & των στερήσεων αλλά & των αγνών ανθρωπίνων σχέσεων, της αγάπης, της φιλίας & της αλληλεγγύης, μεταξύ αδελφών, συγγενών, γειτόνων & φίλων .
Ως κεντρικό ήρωα του διηγήματος χαρακτηρίσαμε τον μακαρίτη συγχωριανό μας Ηλία Θάνο (Καραθάνο), αφού σ’ αυτόν αναφέρεται ιδιαίτερα ο διηγηματογράφος μας, γι’ αυτό και αναρτήσαμε αυτή τη φωτογραφία στη μνήμη του ίδιου αλλά & του εικονιζόμενου μαζί του συμπεθέρου του μπάρμπα-Θανάση Μουτσιανά.
Α. Ι.Β.
Αλωνάρης. Άναψε και καίγεται ο τόπος. Θερισμένα τα σιταροκρίθαρα αλωνίζονται δεματιασμένα στου Βελέντζα τ’ αλώνι...
Γυροφέρνουν καταμεσήμερο πάνω τους τα Τσαρχέϊκα άλογα ιδρωμένα, με το μπαρμπα-Θανάση ν’ ανεμίζει τη βίτσα πάνω τους. Κάτω, τα θρυμματισμένα στάχυα στ’ αλώνι σηκώνουνε μπουχό. Δίπλα τους καταηλιού, ένα σμάρι, συντροφιά από μαντηλωμένες, γυναίκες λιχνιζουνε σ’ ένα ανείπωτο, αδιάρατο αεράκι τον ευλογημένο καρπό. Δε θέλει μωρέ να φυσήξει! Φρυγανισμένος πέρα ο Αη-Γιώργης πρασινίζει μόνο στα πένθιμα ψηλά κυπαρίσσια του. Ξεχωρίζει μόνο ο Πλατανάκης που σέρνει ως κάτω αγκουσιασμένος της Αλεγούσας το νερό. Φτηνό το πράσινο κι απ’ τα μπαμπάκια, δω-κει φυτρωμένα φέτος δίπλα στ’ αυλάκι της Λιαγκουρίτσας.
Τέτοιος ο Αλωνάρης. Μωρέ πού Θα πάει! Αύριο να δεις είναι το πανηγύρι τ’ Αη-λιός! Γενική έφοδος, ίσια πάνω, στα καταπράσινο και δροσερό βουνό!
Ξεσηκωμός απ’ το βράδυ στο κάθε σπίτι, σε κάθε νοικοκυριό. Οι μητρικές φροντίδες και ετοιμασίες γεμίζουν τα τράστα και τους ντορβάδες με του φτωχού και του πλούσιου, τα καλά. Κορδάρα, γραμμή ατέρμονη, φορτωμένα τα ζωντανά ξεκινώντας απ’ το πρωί, έχουν να δεις στο ανηφορικό μονοπάτι, μποτιλιάρισμα στα γμαροκατουρίματα. Βρε αμάν, ντε ζαβλακωμένο κούνα μωρέ τα ποδάρια σου! Τίποτα! Έχουμε εδώ να δεις την απαραίτητη και σπουδαία για πάρτη τους απαράβατη ιεροτελεστία! Βρε περπάτα! Τίποτα! Μουλιάζει κάτω ο τόπος κι ο αγέρας μοσκοβολάει απ’ την υγρή τους αρωματική ευχαρίστηση που τη συνοδεύουν πανηγυρικά με χαρούμενα όπως πρέπει της μέρας απ’ την πλευρά τους μουσικά επιφωνήματα, σαλπίσματα και ηχερά ξεφωνητά. Ως που νά, φτάνουμε επιτέλους, θα μπούμε στο ξακουσμένο δάσος, στον Πεφκιά του Αη-Λιά.
