Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Τρίτη 23 Απριλίου..... η εορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου μεταφέρεται τη Δευτέρα, 6 Μαΐου 2024.....Παγκόσμια Ημέρα Βιβλίου.....

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ ΧΩΡΙΑ ΚΑΤΩ και ΠΑΝΩ ΑΓΟΡΙΑΝΗ (ΛΙΛΑΙΑ - ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ Παρνασσίδας)

- Ο "Βράχος του Αεροπλάνου" 

- Μάχη στον "Όχτο" 

- Πυρπόληση των δύο χωριών και γερμανικές θηριωδίες 

Σύντομο ιστορικό:.....

Στις 6 Οκτωβρίου 1943, γερμανικά καταδιωκτικά καταρρίπτουν ένα αμερικανικό βομβαρδιστικό στην δυτική πλαγιά έξω από την Πάνω Αγόριανη. Το κύριο ανταρτικό σώμα της περιοχής, το Τάγμα ΕΛΑΣ Παρνασσίδας υπό την διοίκηση των καπετάνιων Διαμαντή-Νικηφόρου εκείνες τις ημέρες του φθινοπώρου βρισκόταν στα Δερβενοχώρια, σύμφωνα με τις διαταγές της Διοίκησης. Για την φυγάδευση των αμερικανών αεροπόρων κινητοποιούνται χωριανοί της οργάνωσης του ΕΑΜ και την απόκρουση του γερμανικού καταδρομικού αποσπάσματος αναλαμβάνει η Μαχητική Ομάδα της Αγόριανης, στη θέση "Όχτος", ανάμεσα στα δύο χωριά.

Ημερολογιακά: 

- 6 Οκτωβρίου 1943, κατάρριψη αμερικανικού βομβαρδιστικού στην Πάνω Αγόριανη, φυγάδευση πληρώματος από τους χωριανούς, μάχη στον Όχτο από την μαχητική ομάδα κατά γερμανικού αποσπάσματος, απόκρουση της καταδρομικής δύναμης.

- 7 Οκτωβρίου 1943, οι Γερμανοί επιστρέφουν με μεγαλύτερες δυνάμεις και πυρπολούν την Κάτω Αγόριανη - Λιλαία (κάηκαν 150 από τα 160 σπίτια, εκτελέστηκαν 11 χωριανοί).

- 8 Οκτωβρίου 1943, πυρπόληση της Πάνω Αγόριανης (κάηκαν 146 από τα 184 σπίτια, 17 χωριανοί εκτελέστηκαν ή κάηκαν μέσα στα σπίτια τους)]

Νικηφόρου "ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ"

*Αφήγηση του δάσκαλου Νίκου Ι. Δημητρίου:

"Στο μεταξύ, στο χωριό, είχαν περάσει άλλο δράμα. Θυμάται σήμερα ο Πατέρας:

« ― Στις 5 Οκτωβρίου (1943) έγινε επιδρομή στο λιμάνι του Πειραιά, συμμαχικά αεροπλάνα. Από το προηγούμενο βράδυ ήρθε και στο χωριό μας η είδηση ότι οι γερμανοί ετοιμάζονταν, ζώναν από παντού τον Παρνασσό και θα ανέβαιναν. Διαδόθηκε αστραπή το νέο και σηκώθηκε όλος ο κόσμος στο πόδι. Με τη γυναίκα μου αρχίσαμε να ετοιμάζουμε τα μικρότερα παιδιά μας. «Πού θα πάνε, άρρωστα κορίτσια;», κλαιγόταν συνέχεια η γυναίκα μου. Διαολίστηκα. Σε λίγο: «τα παιδιά, πού νάναι τώρα» (για σας τους δυο, είχαμε καιρό χωρίς νέα σας). Δε βάσταξα άλλο – «Γυναίκα κάμε τη δουλειά σου αν μπορείς, ειδεμή πάψε!» της κακιώθηκα και λούφαξε. Τα μικρά, λίγο φοβισμένα, τη χαίρονταν όμως κιόλας λίγο την περιπέτεια. Ετοιμάζαμε τα πράγματα, κι εμένα το μυαλό μου έψαχνε τα λαγκάδια και τις κορφές, «πού είναι καλλίτερα να τα στείλω;»...

» Το πρωί ξύπνησε από αχάραγα αλαφιασμένος όλος ο κόσμος. Άμα δεν ήξερες έλεγες τι αέρας φύσηξε και τους χτυπάει τούτους τους ανθρώπους. Ξεκινήσαμε κι εμείς τα παιδιά. Είχαμε βρει δυο ζώα για τις άρρωστες, βάλαμε απάνω και λίγα πράγματα. Η μάνα τους έτρεχε ξοπίσω, αχ και αχ. «Κορίτσια, και τούτο! Κορίτσια, και κείνο!». Όλο κάτι θυμόταν και φώναζε και κακοπαθιόταν.

» Γυρίζαμε ύστερα οι δυο μας στο σπίτι. Σα να είχε μαυρίσει ο τόπος. Παντού τρέχαν χωριανοί. Και τότε, εκεί που ήταν ησυχία, γεμίζει ξάφνου ο ουρανός ένα απότομο άγριο μουγκρητό, σα να κύλησαν απάνω μας, δώθε από τη ράχη της ανατολής χιλιάδες άδεια βαρέλια. Γυρίσαμε τρομαγμένοι και βλέπουμε, ορμούσαν δώθε από το ανατολικό βουνό αμέτρητα αεροπλάνα, αμερικανικά (που γύριζαν από το βομβαρδισμό του Πειραιά).

