Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 18 Απριλίου σήμερα......

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ - 6 Απριλίου 1941 - Νικηφόρου - Αντάρτης στα Βουνά της Ρούμελης


Μέτωπο Δοϊράνης, τομέας Μουριές - Άνω Πορρόια - Μπέλες

…Στη διμοιρία βρήκαμε αναταραχή. «Πάνε κι έρχονται μέσα στα ντούσκα!» είπανε μ’ έξαψη οι άντρες.....


Κανένας όμως δε φαινόταν. Τότε ακούστηκαν μπροστά μας δυνατές ηχηρές φωνές σε ξένη γλώσσα. Σα βιτσιές. Βιαστικές κι ανήσυχες κι αυτές.
Από απέναντι τους αποκρίθηκαν κι άλλες φωνές. Κυτταχτήκαμε έκπληκτοι. Ο εχθρός!... Αυτό λοιπόν ήταν ο εχθρός!... Οι ξενικές φωνές αντηχούσαν σα σκληρές ιαχές, βιαστικές αλλά είχαν και μια προκλητική αυτοπεποίθηση, κάτι που σ’ εξόργιζε, τους μπάσταρδους. Σκύλιασαν οι στρατιώτες. «Πούστηδες!» είπε ένας.
Σα να ήταν συνεννόησή τους για μας αυτές οι εχθρικές φωνές, άρχισαν από απέναντι τα πυρά εναντίον μας. Αραιά στην αρχή. Κατάλαβα πως μας δοκίμαζαν. Έτρεξα από θέση σε θέση περιμένοντας ότι κάπου θα χτυπούσαν με επίθεση στιγμή προς στιγμή. Πάνω από τα κεφάλια μας αντηχούσαν συνέχεια πηλαλώντας σαν ηχηροί αλαλαγμοί κάου-κάου-κάου τα πλαταγίσματα οι σφαίρες. Καμπάνιζαν τ’ αυτιά σου. Δεν κατάλαβα ότι ήταν πλαταγίσματα. Το πήρα ότι μας είχαν έρθει κι από πίσω κι έτρεξα ανήσυχος εκεί να συμβουλευτώ την κάλυψη των νώτων μας. Δεν πρόσεχα καθόλου πού πατούσα και ξάφνου σε μια θέση με ρούφηξε ο τόπος μέσα και βρέθηκα ολόκληρος μέσα σ’ ένα βαθύ χαράκωμα. Τάχασα. Από πάνω απ’ το κεφάλι μου κλείσανε ξανά τα βάτα. Ήταν ένα παληό χαράκωμα, ολόκληρο μπόι βαθύ και με τσιμεντένια επίστρωση στα πλευρά του. Τόκρυβαν τελείως τα βάτα κι έτσι την έπαθα πηδώντας. Είχε γδαρθεί το μούτρο μου. Βροντήχτηκα καλά. Βρήκα τέλος έναν τρόπο και πετάχτηκα ξανά έξω λαχανιασμένος.
― Δε φαίνεται τίποτα από δω! μούπαν οι άντρες που μας κάλυπταν από τα νώτα.
Ξαναγύρισα στις κύριες θέσεις. Οι άντρες όλοι κολλημένοι μπρούμυτα κάτω ψάχνανε άγρυπνα τους θάμνους μπρος τους. Έπρεπε να προσέχουν πολύ –μπορούσε να μας ζυγώσουν απαρατήρητα και να μας γεμίσουν ξαφνικά χειροβομβίδες. Ένας από τους στρατιώτες με μάλωσε φιλικά που έτρεχα πέρα-δώθε ορθός. «Κύριε ανθυπίλαρχε, μην κάνεις κουτουράδες! Είναι σφαίρες αυτά τα φστ! φστ! γύρω μας. Μην τρέχεις όρθιος!». Θυμήθηκα τα μαθήματα στη σχολή – ότι το πλατάγισμα τ’ ακούς καμπανιστό και δεν είναι κίνδυνος. Το φιτ-φιτ αυτό, μπορεί να σου τρυπήσει ξαφνικά το κρανίο. Δεν μου φαινόταν όμως τόσο σοβαρό να φυλαχτώ.
Είχε φέξει στο μεταξύ και βλέπαμε πλέον καλά. Άκουσα να με φωνάζουν όλο έξαψη από τη θέση ενός πολυβόλου. «Έλα! Έλα!, κύριε ανθυπίλαρχε!». Μούδειξαν να δω απέναντι, πιο μακρύτερα από τα κτίρια της σιδηροδρομικής στάσης. «Ναι! Ναι!» έκαμα λαχταρισμένος. «Τους βλέπω!». Ήταν ένα μπουλούκι, όρθιοι πρασινόγκριζοι άνθρωποι, φορτωμένοι γυλιούς, άσπριζαν κουμπιά τους κι άλλα μεταλλικά τους αντικείμενα. Δείχνανε ωχρές οι φάτσες τους και στέκανε κυττάζοντας τις θέσεις μας – καμμιά σαρανταριά τους όλοι-όλοι. Ο εχθρός! Πρώτη φορά στη ζωή μου αντίκρυζα εχθρό! Από τους γύρω φράχτες ξεφύτρωναν κι άλλοι και πήγαιναν κοντά στους συγκεντρωμένους κι αυτοί.
