ΑΘΗΝΑΙ, Σεπτέμβριος 1937.
– Πρωΐ – πρωΐ το πλοίο μας αράζει στην Ιτέα. Είναι μια γλυκειά, φωτεινή ημέρα,
ούτε ένα συννεφάκι στον ουρανό, ούτε μια ρυτίδα στη θάλασσα, οι κορυφές του
Παρνασσού προβάλλουν πέρα στο γαλανό βάθος τις υπερήφανες γραμμές τους, η μικρή
πόλις απλώνεται ράθυμα σ’ όλη την παραλία, λες και τεντώνεται με ηδυπάθεια,
στις θωπείες του ήλιου......
Θεία γαλήνη. Μ’ ερωτούν αν θέλω να βγω, να ιδώ την
Ιτέα. Όχι. Θα μείνω εδώ, στην γωνιά μου, στο καράβι, ως που νάρθη η ώρα που θ’
ανεβώ στο προσκήνημα. Όλη μου η σκέψι είναι προσηλωμένη τώρα απάνω. Και τίποτα
δεν πρέπει να την ταράξη. Η ψυχή και ο νους πρέπει ν’ ανεβούν ολοκάθαρα εκεί,
στο Ιερό του Απόλλωνος.
Το αυτοκίνητο, αφού περάση
απ’ το πράσινο πέλαγος των ελαιώνων, αρχίζει την ανάβασι στις κορδέλλες του
βουνού. Τα μάτια πονούν απ’ την ωμορφιά που αντικρύζουν. Σε κάθε στροφή κι’ ένα
νέο πανόραμα. Τίποτα το απαλό εδώ, τίποτα το τρυφερό. Γραμμές σκληρές, κορυφές
γυμνές, μια αγριάδα συγκλονιστική, ιδίως μέσα στην αντίθεσι του ολογάλανου
αυτού ουρανού, της πλημμύρας του φωτός και των χρωμάτων, του μικρού λιμανιού
της Ιτέας, που από κει ψηλά φαντάζει σαν ζωγραφιστό. Κι’ όταν πια το αυτοκίνητο
σταματήση στην είσοδο της ορεινής κοιλάδας, που απετέλεσε κάποτε τον ομφαλό της
γης και προχωρήστε προς τα ιερά, τότε νοιώθετε την καρδιά σας να σφίγγεται
μπροστά στη μεγαλοπρεπή τραγικότητα του τοπίου, τραγικότητα που καθιστούν ακόμα
πιο συγκλονιστική, όλα αυτά τα δοξασμένα ερείπια, τα σπασμένα μάρμαρα, οι
στήλες, τα αγάλματα…
Βαδίζοντας ανάμεσα στα
ερείπια των ναών, προσπαθώ να αναπαραστήσω με τη φαντασία πως θάταν τούτος δω ο
τόπος όταν εχρησίμευε για προσκύνημα όλου του κόσμου. Ποιος, ή ποιοι τάχα να
συνέλαβαν την ιδέα, πόσες χιλιάδες χρόνια πριν; Κι’ αν τώρα, μέσα στο άγριο αυτό
περιβάλλον, το γεμάτο μυστικισμό και μεγαλείο νοιώθετε την καρδιά σας να
σφίγγεται, να είναι έτοιμη να πιστέψη, τι θάνοιωθαν εκείνοι που αντίκρυζαν μέσα
σ’ αυτό το μεγαλείο τους ναούς και τα αγάλματα των θεών;…
Πώς να μη πιστέψουν πως…
πραγματικά κατοικούσαν εδώ οι Θεοί, πώς να μη νομίσουν πως άκουαν αλήθεια, τη
φωνή των Θεών;…
Αφού περιπλανηθήκαμε στα
ερείπια, αφού θαυμάσαμε όπως μας επέτρεπαν οι ανθρώπινες δυνάμεις μας – γιατί
και για να αισθανθή κανεις πραγματικά όλη αυτή την ωμορφιά δεν αρκούν ανθρώπινες
δυνάμεις – τους θησαυρούς του Μουσείου, γυρίζομε στην Κασταλία. Σαν τους
αρχαίους προσκυνητάς που δεν έμπαιναν στο Ιερό του Απόλλωνος, πριν πλυθούν στο
θαυματουργό αυτό νερό, έτσι κι’ εμείς σκύβομε στην τραγουδιστή πηγή, ξεπλένουμε
πρόσωπο και χέρια, ραντίζομε το κεφάλι μας, πίνομε τη δροσιά του. Τάχα θα δώση
και σε μας το θείο δώρο της εμπνεύσεως;…
Κι’ έτσι αποκαθαρμένοι,
αρχίζομε την ανάβασι προς το θέατρο, που χωμένο μεσ’ την αγκαλιά του βουνού,