» Μέναμε όλοι παντού χάσκοντας και τα αγναντεύαμε. Γυάλιζαν από κάτω οι κοιλιές τους. «Αχά-αααα!» άρχισαν ν’ ακούγονται χαρούμενα ξεφωνητά από παντού, οι χωριανοί όλοι ενθουσιασμένοι. Φτάσανε και διάβαιναν πάνω απ’ τα κεφάλια μας τ’ αεροπλάνα. Άρχισαν να σκαπετάνε στην άλλη οροσειρά μας, στη Δύση. Τότε πάλι, να πίσω τους φάνηκαν απότομα και φτάσανε σα λυσσασμένες σφήκες από την ανατολή τα γερμανικά καταδιωκτικά. Μείναμε όλοι άφωνοι. «Φαρμάκι τ’ αντίχριστα!» λέγαμε.

» Τα καταδιωκτικά έφτασαν. Ένα-δυο από τα βομβαρδιστικά είχαν μείνει πίσω. Μάταια βογγολογούσαν να φτάσουν τα πολλά. Κάτι αβαρίες είχαν πάθει και σαν να τάχε σφραγίσει δεινή μοίρα. Τους ρίχτηκαν στριγγλίζοντας τα καταδιωκτικά «κρρρ - κρρ - κρρ! – Κρρ! κρρ - κρρ!». Και ξάφνου «παφ!» πετάχτηκε μια κούφια άγρια λάμψη από το ένα βομβαρδιστικό κι αμέσως μια ουρά καπνός κατάμαυρος πίσω του. «Άααα!» σηκώθηκε από παντού μια τρομαγμένη απογοήτευση κι αμέσως έφτασε στη γη και η έκρηξη πούχε γίνει στο χτυπημένο αεροπλάνο. Καταπίναμε με δυσκολία το σάλιο μας, όπως κρατούσαμε τεντωμένους ψηλά τους λαιμούς μας. Ικετεύαμε μέσα μας με όλη μας τη δύναμη, πώς νάταν δυνατό να αλλάζαμε τη μοίρα του χτυπημένου αεροπλάνου. Κι εκείνο, άρχισε να βαραίνει βογγώντας, να βαραίνει και χαμήλωνε, όλο χαμήλωνε, με την κοιλιά του σαν ασήκωτη και κάνοντας μεγάλο κύκλο σα γυρεύοντας μάταια πού να βρει μέρος κατάλληλο να κατεβεί. Πίσω του μάκραινε και πλάταινε τεράστια η ουρά ο κατάμαυρος καπνός. Το καταδιωκτικό, έκαμε μια στροφή ακόμα γύρω στο θύμα του, ύστερα έδωσε μια ίσια πάνω κι ανέβαινε ουρλιάζοντας μ’ έναν άγριο θρίαμβο.

» Το χτυπημένο βομβαρδιστικό, πάλευε ακόμα. Όπου νάταν θα γκρεμιζόταν. Εξακολουθούσε όμως να παλεύει, σα νάβαζε τα δυνατά του να κρατηθεί λίγο, γιατί είχε κάποιο χρέος ακόμα. Και τότε «ά-ααα!» αντήχησαν τρομαγμένες κραυγές, ο κόσμος. Ένα-δυο-τρία, το ένα κοντά στο άλλο κάτι παράξενα σκοτεινά κουβάρια τινάζονταν με δύναμη έξω από την κοιλιά του αεροπλάνου και απότομα πάλι τα κουβάρια αυτά, «πατ! πατ! πατ!» γίνονταν ένα ολόασπρο τεράστιο μανιτάρι στον ουρανό κι από κάτω από το μανιτάρι κρεμόταν κι ένας άνθρωπος μ’ ανοιχτά τα σκέλια και κρατώντας τα σκοινιά πάνω απ’ τους ώμους του και κατέβαινε μαλακά, πέρα-δώθε, προς τη γη. Εννιά τέτοια μανιτάριαόλα κι όλα. Τότε το καταδιωκτικό, σα να ξαφνιάστηκε! Σταμάτησε ν’ ανεβαίνει, όρμησε κάτω σα βέλος, διάλεξε ένα απ’ τα μανιτάρια κι άρχισε να παίζει σαν η γάτα με το ποντίκι. «Κρρρ! κρρ - κρρ!» ακούγαμε τις ριπές και παγώσαμε. Μου φάνηκε είδα την ταραχή του δόλιου εκείνου που ήταν ο τυχερός και ότι ξάφνου σα να σπαρτάρησε μια στιγμή και κατόπιν κρεμάστηκε άψυχος κάτω απ’ τα σκοινιά του.

» Το χτυπημένο αεροπλάνο, σα νάχε τελειώσει και το τελευταίο χρέος του, και σα να πήρε την απόφαση να ξεμπερδεύει, έκαμε μια στροφή ακόμα μουκανίζοντας τρομερά πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Είχε κατεβεί χαμηλώτερα από τις άγριες κορφές των βουνών μας κι εμείς σκύψαμε με δέος στη γη να φυλαχτούμε. Αυτό όρμησε μ’ ένα φοβερό ουρλιαχτό, μπήχτηκε με τη μούρη του στην πλαγιά πάνω απ’ τον Κομμένο Βράχο, στο Πίσω Ρέμα, κι έγινε ένας χαλασμόςκαι μια φλόγα θεόρατη, σειόταν από τρόμο όλο το βουνό.

» Σα νάταν τότε σύνθημα αυτό, σηκωθήκαμε όλοι, άντρες και γυναίκες πάλι στο πόδι, τρέξαμε στο χωριό. Οι άντρες, φώναξε η οργάνωση και γίναμε δυο ομάδες. Η μία πήγαμε εκεί που πέφτανε οι αεροπόροι και η άλλη εκεί που έπεσε τ’ αεροπλάνο.