Είπα στο σκοπευτή του πολυβόλου να παραμερίσει και πήρα τη θέση του. Έπεσα μπρούμυτα, βολεύτηκα. Η καρδιά μου χόρευε. «Πόσα μέτρα το λέτε;» ρώτησα. Είπαμε τρακόσια πενήντα κι έβαλα κλισιοσκόπιο τετρακόσια μέτρα. Μούρθε τότε κι έκαμα απίστομος το σταυρό μου. Ύστερα σφίχτηκα πάνω στο πολυβόλο, κόλλησα το μάγουλό μου στο κρύο κοντάκι του, σημάδεψα, είδα εχθρική δύναμη μέσα στην τριγωνική εγκοπή στο κλισιοσκόπιο να την μοιράζει στη μέση η ακή του στοχάστρου, όπως τόλεγαν οι θεωρίες μας στη Σχολή, κράτησα την αναπνοή μου και πίεσα μαλακά, αυτοκυριαρχημένα, τη σκανδάλη, τεντώνοντας όλη μου τη δύναμη να κρατήσω υποταγμένο το βαρύ όπλο. Άρχισε η άγρια ριπή. Τρανταζόμουνα ολόκληρος, πάλευα εκεί ώσπου έφυγε όλη η ταινία. Είδα τους εχθρούς ζεματισμένους, σα να τους φύσηξε ένας πικρός άνεμος, άλλοι σωριάστηκαν στον τόπο, άλλοι σκόρπισαν πανικόβλητοι ολόγυρα. Οι άντρες μου έβαλαν χαρούμενες φωνές θριάμβου.
Ξανάδωσα το πολυβόλο και σηκώθηκα. «Καλή αρχή, παιδιά!» είπα. Σ’ όλη τη γραμμή μας έξαψη και κέφι. Τα πυρά του εχθρού αγρίεψαν αμέσως. Εμείς χτυπούσαμε συγκρατημένα. Από τον κάμπο στα Πορρόια είδαμε που κατέβαιναν αραδιαστά κι άλλοι Γερμανοί. Άκουσαν τη μάχη και σφίγγονταν από παντού. Τότε φάνηκε καλλίτερα πόσοι ήσαν. «Ορέ τους κιαρατάδες!» συλλογιζόμασταν όλοι εμείς.
Τότε αναπήδησα – ακούστηκε να βάζει και το πολυβόλο πούχαμε στα νώτα μας! «Τώρα μάλιστα!» αναστατώθηκα, ότι είχαμε κυκλωθεί. Έτρεξα εκεί και μούδειξαν απέναντι. Μέσα σ’ ένα ξέφωτο στ’ αραιά δέντρα είδα κι εγώ σκόρπιους ένοπλους ανθρώπους, σα να τάχαν χαμένα. Το πολυβόλο χτυπούσε αλύπητα. Μόλις έβγαινε κι ο ήλιος εκείνη τη στιγμή μέσα σε μαύρα ανακυκλούμενα σύννεφα και τον είχαμε μέσα στα μάτια μας, δε μπορούσες να ξεχωρίσεις τι κόσμος ήταν ακριβώς. Αλλά τι θάταν; Όμως μια στιγμή: «σα να φοράνε χακί, ρε παιδιά!» φώναζε λαχταρισμένος ένας ακροβολιστής μας που κάλυπτε το πολυβόλο.
Έδωσα με μια διαταγή να πάψει η βολή. Από τους σκόρπιους ανθρώπους απέναντι ακούγονταν φωνές και συνεννόηση μεταξύ τους. Σαν ελληνικές φωνές. Ένας δικός μας έβαλε χωνί τα χέρια του και φώναξε δυνατά. Εκείνοι τότε ξαφνιάστηκαν. Βγήκαν έξω ξεθαρρεμένοι ανοιχτά, κουνούσαν τα χέρια τους, έβριζαν κιόλας αγανακτισμένοι γαμοσταύριζαν. Χαρήκαμε πολύ που ήσαν δικοί μας. Ξεκίνησαν κι έρχονταν σε μας. Βγήκα μπροστά και τους υποδέχτηκα. «Χτυπήσαμε, μωρέ κανέναν!» φώναξα. «Όχι, είπαν! Ευτυχώς!». Χαίρονταν κι αυτοί σαν παιδιά που μας εύρισκαν. Ήσαν από το 192 Σύνταγμα, αυτό που το λιάνισαν τα στούκας στο Θεοδώροβο. Τους κυττάζαμε με συμπάθεια. Πολλοί τους δεν είχαν ακόμα συνέλθει από το τράκο. Μας είπαν για το μακελειό τους. Οι θέσεις που κρατούσαμε εμείς ήσαν λέει δικές τους κι έρχονταν να τις πιάσουν.