Μυρωμένο και δροσερό το βουνίσιο αγέρι, σιγοσφυρίζει στις βελόνες των πεύκων. Χαϊδεύει κατεβαίνοντας τη μύτη και τ’ αυτιά με τη δική του χαρμόσυνη ειδυλλιακή μουσική. Ανασταίνονται οι καμπίσιοι ξωμάχοι που τους ταλάνισε ο θέρος. Μαγεύονται τα μάτια. Χαίρονται την παρθενική χαρά τους τα παιδιά. Θα φτάσουμε όπου να’ ναι στον Αη- Λιά, ευλογημένο τ’ όνομά του, στο ξωκλήσι του, πούναι χωμένο στου Πεφκιά την καταπράσινη αγκαλιά. Ακούγονται, νά, κιόλας, οι ψάλτες τώρα, και θα φάμε ύστερα να δεις στην απόλυση τις γλυκές αχλάδες απ’ του Κατσαπράγκα την αχλαδιά. Είναι λίγο παραγινωμένες και μοιάζουν να δεις σα λιωμένες σοκολάτες. Τις μαζεύει ο Κωτσαπράγκας άγουρες πριν τις κλέψουν και τις ωριμάζει χωμένες στο φρεσκοαλωνισμένο στάρι. Τις φέρνει φορτωμένες στα χαράρια. Μουλιάζουνε θα πεις στο καφετί σοκολατένιο ζουμί τους ανάμικτο με τα λιθώδη κύτταρα, όπως τα λέμε οι γεωπόνοι. Τέτοιος σαν έγινα, πήγα και είδα επί τόπου αυτό το θαύμα, αυτό το μοναδικό δέντρο που έστεκε τότε ακόμα πανώριο καταμεσίς στο Νησί, χωρίς στάλα νερό! Ένα είδος επιμιξίας γκορτσαχλάδας που πάει, χάθηκε. Τ’ Αη-λιός λοιπόν σήμερα κι εγώ, κατά τη συνταγή του γιατρού μου που θέλει να με φτάσει, όπως κι άλλους και μένα, στα εκατό, περπατάω στην παραλία, παρά θιν αλός που λένε. Και νάτος αυτός! Ο Τύπος μωρές με τη γκλίτσα που κι αυτός χαζοπερπατάει, πάει σίγουρα να δεις κι’ αυτός για τα εκατό. Πού τ’ άφησες ρε πατριώτη τα πρόβατα; του λέω.
Τα’ ριξα στη θάλασσα να βοσκήσουν, μου απαντά. Και να δεις ρε φίλε νάναι ο Θερμαϊκός κείνη την ώρα, όπως φυσούσε ένα βραδάκι, ολόκληρος ένα κοπάδι άσπρα πρόβατα!
Τ’ Αη-λιός λοιπόν σήμερα! Πώς να μη σε θυμάμαι σήμερα που γιορτάζεις ρε ξάδερφε λεβέντη Λιάκο Καραθάνο που στα νιάτα σου με το στρουφιστό λακκάκι στο σαγόνι σου ήσουνα σαν τον Κερκ Ντάγκλας που έπαιζε τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια κι ακόμα παραπάνω! Που σε είδα μωρέ πριν λίγα χρόνια φαφούτη τώρα στο βρωμοπήγαδο, βασανισμένο, και σε θυμήθηκα να δεις μωρέ, τώρα που είδα κι αυτόν με τη γκλίτσα τη στραβολέγκα που καμάρωνε κιόλας, σήμερα που γιορτάζεις! Πώς να ξεχάσω εκείνη τη γκλίτσα τη λυγερή που έφτιασες τότε για χάρη μου! Βρε, ένα Πάσχα, μου την έταξες, άλλο Πάσχα, πουθενά η γκλίτσα. Ξάδερφε μου λες, όχι δε σε ξέχασα, θα σου φκιάσω μωρέ μια γκλίτσα που δεν θα έχει άλλή! Μια δυο - τρεις φορές, ερχόμουνα και δεν του μίλαγα του Λιάκου για την γκλίτσα. Είπα πάει, την ξέχασε, έχει και δουλειές, βάσανα, άστο, τι να του λέω κάθε φορά, τη γκλίτσα και τη γκλίτσα. Άστη να πάει κατ’ ανέμη...