» Στους αεροπόρους βρήκαμε κι άλλους χωριανούς. Μάζευαν τους ζωντανούς. Έναν-δυο, τους βρήκαν κλαρωμένους απάνω στα έλατα και πάλευαν να τους ξεσκαλώσουν. Κλαρωμένον βρήκαμε και σκοτωμένον και είχαν ανεβεί και σ’ αυτόν τον έλατο ένας-δυο δικοί μας. Βιάζονταν και φώναζαν: «μωρέ, να τον προλάβουμε τον άνθρωπο αν είναι ζωντανός!...». Τους βρήκαμε καταματωμένους αυτούς τους χωριανούς μας, σα ραντισμένοι με κόκκινο χρώμα. Κι ο έλατος έσταζε αίμα και τα λιθάρια από κάτω σα ραντισμένα κόκκινο. Τον κατεβάσαμε άψυχο τον αμερικάνο. Τι περίεργο! Να κατεβαίνει νεκρός απ’ τον ουρανό ένας ξένος κι άγνωστος άνθρωπος, στον τόπο σου, απ’ την άλλη άκρη της γης... Κυττάζαμε ψηλά την ορθή πλαγιά... «Α, μωρέ, νάχε προλάβει να πιάσει τα έλατα ο δόλιος!» λέγαμε.

» Κατεβήκαμε στο χωριό κουβαλώντας νερό. Ήρθαν και οι άλλοι χωριανοί μας απ’ το αεροπλάνο. Καιγόταν ακόμα ο τόπος εκεί. «Ασβέστης θα γίνουν τα βράχια, δε ζυγώνεις!» λέγανε όλοι με δέος. Φέρανε μαζί τους και κομμάτια αλουμίνιο απ’ το σώμα του αεροπλάνου. Ένας είχε μαζέψει πολλά. «Τι διάλο τα θέλεις;» του λέγανε. «Χμ – έκανε αυτός – θα γίνουν ωραία τσακμάκια αυτά που βλέπεις...».

» Ετοιμάζαμε το σκοτωμένον για την κηδεία. Οι άλλοι αμερικάνοι πίνανε ορθοίτο ρακί που τους είχαμε κεράσει και τρίβαν ευχαριστημένοι τα χέρια τους. Ζαλισμένοι ακόμα. Εκείνη τη στιγμή φτάνει τρέχοντας άνθρωπος απ’ το τηλέφωνο και φωνάζει:

» ― Συναγωνιστές! Μπροστά, στον Όχτο, άρχισε μάχη! Ανεβαίνουν γερμανοί για τους αμερικάνους!

» Χυθήκαμε όλοι σ’ όλες τις μεριές. Όσοι δεν είχαμε μαζί μας τα όπλα μας τρέξαμε και τα πήραμε. Ορμήσαμε πάλι κάτω να φτάσουμε τους πρώτουςπου τρέχανε κιόλας στο δρόμο για τ’ αμπέλια. Οι αμερικάνοι, λίγο τρόμαξαν. «Πού πέσαμε; τι κάνουν έτσι τούτοι οι τρελοί;» σα να λέγανε μεταξύ τους. Άλλοι χωριανοί μας τους εξηγούσαν τι τρέχει και αυτοίτότε κουνάγανε δυνατά τα κεφάλια τους απάνω κάτω ότι ναι, κατάλαβαν, και είχαν γουρλώσει τα μάτια θαυμάζοντας.

» Η μαχητική ομάδα, φτάσαμε πνιγμένοι στον ιδρώτα στον Όχτο. Ήταν εκεί και η μαχητική ομάδα από την Κάτω Αγόριανη και λίγοι αντάρτες. «Από δω! Από κει! Σκύψτε!» μας φώναζαν μόλις φτάναμε. Πέφταμε εμείς πίσω απ’ τα λιθάρια, ξεβγαίναμε τα κεφάλια μας να δούμε πού είναι οι γερμανοί κι ώσπου να πάρουμε αναπνοή και να καλοσημαδέψουμε να ρίξουμε την πρώτη σφαίραμας, σαν παίρνοντας δύναμη οι άλλοι από μας, ακούμε «αέρααα! – αέρααα!» κάμανε από κάπου, πεταχτήκαμε όλοι στεγνοί απάνω στα βράχια και τους αρπάξαμε στο φτερό τους γερμανούς. Λίγοι ήσαν αυτοί, καμμιά πενηνταριά, μόνο δέκα-δώδεκα μας γλύτωσαν». ―

Ένας άλλος χωριανός μου διηγήθηκε:

« ―Τώρα ετοιμαστείτε για αύριο!» λέγαμε όταν νύχτωσε. Ανέβαιναν ακόμα από κάτω μερικοί δικοί μας, αντάρτες και μαχητικοί, φορτωμένοι λάφυρα. Μερικοί συνεχίζανε τον καυγά που είχαν αρχίσει πάνω απ’ τους σκοτωμένους γερμανούς, ποιανού είναι το αυτόματο, ποιανού το πιστόλι. «Ησυχάστε, συναγωνιστές! – έλεγε ο καπετάνιος των ανταρτών – αύριο θάχει να πάρετε όλοι από δυο αυτόματα, όχι από ένα, όρεξη νάχετε!».