Εκείνη τη στιγμή με φώναζαν πάλι. Γύρισα και είδα από μακρυά τον ίλαρχό μας. Ντυμένος την πλατειά, άγαρμπη χλαίνη του, καθόταν ήρεμος και χαμογελώντας σα να μη συνέβαινε τίποτα δίπλα στο χαράκωμα πούχα πέσει μέσα. Γύρω του στρατιώτες κουβέντιαζαν μαζί του χαρούμενοι. Είχε ξανοίξει κι ο καιρός και χυνόταν στο τοπίο μια φωτερή λαμπράδα και μια ζεστή-ζεστή γλύκα, απριλιάτικη γλύκα.
Γέμισε φωνές και κίνηση το πλάτωμα, με τους νέους που έρχονταν και τους δικούς μας που ανασηκωμένοι χαιρετούσαν χαρούμενοι τον ίλαρχο. Η μάχη εξακολουθούσε αλλά οι γερμανοί χτυπούσαν τυφλά, ακόμα και το πλάτωμα ήταν καλυμμένο.
Πήγα χαρούμενος κι εγώ στον ίλαρχο. Θέλησα ν’ αναφέρω κανονικά. «Κάτσε! Κάτσε!» –μούπε φιλικά. Κάθησα και του διηγήθηκα τι είχε συμβεί και τι πρόβλεπα πως θα γινόταν τώρα. Έδιωξε τους άντρες να πάνε στις θέσεις τους. Με κύτταξε ύστερα γελαστός. Μια στιγμή μου είπε: «Φοβόμουν στην αρχή για σένα…». Με είδε που ενοχλήθηκα. «Στην Αλβανία – εξακολούθησε ήρεμα αυτός – τη διμοιρία σου, το ξέρεις, τη διοικούσε ένας τέλειος διμοιρίτης, και οι άντρες σου ήσαν ψημένοι στη μάχη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω… ήταν δύσκολη η θέση σου…». – «Μα δεν έχει γίνει τίποτα ακόμα εδώ, κύριε ίλαρχε» – του είπα με ειλικρίνεια. Εκείνος χαμογελούσε. «Έγινε δεν έγινε – αποκρίθηκε – οι άντρες σου έχουν πια εμπιστοσύνη σε σένα». Κατάλαβα ότι τους είχε ρωτήσει. Βούιζε μέσα στο κορμί μου μια ευτυχισμένη αγαλλίαση. Σηκώθηκε ο ίλαρχος.
― Τώρα – μου είπε – θα παραδώσεις τις θέσεις σου στο νέο τμήμα πούρθε. ― Είναι δικές τους. Γύρισε και μου έδειξε πού θα πιάναμε εμείς. Αριστερώτερα (δεξιά όπως γυρίσαμε και κυττάξαμε), πιο πίσω και πολύ πιο ψηλά… Μα εκεί ήταν όλα ήσυχα κι ασφαλισμένα για την ώρα!... Ντράπηκα γι’ αυτή την εύνοια της τύχης. Στις τωρινές θέσεις μας, όπου νάταν θ’ άρχιζε πικρό-πικρό πανηγύρι.
Η αντικατάσταση έγινε γρήγορα. Οι αξιωματικοί του άλλου τμήματος έτρεχαν πέρα-δώθε. Φωνές, φασαρία. Τρανταγμένο τμήμα. Τους φερόμασταν με λεπτότητα και σεβασμό. Τους περίμενε κι άλλος τράκος τώρα. Παράδωσα τις θέσεις μου στο συμμαθητή μου Κουρκουτά, από την Καλαμάτα. Μέναμε στο ίδιο δωμάτιο στην Αθήνα, οδός Μενάνδρου. Λιγόλογο, τέλειο παιδί. Σφίξαμε τα χέρια. Χαμογελούσε γλυκά. «Θα γίνει μύλος εδώ» μου είπε σα να με φθονούσε για την τύχη μου. Ήταν λίγο αφηρημένος. Όλοι τους έτσι ήσαν.
Έλειπαν από τους δικούς μου τρεις. Ήταν η δεύτερη φορά που έστειλα να κουβαλήσουν τον τραυματία. Ήρθαν σε λίγο. «Αδύνατον να ξεμυτίσεις, κύριε ανθυπίλαρχε!» μου αναφέρανε ζωηρά. «Πάει ο άνθρωπος!» σκέφτηκα περίλυπος. Έτρεξα στον Κουρκουτά και τούπα τα καθέκαστα, να δοκίμαζε κι αυτός μήπως τον γλυτώναμε. Έφταναν συνέχεια τα τμήματα του 192. Ένα ολόκληρο τάγμα ήταν να πιάσει εκείνη τη θέση. Άκουσα το όνομα του επίλαρχου Κρανιά. Εμείς μπήκαμε σε τάξη πορείας και φεύγαμε. Πίσω μας άρχισε αμέσως να βρουχιέται η μάχη.

