Γράφει
ο Γιώργος Δρίβας
Ο Λιακουρίσιος, (παρατσούκλι) γιατί δεν θυμάμαι το
πραγματικό του επίθετο, εξ άλλου στο χωριό Σουβάλα, έτσι όλοι τον ήξεραν,.....
ήταν ένας ψηλός, ευσταλής άνδρας, πάντα μ’ ένα μαύρο ρεμπούπλικο καπέλο και
σχεδόν πάντα με ένα αναμμένο τσιμπούκι στο στόμα. Φορούσε τριμμένα ρούχα
από την τσιγκουνιά του, ενώ ήταν καλός μάστορας, χτίζοντας κυρίως φούρνους στο
χωριό μας και στα γύρω χωριά, οικονομώντας αρκετά χρήματα απ’ τη δουλειά του.
Τα χρήματα (χαρτονομίσματα) , απ’ τη φιλαργυρία του,
τα έχωνε σε τρύπες μέσα στο σπίτι του, από πολλά χρόνια, μπορεί μάλιστα να
είχαν χάσει και την αξία τους.
Στερείτο τα βασικά και αναγκαία πράγματα της ζωής,
ενώ είχε χρήματα και η ευχαρίστησή του ήταν να τρυπώνει τα λεφτά στους
τοίχους. Αυτή η φιλαργυρία του ήταν, που έδιωξε και τα παιδιά του μακριά,
ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω.
Το σπίτι του (τί σπίτι δηλαδή) ήταν μια καλύβα, πιο
πάνω από τον Άη-Ταξιάρχη, μισό σπίτι και μισό αχυρώνας, όπου είχε και τη
γαϊδουρίτσα του.
Έφυγε λοιπόν κάποτε, να πάει σε μια δουλειά και
πηγαίνοντας να ταΐσει τη γαϊδούρα, πριν φύγει, άθελά του, του έπεσε κάφτρα απ’
το τσιμπούκι του.
Ξάφνου μετά από λίγη ώρα, έντρομοι οι Σουβαλιώτες,
βλέποντας φλόγες και καπνούς στο σπίτι του, του φωνάζουν: μπάρπμα, έπιασε φωτιά
το σπίτι σου.
Αλαφιασμένος ο Λιάκουρας, μαζί με τους
κατοίκους, τρέχουν γρήγορα και τί να δουν; Το σπίτι είχε γίνει
’’λαμπάδα’’ γιατί τα παλιόξυλα τόσο ήθελαν…
Προσπάθησαν με τους κουβάδες οι χωριανοί, (πού
πυροσβεστική τότε), αλλά μάταιος κόπος, μέσα σε δύο ώρες η καλύβα έγινε στάχτη!
Ο παππούς Λιακουρίσιος τραβούσε απελπισμένος τα
μαλλιά του λέγοντας: ωχ τί έπαθα ο έρμος, κάηκε το σπιτάκι μου, πάει κι η
γαϊδουρίτσα μου, ωχ τα λεφτά μου τα
λεφτάκια μου καήκανε κι αυτά!
-Είχες πολλά λεφτά παππού;
-Ντε δεν είχα, παιδιά μ’ απ’ το ’36 τα μάζευα…
-Πού τάχες παππού;
-Να μέσα εκεί στις σγράδες….
Κοιτάνε.. τί να δούν… πολλά παλιά χαρτονομίσματα και
νέα, όλα μισοκαμμένα.
Τρείς μέρες, ολοφύρονταν, φέρνοντας στροφές γύρω απ’
το σπίτι του ο γέρο Λιακουρίσιος,
χωρίς φαΐ και νερό, σχεδόν μισότρελλος και φωνάζοντας ‘’ τα λεφτά μου, τα λεφτά
μου…’’
Μετά άφησε την τελευταία του πνοή, εξαντλημένος,
σώμα και ψυχή, ο μακαρίτης..
Αυτό ήταν το τέλος μιας σκληρής, τυραννισμένης ζωής,
αλλά φιλάργυρης…!
Ξάδερφε , εξαιρετική & αυτή η ανάρτησή σου για το γερο - Λιακουρίσιο όπως και η προηγούμενη για τον γερο - Καράπα .