»Τη νύχτα, μερικοί χρειάστηκε και πήγαμε στο χωριό. Τακτοποιήσαμε την αποστολή μας και είχαμε καθήσει να πιούμε ένα κρασί σ’ ένα σπίτι πριν γυρίσουμε μπροστά στη γραμμή της μάχης. Πίναμε αμίλητοι, κρύο, αδειασμένο και το σπίτι, περασμένα μεσάνυχτα δεν ήξερε κανένας τι θα βγάλει η επαύριο. Τότε, ακούμε άρχισε να χτυπάει η καμπάνα. Νταν, νταν-νταν– έκαμε και σταμάτησε. «Νεκρίσια!» λέμε και κυτταχτήκαμε. Βγήκαμε έξω: «Τι τρέχει;» ακουγόταν, ρωτούσαν ο ένας τον άλλον οι χωριανοί μέσα στο σκοτάδι. «Φέρανε το παιδί του τάδε. Από το Κάτω Χωριό. Το σκότωσαν οι γερμανοί αποβραδύς στη φευγούλα τους». Οι γυναίκες γύρω μας άρχισαν να κλαψουρίζουν «παιδάκι μου». «Νταν, νταν - νταν» πάλι η καμπάνα. Ήρθε στο μυαλό μας το ψηλό άτσαλο αγόρι. Ό,τι έπαιρνε τα 17-18 του και είχε πεταχτεί το μπόι του απότομα, δεν ήξερε το δόλιο πώς να οικονομήσει τα μακρυά του χέρια... τα κανιά του...

»«Άειντε, καληνύχτα σας» είπαμε και φύγαμε μέσα στη νύχτα.

»Το πρωί είχε υγρασία, αντάρα, κομμάτια-κομμάτια. Καιρός της ήταν. Βλέπαμε κομμάτια-κομμάτια και τον κάμπο και τη δημοσιά και τη μακρυά γερμανική φάλαγγα, που φύτρωσε ξαφνικά κάτω απ’ τα μάτια μας. Μπουκάρισαν στο καμπίσιο χωριό οι γερμανοί και σε λίγο, πάει το χωριό, ντουμάνιασε στο ριζό πηχτός σταχτοκίτρινος καπνός, μπήκε στις ρεματιές κι ανέβαινε σε μας. Πριν από τον καπνό έφτασε στα ρουθούνια μας η καπνίλα, μύριζε καπνίλα και θανατίλα ολούθε. Εμείς, κυττάζαμε σιωπηλοί πάνω στα βράχια μας. «Α, ρε κερατάδες!» λέγαμε, μουδιασμένοι λιγάκι.

»Σε λίγη ώρα, νάτοι φάνηκαν πάνω από το Κάτω Χωριό. Ανέβαιναν απόπαντού, ανοιγμένοι. Ανέβαιναν κυττώντας πού πατάνε, κακοπάτητες οι πλαγιές μας. Ύστερα στέκονταν, σήκωναν τα μούτρα τους σε μας και κύτταζαν το μέρος, τις θέσεις μας, οι χτεσινοί θα τους εξηγούσαν πώς και τι.

» Εμείς, μόλις τους είδαμε, σα να ξυπνήσαμε, σαλέψαμε και γλυστρήσαμε σουρτά να καλυφθούμε καλά πίσω απ’ τα βράχια μας. Λίγο ακόμα κι ο τόπος γύρω μας λαμπάδιασε, τα κανόνια τους και οι όλμοι. Χμ! είχε σφίξειτώρα το πράμα. «Μη μετακινείται κανένας!» φώναζαν κολλητά στη γη οι αντάρτες. Και οι γερμανοί, νομίζοντας ότι ύστερα από τόσο κακό δε θάχαμε μείνει κανένας ζωντανός, ξεκίνησαν. Τους αφήσαμε εμείς, τους αφήσαμε, και τους δώσαμε ένα γενναίο βρόντο ξαφνικό, τάχασαν και τόβαλαν στα πόδια, πιο κάτω στάθηκαν πάλι, γύριζαν και κύτταζαν τις θέσεις μας. Σα να μας λέγανε «ρε, εσείς είστε ζόρικοι!». Εμείς γελούσαμε ευχαριστημένοι, αλλά τσιτωμένοι πάντα, ξέραμε τι μας περιμένει. Κι άρχισαν πάλι να βρουχιώνται τα κανόνια τους και οι όλμοι.Και ξαναξεκίνησαν οι στρατιώτες τους. Αυτή τη φορά όχι ξαναμπέξαλα. Και μας ζύγωναν λιθάρι το λιθάρι. Κι εμείς, να τους παραφυλάμε πότε θα ξεμυτήσουν να τους τη φυτέψουμεπάνω στο σάλτο τους. Είχαμε αρχίσει λίγο ταραγμένοι, ύστερα είδαμε ότι καλά πήγαινε η δουλειά και πήραμε αέρα, λέγαμε και καλαμπούρια. Ακούσαμε τότε που φώναζαν οι δικοί μας «με οικονομία τις σφαίρες συναγωνιστές! Μετράτε τις μία - μία!». Και μας έφυγε ολωσδιόλου το κέφι.

» Έφτανε μεσημέρι και πια ούτε εμείς, ούτε οι γερμανοί είμασταν όπως πριν. Είχαμε αγριέψει όλοι, ούτε αστεία είχε πια, ούτε τίποτα. Σε λίγο, κάποιος απ’ τους δυο θα έτρωγε τον άλλον. Τότε, βλέπουμε φτάνουν από πίσω, οι γυναίκες! Κι ώσπου να το καταλάβουμε βλέπουμε κατηφόριζαν κοντά μας, ορθές, από λιθάρι σε λιθάρι. «Κάτω μωρέεεε! Σκύψτε κάτωωω!» – τους μπήξαμε τις φωνές τρομαγμένοι. «Καλυφτεί-τεεε! Καλυφτεί-τεεε!». Αυτές, σαν υπνωτισμένες, σα να μην άκουγαν καθόλου ορθές προχωρούσαν. Παλάβωσαν και οι γερμανοί μόλις τις είδαν, βρήκανε στόχο καλό. Άλλη σωτηρία δεν ήταν! Πεταχτήκαμε ορθοί «αέρααα! αέρααα!» κάμαμε και τους πήραμε σβάρνα. Άναψε από τη μια άκρη ως την άλλη το «αέρααα!» και τους τσακίσαμε κι αυτή τη φορά.