Στις νέες θέσεις μας φτάσαμε νυχτώνοντας…

…Πρωί-πρωί, 8 Απριλίου, τα εχθρικά αεροπλάνα έφτασαν από πάνω μας. Πετούσαν άλλα εδώ, άλλα εκεί. Έψαχναν ακόμα. Σα γεράκια ανελέητα. Πέρασε κι ένα μεγάλο, κατάμαυρο, με στρογγυλό πηδάλιο, πετούσε χαμηλά, στο πέρασμά του αναδεύονταν άγρια οι ομίχλες γύρω του. Από το ύψος που βρισκόμασταν το βλέπαμε σχεδόν μπροστά μας. Στην αρχή ελπίσαμε χαρούμενοι ότι θα είναι αγγλικά μερικά απ’ όλα, απογοητευτήκαμε όμως. Ακούστηκαν και κανονιές, βολή αντιαεροπορικό. Φτάσανε αμέσως σα σφήκες δυο-τρία πάνω απ’ τις θέσεις που ακούστηκε η βολή και ρίξαν βόμβες. Η βολή σταμάτησε. «Α! – έκαμα με δέος – με τούτους δεν έχει αστεία!». Οι στρατιώτες αγανάκτησαν… έτσι, νάμαστε στο έλεος;…
Ήρθε τρέχοντας ένας σύνδεσμος κι έφερε διαταγή να κάνουμε και αντιαεροπορική βολή. «Τι λες τώρα;»– έβαλα τις φωνές. «Με τι; πώς;». «Αυτό μου είπαν!» – αποκρίθηκε αυτός. Μάζεψε τις πλάτες του και έφυγε.
Έδωσα διαταγή, κάθε στοιχείο πολυβόλου να βρούνε δίπλα στις θέσεις τους ένα διχαλωτό δεντρύλλιο, να δέσουν εκεί τους σκοινοκαθαριστήρες και μόλις έρχονται αεροπλάνα να κρεμούνε εκεί τα πολυβόλα και να ρίχνουν. Οι στρατιώτες με κύτταζαν απορημένοι.
Και τα αεροπλάνα ήρθαν και σε μας. Ήσαν πέντε-έξι και πετούσανε ξυστά πάνω από τα δέντρα. Είχαν ξεθεμελιώσει πρώτα ένα-δυο πολυβολεία στο λόφο αριστερά μας, πάνω απ’ το σταθμό Μουριές κι έρχονταν κατόπιν ίσια πάνω και σε μας. Έμπηξα παλαβός κραυγές να βγούνε οι άντρες μου απ’ τα πολυβολεία. Βγαίναν τρέχοντας και όρμησαν στα δέντρα πούχαμε έτοιμους τους σκοινοκαθαρτήρες. Μόλις πρόλαβαν και κρέμασαν τα πολυβόλα τους φτάσανε τα αεροπλάνα. Ένα δεν προλάβανε να το κρεμάσουν. Άρπαξε τότε το δίποδα ένας στρατιώτης, το στήριξε στις πλάτες του ορθός, λίγο σκυφτός, γονάτισε ο σκοπευτής κι άρχισε κι αυτός κι όλοι οι άλλοι να βάζουν. Ανάσκελα οι υπόλοιποι στρατιώτες έρριχναν κι αυτοί με τις αραβίδες τους. Τ’ αεροπλάνα πέρασαν αστραπή. Πάλι σταθήκαμε τυχεροί. Δεν ασχολήθηκαν καθόλου μαζί μας! Και πάνε στη δουλειά τους.
Μείναμε στη θέση μας για λίγο ο καθένας. Ανασηκώθηκαν οι πεσμένοι στρατιώτες. Κυτταχτήκαμε ανακουφισμένοι. Μια ανομολόγητη πίκρα μάς φαρμάκωνε… Το χάλι μας!... «Τους φάγαμε, κύριε ανθυπίλαρχε!» – είπε μια στιγμή κάποιος και με κύτταζε αυστηρά…
… Γυρίσαμε στις κανονικές θέσεις μας. Κάτω, με τους άλλους στο μεταξύ, ο τόπος είχε ανάψει. Βροχή οι όλμοι, το πυροβολικό. Χόρευε τρελά το χώμα σα να χούχλαζε η γη. Κάθε έκρηξη κι ένα λυσσαλέο αστραποβόλημα ανακατεμένο με μαύρα χώματα και πετσοκομμένα κλαριά. «Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους, οι φουκαράδες!...» είπε ένας, αδιάφορα, σαν ψυχρός εμπειρογνώμονας. Τέλειωνε ραγδαία στις ψυχές των φαντάρων κάθε αυταπάτη.
Φωτοβολίδες άρχισαν να πέφτουν γύρω στις θέσεις των δικών μας. Οι γερμανοί τούς σφίγγανε για καλά, είχαν σχεδόν κολλήσει από παντού απάνω τους. Τι διάολο θα γινόταν; Νάχε μείνει κανένας από το τμήμα μας ζωντανός; Κι ως πότε θα κρατούσε αυτό το μακελειό;

