Του Δημήτρη Κατοίκου
Μετά την απελευθέρωση από τον Τουρκικό ζυγό και την
ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους, σε όλη την Ελληνική επικράτεια αναπτύχτηκε
και διαδόθηκε από γενιά σε γενιά το φαινόμενο της ορεσίβιας ληστείας και
ζωοκλοπής......
Στις απρόσιτες βουνοκορφές του Παρνασσού έδρασαν κατά καιρούς
διάσημες και μη ληστοσυμμορίες, αλλά και μεμονωμένοι γνωστοί και άγνωστοι
ληστές και ζωοκλέφτες, εκμεταλλευόμενοι κυρίως τα αναρίθμητα κοπάδια
αιγοπροβάτων που διαβιούσαν στα απέραντα εύφορα λιβάδια του. Το φαινόμενο έλαβε
μορφή επιδημίας κατά τα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου.
Μετά τη δεκαετία του 1950, εξέλειπαν και οι τελευταίοι των ορεσίβιων ληστών, η
δε ζωοκλοπή ακολουθεί φθίνουσα πορεία και μέχρι τις μέρες μας έχει σχεδόν
εξαλειφθεί.
Στη Σουβάλα Παρνασσού, έδρασε ένας από τους
πιο δεινούς και ικανούς ζωοκλέφτες, ο Σουβαλιώτης ποιμένας Λεωνίδας
Τσαρμακλής. Αν και γόνος της παλιάς και πλούσιας οικογένειας των Τσαρμακλέων,
εξασκούσε το «επάγγελμα» όχι τόσο για προσπορισμό ωφέλους, αλλά επί το πλείστον
προς ένδειξη ανδρείας, λεβεντιάς και αξιοσύνης, όπως τα ήθη και τα έθιμα της
εποχής του επέβαλαν. Ο Λεωνίδας ήταν ο πρωτότοκος από τα τέσσερα άρρενα
αδέρφια, τέκνα του Λουκά Τσαρμακλή και της Ασήμως Γεωργούση, γεννηθείς το
1860.(Στα μητρώα αρρένων κοιν. Σουβάλας δεν είναι εγγεγραμμένος. Στο
ανέκδοτο πόνημα του Ηλία Γεωργούση "ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΟΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ
ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΥ" εκ παραδρομής αναγράφεται ως γεννηθείς το 1920.
Λόγω του ψηλού και ρωμαλέου παραστήματός του είχε
λάβει το προσωνύμιο «Καπετάνος», στη δε Σουβαλιώτικη προφορική παράδοση
αναφέρεται πως: «Λεωνίδα τον λέγανε και Λεωνίδας ήταν…» παρομοιαζόμενος με τον
θρυλικό βασιλιά των Σπαρτιατών, ήρωα των Θερμοπυλών. Είχε δικό του μαντρί στις
«Πόρτες» του Παρνασσού και το πατρικό του σπίτι, με μεγάλη έκταση για χειμαδιό,
ήταν εκεί που σήμερα είναι το σπίτι του Θόδωρου Λιάπη. Το πεδίο δράσης του ήταν
όλη η περιοχή δυτικά της Απάνω Σουβάλας και εκτείνετο μέχρι τις παρυφές της
Πάνω Αγόριανης, της Αράχωβας και του Διστόμου. Είχε καταστεί ο φόβος και τρόμος
των πλησιόχωρων ποιμνιοστασίων που εκείνη την εποχή κατείχαν μεγάλες και
ισχυρές οικογένειες Σουβαλιωτών τσελιγκάδων, όπως οι Κολοκυθέοι, οι
Παπαθυμιέοι, οι Μουτσιανέοι, οι Τσογκέοι, οι Κοπανακέοι κ.ά. Ο αριστοτεχνικός
τρόπος με τον οποίο δρούσε ο Λεωνίδας, δεν άφηνε ίχνη και πειστήρια ώστε να
αποκαλυφθεί η πράξη του, να καταγγελθεί και να συλληφθεί. Τη λεία του ποτέ δεν
την μετέφερε στο μαντρί του. Είχε κρυψώνα ψηλότερα σε απρόσιτη σπηλιά στις
«Πόρτες». Μετά την «απαλλοτρίωση», σε σύντομο χρόνο επακολουθούσε
εκδοροσφαγή και άμεση διάθεση του προϊόντος, το οποίο παρουσίαζε ως