» Το δειλινό ετοιμαστήκαμε. Συρτά, ένας-ένας αρχίσαμε τη σύμπτυξη. Πέντε κι έξη σφαίρες είχαν μείνει στον καθένα μας. Οι αντάρτες πήρανε την πλαγιά και μπήκανε στα έλατα. Οι άλλοι γυρίσαμε στο χωριό, να κάμουμε τι θα κάμουμε και να παίρνουμε δρόμο. Οι γερμανοί, καταπόδι μας σχεδόν». ―

Ο πατέρας μου:

« ―Είπα να περάσω πρώτα από το σπίτι. Ο ήλιος βασίλευε. Έρημο το χωριό. Έφτασα στο σπίτι. Κανένας. Άκουγα την ανάσα μου μέσα στα δωμάτια. «Ο θεός βοηθός – είπα – δέκα κομμάτια γίναμε η φαμελιά!». Τότε μούρθε στο νου ο πατέραςμου. «Ορέ! – τινάχτηκα – το γέρο να τον πήρανε;». Πέρασα τους κήπους και πήγα στο πατρικό μας σπίτι, εκεί έμενε ο παππούς, με τη φαμελιά του αδερφού μου.

» Μπήκα στο σπίτι μ’ ένα φόβο. Αφού, η σιγαλιά μ’ έκανε να πατάω στα νύχια. «Καλλίτερα να πεθάνει κοιμισμένο το δόλιο κι αυτό!» – μούρθε και είπα για το σπίτι.

» Ο παππούς καθόταν στη γωνιά του. Φοβήθηκα που τον είδα, ότι ήταν το φάντασμά του. Καθιστός, κουκουλωμένος με μια βελέντζα δίπλα στο τζάκι, κοιμόταν διπλωμένος στα δυο, πάνω στα γόνατά του. Άλλος άνθρωπος, αδύνατο να κοιμηθεί έτσι. Αυτός, παράλυτα τα πόδια του, αγκυλωμένα, διπλωνόταν απάνω στο στομάχι του, έβαζε το κεφάλι στα γόνατα και έτσι ήταν ο ύπνος του. «Πατέρα – του λέω – τι κάνεις;». Αναδεύτηκε κι ανασηκώθηκε, παραμέραγε τη βελέντζα και ξερόβηχε. Δε γύρισε να με κυττάξει, έμενε σκυφτός, σμιχτά τα δασειά φρύδια του και κύτταζε τα γόνατά του, σα να ξεσκεπάστηκε μόνο γι’ αυτό. «Καλά κάνω, παιδί μου» είπε.

― «Πήρες είδηση τι γίνεται στο χωριό» του ξαναλέω. «Ναί-αι-αι, το πήρα» μου είπε αργά και κουνήθηκε μπρος πίσω. «Γιατί σε άφησαν εδώ; Τι θα κάμεις;» τον ξαναρώτησα. «Τι λες εσύ να κάμω;» με ρώτησε κι αυτός. «Σήκω!» – του λέω τότε. «Πού θα πάμε;». «Σήκω!» – του ξανάπα. Τον βόηθησα και σηκώθηκε. Μύριζαν άσκημα τα ρούχα του, κλεισούρα, ακινησία. Τον έβγαλα ως το χαγιάτι, τούπα να σταθεί στην κορφή στη σκάλα και κατέβηκα εγώ λίγα σκαλιά. «Έλα – του λέω – πέσε απάνω μου». Τον πήρα καβάλα και ξεκινήσαμε. Αλαφρούτσικος που ήταν!... «Άι!», τον ακούω κι έκαμε και με ζέστανε η αναπνοή του στο σβέρκο μου. «Έτοιμος να μπήξει τα κλάματα είναι» – είπα μέσα μου. Μοσκοβολούσε η αυλή ελατίσια ξύλα, που κουβαλούσε ο αδερφός του και η φαμελιά του για το χειμώνα. Κάθε χινόπωρο έτσι μυρίζει όλο το χωριό, άνθρωποι και χωριό.

» Βγήκαμε ψηλά. Συναντήσαμε δυο-τρεις χωριανούς, γυναίκες κι άντρες, έτρεχαν αλαφιασμένοι, μας χαιρετούσαν, τους αντιχαιρετούσα κι εγώ. «Εχ-έεεε», έκαναν και φεύγανε τρεχάτοι. Ο γέρος βογγούσε. «Ακούμπησέ με κάπου ν’ ανασάνω» μου λέει. «Για μένα θέλει ν’ ανασάνω», σκέφτηκα. Στάθηκα κάπου με τα πίσω μου και τον ακούμπησα. Περίμενα όλη την ώρα να μου πει έναν καλό λόγο. Αυτός, έμενε σκυθρωπός. «Κακοφανίζεται που γίνεται θέαμα!» μου πέρασε ξαφνικά μια ιδέα.