… Λοιπόν; Υποχωρούσαμε; Ή ερχόταν η σειρά μας να ριχτεί σε μας ο εχθρός σε λίγο;
Έφτασε τότε ειδοποίηση ότι φεύγουμε κι εμείς. Φεύγουμε; Μια χαλάρωση μας κυρίεψε όλους. Άκουσα τους μαχητές μου – φώναζαν ο ένας τον άλλον. Αισθάνθηκα ότι ήθελα να καθήσω κάπου, σα να λύνονταν τα γόνατά μου… Αυτό λοιπόν ήταν να υποδουλώνεται η πατρίδα σου;… Και ήταν δικό μας τυχερό, εμείς να μοιάσουμε με τις παληές γενηές τούς προγόνους μας, που ζήσαν στη δουλεία; Εμάς είχε διαλέξει η ιστορία, τα γραμμένα στις σελίδες της που διαβάζαμε να τα ζήσουμε εμείς στην πράξη;
Ανακαθιστός στη θέση μου παρακολουθούσα πάντα το τμήμα μας εκεί κάτω που υποχωρούσε. Όμως σχεδόν δεν τόβλεπα κι ας ήταν αγνάντια μας ακόμα. Δεν ήταν πια ανάγκη να το βλέπω, ούτε και μπορούσα. Άνοιγαν… άνοιγαν τεράστια τα μάτια μου… ν’ ατενίζω το πελώριο κενό. Μέσα μου γίνονταν τώρα όλα τα γκρεμίσματα…

… Την τελευταία στιγμή στάθηκα και γύρισα αργά, να δω τις θέσεις μας που τις αφίναμε. Να τις αποχαιρετήσω. Σα να ήταν ένα δικό μου αγαπημένο πρόσωπο και δεν μπορούσα να φύγω έτσι, δίχως να το αποχαιρετήσω. Ακολούθησα κι εγώ κατόπιν τη διμοιρία μου, ανηφόριζαν στη σειρά οι σκυμμένες πλάτες τους…
Έπεφτε σκοτάδι. Μπήκαμε στα γλυστερά, λασπωμένα μονοπάτια μέσα στο δάσος. Ανεβαίναμε με κόπο, ο βρεγμένος τόπος γλυστρούσε και σκουντουφλούσαμε. Έγινε σχεδόν ένας συμβολισμός. Σα να ανεβαίναμε το Γολγοθά μας και η νύχτα της σκλαβιάς σα να κατέβαινε βαρειά να σκεπάσει την πατρίδα μας. Μαζευόμουνα στον εαυτό μου. Και οι άλλοι γύρω μου, το ίδιο μαζευόταν στον εαυτό του ο καθένας. Κανένας δε μιλούσε. Στη σκέψη μας ο στρατός είχε πια διαλυθεί. Όσο κι αν λεγόμασταν ακόμα διμοιρίες, λόχοι, τάγματα, δεν είμασταν παρά ένα πλήθος άτομα, χωριστά το ένα απ’ τ’ άλλο μέσα στο σκοτάδι. Ένα καινούριο πελώριο άγνωστο μας περίμενε. Κι ωστόσο καταλάγιαζε βαθειά μέσα μου μια αλλόκοτη γαλήνη. Σα να μούδινε περίεργη δύναμη ότι ήμουν πια ελεύθερος, κάτι σα να είχε λυθεί η ανέλπιδη από καιρό εμπλοκή μας και μπορούσα στο εξής να διαθέσω ξανά απ’ την αρχή τον εαυτό μου, μ’ έναν τρόπο ίσως πιο σύμφωνο με τη λογική… Ποιος ξέρει;…
Παραπάνω ανταμώσαμε τον ίλαρχό μας και τις άλλες διμοιρίες της ίλης. Μας περίμεναν ορθοί. Μας υποδέχονταν διακριτικά χαρούμενοι με σεβασμό. Εμείς γι’ αυτούς είμασταν οι μπαρουτοκαπνισμένοι. Και ξεκινήσαμε αμέσως πάλι. Ο ταγματάρχης Βλαχάκης, πιο απάνω ακόμα, με συγχάρηκε. «Μπράβο, μούπε, καλά τα κατάφερες. Σε είχαμε ξεγράψει. Ο συμμαθητής σου ο Κουρκουτάς σκοτώθηκε στις ίδιες θέσεις που κρατούσες εσύ στην αρχή». «Δεν έγινε τίποτα το σπουδαίο στις θέσεις μου, όσο τις κρατούσα εγώ», αποκρίθηκα στον ταγματάρχη. Το πήρε για μετριοφροσύνη. Δεν επέμεινα. Δεν είχα όρεξη να επιμείνω. Σκεφτόμουν ταραγμένος το συμμαθητή μου. Νόμιζα πως σφίγγουμε ακόμα τα χέρια. «Τους καλλίτερους μεταξύ μας διαλέγουν οι σφαίρες», σκεφτόμουν. Ένας όλμος λέει τούχε αδειάσει την κοιλιά. «Πήρε τη θέση μου και ίσως και την τύχη μου» συλλογιζόμουν μέσα στο σκοτάδι και στην ψιλή βροχή πούπεφτε…

