Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

.... Σήμερα Κυριακή 24 Νοεμβρίου.....

Τρίτη 18 Μαΐου 2021

Ο γιος της καντηλανάφτισσας – Της Κατερίνας Παναγιωτοπούλου

Όταν άκουσε ότι πατέρας του δεν ήταν αυτός που νόμιζε το πήρε κατάκαρδα. Το φώναξε το σόι του, κατάμουτρα στη μάνα του, με το δάχτυλο τεντωμένο.....

Μικρό παιδί ήταν ο Ζήσης, τρόμαξε κι όρμησε να την υπερασπιστεί· ορφανή ήταν. Σα δάγκωσε την απειλή, εκείνη έγινε πράξη και τον κλότσησε. Κακήν κακώς άφησε το πατρικό του κι ας ορκιζόταν η μάνα του άγνοια ενοχής. Στο σχολείο δεν πάτησε· τα παιδιά τον κορόιδευαν «γιο της καλογριάς». Κανονικά, καντηλανάφτισσα ήταν η μάνα του στον Αϊ-Βλάσση, απομεινάρι μεταβυζαντινής μονής, που ιδρύθηκε στα μέσα του 18ου αιώνα. Πάνω σε λόφο μεσημβρινό άσπριζε το καμπαναριό του, στην κεφαλή του δέσποζε η Όθρυς και στην ποδιά του ξάπλωνε ο ελαιώνας. Εκεί, ο Ζήσης έμαθε μόνος του να διαβάζει και να γράφει ζωγραφίζοντας, πάνω στη μαύρη πλάκα του με το κοντύλι, λέξεις που έβρισκε στα εκκλησιαστικά βιβλία.

Πως μπήκε στο μυαλό ορισμένων η ιδέα ότι δεν ήταν παιδί του πατέρα του δεν το καταλάβαινε. Δεν είχε ακόμα γενικευτεί η επανάσταση όταν ο πατέρας του έφυγε ξαφνικά ένα βράδυ χωρίς ν’ αφήσει πίσω του γραφή. Ίσα που τον θυμόταν, ψηλό, ξερακιανό, με γενειάδα μαύρη και πυκνή σαν του Παπαφλέσσα. Τότε αυτός ήταν μικρός κι αδύναμος για να αποτρέψει το φευγιό του· μόνο να τον περιμένει μπορούσε. Συχνά αναρωτιόταν γιατί άρπαξαν το έχει τους και τους έδιωξαν από το σπίτι κι απάντηση δεν εύρισκε. Ας είναι καλά ο Δεσπότης, που παραχώρησε το παρεκκλήσι κι αποχτήσανε σκεπή τον Άγιο. Τον πρώτο καιρό ο Ζήσης δεν ξεμάκραινε από τον ίσκιο της μάνας του. Έπαιρνε και το μεράδι της από τη λειτουργιά που περίσσευε. Φοβόταν και τους εξεγερμένους, που έφταναν ως εκεί για ένα κομμάτι ψωμί και δυο ελιές. Σα γνώρισε τα κατατόπια του μοναστηριού, και ξεθάρρεψε, άρχισε τις εξερευνήσεις. Έμαθε να σκαρφαλώνει το μεγαλύτερο κυπαρίσσι των Βαλκανίων, που υψωνόταν πίσω από το Ιερό του Καθολικού, και χάζευε μαζί με τα πουλιά τον ελαιώνα να απλώνεται μέχρι τη θάλασσα.

Όταν έβλεπε τούρκικο απόσπασμα να παίρνει την ανηφόρα, ειδοποιούσε τη μάνα του να φυγαδέψει τους αρματολούς από την κρυφή καταπακτή, που βρισκόταν κάτω από την Αγία Τράπεζα του παρεκκλησιού, ώστε ακολουθώντας το λαγούμι να φτάσουν έξω από τα τείχη της Μονής, όπου άρχιζε ο ελαιώνας. Εκείνος σκαρφάλωνε πάλι στα ψηλά και περίμενε να φύγει το απόσπασμα για να κατεβεί. Όταν οι Τούρκοι ρώταγαν για την κατεύθυνση των επαναστατών, η μάνα του τους έστελνε στην αντίθετη μεριά. Έτσι μεγάλωσε ο Ζήσης, κοροϊδεύοντας τα τούρκικα αποσπάσματα, τρέμοντας μπροστά στις εξαϋλωμένες μορφές των αγίων κι αγαλλιάζοντας από την απεραντοσύνη της θάλασσας, που άγγιζε τον ορίζοντα. Πάνω σ’ αυτό το κυπαρίσσι μια φορά τον πήρε ο ύπνος κι έπεσε από τη μεριά του γκρεμού. Σαν είδε η μάνα του πως το παιδί της γλύτωσε με λίγες γρατσουνιές, για να ευχαριστήσει τον Χριστό και τον Άγιο, ζώστηκε τα μαύρα και μπήκε στην υπηρεσία τους για πάντα.

