Είμαι αναχρονιστικός. Άσε τα κινητά τηλέφωνα και τις άλλες σύγχρονες επιτεύξεις... Καθώς δεν αξιώθηκα στη ζωή μου ιδιόκτητο αυτοκίνητο, και δεν συμβιβάστηκα με κάθε άλλο τέτοιο ατομικό, τροχοφόρο μέσο ή μηχανή, όταν ήταν, από τότε και τώρα να ταξιδέψω, να φύγω απ' το χωριό ή να γυρίσω, το τραίνο ήταν και είναι ακόμα η καταφυγή μου.
Βλέπω τώρα το σταθμό όπως κατάντησε και ντρέπομαι καθώς αναθυμούμαι τις τότε δόξες και τα μεγαλεία του. Το σταθμάρχη με το βαθύ μπλε καπέλο και τα κόκκινα σιρίτια του, το άψογο σε τάξη γραφείο του με τα σινιάλα και την απαστράπτουσα τότε αίθουσα αναμονής και τον περίγυρο, τον πανέμορφο εκείνο πράσινο περίγυρο με τα καλλωπιστικά δέντρα, τις μπορντούρες με τα ευώνυμα και τα λιγούστρα και τις τριανταφυλλιές. Ήταν ένα νιόπαντρο ζευγάρι που τότε έμενε σ’ αυτό το ρομαντικό παράδεισο. Το πηγάδι με την αλυσίδα τόσο φροντισμένο στην κατασκευή του με την πέτρινη δομή και το σκέπαστρο του για να ξεδιψάνε με το νερό, το δροσερό, οι ταξιδιώτες στην αναμονή τους για το τραίνο. Το θαυμάσιο σπίτι τους με τις κεντισμένες σκαλιστές πέτρες και την κληματαριά και τις μουριές και τις κότες περιφραγμένες κάτω τους να τσιμπολογάνε λαίμαργα τα γλυκά μούρα.
Όχι μόνο ο δικός μας σταθμός, κάθε σταθμός στη διαδρομή του τραίνου ήταν ένα κομψοτέχνημα, σχεδιασμένο με έμπνευση κι αγάπη. Ένας τόνος πολιτισμού. Ένα ευγενικό μπόλι Ευρώπης στη κακόμοιρη άγρια και φτωχιά, τότε, ακόμα πατρίδα μας. Σταθμός Λιλαία. Πως κατάφεραν τότε οι αγοριανίτες να μας υποκλέψουν για το χωριό τους και για το σταθμό μας τέτοια ομηρική δοξασμένη ονοματολογία και να μας αφήσουν στη Σουβάλα με τον ταπεινό και άδοξο Έρωχο και τα ερείπια της ανασκαφής του που ποτέ δεν συντελέστηκε! Ας είναι. Αλλάξαμε και εμείς τη Σουβάλα της φασουλάδας που, τούρκικα ή σλάβικα σημαίνει κάτι σαν πολύ νερό, με το κοσμικόν και σήμερα πολύφερνοv Πολύδροσος. Και το σταθμό Λιλαία, όπως κατάντησε, ποιος τον ξέρει! Αυτό το σταθμό που ανεβοκατέβαινε τότε ο Σικελιανός με την Εύα του και η Ισιδώρα Ντάνκαν για να χορέψει κι αυτή στις Δελφικές γιορτές. Τους θυμάμαι που σταματούσαν στον πατέρα μου για να πιουν καφέ και να συνεχίσουν με μουλάρια για Δελφούς μέσω Απάνω Αγόριανης.
Σ’ αυτό το σταθμό πήγα κι εγώ να δω από κοντά το τραίνο. Για την απόπειρά μου εντούτοις που μου στοίχισε τότε ένα ξύλο σημαδιακό απ’ το σιδερένιο χέρι του, φταίει και ο ίδιος. Άντε τώρα να τον βρεις και να του τα εξηγήσεις, πως και τί και να του πεις! Γιατί δώσ’ του όλη ώρα τότε ν’ ακούω για τα έργα πώς και πού έγιναν και τους Γάλλους μηχανικούς που ήταν εδώ και φκιάσανε αυτά τα θαύματα τρυπώντας τα βουνά, και την παλαστιέρα που έπαιρνε και έφερνε κάθε μέρα τους εργάτες απ’ τα χωριά που δουλεύανε στις γαλαρίες και τις γραμμές, είχε ξεσηκώσει την άμετρη από τότε φαντασία μου, γιατί καθώς υπολογίζω τώρα που τάχα έβαλα μυαλό, στα παιδικά μου χρόνια πρέπει να ήταν η φαντασία μου μπιτ για μπιτ για τα σίδερα!