… Ανεβαίναμε… Το μυαλό μου αλώνιζε το μεγάλο άγνωστο που μας είχε βρει. Έτρεξε σ’ όλο μας το μέτωπο, της Ανατολικής Μακεδονίας. Έπειτα και στο άλλο, στην Αλβανία. Τι να γινόταν αλήθεια με τους μαχητές μας εκεί; Πώς να είχαν δεχτεί τα δικά μας άσχημα νέα; Τους σκέφτηκα πικραμένους και αγανακτισμένους, ότι ήσαν άξιοι για καλλίτερη τύχη, αλλά εμείς τους αφήσαμε στο έλεος, απροστάτευτους και θα τους βγαίναν οι εχθροί από πίσω. Ύστερα η σκέψη μου πήγε στα μετόπισθεν. Σκέφτηκα την πατρίδα μας ακέρηα, με το αγαπημένο από τα μαθητικά μου χρόνια σχήμα της και τα άπειρα νησιά γύρω της. Σκέφτηκα τις πολιτείες, τα χωριά. Τους φίλους, τους γνωστούς, τους δικούς μου. Μπήκα σε σπίτια. Είδα ανθρώπους σκυμμένους απάνω στα ραδιόφωνα να ακούνε καταπτοημένοι τα άσχημα νέα μας κι έπιασα να κλαίω μέσα στο σκοτάδι. Και μ’ όλα αυτά ένοιωθα ήρεμος, γαλήνιος…

… Ξαφνικά περπάτησε ένα νέο: «οι γερμανοί φτάσανε στο Κιλκίς!». Ήταν η έδρα της Μεραρχίας μας. Αναστατωθήκαμε. Θέλαμε κι άλλα νέα! Ξαφνικά διαδόθηκε αμέσως ότι ο μέραρχός μας λίγο έλειψε να τον πιάσουν στα χέρια, μόλις πρόλαβε και τους ξέφυγε με το αυτοκίνητό του και οι γερμανοί μοτοσυκλεττιστές από κοντά του σα σφήκες μέσα στην πόλη. Ο εκνευρισμός μας δυνάμωσε. Οι φαντάροι φώναζαν όξω απ’ τα δόντια, τι μυαλό φοράγαμε και τους φυλάγαμε ακόμα εκεί…