κάτω απ’ τη σκέπη των βράχων των Φαιδριάδων, μένει αιώνες τώρα έρημο και βουβό,
μάταια περιμένοντας να ξυπνήση τους ήχους του κάποιος ημίθεος…
Αλλοίμονο! Η Κασταλία
έχασε πια τη δύναμί της από τότε που πέθανε ο Απόλλων, κι’ έτσι ούτε μια αμυδρή
ιδέα δεν μπορώ να δώσω απ’ την εντύπωσι που αισθάνθηκα ακούοντας Μπετόβεν, μέσα
στο τιτάνειο εκείνο περιβάλλον, μέσα στην τραγική υποβλητικότητα των θεϊκών
βουνών, όπου κάποτε περπάτησαν θεοί και ημίθεοι, μέσα στην ίδια αυτή
ατμόσφαιρα, όπου αντήχησαν τα προφητικά λόγια της Πυθίας, μέσα στον ίδιο αυτό
αέρα, που κάποτε θα χάϊδεψε τα μαλλιά κάποιας Μούσας…
Ο Τιτάν μέσα σ’ ένα
Τιτάνειο περιβάλλον. Αν δεν είχαμε το θάρρος να γονατίσωμε και ν’ ακουμπήσωμε
το μέτωπο στις πανάρχαιες εκείνες πέτρες, η ψυχή μας γονατισμένη μπροστά στο
ανείπωτο, το απερίγραπτο εκείνο μεγαλείο, εψιθύριζε κάποια προσευχή.
Πολλές φορές ακούσαμε τον
Μητρόπουλο να διευθύνη τις δύο αυτές Συμφωνίες που ανέγραφε το πρόγραμμα, την
Δευτέρα και την Πέμπτην, μα ποτέ δεν είχε φθάσει σε τέτοια τελειότητα, σε
τέτοιο θαύμα. Ποτέ η ορχήστρα μας δεν έφθασε σε τέτοια τελειότητα ήχου, σε
τέτοια ευγένεια αποδόσεως, σε τέτοια ρυθμική ακρίβεια, σε τέτοια ελαφρότητα.
Ήταν όλοι εμπνευσμένοι, παρασυρμένοι, αιχμαλωτισμένοι απ’ τη μαγεία του αιωνίου
αυτού τόπου, απ’ το αιώνιο πνεύμα, που δεν έπαυσε να πλανάται πάνω απ’ τα
σπασμένα μάρμαρα και τις γκρεμισμένες κολόνες. Η Δεύτερη Συμφωνία ερμηνεύτηκε
με τέτοιο τρόπο και σε τέτοια γραμμή, που απάνω απ’ τα δοξασμένα ερείπια η
φαντασία μας έβλεπε να υψώνουν οι ήχοι ένα καινούριο ναό, απέριτο και λιτό, το
ναό του νέου ελληνικού πνεύματος. Η ηχώ των Φαιδριάδων, που παρέτεινε μερικές
φράσεις, έδινε στην εκτέλεσι μια καινούργια γοητεία, που κανείς δεν θα μπορούσε
να φαντασθή. Έπειτα, η Πέμπτη. Η επιλεγομένη Συμφωνία του Πεπρωμένου. Όταν, στα
πρώτα μέτρα της, οι θεϊκοί βράχοι αντιλαλήσανε τις τέσσερις εκείνες νότες της
αρχής, που ήδη εκφράζουν τόσο την τραγικότητα της Μοίρας, νόμιζε κανείς πως απ’
τα βάθη των αιώνων αντηχούσε βαρύ, αμείλικτο, σκληρό το Πεπρωμένο, έννοιωθε την
ψυχή του να πλημμυρίζει από δέος, ολόκληρο το είναι του να συγκλονίζεται, να
εκμηδενίζεται, να πνίγεται, μέσα σε μια φρικτή αγωνία. Αλλά σε λίγο αντηχεί το
αγγελικό εκείνο «αλλέγκρο», σαν μήνυμα κάποιας ελπίδας, έστω γεμάτης πόνο
ακόμα. Με πόση ωραία ισορροπία ανέδειξε ο Μητρόπουλος το πλάτος της ευγλωττίας
του, τη στρογγυλάδα κάθε του φράσεως, με πόση ασφάλεια εχρωμάτισε κάθε του
γραμμή. Οι μουσικοί τον παρακολουθούν σαν ένα και μόνο όργανο, ο κόσμος
συγκρατεί και την αναπνοή του ακόμα. Μετά το ρωμαντικό εκείνο Σκέρτσο που
διαλύει τα σκοτάδια και την αγωνία, το θριαμβικό φινάλε, τραγούδι ελπίδας και
χαράς, μιας χαράς γεμάτης πείσμα και ζωντάνεια.