Ο Δεσπότης επισκεπτόταν συχνά τη Μονή. Άφηνε το Καθολικό της Μεταμόρφωσης του Χριστού αλειτούργητο κι έκανε ολονυχτία στο παρεκκλήσι του Αϊ-Βλάσση, που ήταν σκαμμένο μέσα στο βράχο. Δυο κεριά μόνο φώτιζαν το χώρο, όπου στριμώχνονταν όσοι περισσότεροι χωρούσαν. Οι υπόλοιποι έπιαναν τα πιο σκοτεινά πλάγια του περίβολου και περίμεναν τη σειρά τους να προσκυνήσουν. Το χωριό είχε προστάτη τον Άγιο, έτσι σ’ αυτές τις ολονυχτίες μαζευόταν πολύς κόσμος· εκτός από το σόι του πατέρα του Ζήση. Αυτοί δεν είχαν ούτε ήθελαν νταραβέρια με παπάδες· ούτε και με τους εξεγερμένους ήθελαν. Διέδιδαν μάλιστα πως άμα ήξεραν ότι ο γιος τους θα γινόταν αρματολός και κλέφτης θα του έκοβαν το δρόμο νωρίς. «Γίνεσαι και τα δύο μαζί;» ρώταγε τη μάνα του ο Ζήσης. «Αν είσαι άξιος γίνεσαι» απαντούσε εκείνη κι αναστέναζε.

Σαν πέρασε κι ο τρίτος χρόνος, και ο πατέρας του δεν έδειξε πως ζει, ο Ζήσης πήρε την απόφαση κι έγραψε γράμμα στον Καραϊσκάκη. Το έδωσε στον έμπιστό του, που ξεπέζεψε μια φορά στη Μονή με το τάγμα του. Τα έγραψε όλα. Για τον χαμένο πατέρα του, για τις φήμες που διέδιδε το σόι του, για τη μάνα του και τον αγώνα της, για τη φτώχεια και τον πόνο τους. Του έγραψε και για κάποιες πληροφορίες που έλεγαν ότι είχε αλλάξει το όνομά του για να μην τον βρίσκουν οι δικοί και οι εχθροί του και παρακαλούσε τον οπλαρχηγό, μιας και ήταν πραγματικός γιος καλογριάς και καταλάβαινε την έλλειψη, να τον βρει και να τον στείλει πίσω.

Περιμένοντας την απάντηση του Καραϊσκάκη, που δεν ερχόταν, τα χρόνια πέρασαν, εκείνος μεγάλωσε, η μάνα του πέθανε και την έθαψε στα πόδια του μεγάλου κυπαρισσιού. Λίγο πριν κλείσει τα μάτια της τον όρκισε άμισθο καντηλανάφτη του παρεκκλησιού. Με αυτή την ιδιότητα παρέμεινε στο παρεκκλήσι και μετά το 1833, που η Μονή διαλύθηκε με Διάταγμα της Αντιβασιλείας του Όθωνα, παρά την αντίδραση των κατοίκων της περιοχής. Μετά το θάνατό του, ο χώρος έμεινε εγκαταλελειμμένος και ερείπωσε. Μόνο το παρεκκλήσι του Αϊ-Βλάση διατηρήθηκε ακέραιο μέσα στο βράχο. Η Μονή ανασυστάθηκε με Προεδρικό Διάταγμα, πολλά χρόνια αργότερα. Κατά τις εργασίες αναστήλωσης, στην Αγία Τράπεζα του παρεκκλησιού ανάμεσα στο «κατασάρκιο» και στην «ενδυτή», βρέθηκε ένας ταλαιπωρημένος φάκελος με δύο γράμματα. Το ένα το είχε γράψει ένα παιδί στον αγωνιστή Γεώργιο Καραϊσκάκη· τον παρακαλούσε να βρει τον πατέρα του και να τον στείλει πίσω. Στο άλλο η καντηλανάφτισσα έγραφε την ιστορία τους. Στο τέλος της γραφής της άφηνε ευχή και κατάρα να μη μάθει ποτέ ο γιός της πως ο πατέρας του σκοτώθηκε από το σόι του, για να μην βγει στο κλαρί και πολεμήσει τους Τούρκους.

Στην επιτύμβια στήλη, που έστησαν έξω από το Καθολικό, κάτω από τα ονόματα των Ηγουμένων και των Κτητόρων της Μονής πρόσθεσαν και τα ονόματα της καντηλανάφτισσας και του γιου της. Δίπλα στο καθένα έβαλαν την ιδιότητα του άμισθου καντηλανάφτη και παραδίπλα «Χριστιανός».

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ στις 22 Απριλίου 2021”

Κατερίνα Παναγιωτοπούλου.
Γεννήθηκε στην Αμφίκλεια Φθιώτιδας. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα. Σπούδασε Σκηνογραφία – Ενδυματολογία. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου στη Δημιουργική Γραφή, στην κατεύθυνση της Συγγραφής. Συμμετέχει στη συντακτική ομάδα του λογοτεχνικού περιοδικού Μανδραγόρας. Το βιβλίο της «Η Μακρυγιαλού και άλλες ιστορίες» κυκλοφόρησε από το Εντευκτήριο το 2017. Διηγήματα, κριτικές μελέτες και ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογές και λογοτεχνικά περιοδικά.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.