… Ξανάγινε λίγη ησυχία. Βυθιζόμουν πάλι στη νάρκη, κουλουριαστός ανακούρκουδα στα λασπόνερα. Ούτε καταλάβαινα πόση ώρα περνούσε. Ξάφνου η καρδιά μου κλώτσησε. Το αυτί μου έπιασε ένα βάδισμα ομαδικό πάνω σε καλντερίμι, κραπ-κρουπ, κραπ-κρουπ… (Ο δρόμος του 18 είχε τόπους-τόπους πλακόστρωτο). «Αυτό είναι στρατός!» είπα μέσα μου λουσμένος στην αγωνία και τίναξα με δύναμη το κεφάλι μου έξω απ’ την κουβέρτα. Δεν πρόλαβα άλλο. Έσκισε τη νύχτα ένα ουρλιαχτό «άαααλτ!». Ο βηματισμός στο πλακόστρωτο κόπηκε απότομα, έγινε αστραπιαίο ποδοβολητό στα πλάγια, ακροβολίζονταν! «Στα όπλααα!» ξαναούρλιαξε η κραυγή κι άρχισε ένα τρελό πανδαιμόνιο, ριπές, χειροβομβίδες, ιαχές, βίαιος συγκλονισμός.
Ήρθαμε στα χέρια με τους γερμανούς. Δηλαδή καθεαυτού στα χέρια! Είχαν πέσει απάνω μας δίχως κι αυτοί να τόχουν καταλάβει. Γίναμε ένα κουβάρι μαζί τους. Από παντού πέφτανε πυροβολισμοί. Μελισσολόι αφηνιασμένο οι σφαίρες σφύριζαν και διασταυρώνονταν γύρω από τα κεφάλια μας, ουρλιαχτά, διαταγές, φωνές να συνεννοηθούμε εμείς μεταξύ μας κι εκείνοι μεταξύ τους, μια εφιαλτική άγρια ώρα.
Είχα πέσει πρηνηδόν τρία μέτρα μπροστά απ’ τη θέση που καθόμουν. Είχα πιάσει τον όχτο του παληού δρόμου, ταμπουρώθηκα με το πιστόλι στο χέρι. Αριστερά μου, δεξιά μου οι άντρες της διμοιρίας μου. Ξάφνου φτάνει καταμπροστά μου, δυο-τρία μέτρα μόνο, ένας όγκος. Έπεσε πίσω σ’ ένα γυμνό θάμνο. Αμέσως, φσσσ! απ’ τη θέση αυτή και μια φωτεινή γραμμή τινάχτηκε ίσια πάνω. Η φωτοβολίδα άστραψε εκτυφλωτικά στον ουρανό κι έπεσε ένα άρρωστο φως απάνω μας. Σήκωσα το περίστροφό μου και σημάδεψα στο γυμνό θάμνο. Τράβηξα τη σκανδάλη. Έξη φορές! Και τις έξη τζίφος! Δοκίμασα βλαστημώντας ακόμα μια φορά. Πάλι τίποτα. Θυμήθηκα αγανακτισμένος τον οπλοπώλη της Λαμίας. Πέταξα το πιστόλι, ξεθηλύκωσα πυρετικά το αντίσκηνο και την κουβέρτα από το λαιμό μου, τα πέταξα από πάνω μου κι ετοιμάστηκα. Ο γερμανός μπροστά μου κάτι σύνεργα ετοίμαζε. Η φωτοβολίδα ψηλά έσβυσε. Και πετάχτηκα με μιας ορθός, έφερα γύρω το θάμνο κι έπεσα απάνω του. Τον κατάλαβα που τρόμαξε. Γύρισε απότομα δίπλα. Ο γυλιός του με κρατούσε μπόσικον, δε μ’ άφινε να τον αρπάξω σίγουρα. Είχα πέσει και με ορμή κι έτσι κυλιστήκαμε κάτω και οι δυο. Δοκίμασε να σηκωθεί. Πετάχτηκα κι εγώ ορθός κι ήρθαμε στα χέρια. Ένοιωσα το χνώτο του στο μούτρο μου. «Είναι χειροδύναμος!» είπα λαχανιασμένος. Ευτυχώς ήταν γερά φορτωμένος κι αυτό τον δυσκόλευε. Δοκίμασα να τον ρίξω πάλι κάτω. Τότε ένας άλλος γερμανός έφτασε σκουντουφλώντας κι έπεσε δίπλα μας. Άρχισε κι αυτός τις φωτοβολίδες κι έφεξε πάλι η νύχτα. Κυτταχτήκαμε με το γερμανό στα μάτια, μ’ έβλεπε έκπληκτος κι αυτός. Ξαφνιασμένοι και οι δυο για ένα δευτερόλεπτο σα να αναρωτιόμασταν «ποιος θα φάει τον άλλον;».
Δεν θυμάμαι τίποτ’ άλλο. Άκουσα με μιας μια κραυγή όλο αγωνία: «Φυλάξου, κύριε ανθυπίλαρχεεε! Του ρίχνω!». Το μάτι μου πήρε το λοχία Καπούτση της διμοιρίας, ορθός στον όχτο και σημάδευε με την αραβίδα του. Έδωσα μια με όλη μου τη δύναμη στο γερμανό κι έκαμα πίσω ένα σάλτο. Ο Καπούτσης πυροβόλησε. Μούγκρισε ο γερμανός κι έπεσε. Εγώ πήδησα πάλι στον όχτο. Η φωτοβολίδα, έσβυσε κι αυτή. Ζήτησα αμέσως ένα όπλο. «Ρίξ’ τε του!» φώναξα. Φοβόμουν ότι μπορούσε ακόμα να μας κάνει κακό. Ώσπου να μου δώσουν όπλο, εκείνος είχε σηκωθεί και παραπατώντας έφευγε μακρύτερα. Πήγε δέκα μέτρα πίσω στο θάμνο. Άρχισε ξανά φωτοβολίδες. Σημάδεψα κι εγώ και τούρριξα. Τούρριχναν κι οι άλλοι. Χτυπήθηκε και σπαρτάρισε με δύναμη όλο το κορμί του. «Άειντε φουκαρά! είπα τότε, ήσουν ο τυχερός απόψε! εσύ, όχι εγώ!...».
Με καλούσε ο ίλαρχος. Πήγα τρέχοντας. Ήσαν συγκεντρωμένοι πολλοί αξιωματικοί μπροστά στην πόρτα στο αυτοκίνητο του συνταγματάρχη. «Μας διατάσσει να παραδοθούμε», μούπε ο ίλαρχος. Πολλοί έβριζαν. Άλλοι φώναζαν αγανακτισμένοι. «Πάμε! φεύγουμε!».
Ο συνταγματάρχης σιωπούσε, αινιγματικός, μυστηριώδης, μακρύς μακρύς και τεντωμένος όπως και πριν. Οι κραυγές απλώνονταν αντηχώντας με μια άγρια, αγανακτισμένη περιφρόνηση, μ’ ένα μίσος: «ελάτε φεύγουμε!». Έτρεξα κι εγώ στη διμοιρία μου. «Ελάτε! Ελάτε!» φώναξα στους δικούς μου. Χύθηκαν σαν ελατήρια κοντά μου. Γενικεύτηκε σ’ όλο το χάος, στο πλάτωμα η ορμητική απαγκίστρωση. Στρατός πολύς στριμωχνόμασταν φεύγοντας σκυφτοί ανάμεσα στα αραγμένα οχήματα. Κι ορμήσαμε στον κατήφορο, στη λαγκαδιά πάνω απ’ το χωριό Κεντρικό. Ξεφεύγαμε την αιχμαλωσία με μια πράξη που οι κανονισμοί την τιμωρούν με θάνατο στον καιρό του πολέμου, μια ανυπακοή. Από μαχητές, γινόμασταν φυγάδες.
Κι αυτό ήταν στο τέλος της 193 μονάδας της 19ης Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού στον πόλεμο με τους χιτλερικούς εισβολείς στις 9 Απριλίου 1941.