προερχόμενο από την παραγωγή του. Υπήρχαν ενδείξεις ενοχής για τις πράξεις του,
αλλά όχι αποδείξεις. Η κατά μόνας αντιμετώπισή του, από τους κατά καιρούς
παθόντες, ήταν αδιανόητη. Ένα μόνο δρόμο είχαν να διαλέξουν οι ζημιωθέντες. Να
ενωθούν, να δράσουν από κοινού και να τον βγάλουν από τη μέση, χωρίς όπως και
αυτός, να αφήσουν ίχνη. Όπως αναφέρει η προφορική παράδοση, διέδωσαν
τεχνηέντως, ότι συγκεκριμένη μέρα και ώρα θα απουσιάζουν ομαδικά από τα μαντριά
τους, προφασιζόμενοι ότι θα μεταβούν εκτός έδρας για εκπλήρωση τάχα κάποιας
κοινωνικής υποχρέωσης. Ο Λεωνίδας «τσίμπησε το δόλωμα». Κατά μία εκδοχή μετέβη
νύχτα στα Κολοκυθέϊκα μαντριά και «έκοψε» καμμιά δεκαριά. Ο νεαρός τότε και
αντρειωμένος Κολοκυθόγιαννος (γεν.1880), ανέλαβε «να βγάλει τα κάστανα από τη
φωτιά». Αν και είχε εξ αγχιστείας συγγένεια με τον Λεωνίδα, (είχε σύζυγο την
Παναγιού Τσαρμακλή, ανηψιά του Λεωνίδα), δεν του χαρίστηκε. Γνωρίζοντας περίπου
το σημείο απόκρυψης στις «Πόρτες», έστησε ενέδρα στον δράστη λίγο μακρύτερα και
συλλαμβάνοντάς τον κυριολεκτικά «με τη γίδα στην πλάτη», τον πυροβόλησε και τον
ξάπλωσε νεκρό. Κατ’ άλλη εκδοχή, τον συνέλαβε εν τω πράττεσθαι εντός του
ποιμνιοστασίου του, τον καταδίωξε και τον φόνευσε ύστερα από ένοπλη συμπλοκή,
ως εν αμύνη ευρισκόμενος. Μια τρίτη φημολογία αναφέρει πως ο Λεωνίδας, έπεσε
στην ενέδρα που είχαν στήσει στις «Πόρτες» πολλοί παθόντες τσοπάνηδες, χωρίς να
διακριβωθεί ποτέ από πιο όπλο εξήλθε η θανατηφόρος βολίδα. Όπως και να συνέβη
το θέμα, η παράνομη δράση του «Καπετάνου» είχε αυτή την τραγική κατάληξη. Δεν
υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες για το χρόνο που επισυνέβη το περιστατικό. Από
την συνεκτίμηση των πενιχρών ιστορικών δεδομένων, εικάζουμε ότι το φονικό στις
«Πόρτες» πρέπει να έλαβε χώρα στην αυγή του 20ου αιώνα. Ο Λεωνίδας
δεν είχε παντρευτεί και ως εκ τούτου δεν άφησε απογόνους. Μόνο το γοερό
μοιρολόϊ της μάνας του που έσκιζε τον αέρα και αντηχούσε από το Νεκροταφείο στα
απέναντι βράχια του «Παληού», έμεινε ως ανάμνηση στη Σουβαλιώτικη λαϊκή
ιστόρηση και έφτασε να μολογιέται μέχρι τις μέρες μας: «Δεν έσφαζες ένα απ’τα
δ’κάς Λεωνίδα μ’ ;;; Τόσα είχες!!! Τι τά ‘θελες τα ξένα;;;».
Το μεγαλύτερο μέρος του πατρικού σπιτιού του Λεωνίδα Τσαρμακλή,
αγοράστηκε μεταπολεμικά από τον αρχιτσέλιγκα Γιάννη Λιάπη εξ Επταλόφου,
που ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Σουβάλα, όπου και παντρεύτηκε την Σουβαλιώτισσα
αρχοντοκόρη Παναγιωτίτσα Βλάχου. Ένα μικρό μέρος ανατολικά του οικοπέδου
ανήκει ακόμα σε απογόνους της οικογένειας Λουκά Τσαρμακλή. Τα αιωνόβια εκεί
κυπαρίσσια, ίσως αποτελούν τους σιωπηλούς μάρτυρες της τελευταίας πράξης του
αιματηρού δράματος που διεμείφθη στις «Πόρτες», εκπέμποντας την ίδια
πάντοτε παγερή μελαγχολία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.