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για το πραγματικό ονοματεπώνυμο του γερο - Λιακουρίσιου , όπως διαβάζω στο αρχείο του μακαρίτη του πατέρα μου εκεί που αναφέρεται στα ονόματα & στα παρατσούκλια των συγχωριανών μας , λεγόταν Τοπάλης Παναγιώτης και είχε τρία παιδιά,το Στάθη,το Χαράλαμπο & τη Χρυσούλα .
Γιώργο να είσαι καλά και να συνεχίσεις τέτοιες γραφές και όπου δε θυμάσαι ονόματα είμαι στη διάθεσή σου .
- Α -
Σημ.
Μπορεί για πολλούς νεοΣουβαλιώτες τούτες οι ιστορίες όπως και τα πρόσωπα που συνδέονται μ' αυτές να μην έχουν καμιά σημασία αλλά για εμάς τους παλιότερους , που μάθαμε να τιμούμε τις ρίζες μας , λένε πολλά . Και το κυριότερο απ' όλα είναι ότι μας γυρνάνε στα χρόνια της νιότης μας .
ευχαριστούμε αγαπητέ δάσκαλε για την ωραία συντροφιά που μας κρατάς με τις παλιές Σουβαλιώτικες ιστορίες σου τούτες τις μίζερες ώρες του ιδιόμορφου κουρούνικου αποκλεισμού. (Κουρούν'(η)ς στα Σουβαλιώτικα είναι ο δυστυχής). Χωρίς να θέλω να σε διορθώσω και με πάσα επιφύλαξη, νομίζω ότι ο συμπαθής γερο-Παναγιώτης Τοπάλης δεν φορούσε καβουράκι καπέλο, ούτε κάπνιζε πίπα. Προφανώς τον συγχέεις με μια άλλη παλιά γραφική φιγούρα του απάνω μαχαλά τον μπάρμπα-Γιάννη Καραπιπέρη- Μασούρα. Ο Λιακουρήσιος ήταν μέσου αναστήματος εξαιρετικά αδύνατος και φορούσε πάντα μια τριμμένη καρό ζακέτα και τραγιάσκα. Ήταν άριστος τεχνίτης κατασκευής φούρνων και επιδιορθωτής κεραμιδιών στέγης. (Ξανάσερμα). Επίσης ήταν δεινός πελεκάνος πέτρας και είχε κατασκευάσει μόνος του μονόλιθο λίθινο προσκυνητάρι με σκοπό να το τοποθετήσει στον τάφο του. Αυτό όπως και πολλά από τα έργα του παρέμειναν στην αυλή του και μετά το θάνατό του εσυλήθησαν από "αγνώστους". Ακόμη και σήμερα παραμένουν μπροστά από το ερειπωμένο σπιτάκι του λίγες κατεργασμένες λιθόπλακες που είχε λαξεύσει για να επισκευάσει το κρηπίδωμα. λόγω των πολλών φούρνων που είχε κατασκευάσει στο Δαδί, είχε μετά αναλάβει και την προμήθεια πουρναριών προς τους νοικοκυραίους για την καύση τους. Με τη γέρικη γαϊδουρίτσα του κουβαλούσε πουρνάρια από τα ισιώματα στο δαδί, τα πουλούσε και στην επιστροφή ξήλωνε και τις ρίζες, τις κουβαλούσε στο σπιτάκι του για να ζεσταθεί και ο ίδιος. Είχε παντρευτεί την Σουβαλιώτισσα Φανή Μάρου η οποία είχε υποστεί τα πάνδεινα λόγω της φιλαργυρίας του και πέθανε νέα. Λέγεται ότι, μαζί με άλλες γυναίκες από τη Σουβάλα, η μακαρίτισσα είχε πάει στην Αράχωβα να μαζέψουν ελιές και με τη γαϊδουρίτσα κουβάλησε το λίγο λαδάκι που αποκόμισε στο χωριό. Όταν έφτασε στο σπίτι ο γέρο Παναγιώτης διαπίστωσε ότι από το ζωντανό έλειπε ένα πέταλο. Αφού πρώτα έδειρε τη γυναίκα, την υποχρέωσε να πάει πεζή μέσα στη νύχτα στην Αράχωβα, να βρει το πέταλο και να το φέρει πίσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό κουράγιο σε όλους. Υπομονή και προσοχή.
Δ.ΚΑΤΟΙΚΟΣ