Έφταιγαν βέβαια και τα περιοδικά ο ΘΕΑΤΗΣ και το ΜΠΟΥΚΕΤΟ που ο πατέρας τα έφερνε με το τσουβάλι για να τυλίγουμε στο μαγαζί τις αλμυρές σαρδέλες και να δεις που τα διάβαζα του σκοτωμού απ’ τα τέσσερα - πέντε χρόνια και πριν πάω ακόμα σχολείο, αρχίζοντας απ’ τις φωτογραφίες με τη Γκρέτα Γκάρμπο και το Ραμόν Νοβάρο και την Πόλα Νέγκρι και το Ροδόλφο Βαλεντίνο. Μ’ άρπαξε μια φορά με την καρέκλα όπως διάβαζα αφοσιωμένος, αλλοπαρμένος σε ξένο κόσμο, και με πέταξε έξω, σύρε βρε να παίξεις θα πεθάνεις π’ ανάθεμά σου μ’ αυτά τα πρόστυχα τα περιοδικά!
Ήμουνα έτσι χάλια, τα πόδια μου σαν καλάμια, κυριαρίνα …τσακνοπόδα με φώναζαν οι φίλοι - συνομήλικοι σαν μαλώναμε, με φαρμακώνανε οι άτιμοι μ’ αυτή την προσαγόρευση, αλλά κι εγώ να δεις τους εκδικιόμουν, ήμουν πάντα πρώτος στο σχολείο. Αυτή η ιστορία με τα περιοδικά και με τις συνέχειες απ’ τα μυθιστορήματα που διάβαζα, είναι τόσο μεγάλη που δεν χωράει τώρα στην ιστορία του σταθμού, γιατί έτσι σαν αρχίσω να τα λέω κι αυτά θα ξεστρατίσω και θα χάσουμε να δεις ...το τραίνο!
Νάμαι λοιπόν μια φορά στου Κόκοτου το καραούλι - άλλο τούτο πάλι - και φτάνει εκείνη την ώρα το τραίνο στο σταθμό. Τάβλεπα όλα σα σε γυαλί. Έκαμε τούου-τούου, είδα από ‘κει να φανταστείς τον κόσμο που ανέβηκε - κατέβηκε και τις ρόδες τις τεράστιας ατμομηχανής. Αντί να ησυχάσω όμως που, τέλος πάντων, λογικά έπρεπε να ικανοποιηθώ με ότι επιτέλους παραπάνω είδα απ’ το καραούλι και ότι άκουσα απ’ το τραίνο, αυτό να δεις ήταν που άναψε ποιο πολύ την τρελή τη φαντασία μου.
Συνεργός μου και σ’ αυτή την αποκοτιά, ο Γιάννης ο Αμπελουργός, ο συνομήλικός Παφύλης. Δε δείλιαζε το μάτι του πουθενά, εγώ έβαζα με τη φαντασία μου τους στόχους κι αυτός τους έκανε πράξη. Τολμηρός κι αδίσταχτος. Μπορεί από τότε να τον οδήγησα και στην κουτουράδα να δεις να φκιάσει το σπίτι στη Μεγάλη Ράχη. Κι άλλη φορά τον παίνεψα για το έργο και την προσπάθειά του εκεί να νικήσει τις πέτρες, να τις γονιμοποιήσει με τον ιδρώτα και μαζί με τ’ άλλα να πραγματώσει την ταυτότητα του ονόματός του, να γίνει αμπελουργός! Θα μου πείτε. Καλά όλο με το Γιάννη έκανες παρέα; Γειτονάκι ήτανε ταιριάζαμε φαίνεται και στην τρέλα. Αργότερα στο σχολείο σοβαρεύτηκα. Είχα φίλους που διαπρέψανε, σαν καθηγητές πανεπιστημίου και βάλε! Το χωριό μας θα πεις ολόκληρο, ‘κεινο τον καιρό, ρουφούσε τα γράμματα σα σφουγγάρι, είμασταν ξακουστοί στα γράμματα και στη φασουλάδα οι Σουβαλιώτες.
Έτσι λοιπόν έγινε τότε με το Γιάννη, και το αποφασίσαμε Καλοκαίρι, τα τζιτζίκια βαριεστημένα δώστου να παίζουνε στις μυγδαλιές σ’ όλο το δρόμο, όλο τον ίδιο βαρετό σκοπό και μεις ξεκινήσαμε ντάλα μεσημέρι ξυπόλυτοι να πάμε στο σταθμό να ιδούμε από κοντά το τραίνο. Το πως φτάσαμε και περάσαμε το Μπουρνιά και πως περάσαμε στον Αη-Λουκά κι ύστερα θριαμβευτικά το γιοφύρι στο ποτάμι, δε θυμάμαι τίποτα. Φτάσαμε στο σταθμό και κρυφτήκαμε..
