Προπολεμικά, επειδή υπήρχε έλλειψη ιερέων σε μερικά ορεινά χωριά, ο Δεσπότης έδινε την εντολή κάποιος κοντινός παπάς να ιερουργεί σε περισσότερες από μία, διπλανές κοινότητες, ....
π.χ. ο παπάς των Δυο Βουνών έπρεπε να πάει και στο χωριό Κουμαρίτσι να ψάλλει την Ανάσταση λίγο αργότερα.Πλησίαζε το Πάσχα, όπως τώρα και ο παπάς επειδή δεν υπήρχαν
τότε ημερολόγια και άλλα μέσα όπως σήμερα, μέτρησε τα ανάλογα κουκιά για όλη τη
σαρακοστή (κουκί και ημέρα) τα έβαλε στην τσέπη του και κάθε μέρα πέταγε κι από
ένα, ούτως ώστε στο τελευταίο κουκί θα ήταν η Ανάσταση.
Όμως η παπαδιά,
ψάχνοντας μια μέρα τα ράσα του, σκέφτηκε ότι: α τον κακομοίρη τον παπά μ’, τ’
αρέσουν πολύ τα κουκιά, δεν του βάζω καμιά δεκαριά ακόμα; Έτσι όμως ο
παπάς που δεν κατάλαβε τίποτα, έχασε το λογαριασμό και το Πάσχα πέρασε!
Βλέποντας δε και στο δρόμο τα βαμμένα τσόφλια απ’ τα κόκκινα αυγά, βεβαιώθηκε
ότι η Ανάσταση πέρασε κι αυτός δεν πήγε στα χωριά!
Ανεβαίνει λοιπόν κι αυτός σ’ ένα καραούλι ανάμεσα στα χωριά
για να ακούγεται και φώναξε δυνατά τα εξής:
Απάν’ Δυο Βουνά,
Κάτ’ Δυο Βουνά,
Δέλφινο και Κουμαρίτσι και συ κατακαημένε Κούβελε,
ούλα μαζί Χριστός Ανέστη!
Και βγάζοντας την κουμπούρα του, μπαμ! ρίχνει και μια κουμπουριά!
Ο
ΠΑΠΑ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Ποιος δεν θυμάται τον αγαπητό παπα-Γιώργη, παπά της Σουβάλας
στα μαθητικά μας χρόνια. Πολλές ήταν οι ιστορίες για τον παπα-Γιώργη
(Παπαργυρόπουλο), εδώ θα σας πω κάτι που θυμήθηκα σε μια Ανάσταση.
Ήταν τιμή και περηφάνεια για όποιον χωριανό έπαιρνε
πρώτος το Άγιο Φως της Ανάστασης… Γι’ αυτό φρόντιζαν κάτι παληκαρόπουλα
να μετέλθουν και αθέμιτα μέσα, προκειμένου να πάρουν πρώτοι το ‘Αγιο
Φως. Είχαν μεγάλες λαμπάδες, δεμένες σε ψηλά ματσούκια και μάλιστα τα
φυτίλια τους τα άλειβαν με αρκετή βενζίνη…
Είχαν μαζευτεί λοιπόν τα παιδιά μπροστά στην Ωραία Πύλη και
αδημονούσαν να βγει ο παπά-Γιώργης, ήταν η ώρα δώδεκα παρά…
Τα είδε αυτά ο παπάς και για να μη γίνει χαμός, σπρωξίδι και
φασαρία όπως την προηγούμενη χρονιά, βγαίνοντας στην Ωραία Πύλη φώναξε:
‘’ Τώρα που θα βγω να δώσω το Άγιο Φως, τηράτε μοναχά να μην καώ, όποιος μ’ έκαψε κάηκε!
Γέλιο από κάτω η εκκλησία, που ήταν φίσκα, γιατί όπως συνήθως είχαν
έλθει και οι ‘’μαναράδες’’ απανταχού Σουβαλιώτες…
Ξαναβγαίνει τότε ο παπα -Γιώργης και λέει:
ε.. είπαμε
και κάτι ήτανε ανάγκη να γελάσετε …!
Καλή Ανάσταση, χριστιανοί κλεισμένοι …!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.