» Τον ξανασήκωσα και προχωρήσαμε. Τον πήγα εκεί πούχαμε κρυμμένα τα πράματα στο δάσος, ανάμερα στο Σκασμένο Λιθάρι. Τον ακούμπησα κάτω. Παραμέρισα κάτι κέδρα και σπάρτα και τούπα «έλα, πατέρα». Τον βόηθησα και χώθηκε μέσα, σούρθηκε με τον κώλο κοντά στα κρυμμένα ρούχα. Μπουσουλητός πήγα κι εγώ κοντά του. Ξερά κεθράγκαθα πέφτανε στον ιδρωμένο μου σβέρκο. «Πατέρα – του λέω – εδώ είναι νερό, ψωμί, εληές. Να, άπλωσε το χέρι σου να δεις». Μούδωσε το χέρι του ανόρεχτος. «Έρχονται γερμανοί απ’ το Κάτω Χωριό. Θα έρθουν κι από την Αράχωβα. Εδώ θα μείνεις. Εγώ θα πάω να βρω τους άλλους. Αν δεν ακούσεις τη δική μου φωνή, σε κανέναν να μη φανερωθείς! Άκουσες;»

» Ούτε έδειχνε να χαμπαρίζει τι του έλεγα. Τον κύτταζα γονατισμένος στα τέσσερα κι εγώ. Και τότε μου λέει. «Στο καλό σου, παιδάκι μου». Έπιασε να ψιλοβρέχει. Έκαμα πίσω-πίσω, ξετρύπωσα απ’ την κρυψώνα, τίναξα το σβέρκο μου, τα χέρια μου, τα ρούχα μου απ’ τ’ αγκάθια. Κύτταξα ύστερα τον ουρανό. Κατόπιν κατηφόρισα και πέρασα αντίκρυ στην απόκρημνη πλαγιά, εκεί που μαζεύαμε το πρωί τους αμερικάνους. Νύχτωνε. Ένας φόβος πλάκωνε παντού. Τα έλατα, σκοτεινά κι αναδεύονταν ασύχαστα. Μούρθε στο μυαλό η πεθαμένη μάνα μου και την είδα τρομαγμένη νάχει βγει και να με αναγκάζει να βιαστώ, να βρεθώ μέσα στο δάσος, που σκοτείνιαζε πλέον.

» Νύχτα βαθειά πετάχτηκα στις κορφές. Ο καιρός είχε καθαρίσει. Έσμιγαν απάνω ορμητικά οι δυο πλαγιές του βουνού. Σα να βρέθηκα στη ράχη σ’ ένα τεράστιο κήτος, που ορμούσε μέσα στο σκότος και στη σιωπή ήταν. Βρήκα μια παρέα χωριανούς. Ήταν και η γυναίκα μου εκεί. Για τα κορίτσια δεν ξέρανε τίποτα. Μαζευτήκαμε καμμιά τριανταριά νοματέοι μαζί. Ένας-ένας που ερχόταν ήταν μια χαρά για όλους μας. Βολευτήκαμε όπως-όπως, να ξημερώσει. Το δυσκολώτερο ήταν το νερό. Ένα μικρό όλο γκρίνιαζε, διψούσε. Ο πατέρας του παρακαλούσε για λίγο νερό. Το πρωί τον κυττάγαμε παραξενεμένοι, τι διάολο, δεν πήρε αυτός ο άνθρωπος λίγο νερό για το παιδί του; Όχι, δεν είχε πάρει. Κουβαλούσε ένα-δυο παραφουσκωμένα σακκίδια, στουπωμένα λεπτά, χαρτονομίσματα κι όλο παρακαλούσε «λίγο νερό, βρε παιδιά, για το χαϊβάνι». Έκανε πως δεν καταλάβαινε που τον κυττάζαμε αυστηροί όλοι.

» Χαράζοντας αρχίσαμε να ψάχνουμε τον τρόπο, πού να βρούμε καλλίτερα να κρυφτούμε. Ανακαλύψαμε εκεί μια σπηλιά. Μας χώραγε όλους και είχε στο έμπα της ένα πρόθυμο-πρόθυμο, καινούριο ελατάκι, ζηλεμένο πραματάκι, την έκρυβε ολότελα, ούτε έλεγες νάναι σπηλιά εκεί. Μείναμε λίγο μέσα. Ύστερα, όλο σα να ζυγώνανε φωνές και πατήματα τους φαινόταν μερικών και γέμιζε η σπηλιά αγωνία. Άρχισαν να πετιούνται ξάφνου έξω. Βγήκαμε όλοι και κυττάζαμε να βρούμε άλλη θέση. Μερικοί λέγανε «να – εδώ!». Άλλοι όχι!-όχι αυτού! Μερικοί κυττάζανε και ψηλά. «Καλλίτερα να φκιάναμε κρυψώνες απάνω στα έλατα», είπε ένας και κυττάζανε και τα έλατα. «Καλά αν δε μας δουν. Αν όμως μας δουν απάνω στα έλατα;» – είπανε άλλοι. Οι γυναίκες κακοπαθιόντανε. Τριάντα άνθρωποι - τριάντα γνώμες είμασταν. «Δεν έχει καλόν τόπο» απογοητευτήκανε ένα-δυο. «Βρε, ο τόπος καλός είναι, εμείς δεν είμαστε καλά» είπα νευριασμένος, «έχετε σκοπό να τελειώσουμε;». Τότε, αυτός που είχε ρίξει την ιδέα να κρυφτούμε απάνω στα έλατα, έβγαλε μια χατζάρα, πήγε στο ελατάκι που έκρυβε το έμπα της σπηλιάς, το πλεύρισε λοξά μ’ ανοιχτά σκέλια του κι έχωσε το ένα του χέρι στα κλωναράκια του, σα νάταν να του ξεκολλήσει τα σωθικά, παραμέρισε τα κλωνάρια και ξανοίχτηκε δυνατά με τη χατζάρα, να κόψει. Τάχασα. «Βρε! – πετάχτηκα άγριος απάνω του – εκεί σ’ έβαλε ο δαίμονας να κόψεις! Ολόκληρο δάσος γύρω δε σου φτάνει; Το χρήσιμο το πραματάκι του Θεού πας να καταστρέψεις;». Αυτός, του κόπηκε η φόρα και τραβήχτηκε, ντροπιασμένος.