ΑΝΤΑΡΤΗΣ στα ΒΟΥΝΑ της ΡΟΥΜΕΛΗΣ - Τόμος Α΄

Φωτογραφία: Ανθυπίλαρχος Δημήτρης Δημητρίου, Μάρτιος 1941 - Θεσσαλία, λίγο πριν μεταβεί στο μέτωπο Δοϊράνης.


Δημήτρης Ν. Δημητρίου - Νικηφόρος

2 σχόλια:

  1. Όταν την ιστορία τη γράφουν οι πρωταγωνιστές ...!!!
    Δε νομίζω ότι θα μπορούσε να εξιστορηθούν καλλίτερα & από κανέναν άλλο τα γεγονότα των πέντε εκείνων τραγικών ημερών (6-9 Απριλίου 1941) για την πτώση των Οχυρών Μεταξά & την εισβολή των Γερμανών στην πατρίδα μας .
    Υποκλίνομαι , υποκλινόμαστε στους ΜΑΧΗΤΑΣ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ & σε ΕΚΕΙΝΟΥΣ που έπεσαν υπερασπίζοντας τα & σε εκείνους που επέζησαν & αναγκάσθηκαν να αγωνισθούν & πάλι τα επόμενα χρόνια πολεμώντας τον κατακτητή .
    Τιμή & Δόξα !!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΤΟ ΧΩΜΑ ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ ΛΕΥΤΕΡΩΣΑΝ Ο ΑΡΗΣ Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΑΜ ΕΛΑΣ.7 Απριλίου 2020 στις 3:15 μ.μ.

    ΗΡΩΕΣ, ΑΠΑΡΤΑ ΒΟΥΝΑ....

    https://www.youtube.com/watch?v=DK6MftMyLbE

    Ήρωες, άπαρτα βουνά.
    Ήρωες, με δώδεκα ζωές,
    κάστρα του Ολύμπου
    και του Παρνασσού φαντάσματα,
    ήρωες μες στα χαλάσματα.

    Αίματα, κόκκινο νερό,
    αίματα, ποτάμι βουερό,
    πυρ στην Αλαμάνα
    και φωτιά στο Γοργοπόταμο
    και φωτιά στο Γοργοπόταμο.

    Εμπρός αδέρφια εμπρός
    κι είναι μαζί μας ο λαός
    στα πιο μεγάλα μας τα κατορθώματα
    μες στις πέτρες και στα χώματα.

    Θάνατος, μαύρος αδερφός.
    Θάνατος, θα γίνω αθάνατος,
    πυρ στην Αλαμάνα
    και φωτιά στο Γοργοπόταμο
    και φωτιά στο Γοργοπόταμο.

    Αέρας στις κορφές
    μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
    έλα και πάρε μόνος σου τη λευτεριά
    με τραγούδια, όπλα και σπαθιά.


    Ο ΑΡΗΣ ΚΑΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟ....

    https://www.youtube.com/watch?v=2PPOs74qnmM

    Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει,

    το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.

    Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια,

    ο Αρης κάνει πόλεμο μ’ αντάρτες παλληκάρια.

    Ελα, βρε άπιστε Ιταλέ, κορόιδο Μουσολίνι,

    να μετρηθούμε οι δυο μαζί να ιδείς το τι θα γίνει.

    Δεν έχεις γέρους κι άρρωστους, μικρά παιδιά να σφάξεις,

    ούτε κοπέλες ντροπαλές, ούτε χωριά να κάψεις

    παπάδες για να τυραννάς στη μέση στο παζάρι,

    έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Αρη

    που γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό τ’ αγέρι

    προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι.


    Ο.Δ.Ξ ( Ο ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ)

    ΑπάντησηΔιαγραφή