Έτσι τώδωσε ο Μητρόπουλος.
Και καθώς τον έβλεπα, μου φαινόταν σαν ένας νέος προφήτης που φώναζε στο άπειρο
το κήρυγμά του. Όχι! Δεν πέθανε ο Απόλλων! Ζη πάντα στα Ελληνικά βουνά, στις
Ελληνικές θάλασσες και μέσα στις ψυχές μας! Κι’ αν γκρεμίστηκαν οι ναοί, κι’ αν
έπεσαν οι στήλες και τ’ αγάλματα, εμείς θα υψώσουμε καινούριους απάνω από τα
χαλάσματα και θα συνεχίσωμε την μεγάλη παράδοσι, την πανάρχαια κληρονομία. Το
Ελληνικό ιδεώδες της τέλειας Αρμονίας, δεν μπορεί να πεθάνη!...
Οι αρχιμουσικοί όλου του
κόσμου θα μπορούσαν να φθονήσουν εκείνη την ημέρα τον Μητρόπουλο. Ποτέ, κανένας
τους δεν είχε τέτοια τύχη να γίνη ερμηνευτής, όχι πια μιας μουσικής, αλλά ενός
ολοκλήρου κόσμου μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον. Ήταν μια πραγματική αποθέωσις.
Και την άξιζε πλέρια ο μεγάλος μας Δάσκαλος.
Καταβήκαμε βουβοί,
προσπαθώντας να συγκρατήσωμε όσο μπορούσαμε τη γοητεία. Τα βουνά είχαν αρχίσει
να βυθίζονται σε μια μενεξεδένια σκιά, εν ω πιο πέρα οι πλαγιές ρόδιζαν ακόμα
απ’ τις τελευταίες ανταύγειες του ήλιου, που είχε γύρει πέρα απ’ τη θάλασσα…
Γοργή κατέβαινε η νύχτα μ’ όλα τα αρώματα του βουνού, με κάποια μακρυνά
κουδουνίσματα κοπαδιών. Μα μέσα μας είχε ανάψει ένας καινούριος ήλιος, ένα καινούριο
φως…
Σας βεβαιώ, πως μου φάνηκε
σαν να ξυπνούσα από όνειρο, όταν βρέθηκα πάλι στο βαπόρι, στο φωτισμένο σαλόνι,
στο καλοστρωμένο τραπέζι. Αλλοίμονο! Είχαμε ξαναγίνει όλοι μας ανθρωπάκια που
κοίταζαν να χορτάσουν την πείνα τους, να κάνουν παρατηρήσεις για το «μενού», να
τυραννήσουν τα γκαρσόνια…
Και το πρωΐ, όταν
βραθήκαμε στον Πειραιά… Πάει ξι’ η Πάραλος… Πάει κι’ η Σαλαμινία… Πάει το
όνειρο… Φτωχό άσημο ανθρωπάκι, κάθομαι πάλι στο σκονισμένο μου τραπέζι,
μουτζουρώνω τα χαρτιά, προσπαθώ να… φωτίσω την ανθρωπότητα! Μα ως τόσο, αν
μπόρεσα να μεταδώσω στους αναγνώστες μου, έστω και ελάχιστα, απ’ την απέραντη
συγκίνησι που έζησα τις τέσσερις αυτές ημέρες, θάμαι ευτυχισμένη.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΑΛΑΟΥΝΗ
Αναρτήθηκε από Παπαλεξανδρής Λουκάς - https://rakopolio.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλούμε να σέβεστε τους συνομιλητές σας και να αποφεύγετε, τις ύβρεις και τους χαρακτηρισμούς. Να αποφεύγετε να γράφετε ανώνυμα. Όλα τα σχόλια πρέπει να εγκριθούν πριν δημοσιευθούν.