Σαν ακούσαμε να ‘ρχεται το τραίνο απ’ το Δαδί, συρθήκαμε και πιάσαμε θέση δίπλα στις ράγες, λίγο πιο πάνω και πιο πέρα απ’ το δικό μας σταθμό, προς το Μπράλλο. Με το αυτί κολλημένο στο χώμα ν’ ακούει το φοβερό τρανταγμό, ένιωσα το τραίνο που όλο πλησίαζε. Στάθηκε να δεις μια δόση στο σταθμό να κατεβούν οι επιβάτες, κι ύστερα σιγά-σιγά έρχεται να δεις τούκ-τούκ η μηχανή και σταματάει εντελώς μπροστά μου! Προσπαθούσα να συμμαζέψω την καρδιά μου που πήγαινε να σπάσει, με ράντισαν και κάτι στάλες από το καυτό νερό, σύννεφο ο ατμός κι ύστερα η τεράστια μανιβέλα που με το έμβολο της γύριζε με το μπρος-πίσω τον τροχό της κίνησης, καθώς σπαρταρούσα απ’ το φόβο έκανε μια δυνατά παφ-πούφ κι ευτυχώς το τραίνο πάλι ξεκίνησε για το Μπράλλο. Έμεινα κολλημένος στο χώμα, ώσπου να περάσει και το τελευταίο βαγόνι κι ακόμα έτρεμα. Ο Γιάννης ήρθε και με σκούντησε, άντε ρε εδώ θα καθίσουμε; Ούτε πάλι θυμάμαι πως γυρίσαμε κι ήταν απόγιομα.
Δεν ξέρω στο δικό του, αλλά στο δικό μου σπίτι είχε γίνει αναστάτωση. Και που δε με ψάχνανε να με βρουν. Έφτασαν να ψάχνουν στο Μύλο κι ως τα Μαντάμια. Κάθε φορά άκουγα τη μάνα μου που ενώ ήταν η ίδια φοβερά εντυπωσιακή και δυνατή γυναίκα, συχνά έλεγε για το σιδερένιο χέρι του πατέρα μου. Είχε δουλέψει στις μίνες στην Αμερική, βγάζοντας με το λοστό και με το φτυάρι το κάρβουνο κι είχε εκεί διαπρέψει. Είχε διακριθεί με βραβείο για την απόδοσή του καθώς τα χέρια του είχαν γίνει μ’ αυτή την άσκηση πραγματικά σιδερένια. Έκανε τότε την επαλήθευση στον πισινό μου, τι πισινός δα, αφού ήμουνα σκέτο κόκαλο. Η μάνα μου, τη θυμάμαι σα να την ακούω τώρα, που ρίχτηκε κλαίγοντας ανάμεσά του, μη Γιάννη μου, άστο το άμοιρο, δεν θα το ξανακάνει. Ο κώλος μου την άλλη μέρα είχε μελανιάσει και μου έβαλε να δεις ψητά κρεμμύδια. Δε θυμάμαι να με χτύπησε έτσι άλλη φορά ο πατέρας. Έτσι έμεινε η μοναδική φορά δοκιμής του σιδερένιου χεριού του, για να θυμάμαι κι εγώ να δεις καλύτερα ως τα σήμερα, το τραίνο και το σταθμό.
Κώστας Ι. Κούσουλας (1921-2018)
Γεωπόνος - λογοτέχνης
Σημείωμα Λαογραφικού Συλλογου:
Το σημερινό μας εξαιρετικό, και πάλι, διήγημα του αειμνήστου συγχωριανού μας Γεωπόνου & λογοτέχνη Κώστα Ι. Κούσουλα δημοσιεύουμε ως επίκαιρο, μετά την αίσια έκβαση & ικανοποίηση από την πολιτεία & την ΤΡΑΙΝΟΣΕ του αιτήματος των Θεσμικών Φορέων (Δήμων Αμφικλείας, Δελφών & Τοπικών Κοινοτήτων), Συλλογικών Φορέων αλλά & των Κατοίκων των Χωριών μας για επαναφορά των καθημερινών δρομολογίων του τραίνου στην παλιά γραμμή Τιθορέας – Αμφίκλειας – Λιλαίας – Μπράλου – Λειανοκλαδίου.
Το αφιερώνουμε, βέβαια, σε όλους τους κατοίκους όλων των χωριών της περιοχής μας (γούρνας) & σε όλους όσους κινητοποιήθηκαν για την επαναλειτουργία των εν λόγω δρομολογίων, αλλά ιδιαιτέρως το αφιερώνουμε σε όλους εκείνους τους συντοπίτες μας που διαχρονικά & με οιανδήποτε σχέση εργασίας υπηρέτησαν & εργάστηκαν στον πάλαι ποτέ κραταιό ΟΣΕ.
Επιμέλεια- Ανάρτηση: Αλέκος Ι. Βαλάσκας
ΠΗΓΗ: https://lispolydrosou.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.