» Ένας απ’ όλους μας, πουθενά δεν του άρεθε. «Τηράτε, ρε παιδιά, να βρούμε ένα σίγουρο μέρος ν’ ασφαλιστούμε κι αφήστε τους καυγάδες!». Όλο έτσι έλεγε.

» Ξάφνου μας φώναζε ένας απ’ το καραούλι. «Ελάτε! Οι γερμανοί μπαίνουν στο χωριό!». Και χυθήκαμε όλοι προς τα κει.

» Πραγματικά μπαίνανε. Τους έβλεπες, προχωρούσαν δισταχτικοί, σα να ήσαν κολλημένοι στην γη κι έπρεπε να ξεκολλάνε. Όλα σαν κολλημένα από μια δύναμη που τα ζούλαγε κάτω φαίνονταν από τούτο το θεόρατο ύψος. Αφού κι εμείς που κυττάζαμε, θαρρούσες η δύναμη αυτή μας τράβαγε απ’ τα μάτια κι απ’ τα σωθικά, να μας ρίξει κι εμάς και να μας κολλήσειεκεί κάτω, φεύγανε τα σπλάχνα σου και ήθελες να τραβηχτείς πίσω. «Αχ, μη βγαίνετε στο φόρος, πίσω απ’ τα λιθάρια να τηράμε!» είπε μια γυναίκα. «Πάψε χαζομάρες!» την έκοψε ο άντρας της. Σε λίγο, «αχά» κάμαμε όλοι! Καπνός άρχισε να βγαίνει απ’ το πρώτο ακρινό σπίτι. «Του τάδε!» λέγανε πολλοί μαζί μόλις το γνωρίζανε. Δε χασομέρησαν λεπτό οι άτιμοι. Ύστερα κι από άλλο. Κι από άλλο. Άρχισαν να λαμπαδίζουν ένα-ένα, γλώσσες φωτιές χτυπιούνταν πάνω απ’ τις τρύπες που πριν ήσαν σκεπές. Μερικά αργούσαν να πάρουν, σα να βάζαν δύναμη να πνίξουν τη φωτιά στα σωθικά τους, πάλευαν κι αυτά να σωθούν. Ένα, στη μέση στο χωριό, σαν αεροπλάνο σηκώθηκε στον αέρα όλη η στέγη του μέσα στις φλόγες. Μας είχε πιάσει όλους ένα δέος. Οι γυναίκες κλαίγανε. «Επί τέλους, βρε παιδιά! – λέει ξάφνου με ανακούφιση αυτός ο χωριανός που γύρευε σίγουρο μέρος να κρυφτούμε. ― Ας τα κάψουν, ας τα κάψουν να πάνε στο διάολο οι κερατάδες, να γυρίσουμε, να στεριώσουμε απόνα καλυβάκι, να μαζέψουμε τις φαμελιές μας!...».

» Άρχισαν ν’ ακούονται και πυροβολισμοί. Απάνω σ’ αυτό, κυττάμε ίσια κάτω και δεξιώτερά μας, στο δρόμο απ’ την Αράχωβα κατέβαιναν άλλη φάλαγγα. «Ορέ-εε!» κάμανε μερικοί λαχταρισμένοι. Ατελείωτη κι αυτή η φάλαγγα. Είχαν και μεταγωγικά πολλά. [Σούδες βρήκαμε την άλλη μέρα είχαν ανοίξει στο δρόμο (γιατί είχε βρέξει τη νύχτα)]. Μ’ έπιασε ένα σφίξιμο στην καρδιά. Η γυναίκα μου, άρχισε πάλι: «πω-πω, παιδάκια μου!...». Από κει που έρχονταν αυτοί, η καινούρια φάλαγγα, τάχαμε στείλει τα μικρά.

» Πέρασε η μέρα, πέρασε κι η νύχτα και πώς πέρασε! Το πρωί, την άλλη, ξαναβγήκαμε στην άκρη στη ράχη. Ησυχία φαινόταν παντού. Το χωριό είχε αλλάξει όψη. Σωρός αποκαΐδια είχε καταντήσει, σα νάχαν ανοίξει μαύρες πληγές στον τόπο που ήταν πριν χωριό. Φαίνονταν και λίγες κόκκινες σκεπές, αρχίσαμε να μετράμε τα γλυτωμένα. «Του τάδε! Του τάδε!» λέγαμε και έπεφτε μέσα μας μια θλίψη, γιατί τους ζηλεύαμε αυτούς. Ήταν σαν αδικία να έχει ευνοημένους μια τέτοια κοινή δοκιμασία. Πέντε-έξη ήσαν όλα-όλα τα γλυτωμένα. Τότε: «σουτ! σουτ! – κάνει ένας απότομα – φωνάζουν!». Στήσαμε όλοι αυτί. Πράγματι φώναζαν. «Φύγανεεε! Φύγανεεε οι γερμανοί-οι-οι! Ελάτε κάτω να μαζέψουμε τα θύ-υυ-ματαααα!» λέγανε. «Παναγία μου!» κάμανε οι γυναίκες, «θύματα είπανε! Σκοτώσανε κόσμο!» κι αλαφιαστήκαμε.

