Παναγιώτης Ιατρόπουλος
Το 1938 προς το τέλος του καλοκαιριού η Ευρώπη ανέπνεε με δυσκολία αφού ήδη είχε πατήσει το κατώφλι του μεγαλύτερου πολέμου στην ανθρώπινη ιστορία,.....
στο Παρίσι η Ιταλία είχε μόλις κατακτήσει το παγκόσμιο κύπελλο νικώντας την Ουγγαρία 4-2,Νοέμβρη ο Κεμάλ Ατατούρκ εγκατέλειπε τα εγκόσμια και ο Γκρίνσπαν έγραφε ιστορία σκοτώνοντας τον φομ Ρατ στο Παρίσι που απαντήθηκε απ’ τους Ναζί με τη νύχτα των κρυστάλλων.Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έφτανε σ’ ένα μικρό χωριό της
Φθιώτιδας το Μπράλο όπου το μόνο που ακούγονταν μέσα Νοέμβρη, ήταν το
γλεντοκόπι στο σπίτι του σαντουριέρη Κώστα Τσίτσα.
Με το όργανο κουρντισμένο τέζα, τα καβαλαράκια σφιγμένα, τις
105 χορδές και τις 41 νότες να μη προλαβαίνουν τον ήχο απ’ τα μπακετίνια που
έτρεχαν δαιμονισμένα στα χέρια του Κώστα που γιόρταζε τον ερχομό του τρίτου του
παιδιού του Νίκου που άρχιζε έτσι τη πρώτη του ζωή.
Στο πυκνό χρόνο εκείνης της δραματικής εποχής ο μικρός Νίκος
Τσίτσας, πρόλαβε να ζωγραφίσει αχνά στη πρώτη του μνήμη το πατέρα του σαν το
κέντρο του κόσμου αφού με το σαντούρι του έδινε ρυθμό στους χορευτές, χωρίς
όμως να του εξηγεί κανείς ότι ο χορός και τα βήματα, προέρχονται από το φόβο
των ανθρώπων για το θάνατο.
Αυτό θα το μάθει το καλοκαίρι του 1943 αφού προλάβει όμως να
αιχμαλωτίσει τη μορφή του αλυσοδεμένου σαντουριέρη, σηκωμένος στα χέρια- τι ειρωνεία- του
Πρόδρομου Κασσιού, σ’ ένα τραίνο για τις φυλακές της Λάρισας που όμως δεν
έφτασε ποτέ γιατί ανατινάχτηκε στο κούρνοβο όπου για λίγους ένοχους χάθηκαν
πολλοί αθώοι…
Στα 12 χρόνια του θα χάσει και τη μητέρα του Μάρθα για να
του μείνει η γιαγιά Γαρουφαλιά ελπίδα, στήριγμα, καταφύγιο και απαντοχή για τα
ήσυχα βράδια όπου το χάδι της ήταν το εισιτήριο για τα όνειρά του πάντα
ανήσυχα, ταραγμένα αλλά στο τέλος η καταπιέζουσα επιθυμία να φωνάζει, πως κάθε αύριο
είναι μια άλλη μέρα, μια νέα αρχή.
Η δεύτερη ζωή του Νίκου Τσίτσα είναι γεμάτη απορίες, αρνήσεις, ερωτήματα
όπως γιατί τον διώχνουν απ’ τα βαφτίσια, τους γάμους, τις χαρές τους αρραβώνες.
Γιατί παίρνει εξαπτέρυγο μόνο στις κηδείες..
Άριστος μαθητής στο Γυμνάσιο γρήγορα διεμήνυσε στους
μπαρμπάδες του, πως δε θα γίνει μήτε ράφτης μήτε παπάς μήτε εργάτης δρόμων ή
λατομείων. Έκανε μια παραχώρηση στη χωροφυλακή γιατί εκεί εξασφάλιζε ρούχα,
φαγητό και εύκολη στέγη. Έτσι άρχισε η άνοδος του Νίκου Τσίτσα που δεν
ήταν Barry Lyndon και γι’ αυτό δε
συνοδεύτηκε από κάθοδο και πτώση, παρά έμεινε σε διαρκή περιφορά στον υψιπετή
χώρο πολιτικής, κοινωνίας και συνείδησης ανθρώπων, πράγμα ακατόρθωτο αφού πέρασε
στο μεταξύ ως συνδαιτυμόνας από τις οικογένειες δύο πρωθυπουργών και ως κεφαλή
δυο πολύ μεγάλων κοινωφελών οργανισμών ( ΙΚΑ, ΕΑΝΠ ΜΕΤΑΞΑ) έστερξε τις ανάγκες
των ανθρώπων χωρίς φειδώ και για τους χωριανούς του τα απαραίτητα ρουσφέτια που
δεν ήταν λίγα και που καθόλου δεν τον βοήθησαν στη Τρίτη του ζωή.
Το βράδυ της πρώτης Τρίτης του φετινού Αυγούστου και εν μέσω
της τρίτης του ζωής, παρακολουθούσα από πολύ κοντά τον Νίκο Τσίτσα σε βραδιά αφιερωμένη στον ίδιο σχετικά με τη
δωρεά της μεγάλης του συλλογής στη πλατεία του χωριού του. Καθισμένος απόμερα,
παραδομένος αναπότρεπτα στις σκέψεις του, με το αδύναμο φώς της κολώνας πίσω
του να δημιουργεί εικόνα κιαροσκούρο γύριζε γρήγορα την οθόνη της μνήμης του
ερευνώντας με φως τα σκοτάδια της αναπάντεχης ζωής του. Δίπλα του η
κωσταντινιά διάβαζε σιωπηλά τις πιο
βαθιές του σκέψεις που και ο ίδιος δε γνώριζε ή αρνιόταν την ύπαρξη τους γιατί
η αποδοχή και η συμφιλίωση με όλα να μοιάζει με υποταγή.
Γενναίε Νικόλαε οι πλανόδιες αγάπες σου βρήκαν στέγη εκεί
που αγάπησες, λυπήθηκες, αδικήθηκες, φοβήθηκες, αλλά το μέσα σου το εντελώς
δικό σου, φώναζε ασταμάτητα πως όλα είναι δρόμος και το σκηνικό βγαλμένο από τη
τελευταία σκηνή στις νύχτες της Καμπίρια που μόνο ο Φ. Φελλίνι μπορούσε να
δώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.