Ώσπου ένα Πάσχα, νάτος ο Λιάς, μούφερε το βεδούρι με το μοσκοβολιστό πρόβειο γιαούρτι και, τι θαύμα! Και τη γκλίτσα! 'Ενα πλάσμα να δεις λυγερό και πανέμορφο. Λουμάκι, κόμπο-κόμπο από αγριοκορομηλιά, πανύψηλη λαμπάδα, με στέμμα απ’ το χέρι του σκαλιστό περίτεχνο! Ένα πράγμα να δεις ζηλεμένο, βαμμένο και μοσκοβολιστό, γιαλιστερό σαν από κίτρινο έβενο, αλειμμένο με τη ματζουράνα! Ξάδερφε, ε, ξάδερφε μου λέει. Γι’ αυτό άργησα. Έψαχνα να δεις για σένα χρόνια στον Παρνασσό! Ναι σου λέω! Να βρω στις ζαστάνες ένα τέτοιο ξύλο, τέτοιο λουμάκι μοναχό! Άντε, να τη χαίρεσαι!
Τη γκλίτσα και τα μάτια μου, είπα. Πάρτηνε ντε να καμαρώσεις στη βόλτα σου τώρα που είσαι ακόμα στο χωριό! Α πα πα, λέω στην Αγγελικούλα, θα τη δούνε οι άλλοι εδώ και θα ζηλέψουν, μπορεί κιόλας να μου την κλέψουν. Θα την έχω ιερό κειμήλιο εκεί στην πόλη που θα πάω. Θα καμαρώνω μαζί της ψηλός-ψηλός κι εγώ σαν αυτή όπως θα περπατάω, θα λέω μωρέ να δεις, με βλέπετε, αυτός είμαι εγώ!
Όπως τελειώνουν όλα τα ωραία, τέλειωσε κι αυτό το Πάσχα στο χωριό. Έτοιμοι για αναχώρηση. Μπαγκάζια, βαλίτσες, τσάντες φίσκα με καλούδια Σουβαλιώτικα. Το ψωμί, το καρβέλι της μάννας που είναι σαν ήλιος, τραχανάς, φασόλια βραστερά, και φυρίκια του θείου, απ’ τον Παπαρίζο που μοσκοβολάνε. Είναι βιολογικά με τα σκουληκάκια τους. Αφού να δεις, πριν 50 χρόνια, εμείς πρώτοι ανακαλύψαμε τί αξία έχουν τα βιολογικά προϊόντα. Εσύ μόνο τη γκλίτσα θα πάρεις; φωνάζει πάλι η Αγγελικούλα. Δώστη στο παιδί. Α πα πα θα του την αρπάξουν. Θα πάρω μωρέ, εντάξει, και δυο βαλίτσες να μη φωνάζεις. Έχουμε να δεις και τη σπιθουρίτσα, πάλι εκείνη. Θα την πάρω μωρέ εγώ και τη σπιθουρίτσα. (Την ιστορία της σπιθουρίτσας θα σας τη γράψω την άλλη φορά*). Μη φωνάζετε, τάχα, πως εγώ θα πάρω μόνο τη γκλίτσα! Μου τη ματιάξανε. Αχ! Μπορεί εκείνος ο Σταθμάρχης στο σταθμό που περιμέναμε το τραίνο το μάτι του να, κολλημένο στη γκλίτσα. Πήγε να τη χαϊδέψει όταν κιόλας έφτασε το τραίνο αγκομαχώντας. Την άρπαξα πρώτη και δυο βαλίτσες και τη σπιθουρίτσα κι ανέβηκα.
Πράμματα και θάματα στα τραίνα, τι τραίνα δα, τα θυμάστε τα χάλια τους και τα δικά μας. Πάρε τόνα, πάρε τ’ άλλο. Στο ανέβα και στο κατέβα έχανε ο σκύλος τον αφέντη του. Έχασα κι εγώ τη γκλίτσα. Πώς έγινε; Στο ανέβα καλά, το κακό έγινε στο κατέβα. Την παράτησα ξαπλωτή να ξεκουράζεται μωρέ η βασίλισσα στην κουκέτα του τραίνου. Πάει η γκλίτσα! Τέτοια γκλίτσα!
Σημείωση ιστολογίου:
* Το διήγημα "Η σπιθουρίτσα" δημοσιεύσαμε παλαιότερα & μπορείτε να το διαβάσετε ξανά επισκεπτόμενοι το σύνδεσμο: https://lispolydrosou.blogspot.com/2022/05/blog-post_22.html
Επιμέλεια Ανάρτησης: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.