» Βρεθήκαμε όλοι στεγνοί στο ποδάρι, ριχτήκαμε στον κατήφορο. Στον πάτο στα έλατα ανταμώσαμε ένα χωριανό μας. Μας λέει: «όλους τους σκότωσαν, όσους έμειναν στο χωριό! «Ί-ιιι!» βάλανε μια στριγγιά φωνή οι δυο κοπέλλες ξένες, αδερφάδες, που ήσαν μαζί μας, με τον αδερφό τους. «Ποιους, μωρέ;» λέμε εμείς. Και αράδιαζε ο χωριανός αυτός:

» «Τον τάδε, τον τάδε, όλη τη φαμελιά του τάδε. Ο γερο-Τσέλος μόνο τους έφυγε, βγήκε μες απ’ το σπίτι του που καιγόταν τσουρουφλισμένος, έπεσε αυλάκι-αυλάκι και τους έφυγε».

» Ρώτησε ο ξένος για τη μάνα του και οι αδερφές του περίμεναν στο ένα πόδι με τα μάτια γκουρλωμένα και το δάχτυλό τους δαγκωμένο στα δόντια. «Τη σκότωσαν! και τη γερο-Αλεξάντρα! Θεός σχωρές την!» κάνει ο χωριανός. Κι έγινε τότε της παλαβής, μαδιόνταν και χτυπιόνταν οι δυο ξένες γυναίκες και λιγοθυμούσανε κι ο αδερφός τους έτρεχε από τη μια στην άλλη, «νερό! νερό!» έλεγε να τις συνεφέρει και θρηνούσε κι αυτός «αχ μαμά μου, μανουλίτσα μου, αχ!».

» Ξέκοψα και τράβηξα εκεί πούχα κρύψει το γέρο. Ανέβαινα λαχανιασμένος. «Ζει, δε ζει ο γέρος;» έλεγα. Πάω και δεν τον βρίσκω. «Βρε διάολε!» έμεινα σύξυλος. Ξετρύπωσα απ’ την κρυψώνα κι άρχισα να φωνάζω. Τίποτα. «Μωρέ – λέω – κύτταξα καλά, να μην κοιμάται μπλεγμένος μέσα στα ρούχα του και δεν τον είδα;». Ξαναπάω και τρυπώνω στην κρυψώνα. Τι διάολο, στα καλά μου ήμουν. Όχι, δε βρισκόταν εκεί! Άρχισα να κάνω κύκλους και να φωνάζω «πατέρααα!». – «Δε μπορεί να πήγε μακρυά από μόνος του» έλεγα. «Πατέρααα!». Καμμιά φορά, μια φωνούλα, αδύνατη, σα μακρυνή, ξεπνοημένη, μου απολογήθηκε. Πήγα και τον βρήκα, χωμένον σ’ έναν άλλο κέδρο. Τον τράβηξα έξω. «Γιατί βγήκες από κει, που σ’ έβαλα;». Τον μάλωνα χαρούμενος. Του τίναζα τ’ αγκάθια από πάνω του. «Παιδί μου – μου λέει τότε – πάρε με να με πας στο σπίτι. Κι ό,τι και να γίνει, να μη με ξαναπάρεις, να μ’ αφήσεις να πεθάνω εκεί». Σα να τάβαζε μαζί μου έκανε. «Καλά, πατέρα» τούπα. Τον πήρα πάλι καβάλα και τον κατέβαζα στο χωριό. Έφτανε ο κόσμος τρέχοντας από παντού, άρχισαν ν’ αντηχούν θρήνοι και ρεκαλητά. Βρίσκανε τους σκοτωμένους. Έβλεπες γυναίκες να μαδιούνται στις αυλές των σπιτιών τους, να χτυπάνε τα κεφάλια τους και να βροντοχτυπιούνται κάτω. Οι άντρες πιο συγκρατημένοι, πιάναν τα κεφάλια τους απελπισμένοι, μουκάνιζαν σα δαμάλια. Σ’ έπιανε σύγκρυο.

» Για τα παιδιά μας εμείς δεν ξέραμε τίποτα. Η γυναίκα μου με κύτταζε όλο αγωνία, αλλά δε μιλούσε».―

[Οι σκοτωμένοι του χωριού μας, είκοσι σχεδόν. Ο γερο-Θανάσης Κοφίνης και η γρηά του. Ο δάσκαλος ο γερο-Λάζος. Ο γερο-Αντρίτσος. Η γερο-Μπαΐρενα. Ο γερο-Μπάφας. Πέντε παιδιά του Αλέξη Μούκα μαζί με τη μάνα τους και τη γιαγιά τους. Τα σκότωσαν και τα ξάπλωσαν στη σειρά στην αυλή του σπιτιού τους. Η Δέσπω Λύτρα. Κι άλλοι.

Και στην Κάτω Αγόριανη ο Σταμάτης Ιωαν. Σταμάτης, ο σεβάσμιος καλόγηρος γερο-Ιωάσαφ Τύμπας και άλλοι]."

Νικηφόρου «ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ» - τόμος Γ΄

* επιτρέπεται η αναδημοσίευση των κειμένων και των συνοδευτικών στοιχείων σε sites - blogs, με ενεργό link που παραπέμπει στην παρούσα ιστοσελίδα.

* στην φωτογραφία: στο τετράγωνο πλαίσιο, το σημείο που συνετρίβη το αμερικανικό βομβαρδιστικό, έκτοτε "Βράχος του Αεροπλάνου". Αριστερά, το δυτικό τμήμα της Πάνω Αγόριανης.

Δημήτρης Ν. Δημητρίου - Νικηφόρος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου